ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός και η ενασχόληση με θέματα πίστεως
Η υπεράσπιση της Πίστεως έναντι της αιρέσεως ως καθήκον των Μοναχών…
Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο Κατάνυξη.
________________________________________
Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός και η ενασχόληση με θέματα πίστεως
Οι Μοναχοί, οι οποίοι επαγγέλονται την δια βίου μετάνοια και το πένθος, πολλές φορές ασχολούνται με θέματα της Πίστεως, των δογμάτων και των αιρέσεων. Άραγε δεν βλάπτει, όμως, η ενασχόληση με αυτά την νοερά εργασία και ησυχία; Δεν απόλλυται η ειρήνη της ψυχής από ενδεχόμενες μέριμνες για θέματα Πίστεως, τα οποία αποτελούν επιτήδευμα κατ’ εξοχήν των Επισκόπων (Πατριαρχών, Μητροπολιτών, Αρχιεπισκόπων κ.λπ.); Τελικά, υπό ποιάν έννοια αποτρέπονται οι Μοναχοί από την ενασχόληση με τη θεολογία και υπό ποιάν έννοια η ενασχόληση αυτή επιτρέπεται ή και επιβάλλεται;
1. Η αυτόβουλη και με υπερηφάνεια ενασχόληση με τα δόγματα είναι θάνατος για τους απροκόπους Μοναχούς.
2. Η υπεράσπιση της Πίστεως έναντι της αιρέσεως ως καθήκον των Μοναχών.
• Α. Ως προφύλαξη της οδού της σωτηρίας και θεώσεως έναντι της κακίας.
• Β. Ως παράδειγμα των Μοναχών προς τους υπολοίπους Χριστιανούς.
• Γ. Επειδή οι Μοναχοί περισσότερο από τους λαϊκούς είναι κατάλληλοι για τους αγώνες υπέρ της Πίστεως
• Οι Μοναχοί είναι αδέσμευτοι από τα κοσμικά πράγματα
• Η εν Χριστώ χαρά για τις κακουχίες ταιριάζει στον σταυρικό βίο των Μοναχών.
• Όσοι Μοναχοί εξέπεσαν από την αντίσταση κατά της αιρέσεως και συμβιβάσθηκαν, επικρίνονται δριμέως ως παράδειγμα απωλείας.
• Δ. Επειδή οι Μοναχοί δεν υπολογίζουν τη διπλωματία και την πολιτική, αλλά την καθαρότητα του θεολογικού λόγου.
• Ε. Επειδή ιδιαίτερα οι Μοναχοί επιτηδεύονται την τελειότητα σε όλα.
3. Οι Μοναχοί ενδέχεται να προΐστανται σε θέματα Πίστεως έναντι των Επισκόπων και των Συνόδων.
4. Η Εκκλησιαστική Ιστορία μας διδάσκει περί των αγώνων των Μοναχών υπέρ της Πίστεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Η αυτόβουλη και με υπερηφάνεια ενασχόληση με τα δόγματα είναι θάνατος για τους απροκόπους Μοναχούς
Είναι κοινός τόπος στα ασκητικά κείμενα η προτροπή να αποφεύγουν οι Μοναχοί την ενασχόληση με τη θεολογία. Το κλασσικό έργο Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτου, εξηγεί γιατί: «Σε όσους πενθούν δεν αρμόζει να θεολογούν, διότι η θεολογία συνήθως διασκορπίζει το πένθος τους. Επειδή εκείνος που θεολογεί είναι σαν να κάθεται σε διδασκαλικό θρόνο, ενώ εκείνος που πενθεί, “επί κοπρίας και σάκκου”. Και αυτό νομίζω ότι ενοούσε και ο Δαβίδ, ο οποίος αν και σοφός και διδάσκαλος, όταν θρηνούσε για τις αμαρτίες του, απαντούσε σ’ εκείνους που τον παρακαλούσαν να ψάλη: “Πως άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας; δηλαδή στην γη της εμπαθείας (πρβλ. Ψαλμ. 136, 4)”» 1.
Παρομοίως, διηγείται το Γεροντικό στα σχετικά με τον Αββά Κόπρι, ότι «συναθροίσθηκαν κάποτε οι ευρισκόμενοι στη Σκήτι για το [θεολογικό] πρόβλημα του Μελχισεδέκ κι’ ελησμόνησαν να καλέσουν τον αββά Κόπρι. Ύστερα, αφού τον επροσκάλεσαν τον ερώτησαν για το θέμα αυτό. Αυτός δε, κτυπώντας το στόμα τρεις φορές, είπε• Αλλοίμονό σου Κόπρι, που όσα σου παρήγγειλε ο Θεός να κάνης, τα εγκατέλειψες, και όσα δεν σου ζητεί τα ερευνάς. Και αφού άκουσαν αυτά οι αδελφοί, έφυγαν στα κελλιά τους»2.
Στις σχετικές διηγήσεις των πατερικών κειμένων, τονίζεται επιμόνως ότι οι Μοναχοί και μάλιστα οι αρχάριοι, οφείλουν να αποφεύγουν εντελώς τις θεολογικές συζητήσεις, οι οποίες αποσπούν από τη βίωση της μετανοίας. Παρά ταύτα, η ομολογία της Πίστεως είναι καθήκον τόσο των προχωρημένων («διαβεβηκότων») όσο και των αρχαρίων, οι δε προοδευμένοι Μοναχοί οφείλουν να προσπαθούν να αποσπάσουν από την αίρεση τους πλανωμένους. Συγκεκριμένα, έχει επισημανθεί σχετικώς με την του Μεγάλου Βασιλείου διάκριση των Μοναχών σε αρχαρίους και προχωρημένους στην πνευματικότητα: «δυνάμεθα να αντιληφθώμεν διατί δεν θα έπρεπεν οι μη “διαβεβηκότες την νηπιότητα” να συζητούν περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος. Παρά ταύτα όμως και οι μεν και οι δε πρέπει να ομολογούν πίστιν εις την άκτιστον Αγίαν Τριάδα»3.
«Επειδή η αίρεσις είναι εφεύρημα του διαβόλου και των σατανικών δυνάμεων και ενεργεί την απώλειαν της ψυχής, οι ορθόδοξοι μοναχοί συνιστούν εις τους Χριστιανούς διακοπήν όχι μόνον πάσης κοινωνίας με αιρετικούς και σχισματικούς, αλλά και πάσης φιλίας μαζί των, πράγμα το οποίον σημαίνει ότι ο όρος «κοινωνία» δεν αναφέρεται μόνον εις το μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας, αλλά και εις πάσαν επικοινωνίαν. Η συμβουλή όμως αύτη απευθύνεται περισσότερον προς τους ασθενεστέρους των μοναχών και τους λοιπούς Χριστιανούς. Διότι, όπως θα ίδωμεν […] οι πνευματικώτεροι των μοναχών, διαλεγόμενοι με τους αιρετικούς και προσπαθούντες εν αγάπη να επαναφέρουν τους πλανηθέντας εις την Καθολικήν Εκκλησίαν, είχον μετ’ αυτών όχι βεβαίως μυστηριακήν κοινωνίαν, αλλά επικοινωνίαν αγάπης […] Και οι ι. Κανόνες, ενώ έναντι των αιρέσεων είναι αυστηροί, είναι εν τούτοις φιλάνθρωποι έναντι των αιρετικών […] Οι πατέρες κάμνουν πάντοτε διάκρισιν μεταξύ της αιρέσεως και των αιρετικών, τους οποίους αγαπούν»4.
2. Η υπεράσπιση της Πίστεως έναντι της αιρέσεως ως καθήκον των Μοναχών
Οι Μοναχοί, λοιπόν, είναι φυσικό να διαφυλάττουν την ορθόδοξη πίστη με ιδιαίτερη αίσθηση ευθύνης. Η ευθύνη αυτή προκύπτει από την εμπειρική τους γνώση, ότι το ορθόδοξο δόγμα οριοθετεί και διασφαλίζει τη ζωή της ευσεβείας από την εκτροπή και αλλοίωσή της. Η ορθοδοξία των μοναχών είναι καρπός γνώσεως της αληθείας, γνώσεως εμπειρικής, η οποία προϋποθέτει μετοχή στην αλήθεια. Αλλά η αλήθεια αυτή για τους Μοναχούς δεν είναι θεωρητική, νοητική αποδοχή του περιεχομένου της πίστεως, αλλά μυστήριο που βιώνεται με την άκτιστη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος5.
Ενώ όμως η ζώσα Ορθοδοξία στον Μοναχισμό συνυπάρχει οργανικά με την ορθοπραξία, αντιθέτως η αίρεση δεν είναι καθόλου συμβατή με την ευσέβεια. Είναι αδύνατον, κατά τους ασκητικούς Πατέρες, ο αιρετικός να είναι ευσεβής και ενάρετος. Ο καθαρός βίος κρίνεται και καταξιώνεται μόνο από την ορθή πίστη και η ορθή πίστη έχει την φερεγγυότητα και το αντίκρισμά της στην καθαρότητα της ζωής. Δια τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία ποτέ δεν αυτονόμησε την αλήθεια και το δόγμα από τη ζωή και ευσέβειά της. Η αίρεση συνδέεται άμεσα με την πλάνη στη διττή εκδοχή της, την εκτροπή δηλαδή από την αλήθεια καθεαυτήν και την εκτροπή από το πλήρωμα της ζωής. Είναι φυσικό οι ζωντανοί φορείς της χαρισματικής θεολογίας, οι Μοναχοί, να είναι και οι υπερασπιστές της Πίστεως και οι ακατάβλητοι πολέμιοι της αιρέσεως, επειδή η αίρεση αποτελεί στην πράξη διάψευση της αγιοπνευματικής ζωής της Εκκλησίας6.
Είναι πραγματικά αναρίθμητα τα ιστορικά συμβάντα και σχεδόν ανεξάντλητη η διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με την, μετά λόγου και καλώ τω τρόπω, κατά καθήκον ανάμειξη των Μοναχών στα θέματα της Πίστεως, προς υπεράσπισή της έναντι των παλαιών και νέων αιρέσεων, και μπορεί κανείς για τα περαιτέρω να παραπέμψει τον αναγνώστη σε σχετική βιβλιογραφία7.
Βάσει των ανωτέρω ενδεικτικώς και ακροθιγώς θα χαράξουμε μόνον μερικές γενικές γραμμές αφίνοντας να μιλήσουν περισσότερο οι ίδιοι οι Άγιοι Πατέρες μέσω των κειμένων τους.
Η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας είναι καθήκον των Μοναχών
α. Ως προφύλαξη της οδού της σωτηρίας και θεώσεως έναντι της κακίας
Η αίρεση, διαστρέφοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί σωτηρίας, καταστρέφει τη θεραπεία της ανθρωπίνης φύσεως και την οδό προς τη ένωση με το Θεό• αποτελεί δια τούτο υποχρέωση των Μοναχών η καταπολέμησή της.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, ο λόγος για τον οποίον ο Άγιος εναντιώθηκε τόσο σθεναρά στη «μοιχειανική αίρεση», δηλ. στην εκκλησιαστική δικαίωση του δευτέρου – από μοιχείας – γάμου του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΣΤ΄, και εξορίσθηκε δύο φορές για το θέμα αυτό, το δε Μοναστήρι του διαλύθηκε από την πολιτική εξουσία, και οι μοναχοί του διασκορπίσθηκαν βιαίως, ήταν ότι ήθελε ο Άγιος Θεόδωρος να σταματήσει, όσο μπορούσε, το κακό της αθωώσεως της μοιχείας να καθιερωθεί και στο μέλλον : «φοβόταν ευλόγως μήπως από τους ανόητους γίνει παραδεκτή ως νόμος η παραφροσύνη του άρχοντα και παραδώσει την πράξη αυτή αθεράπευτη στις μεταγενέστερες γενιές. Δια τούτο δεν σιωπά, χωρίς να ελέγξει το κακό αλλά αποκόπτει αμέσως τον εαυτό του και τον [πνευματικό] πατέρα του από την κοινωνία εκείνων»8.
Στη Ησυχαστική Σύνοδο του Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1341 κατά του Βαρλαάμ του Καλαβρού, στην ΚΠολη, ο αιρεσιάρχης Βαρλαάμ, διπλωματικώς φερόμενος και επειδή η διδασκαλία του είχε κονιορτοποιηθεί από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αναγκάσθηκε να ομολογήσει ότι έσφαλε. Εξιστορεί σχετικώς βάσει των πηγών ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος ο Διονυσιάτης: «Η ομολογία του Βαρλαάμ συγκίνησε τον θεϊκό Παλαμά και τους μοναχούς, οι οποίοι “έσπευσαν να τον εναγκαλισθούν με χαρά και αγάπη, τον συγχώρησαν με προθυμία”, “τον επαινούσαν για τη μεταβολή του” και ευχαρίστησαν το Θεό, λέγοντας ότι “ούτε κι αυτοί οι ίδιοι εξ αιτίας γηίνων και φθειρομένων πραγμάτων “ξεκίνησαν τόσο μεγάλον αγώνα, αλλά για να μη γεμίσει η Εκκλησία από διεφθαρμένα δόγματα, καθώς το κακό θα διαμοιράζεται σε περισσότερους”. Έλεγαν, ότι οι μοναχοί είναι διδαγμένοι να είναι πράοι και ταπεινοί• “σε όσα όμως υπάρχει κίνδυνος σχετικός με το Θεό, [είναι διδαγμένοι] να είναι οξείς και ανυποχώρητοι, και μήτε να δυσχεραίνουν από την έλλειψη τιμής, μήτε να μαλακώνουν από τον έπαινο των ανθρώπων”»9.
Έτσι η επιμονή των Μοναχών στην υπεράσπιση της σώζουσας αλήθειας φανερώνει αληθή αγάπη για τον πλησίον, γι’ αυτό άλλωστε και πρέπει να γίνεται και με αγάπη. Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης παρατηρεί σχετικώς, επικαλούμενος και τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ.
«Ο μοναχισμός λειτουργεί στην Εκκλησία ως “εργαστήριο πνευματικής ζωής”. Η φροντίδα για την τήρηση όλων των εντολών συμβαδίζει με ακόμα μεγαλύτερη φροντίδα για την τήρηση της ορθής πίστεως. Οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις χρειάζονται ή και επιβάλλονται στις κοινωνικές σχέσεις. Όταν όμως πρόκειται για την αλήθεια της πίστεως, τα πράγματα αλλάζουν. Ο Θεός είναι απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος10. Η θεολογική αλήθεια δεν ευδοκιμεί με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις στην πλάνη, αλλά με την ορθότητα και την πληρότητά της. Κάθε παρέκκλιση από την αλήθεια αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινή πνευματική ζωή των Χριστιανών. Όπως επιγραμματικά διατυπώθηκε, “η αληθώς δικαία ζωή προϋποθέτει ορθήν αντίληψιν περί του Θεού, περί της Αγίας Τριάδος”11. Και η εμμονή όμως στην αλήθεια της πίστεως δεν δικαιολογεί μίση ή φανατισμούς. Άλλωστε η ύπαρξη των στοιχείων αυτών έρχεται σε αντίθεση προς την κορυφαία εντολή της αγάπης. Η εμμονή στην αλήθεια δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την εμμονή στην αγάπη, γιατί ο Θεός που είναι η αλήθεια είναι ταυτόχρονα και η αγάπη. Έτσι η εμμονή στην αλήθεια και η εμμονή στην αγάπη δεν μπορούν να προβάλλονται διλημματικά, γιατί έχουν την ίδια οντολογική αναφορά»12.
β. Ως παράδειγμα των Μοναχών προς τους υπολοίπους Χριστιανούς
Εφ’ όσον η Μοναχική Πολιτεία, «ισάγγελος» κατά τις επιδιώξεις της και όταν βιώνεται ορθώς, είναι φως για τους λοιπούς Χριστιανούς, (διότι «φως για τους Μοναχούς είναι οι Άγγελοι και φως για όλους τους ανθρώπους η μοναστική πολιτεία»)12α, προκύπτει αμέσως το συμπέρασμα και της ανάγκης για υποδειγματική από τους Μοναχούς προάσπιση της αποκεκαλυμμένης Αληθείας της Πίστεως.
Ο Μέγας Αθανάσιος, απευθυνόμενος προς Μοναχούς κατά τον καιρόν των αρειανικών ερίδων, γράφει: «Επειδή είναι μερικοί αρειανόφρονες που περιέρχονται τα Μοναστήρια μόνο και μόνο για να εξαπατούν τους πιο αφελείς, ότι δήθεν ήλθαν σε εσάς και επέστρεψαν από σάς• υπάρχουν δε και μερικοί που βεβαιώνουν, ότι δεν φρονούν όπως ο Άρειος, αλλά συγκαταβαίνουν και προσεύχονται μαζί με αυτούς στον ίδιο τόπο• δια τούτο κατ’ ανάγκη και έπειτα από παρότρυνση μερικών ειλικρινεστάτων αδελφών, βιάστηκα να σάς γράψω, ώστε φυλάσσοντας εσείς ακέραια και χωρίς δόλο την ευσεβή πίστη, την οποία η χάρις του Θεού εργάζεται μέσα σας, να μη δώσετε πρόφαση σκανδάλου στους αδελφούς. Διότι όταν κάποιοι ιδούν εσάς τους εν Χριστώ πιστούς να συναντείσθε και κοινωνείτε με εκείνους [τους αρειανούς] οπωσδήποτε, νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι χωρίς σημασία, θα πέσουν στο βόρβορο της ασεβείας. Για να μη γίνει, λοιπόν, αυτό, να θελήσετε, αγαπητοί, αυτούς μεν που φανερά έχουν τα ασεβή φρονήματα να τους αποφεύγετε, αυτούς δε που νομίζουν ότι δεν έχουν τα φρονήματα του Αρείου, αλλά κοινωνούν με τους ασεβείς, να τους προσέχετε• και περισσότερο αρμόζει να αποφεύγουμε την κοινωνία εκείνων των οποίων και το φρόνημα αποστρεφόμαστε. Αν κάποιος προσποιείται ότι ομολογεί την ορθή πίστη, αλλά φαίνεται να κοινωνεί με εκείνους, αυτόν προτρέψετέ τον να αφήσει μια τέτοια συνήθεια• και εάν μεν υποσχεθεί, να τον έχετε ως αδελφό• αν όμως επιμένει με φιλονεικία, αφού είναι τέτοιος, αφίστε τον μόνο. Κάνοντας έτσι, θα διατηρήσετε καθαρή την πίστη, και εκείνοι βλέποντάς σας θα ωφεληθούν, φοβούμενοι μήπως τους νομίσουν οι άλλοι ως ασεβείς και ομόφρονες εκείνων»13.
Ο Άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, πληροφορημένος την πρόοδο της αιρετικής διδασκαλίας του αιρεσιάρχη Πατριάρχου ΚΠόλεως Νεστορίου, σε επιστολή του προς τους Μοναχούς της ΚΠόλεως, απεύθυνει προς αυτούς τα εξής λόγια, τα οποία συνοψίζουν όλο το νόημα της ενασχόλησης των Μοναχών με τα δογματικά θέματα: είναι η ενασχόληση αυτή επιβλαβής, αλλά όταν απειλείται η Ορθοδοξία, τότε καθίσταται αναγκαία για τους Μοναχούς, προς χάριν και των λαϊκών.
Γράφει χαρακτηριστικώς στους Μοναχούς περί του αν πρέπει η αγία Παρθένος να ονομάζεται Θεοτόκος ή όχι: «θα ήταν καλύτερο από τα τέτοιου είδους ζητήματα εσείς να απομακρύνεστε τελείως, και αυτά που μόλις είναι ορατά σαν σε έσοπτρο και αίνιγμα [Α΄ Κορ. 13,12] σε αυτούς που είναι άρτιοι στη διάνοια και προχωρημένοι στον νουν, ούτε να τα σκαλίζετε καθόλου (διότι τα πιο αδύναμα από τα θεωρήματα υπερβαίνει τον νουν των πιο απλοϊκών)• επειδή όμως ούτως ή άλλως, δεν έχετε μείνει ανήκοοι αυτών των λόγων και είναι φυσικό να προτιμήσουν κάποιοι να φιλονεικούν και να εμπήγουν τη βλάβη των λόγων τούτων σαν κάποιο δοκάρι σε όσους δεν έχουν στερεωμένο τον νουν, ενόμισα ότι πρέπει κατ’ ανάγκη κάποια λίγα να σάς πω σχετικώς με τούτα, όχι για να λογομαχείτε παραπάνω, αλλά ώστε, αν κάποιοι σάς εμφανισθούν επιτιθέμενοι στην αλήθεια με τις ματαιολογίες τους, τότε και οι ίδιοι να αποφεύγετε την ζημία που προκύπτει από την πλάνη, αλλά να ωφελείτε και άλλους, πείθοντάς τους, με τους σωστούς λογισμούς, να έχουν στις ψυχές τους σαν πολύτιμο μαργαρίτη την πίστη που παραδόθηκε εξ αρχής από τους Αγίους Αποστόλους στις Εκκλησίες. Έχω θαυμάσει λοιπόν πώς έστω και ελάχιστο ενδοιάζουν κάποιοι αν τέλος πάντων η αγία Παρθένος θα μπορούσε να λέγεται Θεοτόκος ή όχι»14.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ευρίσκει στην προάσπιση της ακεραιότητος του Ευαγγελίου κατά της «μοιχειανικής» αιρέσεως ένα κατ’ εξοχήν μοναστικό έργο: το καλό παράδειγμα, την αποφυγή του σκανδάλου, την – και με αυτόν τον τρόπο – εκπλήρωση του «εσταυρωμένου βίου» των Μοναχών.
«Δια τούτο υπενθυμίζω σαν ελάχιστος αδελφός και τέκνον, να μη σιωπήσουμε, για να μη γίνουμε κραυγή Σοδόμων• να μη λυπηθούμε τα κάτω για να μη χάσουμε τα άνω, να μη βάλουμε σκάνδαλο στην Εκκλησία του Θεού, η οποία οριοθετείται ακόμη και σε [μόνο] τρεις πιστούς, σύμφωνα με τους Αγίους, για να μη καταδικασθούμε από την απόφαση του Κυρίου. Και δεν τα λέω αυτά για τον εαυτό μου, ο ταλαίπωρος (διότι για μένα, αν και είναι τολμηρό να το ειπώ, και το να πεθάνω χάριν της αληθείας είναι κέρδος και χαρά και ζωή, αν θα ενδυναμωνόμουν μέσω των ιερών προσευχών σας) αλλά για την μεταξύ μας αρχαία και πνευματική αγάπη και για το πνευματικό συμφέρον: εάν ο Υιος του Θεού, ο Κύριος και Δεσπότης των πάντων, προσέφερε τον Εαυτό Του χάριν όλων, ως θυσία στον Πατέρα και Θεό, τι οφείλουμε εμείς και πόσο πολύ δεν χρεωστούμε χάριν Αυτού να πάθουμε και να υπομείνουμε, και μάλιστα οι μονάζοντες που σταυρωθήκαμε με την αποταγή [την απάρνηση των βιοτικών], αν βέβαια κάναμε αποταγή αληθώς και όχι ανώφελα; Διότι δεν πρέπει μόνον από το εξωτερικό σχήμα να κρίνουμε τα πράγματα – διότι πολλοί υποδύονται προσωπεία και δεν είναι αυτό που φαίνονται – αλλά είναι φανερό ότι από τα έργα (πρέπει να κρίνουμε) τα σχήματα. Αν λοιπόν κάποιοι είναι Μοναχοί στους τωρινούς καιρούς, να το δείξουν στα έργα• και έργο Μοναχού είναι το να μη ανέχεται ούτε κατ’ ελάχιστο να καινοτομείται το Ευαγγέλιον• για να μη δώσουν υπόδειγμα αιρέσεως και αιρετικής συγκοινωνίας στους λαϊκούς και έτσι δώσουν λόγο για την απώλεια εκείνων» 15.
γ. Επειδή οι Μοναχοί περισσότερο από τους λαϊκούς είναι κατάλληλοι για τους αγώνες υπέρ της Πίστεως
● Οι Μοναχοί είναι αδέσμευτοι από τα κοσμικά πράγματα
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, μέμφεται τους Ηγουμένους των Μονών της ΚΠόλεως, οι οποίοι έπειτα από πιέσεις του αυτοκράτορος τον καιρό της εικονομαχίας υποσχέθηκαν να μη συσκέπτονται ή να διδάσκουν κατά της αιρέσεως.
«Το ότι οι κύριοι Ηγούμενοι, όταν κρατήθηκαν από τον Βασιλέα, δεν έκαναν αυτά που προείπαμε [την ομολογία της Πίστεως], μολονότι και στο βαθμό και στη γνώση υπερέχουν από όλους τους Καθηγουμένους της γης αυτής, αλλά αντίθετα εσιώπησαν, και όχι μόνον τούτο, το οποίον είναι δεινόν, αλλά έκαναν και χειρόγραφη υπόσχεση ούτε να συναντώνται μεταξύ των ούτε να διδάσκουν, τούτο είναι προδοσία της αληθείας και άρνηση της προστασίας και κατεδάφιση των υποτακτικών μοναχών, όπως και των ομοιβάθμων. Οι Απόστολοι προσταγμένοι από τους Ιουδαίους να μη διδάσκουν στο όνομα του Χριστού, είπαν: “εσείς κρίνετε, αν είναι δίκαιο να ακούμε εσάς αντί για τον Θεό” [Πράξ. 4, 19]. Και πάλι• “πρέπει να πειθαρχούμε περισότερο στο Θεό παρά στους ανθρώπους” [Πράξ. 5, 29]. Αυτά και άλλα παρόμοια έπρεπε να ειπούν προς αυτούς, για να δοξασθεί ο Θεός μέσω αυτών, για να οικοδομήσουν τους Ορθοδόξους, να στηρίξουν τα Μοναστήρια, να ενδυναμώσουν όσους πάσχουν σε εξορίες. Αλλά γιατί; Επειδή προτιμούμε τα Μοναστήρια παραπάνω από τον Θεό και την εδώ καλοπέραση από την κακοπάθεια χάριν του αγαθού. Πού είναι το “ομιλούσα έμπροσθεν των βασιλέων και δεν εντρεπόμουν;” [Ψαλμ. 118, 46]. Πού είναι το “ιδού, δεν θα σταματήσω τα χείλη μου, Κύριε, Συ το γνωρίζεις;” [Ψαλμ. 39,10]. Πού είναι η δόξα και η ισχύς του Τάγματός μας; Πώς ο Σάβας και ο Θεοδόσιος οι μακάριοι, όταν ο Αναστάσιος ο βασιλεύς προτίμησε κατ’ εκείνο τον καιρό να ασεβήσει, διαχωρίσθηκαν, θερμώς προμαχόμενοι υπέρ της Πίστεως, αναθεματίζοντας από τη μια τους κακοδόξους μέσα στην Εκκλησία, από την άλλη αποστέλλοντας γράμμα στο βασιλιά, διακηρύσσοντες ότι προτιμούν το θάνατο παρά να μετακινήσουν κάτι από τα καθιερωμένα; Και λένε οι κύριοι Ηγούμενοι, όπως κάποιοι διηγούνται: ” Εμείς ποιοί είμαστε;” [Και απαντούμε:] Πρώτον: χριστιανοί, οι οποίοι οπωσδήποτε οφείλουν τώρα να μιλούν• έπειτα: Μοναχοί, οι οποίοι δεν αφαρπάζονται ούτε κατ’ ελάχιστο, επειδή είναι λυμένοι από τον κόσμο και ακράτητοι από αυτόν• έπειτα: Ηγούμενοι, οι οποίοι απομακρύνουν και των υπολοίπων τα εμπόδια και έχουν χρέος να μη δίδουν πρόσκομμα σε κανέναν, ώστε όπως λέγει, “να μη κατηγορηθεί η διακονία” [Β΄ Κορ. 6, 3]. Αλλά ποιού είδους πρόσκομμα και μέμψη, μάλλον δε συγκατάβαση έδωσαν, με το ιδιόχειρό τους, περιττό είναι και να το λέμε. Διότι αν η σιωπή είναι μέρος της συγκατάθεσης, πόσο είναι κακό το και να επικυρώσει κανείς την σιωπή ενώπιον της Εκκλησίας ολόκληρης;»16.
● Η εν Χριστώ χαρά για τις κακουχίες ταιριάζει στον σταυρικό βίο των Μοναχών
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, χαίρει για τη διάλυση της Μονής του από τους αιρετικούς, διότι αυτή έγινε χάριν του Κυρίου: «Έχει αποδειχθεί λοιπόν ο λόγος της Αγιωσύνης σου και έτσι είμεθα σύμφωνοι. Ας μας είναι δε ο αδιάσπαστος σύνδεσμος στον μέλλοντα αιώνα, χάρις στην εδώ αληθινή συμφωνία, φίλτατε αδελφέ μου, ώστε να αξιωθούμε και εμείς οι ταπεινοί να αποφέρουμε κάποιο ίχνος κατορθώματος, που να ομοιάζει στους Πατέρες μας. Όσον αφορά στην πόλιν σου, άναψες στύλον ευσεβείας, που δεν μπορεί να σβησθεί από άνθρωπο στον αιώνα. Και δεν πρέπει να λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, όπως κι εγώ ο ταλαίπωρος με τη διάλυση του ταπεινού Μοναστηριού μου, διότι η διάλυση έγινε χάριν του Κυρίου. Και δεν είναι μεγάλη η δόξα επειδή τόσο πολλοί παρέμειναν σταθεροί και δεν κατακάμφθηκαν, αλλά ακόμη κι αν ήταν μόνον ένας. Διότι είναι καλύτερος ένας που ποιεί το θέλημα του Θεού από μύριους παραβάτες»17.
Πολλούς αιώνες αργότερα, στις ησυχαστικές έριδες, η τεραστίας ακτινοβολίας μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Πάλαμα, υπήρξε άλλη μία «μονάδα» Ηγέτη του Μοναχισμού, που έφερε σχεδόν μόνος το βάρος της καταπολεμήσεως μιας αιρέσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος, όντας ακόμη απλός Ιερομόναχος, φυλακισμένος σε κάποια Μονή της Πόλεως από τον αιρετίζοντα Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, γράφει περί του αιρετικού Ακινδύνου: «Έτσι και εμείς τον έχουμε απόβλητον [=αποδιωγμένον], και τους γύρω από αυτόν, και δεν θα κουρασθούμε να επικρίνουμε την κακοδοξία του, ακόμη κι αν τώρα επιχαίρει με τη σύγχυση των πολιτικών υποθέσεων, αρπάζοντας εναντίον μας την ευκαιρία, σαν κάποιο θήραμα. Διότι λένε ότι και οι λύκοι χαίρονται στην καταιγίδα. Αλλ’ εμείς επακούοντας τα δεσποτικά εκείνα λόγια, με τα οποία στέλνει τους κήρυκες της αληθείας “ως πρόβατα εν μέσω λύκων” [Ματθ. 10,16] και τους παραγγέλλει να μη φοβούνται, δεν θα φοβηθούμε καθόλου, ακόμη κι αν επιφέρει εναντίον μας την μανία κάποιας γυναίκας περιβεβλημένης με εξουσία, όπως οι ιερείς της αισχύνης την Ιεζάβελ και οι άνθρωποι του Θεοφίλου την Ευδοξίαν. Αλλ’ εμείς, βλέποντας την έκβαση της ζωής των αγίων εκείνων, θα μιμηθούμε – με τη βοήθεια του Θεού, εννοείται – την υπομονή τους, χαίροντες με την ελπίδα, υπομένοντες στη θλίψη [Ρωμ. 12,12]. Ας έλθει λοιπόν ο δοκιμαστής, ας έλθει ο δήμιος, ας καίγεται το πυρ, ας ακονίζεται το ξίφος, ας ακονίζονται τα νύχια. Ακόμη κι αν κινείται εναντίον μου κάθε βάσανος, θα τη δεχθώ με προθυμία. Θα περιμένω ακίνητος την πληρότητα, στηριζόμενος στο ίδιο το Πνεύμα. Τόσο πιο πολύ θα χαρώ, όσο πιο πολύ θα υποφέρω. Διότι και θα αυξήσω ακόμη περισσότερο το θειότατο δώρο, που έχει σύζυγο την αναφαίρετη ευφροσύνη και θα καταστώ σκεύος του Πνεύματος ακόμη πιο χωρητικό, και θα αποκτήσω μέσα μου την παρουσία των μακαρίων ελπίδων, αφού θα επιτύχω πιο εμφανώς τον αρραβώνα. Έχω νέφος μαρτύρων, με το οποίο θα συνανυψωθώ προς την υποσχεθείσα συνάντηση• έχω στίφος δικαίων, με τους οποίους θα τύχω της καλυτέρας αναστάσεως• θα συναθροισθώ με την εκκλησία των Ομολογητών• θα συναριθμηθώ με την πανήγυρη των πρωτοτόκων• θα μετάσχω δόξης και τιμών αθανάτων. Λοιπόν, τι μου είναι σε σύγκριση με αυτά οι κοροϊδίες και οι συκοφαντίες και η κατακραυγή τούτων, η ο,τιδήποτε άλλο ημπορέσουν να κάνουν φορτικότερο η βιαιότερο;»18.
● Όσοι Μοναχοί εξέπεσαν από την αντίσταση κατά της αιρέσεως και συμβιβάσθηκαν, επικρίνονται δριμέως ως παράδειγμα απωλείας
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης επικρίνει δριμέως τον Ηγούμενο Θεόφιλο που προτίμησε, και μάλιστα σε χρόνο υφέσεως του εικονομαχικού διωγμού, να επιστρέψει για δεύτερη φορά με τους Μοναχούς του στο Μοναστήρι, συγκαταβαίνοντας στην αίρεση, παρά να διώκεται μακριά από το Μοναστήρι του, όπως τόσοι άλλοι Ορθόδοξοι:
«Γιατί δεν νουθέτησες όλους να διώκονται μαζί σου με τον ίδιο τρόπο ή, αν δεν ήθελαν, γιατί δεν τους εγκατέλειψες ως μισοχρίστους, ως φιλοσάρκους, ως απειθείς, και όχι ως τέκνα; Έτσι θα επανόρθωνες και την [προηγούμενη] ήττα σου και θα γινόσουν χρηστό υπόδειγμα στους υφισταμένους, στην δε Εκκλησία του Χριστού θα φαινόσουν οικοδομή, αντί για την προηγούμενη κατεδάφιση […] Χάρις σ’ αυτό, λένε, [την υποχώρηση] και οι αδελφοί σώθηκαν και οι ναοί ανέγγιχτοι. Τι πώρωση! Τι θεομαχία! Ο Χριστός δεχόταν άρνηση, καθώς η Εικόνα Του αθετείτο, και η Θεοτόκος και όποιος άλλος Άγιος• και δια τούτο ο Αρχιερεύς ήταν υπό διωγμόν, Επίσκοποι υπό περιορισμό και Ηγούμενοι το ίδιο, Μοναχοί και Μοναχές, λαϊκοί και λαϊκές, άλλοι υφίσταντο κτυπήματα, άλλοι ήταν υπό φρούρηση, άλλοι πέθαιναν από την πείνα, άλλους τους εξέσχιζαν, άλλοι ήταν στις θάλασσες, άλλοι θανατώνονταν, άλλοι εκρύπτοντο, άλλοι δραπέτευαν. Γεμάτες οι ερημιές και τα σπήλαια, γεμάτα τα όρη και οι κοιλάδες: σάρκες κομμένες, αίματα να τρέχουν, όλη η γνωστή μας οικουμένη να “κουδουνίζει” από το διωγμό, ολόκληρη η υφήλιος σαν να λέμε να στενάζει και να καταθρηνεί και συ, τρισάθλιε, ενέδωσες στην ψυχοφθόρα κοινωνία [με την αίρεση] και παραμένοντας στο “ολετήριον”19 (διότι έτσι είναι, και όχι μοναστήριον) λέγεις ότι είσαι καλά και κοροϊδεύεις τους Χριστοφόρους, ή μάλλον τον ίδιο τον Χριστό, χάριν του οποίου εκείνοι πάσχουν. Ποιόν Ναό διέσωσες, αφού μόλυνες τον Ναό του Θεού, τον εαυτό σου; Ποιούς αδελφούς προφύλαξες, αφού διεφθάρησαν από την κοινωνία με σένα, έστω και μόνο με τα [κοινά με την αίρεση] φαγητά; Είσαι σκάνδαλο του κόσμου, υπόδειγμα αρνήσεως, προτροπή απωλείας, σάρκα και όχι πνεύμα, σκοτιστής και όχι φωτιστής. Η ίδια η αλήθεια τα φωνάζει αυτά προς αυτούς που έτσι ασεβούν. Τους οποίους, αν δεν μετανοήσουν που έκαναν επιλογή τέτοιας αθεΐας, δεν πρέπει να τους νομίζει κανείς Χριστιανούς»20.
δ. Επειδή οι Μοναχοί δεν υπολογίζουν τη διπλωματία και την πολιτική, αλλά την καθαρότητα του θεολογικού λόγου
Οι Μοναχοί, κατ’ εξοχήν εμπειρικοί γνώστες – όπως είδαμε – της σημασίας που έχει η ορθή δογματική πίστη για την προσέγγιση του Θεού, δεν υπέταξαν ποτέ στις πρόσκαιρες ανάγκες της διπλωματίας και εκκλησιαστικής πολιτικής την αιώνια σωτηρία. Γράφει σχετικώς ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, μολονότι βλέπει ενίοτε με κάπως επικριτικό οφθαλμό την αδιαλλαξία των Μοναχών στα θέματα της Πίστεως:
«Όσα όμως δεν μπορούν να αποδοθούν στον αριθμό των μοναχών δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσχετα και προς την πράγματι εξαιρετική κοινωνική επιρροή του μοναχισμού, ιδιαίτερα στις περιοχές της ορθοδοξίας της πίστεως και της κανονικής τάξεως […] Κατά την περίοδο της εικονομαχίας ο μοναχισμός ανέλαβε το κύριο βάρος του αγώνα εναντίον της εικονομαχικής πολιτικής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων […] Η ευρύτατη κοινωνική απήχηση της κριτικής του βυζαντινού μοναχισμού πήγαζε όχι βεβαίως από την αριθμητική δύναμη των μοναχών, αλλά από την εντυπωσιακή πνευματική του ακτινοβολία και την καθαρότητα του θεολογικού του λόγου, οι οποίες ερέθιζαν την ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση και ενεργοποιούσαν το φρόνημα του λαού. Η επιρροή λ.χ. Μαξίμου του Ομολογητού στον αγώνα εναντίον του Μονοθελητισμού (Ζ΄ αιώνας), Ιωάννη του Δαμασκηνού (Η΄ αιώνας) και Θεοδώρου του Στουδίτη (Θ΄ αιώνας) εναντίον της εικονομαχίας, Γρηγορίου του Παλαμά εναντίον των εχθρών της ησυχαστικής ασκήσεως και θεωρίας (ΙΔ΄ αιώνας) κ.α. θεμελιώθηκε όχι στην αθροιστική δύναμη των μοναχών της αυτοκρατορίας, αλλά σαφώς στην καθαρότητα του θεολογικού λόγου. Αυτή η αμεσότητα της σχέσεως του μοναχισμού με την εκκλησιαστική συνείδηση απέκλειε οποιονδήποτε συμβιβασμό περιστασιακής σκοπιμότητας σε ζητήματα πίστεως και τροφοδοτούσε το εξαιρετικό του κύρος στη βυζαντινή κοινωνία ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε στατιστικές εκτιμήσεις αριθμών. Η ασυμβίβαστη αγωνία για την περιφρούρηση της ορθοδοξίας της πίστεως αποτελούσε την αμεσώτερη και αποτελεσματικότερη παρέμβαση των μοναχών στο φρόνημα των απλών πιστών, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι να συντονισθούν με τους ζηλωτές μοναχούς σε κάθε αγώνα για την ορθοδοξία της πίστεως»21.
Και συνεχίζει λίγο παρακάτω:
«Είναι ευνόητο ότι η μεγάλη πράγματι επιρροή του μοναχισμού στη βυζαντινή κοινωνία πήγαζε αναμφίβολα όχι από την αριθμητική δύναμη, αλλά κυρίως από την ιδιαίτερη πνευματική σχέση των μοναχών με τον λαό, η οποία τρεφόταν συνεχώς από την προσωπική ευθύνη του κάθε πιστού στον αγώνα για την πνευματική τελείωση. Ο συντονισμός αυτός του μοναχισμού με την εκκλησιαστική συνείδηση προκάλεσε πολλές φορές τη δυσφορία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αλλά συνήθως η έξοδος των μοναχών από τα μοναστήρια συνδεόταν με την εμφάνιση σοβαρής απειλής για την ορθοδοξία της πίστεως και ήταν ανεξάρτητη από τη λογική των συμβιβασμών η των καιρικών σκοπιμοτήτων της πολιτικής ηγεσίας η της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (χριστολογικό δόγμα, εικονομαχία, ησυχαστικές έριδες, ενωτική πολιτική κ.λπ.)»22.
ε. Επειδή ιδιαίτερα οι Μοναχοί επιτηδεύονται την τελειότητα σε όλα
Επειδή η διαφύλαξη της «εξ Αποκαλύψεως» Αληθείας της Ορθοδοξίας αναφέρεται πρωτίστως στην υπακοή και το σέβας προς τον ίδιο τον Θεό, είναι φανερό ότι η διαφύλαξη της Αληθείας αυτής αποτελεί και καθήκον πρωταρχικό του Χριστιανού και πολύ περισσότερον του Μοναχού.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διηγείται σχετικώς με την ανάμειξη των «φιλοσόφων» Μοναχών με τις αρειανικές έριδες της εποχής Μ. Αθανασίου: «κατά τον καιρόν τούτο κινητοποιούνται από την πλευρά μας, οι φιλόσοφοι και φιλόθεοι και ήδη προ καιρού πολιτευόμενοι στα άνω. Οι οποίοι, μολονότι στα υπόλοιπα είναι ειρηνικοί και μέτριοι, όμως δεν ανέχονται να είναι επιεικείς ως προς τούτο, δηλαδή να προδώσουν τον Θεόν μένοντας στην ησυχία• αλλά μάλιστα είναι και πολύ πολεμικοί και δύσμαχοι (διότι έτσι κάνει η θερμότητα του ζήλου) και γρηγορότερα θα παραμέριζαν κάτι που δεν δεν είναι ορθό, παρά θα παρέλειπαν κάτι το ορθό»23.
Και ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, στην παραπάνω επιστολή του προς τους Μοναχούς της ΚΠόλεως σχετικώς με τον αιρεσιάρχη Νεστόριο παρατηρεί: «Να νικάτε λοιπόν ανδρείως τα πάθη, ψυχικά και ταυτοχρόνως σωματικά, ζωσμένοι πολύ καλώς στην οσφύ σας με την νήψη την αρμόζουσα στους Μοναστές• διότι έτσι θα είστε λαμπροί και καλώς δοκιμασμένοι στο αγαθό της ελπίδος που έχει ετοιμασθεί για τους Αγίους. Να είναι δε σε σάς πριν από τα άλλα η πίστη ορθή και να έχει τελείως το ακατηγόρητον. Διότι έτσι ακριβώς και εσείς οι ίδιοι ιχνηλατώντας την ευσέβεια των αγίων Πατέρων θα κατασκηνώσετε στις άνω αυλές μαζί με εκείνους και θα κατοικήσετε τις σκηνές που είναι στους ουρανούς»24.
3. Οι Μοναχοί ενδέχεται να προΐστανται σε θέματα Πίστεως έναντι των Επισκόπων και των Συνόδων
Μερικοί ισχυρίζονται, ότι στα θέματα Πίστεως οι Ιεράρχες συντάσσουν πρώτοι κείμενα για την Πίστη, και μετά ταύτα τα δέχονται και τα υπογράφουν οι κληρικοί και οι λαϊκοί, και δεν είναι εκκλησιολογικώς ορθό το αντίθετο, να συντάσσουν, δηλαδή, οι υφιστάμενοι κείμενα Πίστεως και να ζητούν να υπογράψουν το κείμενό τους οι Επίσκοποι.
Όμως ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ιστορικώς εντελώς ασύστατος• πέραν των κειμένων του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία απετέλεσαν σιωπηλώς τη βάση των αποφάσεων της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου24α, πέραν των συγγραμμάτων του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στα οποία στηρίχθκε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος25, το αρκετά μεταγενέστερο παράδειγμα του «Αγιορειτικού Τόμου» και των Ησυχαστικών Συνόδων της ΚΠόλεως, στη διατύπωση της θεολογίας των οποίων συνέβαλε αποφασιστικώς ο Ιερομόναχος (τότε) Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επαρκεί κατ’ εξοχήν για να δείξει το ότι ο μοναχισμός δύναται υπό την ηγεσία πεφωτισμένων και αγίων μορφών, όχι απαραιτήτως Επισκόπων, να καθοδηγήσει προς την ορθοδοξία τις θεολογικές διαμάχες και εξελίξεις.
Ο «Αγιορειτικός Τόμος», θεολογικό κείμενο ομολογίας πίστεως των Ησυχαστών κατά του αιρετικού Βαρλαάμ του Καλαβρού, συνετάχθη από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά στη Θεσσαλονίκη περί τον Αύγουστο του σωτηρίου έτους 1340 και υπεγράφη από τους διαπρεπεστέρους Μοναχούς του Αγίου Όρους λίγες μέρες μετά. Περιγράφει ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος ο Διονυσιάτης: «Εν όψει λοιπόν της αντιμετωπίσεως από Σύνοδο της θεολογικής έριδος η οποία συνετάρασσε τας συνειδήσεις των Ορθοδόξων του Βυζαντίου, ο θεοφόρος διδάσκαλος [ο άγιος Γρηγόριος] χρειαζόταν την συμμαρτυρία της ζώσης ησυχαστικής παραδόσεως»26.
Τον Αγιορειτικό Τόμο υπέγραψε ο Πρώτος του Αγίου Όρους Ισαάκ και είκοσι Ηγούμενοι, μορφωμένοι και ησυχαστές, και επεσφράγισε τα όσα εγράφησαν ο Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιάκωβος με τα εξής λόγια «αναθρεμμένος με τις αγιορειτικές και πατερικές παραδόσεις και μαρτυρώντας, ότι μέσω των εκλεκτών που υπέγραψαν εδώ, ολόκληρο το Άγιον Όρος υπέγραψε συμφωνώντας, έτσι κι εγώ ο ίδιος υπέγραψα συμφωνώντας και επισφραγίζοντας. Και τούτο προσθέτω γραπτώς μαζί με όλους, ότι την κοινωνία με εκείνον που δεν συμφωνεί με τους Αγίους, όπως εμείς και οι προ ολίγου καιρού Πατέρες μας, εμείς δεν θα την δεχθούμε»27.
Αργότερα, κατά την α΄ Ησυχαστική Σύνοδο του 1341, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «δια του φθεγγομένου εν αυτώ Παρακλήτου, πάντας μετέστρεψε προς την αλήθειαν και τον Πατριάρχην και την ομήγυριν των Αρχιερέων, οι οποίοι εξεπλάγησαν από την θεολογικήν διδασκαλίαν του […] και αυτοί επείθοντο […] ότι ο θείος Παλαμάς ήτο “στόμα θεολογίας και δογμάτων ιερών και δόξης ορθής στάθμη” και ό,τι κανείς να είπη “των τιμίων και υψηλών”. Δια τούτο και ωμολόγει χάριτας ο Πατριάρχης εις τον θείον Ησυχαστήν, διότι απήλλαξε αυτόν και την σύνοδον από την απάτην και το ψεύδος του Βαρλαάμ»28.
Ο Άγιος Γρηγόριος στη εισήγησή του προς την Σύνοδο, επικαλέσθηκε τη μαρτυρία του Αγιορετικού Τόμου περί της εμπειρίας των Αγιορειτών Ησυχαστών και απέδειξε τη συμφωνία τους με τη διδασκαλία των Πατέρων. Πέραν των επαίνων της Συνόδου υπέρ του Αγίου Γρηγορίου, και ο ίδιος ο Βασιλεύς Ανδρόνικος Γ’ επαίνεσε τον Άγιον Γρηγόριον ως «διδάσκαλον ευσεβείας, και κανόνα δογμάτων ιερών, και στύλον της ορθής δόξης, και πρόμαχον Εκκλησίας, και βασιλείας ευσεβούς καύχημα, και παν ό,τι γε των καλλίστων»29.
Αυτά, ενώ ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ακόμη απλός Ιερομόναχος.
Αλλά και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τη σημασία της Εορτής της Συνάξεως των Αρχαγγέλων, στις 8 Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται από την Εκκλησία, σύμφωνα με άγραφη διδασκαλία, η αντίδραση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ προς την πτώση των δαιμονικών δυνάμεων από τον Ουρανό, υποσημειώνει τα εξής:
«Κι αν προβάλλουν ότι στην ουράνια ιεραρχία είναι τάξη απαράβατη να φωτίζονται και να τελειοποιούνται οι κατώτερες τάξεις των Αγγέλων από τις ανώτερες, αποκρινόμαστε, ότι ναί. Τούτο αληθεύει, εν όσω παραμένει ασύγχυτη η τάξη κάθε χοροστασίας […] Επειδή λοιπόν αυτές [οι εκπεσούσες αγγελικές δυνάμεις που έγιναν δαιμονικές] αντέστρεψαν την τάξη και αντί να μυήσουν και φωτίσουν τα κατώτερα τάγματα στο αγαθό, τα μύησαν στο κακό και τα εσκότισαν, δια τούτο ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, αφού στάθηκε στην ιδική του τάξη του αγαθού, εμύησε τις ανώτερες αρχές και εξουσίες να παραμένουν στην τάξη του αγαθού, σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκαν. Ποιο λοιπόν άτοπο ή άτακτο ακολουθεί, αν ο κατώτερος Μιχαήλ, ο οποίος παρέμεινε στο αγαθό, βλέποντας τις ανώτερες αρχές και εξουσίες να εκπίπτουν από ό αγαθό, τις εμύησε και τις δίδαξε να παραμένουν στο αγαθό; Βεβαίως κανένα (άτοπο και άτακτο).
Και στη δική μας [ανθρώπινη] ιεραρχία, όταν ο ιερεύς και ο ιεράρχης ατακτούν η φρονούν κακώς, ακόμη και ένας διάκονος και ένας μοναχός που ευτακτούν και φρονούν ορθώς δύνανται να τους νουθετήσουν και να τους βάλουν σε ευταξία, καθώς είναι πάμπολλα τα παραδείγματα»30.
Η σημασία, λοιπόν, του Μοναχισμού για την θεολογία και την διατήρηση της ορθής Πίστεως είναι τόσο μεγάλη, ώστε να διαπιστώνεται από τον Καθηγητή Αντώνιο Παπαδόπουλο, ότι «μέχρι σήμερον δεν εδόθη, ως θα ώφειλε, η πρέπουσα σημασία εις τον μοναχισμόν δια την συμμετοχήν εκπροσώπων αυτού εις οικουμενολογικά συνέδρια […] διότι δεν κατενοήθη ότι “οι φυσικοί διδάσκαλοι της θεολογίας είναι οι μοναχοί, τους οποίους έρριψαν εις ανυποληψίαν, ως μη κοινωνικώς ωφελίμους”31. Επειδή ο ορθόδοξος μοναχισμός είναι εντεταγμένος εντός της Εκκλησίας και ο Θεός δι΄ αυτού και των “διαβεβηκότων”κυρίως την “νηπιότητα” επιτελεί δια τον κόσμον και την Εκκλησίαν Του έργον, το οποίον αδυνατούν να φέρουν εις πέρας οι λοιποί Χριστιανοί, φρονούμεν ότι η συμμετοχή ορθοδόξων μοναχών εις τα διάφορα συνέδρια πρέπει να γενικευθή»32.
4. Η Εκκλησιαστική Ιστορία μας διδάσκει περί των αγώνων των Μοναχών υπέρ της Πίστεως.
Σε άλλη ενότητα στο μέλλον, στο Β΄ μέρος της παρούσης εργασίας, θα αναφερθούμε συν Θεώ με περισσότερες λεπτομέρειες στη συμβολή και τα παθήματα του Ισαγγέλου Μοναχικού Τάγματος στους αγώνες κατά της ποικίλης αιρέσεως υπέρ της διαφυλάξεως της Ορθοδοξίας, όπως η συμβολή αυτή φαίνεται μέσα από τα ιστορικά γεγονότα.
Ως απλό παράδειγμα αναφέρουμε μόνον, όσα παραθέτει η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», και μάλιστα με μη θεολογική, αλλά κοσμική και πολλάκις εχθρική ματιά.
Η μελέτη εν πρώτοις επιμαρτυρεί, ότι η μεγαλύτερη αντίδραση στην εικονομαχία προήλθε από τον μοναχικό κόσμο, ο οποίος ήταν αδιάλλακτος στις πεποιθήσεις του και, εξ αιτίας του τρόπου διαβιώσεως των Μοναχών, συσπειρωνόταν γύρω από έναν αρχηγό• φοβεροί διωγμοί και εξευτελισμοί εξαπολύθηκαν κατά των Μοναχών• «ονομαστές μονές, όπως η μονή του Δαλμάτου, μεταβλήθηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν• οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Η περιουσία των μοναστικών ιδρυμάτων που καταργήθηκαν περιήλθε στο κράτος […] Οι μοναχοί, εγκαταλείποντας τα μοναστικά κέντρα, προπάντων της πρωτεύουσας, κατέφυγαν στην απομακρυσμένη εικονόφιλη κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία, όπου μεταλαμπάδευσαν για μια ακόμη φορά τα ελληνικά γράμματα, ενίσχυσαν τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιούργησαν νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες»33.
«Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα γνώμη τόσο η αντιμοναχική πολιτική [των εικονομάχων], όσο και τα νομοθετικά μέτρα τα οποία πήρε η πολιτεία εις βάρος της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, υπήρξαν φαινόμενα δευτερογενή, τελείως άσχετα προς τον πρωτογενή χαρακτήρα του διωγμού των εικόνων• επιβλήθηκαν εκ των υστέρων εξ αιτίας της αντιδράσεως των μοναχών στην αυτοκρατορική πρωτοβουλία»34.
Συνοψίζοντας και χρησιμοποιώντας τα λόγια του Καθηγητού Δημητρίου Τσελεγγίδη, θα λέγαμε ότι πέραν της εν τω Μοναχισμώ νυχθημέρου λατρείας της Αγίας Τριάδος, της αυθεντικής βιώσεως του Ευαγγελίου και της καλλιεργείας της καινής εν Χριστώ ζωής «αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια είναι επιπροσθέτως, ότι ο Μοναχισμός σε κρίσιμες περιόδους της Εκκλησίας υπήρξε όχι μόνο υπέρμαχος των δογμάτων, αλλά και πολλές φορές και ο σημαντικότερος φορέας, διαμορφωτής και εκφραστής των αληθειών της Πίστεως. Τότε παρήγαγε και ανέπτυξε πρωτογενή εκκλησιαστική θεολογία, την γνωστή ως χαρισματική θεολογία της Εκκλησίας, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μοναχισμός παρουσιάστηκε ως εκφραστής της Ορθοδοξίας στην ολότητά της, ως εκφραστής του φρονήματος της Εκκλησίας, του βιώματος και της ευσέβειάς της. Αυτή την ευσέβεια καλλιέργησε και στις καρδιές των ανθρώπων του λαού του Θεού διατηρώντας παράλληλα ζωντανή την πίστη της Ορθοδοξίας»35.
________________________________________
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
• ● 1. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος Ζ΄, Περί χαροποιού πένθους 26, εκδ. Ι.Μ. του Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 19946, σελ. 144ε.
• ● 2. Αποφθέγματα Γερόντων, Περί του Αββά Κόπρι 3, ΕΠΕ Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών 1, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 386ε.
• ● 3. Αντωνίου Παπαδοπούλου, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, εκδ. Αφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 153ε.
• ● 4. Αντωνίου Παπαδοπούλου, αυτόθι, σελ. 94ε.109
• ● 5. Δημητρίου Τσελεγγίδη, «Μοναχισμός και Ορθοδοξία της Πίστεως», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Θεολογίας) 10 (2000) 246.
• ● 6. Δημητρίου Τσελεγγίδη, αυτόθι, σελ. 247.248.250.
• ● 7. Θεοδωρήτου Μοναχού, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήναι 1977 και το πληρεστέρου περιεχομένου (κατά την ιδία τη γνώμη του Καθηγητού Αντ. Παπαδοπούλου, σελ. 16) Αντωνίου Παπαδοπουλου, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, εκδ. Αφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1994.
• ● 8. Μιχαήλ Μοναχού, Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού Θεοδώρου Ηγουμένου Μονής των Στουδίου, 15, PG 99, 253Α.
• ● 9. Επί λέξει τα δύο τεμάχια: «ουδ’ αυτοί γηΐνων ένεκα και φθειρομένων πραγμάτων τοσούτον ενστήσασθαι αγώνα, αλλ’ ίνα μη εις πλείους διανεμηθέντος του κακού. Διεφθαρμένων δογμάτων ανάπλεως γένηται η Εκκλησία» και «εν οίς δε Θεός εστι το κινδυνευόμενον, οξείς είναι και απαραιτήτους, και μήτε προς την αδοξίαν δυσχεραίνειν, μήτε προς τον παρά ανθρώπων έπαινον μαλακίζεσθαι». Ιω. Καντακουζηνου, Ιστορία 2, 40, Bonn 1, σελ. 553-555. Η διήγηση και τα εδάφια εν Μοναχου Θεοκλητου Διονυσιατου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς• ο βίος και η θεολογία του 1296-1359, εκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη 20013, σελ. 188.
• ● 10. Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος 1, πρόλογος, επιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 24.
• ● 11. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας, 19963, σελ. 14
• ● 12. Γεωργίου Ι. Μαντζαριδη, Πρόσωπο και θεσμοί, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 171ε.
• ● 12α. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περί διακρίσεως Α΄, 23, ένθ’ ανωτ., σελ. 289.
• ● 13. Μεγάλου Αθανασίου, Επιστολή προς Μοναχούς, PG 26, 1188 A-C. (μεταγλώττιση)
• ● 14. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς τους μονάζοντας 3, 4 ACO I,1,1, 11 (PG 77, 12D-13B).
• ● 15. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049B-D (μεταγλώττιση).
• ● 16. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή (149) Μονάζουσι, Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 2, επιμ. Γ. Φατούρου, εκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 265-267.
• ● 17. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή (43) Ιωσήφ αδελφώ και αρχιεπισκόπω, PG 99, 1068A-B.
• ● 18. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ένθ’ ανωτ., σελ. 211.”
• ● 19. Ολετήριος=καταστροφικός• από το ρήμα «ολέσκω» (=καταστρέφω).
• ● 20. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή (432) Θεοφίλω Ηγουμένω, Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 2, επιμ. Γ. Φατούρου, εκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 606-608.
• ● 21. Βλασίου Ιω. Φειδά, Βυζάντιο. Βίος-θεσμοί-κοινωνία-Εκκλησία-παιδεία-τέχνη, Αθή-ναι 19974, σελ. 316ε.
• ● 22. Βλασίου Ιω. Φειδά, αυτόθι, σελ. 317.
• ● 23. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 21, Εις τον Μέγαν Αθανάσιον Επίσκοπον Αλεξανδρείας 26, PG 35, 1112A.
• ● 24. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς τους μονάζοντας 2, ACO I, 1,1, 11 (PG 77, 12C).
• ● 24α. Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 19942, σελ. 756ε.• «Βεβαίως, ο Όρος της συνόδου [ΣΤ’ Οικουμενικής] είναι καρπός της θεολογίας και των αγώνων Μαξίμου του Ομολογητού, καίτοι αποφεύχθηκε συστηματικά στη σύνοδο οποιαδήποτε αναφορά στο έργο η στους αγώνες του […] για να μη προκαλέση τη δυσφορία του αυτοκράτορα από πιθανές αναφορές των μελών της συνόδου στον μαρτυρικό του θάνατο, για τον οποίο η ευθύνη βάρυνε τον πατέρα του αυτοκράτορα».
• ● 25. Βλασίου Ιω. Φειδά, αυτόθι, σελ.792• «Η διδασκαλία της συνόδου [Ζ΄ Οικουμενικής] περί των ι. εικόνων θεμελιώθηκε κυρίως στη θεολογία των σχετικών έργων του Ιωάννη δαμασκηνού».
• ● 26. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ένθ’ ανωτ., σελ. 154 (μεταγλώττιση).
• ● 27. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, αυτόθι, σελ. 161 (μεταγλώττιση).
• ● 28. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, αυτόθι, σελ. 183.
• ● 29. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, αυτόθι, σελ. 187.189.
• ●30. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών, τόμ. Β΄(Νοέμ-βριος-Δεκέμβριος), εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 19892, σελ.66.67 (υποσημ. 40) (μεταγλώττιση).
• ● 31. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικοί διάλογοι, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 146.
• ● 32. Αντωνίου Παπαδοπούλου, ένθ’ ανωτ., σελ. 177.
• ● 33. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, «Κρίσιμοι χρόνοι 642-802», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, σελ. 30.
• Πάντως, η μη θεολογική και σωτηριολογική προσέγγιση της συγγραφέως στα θεολογικά θέματα τήν οδηγεί ενίοτε σε εκφράσεις ευτελιστικές του ζήλου και της επιμονής των Μοναχών στα θέματα της Πίστεως.
• ● 34. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, αυτόθι, σελ. 27.
• ● 35. Δημητρίου Τσελεγγίδη, ένθ’ ανωτ., σελ. 245.
Comments
Post a Comment