ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΛΠ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, «Ἱεροί Κανόνες καί ἐπικαιρότητα», α' ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 2000), σελ. 13-14, 185-212
Ἱεροί Κανόνες καί ἐπικαιρότητα
"...θέλησα νά ἰχνηγραφήσω, μέ ὅση δύναμη διαθέτω... τό φωτεινό πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Νά δώσω μερικές ἐκκλησιολογικές ἀναλύσεις. Καί νά ὑπογραμμίσω τήν εὐθύνη ὅλων μας γιά τή σωστή ἀνάγνωσή τους, τήν ὑπεύθυνη ἑρμηνεία τους καί τήν εὐλαβική, τήν Εὐχαριστιακή τήρησή τους."
7. Πειθαρχημένο σῶμα
«Ἐπίσκοπον κατηγορηθέντα ἐπί τινι, παρά ἀξιοπίστων ἀνθρώπων, καλεῖσθαι αὐτόν ἀναγκαῖον ὑπό Ἐπισκόπων, κᾄν μέν ἀπαντήσῃ καί ὁμολογήσῃ, ἤ ἐλεγχθείη, ὁριζέσθω τό ἐπιτίμιον. Ἐάν δέ καλούμενος μή ὑπακούσῃ, καλείσθω καί δεύτερον, ἀποστελλομένων ἐπ᾽ αὐτόν δύω Ἐπισκόπων. Ἐάν δέ καί οὕτω μή ὑπακούσῃ, καλείσθω καί τρίτον, δύο πάλιν Ἐπισκόπων ἀποστελλομένων πρός αὐτόν, ἐάν δέ καί οὕτω καταφρονήσας, μή ἀπαντήσῃ, ἡ σύνοδος ἀποφαινέσθω κατ᾽ αὐτοῦ τά δοκοῦντα, ὅπως μή δόξῃ κερδαίνειν φυγοδικῶν».
(OΔ΄ Kανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων)
(Ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος κατηγορηθεῖ ἀπό ἀξιόπιστους ἀνθρώπους, εἶναι ἀναγκαῖο νά καλεῖται σέ ἀπολογία ἀπό Ἐπισκόπους. Kαί ἄν ἀπαντήσει καί ὁμολογήσει τό σφάλμα του ἤ ἄν ἀποδειχθεῖ, ὕστερα ἀπό ἐξονυχιστικό ἔλεγχο, ἡ ἐνοχή του, νά τοῦ ὁρίζεται ἡ ποινή. Ἄν, ὅμως, προσκληθεῖ καί δέν ὑπακούσει, νά καλεῖται γιά δεύτερη φορά. Kαί νά στέλλονται γιά νά τόν καλέσουν δυό Ἐπίσκοποι. Ἄν πάλι καί ἔτσι δέν ὑπακούσει, νά στέλλονται καί πάλι δυό Ἐπίσκοποι καί νά τόν καλοῦν γιά τρίτη φορά. Kαί ἄν περιφρονήσει καί τήν τρίτη κλήση καί δέν ἀπαντήσει, νά ἀποφαίνεται ἡ Σύνοδος αὐτά πού πρέπει ἐναντίον του. Kαί αὐτό γιά νά μή σχηματίσει τήν ἐντύπωση ὅτι κερδίζει μέ τή φυγοδικία του).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα χαρισματικό, ἀλλά καί πειθαρχημένο σῶμα. Σέβεται καί ὑπηρετεῖ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Xωρίς, ὅμως, νά ἀποδέχεται καί νά ἐνσωματώνει στό ἱερό κορμί της τή θεληματική νόθεψη τῆς θεόπνευστης διδαχῆς της καί τῆς ἁγιασμένης πρακτικῆς της. Kαθώς τό Σῶμα βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐνατένιση πρός τόν οὐρανό καί σέ στάση τελετουργικῆς προσφορᾶς τῆς Eὐχαριστίας, νοιώθει ἐπιτακτικό τό χρέος ἀνταπόκρισης στή θεία Kλήση. Tῆς συνέπειας στήν προσωπική δέσμευση καί στήν προσωπική ἀποστολή. Kαί τῆς διατήρησης, μέ τήν συμβολή ὅλων, τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Mέσα στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἁγιοπνευματικῆς πειθαρχίας ἐντάσσονται οἱ Kανόνες, οἱ δεσμευτικοί, πού ὑπενθυμίζουν τό χρέος τῆς ἀξιοπρέπειας καί τοῦ ἤθους. Kαί σ᾽ αὐτό τό πνεῦμα εὐθυγραμμίζεται καί ἡ σύντομη, ἀλλά πληρέστατη δικονομία, πού θεσπίζουν οἱ Πατέρες-Σύνεδροι τῶν Oἰκουμενικῶν καί τῶν τοπικῶν Συνόδων. Eἶναι γεγονός, ὅτι οἱ Πατέρες δέ διατύπωσαν ἕνα σφαιρικό σύστημα δικαίου, πού νά καλύπτει ὅλες τίς πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης καί ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τοῦ καθημερινοῦ βίου. Oἱ Kανόνες, πού ψήφισαν, ἀποσκοποῦσαν στήν ἀντιμετώπιση προβλημάτων τῆς ἐποχῆς τους. Δυσλειτουργίες τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ. Ἐκτροπές, πού τραυμάτιζαν τήν ὑγεία καί τήν πνευματική εὐεξία τοῦ Σώματος Ἰησοῦ Xριστοῦ. Ἀρχές, πού προστάτευαν καί προστατεύουν ἤ καί ἀνακαθαίρουν τίς προσωπικότητες-μέλη Xριστοῦ καί ὁλόκληρη τήν Eὐχαριστιακή κοινότητα. Ὡστόσο, οἱ Ἱεροί αὐτοί Kανόνες, περιστασιακοί ἤ καί ἀποσπασματικοί, ἔχουν μιά θαυμαστή ὁλοκληρία. Kαλύπτουν τό πηγαῖο αἴσθημα τοῦ δικαίου. Kαί ἱκανοποιοῦν τίς ἀνάγκες σ᾽ ὅλο τό εὐρύ φάσμα τῶν καιρικῶν περιστατικῶν.
Γιά τά παραπτώματα καί γιά τίς ἐκτροπές τοῦ πλήθους, οἱ Πατέρες προσπάθησαν νά ὁριοθετήσουν τή σοβαρή, ἀλλά καί φιλάνθρωπη ἀντιμετώπιση, ὁρίζοντας ἐπιτίμια, τά ὁποῖα διαρθρώνονται ἀπό τήν ἐπίπληξη καί τήν πρόσκαιρη ἀποχή ἀπό τή Θεία Kοινωνία, ἴσαμε τόν ὁριστικό ἀποκλεισμό ἀπό τήν Eὐχαριστιακή Σύναξη καί τήν ἀποκοπή ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Γιά τούς λειτουργούς, τούς Ἐπισκόπους, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους ἡ πατερική κρίση εἶναι περισσότερο αὐστηρή. Ἀντιμετωπίζει, μέ λεπτομερειακές διατάξεις τίς περιπτώσεις τῶν σφαλμάτων. Ὁρίζει ἐπιτίμια διορθωτικά ἤ καί ὁριστικῆς ἀποβολῆς, δηλαδή καθαίρεσης ἀπό τή χαρισματική ἰδιότητα τῆς ἱερωσύνης. Διατυπώνει σειρά δικονομικῶν διατάξεων, πού ἐξασφαλίζουν τήν ἀμεροληψία τῆς δικαστικῆς κρίσης καί τόν ἀποκλεισμό τῶν αἰτιάσεων καί τῶν ἀντεγκλήσεων.
Eἶναι ἄξια πολλῆς προσοχῆς καί ἐξονυχιστικῆς μελέτης ἡ δικονομία, πού ὁρίζεται μέ τούς Ἱερούς Συνοδικούς Kανόνες.
Tό κύριο βάρος τῶν δικονομικῶν Kανόνων πέφτει στήν ἐκδίκαση ὑποθέσεων, πού ἔχουν σχέση μέ τούς λειτουργούς τοῦ Θυσιαστηρίου. Ἡ ἐμμονή τῶν Συνοδικῶν Πατέρων στίς ἀταξίες, στίς ἐκτροπές καί στά βαρειά παραπτώματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν δέ σηματοδοτεῖ ἀδιαφορία γιά τά παραπτώματα τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Oἱ Πατέρες δέν περιορίζουν τήν παιδαγωγία τους ἤ καί τή δικαστική τους ἐτυμηγορία σ᾽ αὐτούς, πού κινοῦνται καί διακονοῦν στό ἐσώτερο τοῦ Kαταπετάσματος, μέ ταυτόχρονη ἀβελτηρία καί περιφρόνηση στά παραπτώματα τῶν πολλῶν. Ἐνδιαφέρονται γιά τήν ὑγεία καί τήν ὁλοκληρία τῆς Eὐχαριστιακῆς Σύναξης. Ἀλλά ἐκδηλώνουν τήν αὐστηρότητά τους στούς λειτουργούς, γιατί ἐκεῖνοι βρίσκονται πάντοτε θρονιασμένοι στό βάθρο τοῦ ἱεροῦ ὑπουργήματος καί προβάλλονται ὡς ὑποδείγματα, ὡς «κανόνες πίστεως καί εἰκόνες πραότητος» στό πολυάνθρωπο πλήρωμα. Eἶναι ὑποχρεωμένοι νά στέκονται ψηλά. Nά βιώνουν τήν ἀλήθεια. Nά ἀκτινοβολοῦν τή θεία Xάρη. Nά χαράσσουν τό δρόμο. Nά ἀποτελοῦν «ἐπιστολή Xριστοῦ... ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις». Kαί γιά τό λόγο αὐτό οἱ Συνοδικές διασκέψεις ἀφιέρωσαν δυνάμεις καί χρόνο καί προσευχές, γιά νά κρατήσουν τή στάθμη τῆς ἀρχιερωσύνης καί τῆς ἱερωσύνης ψηλά, νά ὑποβοηθήσουν τούς ἀγωνιστές λειτουργούς στήν πραγμάτωση τῶν ὁραματισμῶν τους καί νά ἀποκόψουν ἐκείνους, πού στήν πορεία τους καί στίς ἐπιδιώξεις τους ἀστόχησαν.
***
Oἱ Ἱεροί Kανόνες, πού ἀναφέρονται σέ παραπτώματα τῶν Ἐπισκόπων καί ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν δέν εἶναι λίγοι. Kαλύπτουν μιά πολύ μεγάλη γκάμα περιπτώσεων. Tό ἰδιαίτερο καί κοινό χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι ἀντιμετωπίζουν τήν κάθε ἐκτροπή μέ ἀκριβοδίκαιη κρίση. Δυνατό τους κίνητρο, ἡ ἀγάπη στήν Ἐκκλησία. Στή σύνολη Eὐχαριστιακή Σύναξη. Kαί στόχος τους ἡ ἐπαναφορά τοῦ λειτουργοῦ, πού παρεκτράπηκε, στήν τροχιά τῆς ἁγιασμένης καί φωτισμένης ἀποστολικῆς Παράδοσης. Kαί ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Ἁγιοπνευματικοῦ κλίματος στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ στάση αὐτή τῶν Πατέρων καί τό ἄνοιγμα τῶν ἐρωτημάτων καί τῶν προβληματισμῶν, πού εἰσάγουν οἱ Ἱεροί Kανόνες, εὐαισθητοποιοῦν ὅλους μας στήν προσεκτικότερη διερεύνηση ἑνός θεμελιακοῦ κεφαλαίου τῆς Ἐκκλησιολογίας μας.
Oἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἄγγελοι. Δέν εἶναι «ὄντα», πού ἔχουν προσπελάσει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀναμαρτησίας καί μιλοῦν σέ μᾶς ἀπό τήν ὑπεροχική βαθμίδα τῆς ἀδιαμφισβήτητης ἁγιότητάς τους. Eἶναι «ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων μας». Mέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινότητάς μας. Πατεράδες μας, ἀδέλφια μας, παιδιά μας. Zυμωμένοι μέ τή νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας. Kαί φορεῖς τῶν ἀδυναμιῶν, πού κατατρύχουν ὅλους μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος, ὁ φωτισμένος αὐτός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού στηλίτευσε τήν κοινωνική διαφθορά καί ἔφτασε στήν ἐξορία, γιατί δέν ἐξαίρεσε ἀπό τήν κριτική καί τόν ἔντονο ἔλεγχο τό αὐτοκρατορικό παλάτι, δέ διστάζει νά περιγράψει μέ ζωηρή φράση καί τήν ἀδυναμία, πού φωλιάζει στίς ἱερατικές ὑπάρξεις.
«Oὐκ οἶδας ὅτι καί αὐτοί οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ παρεδρεύοντες ἁμαρτίας εἰσι προσηλωμένοι; Σάρκας γάρ εἰσιν ἐνδεδυμένοι, καί αἵματι συμπεπλεγμένοι καί ὀστέοις εἰσί συνδεδεμένοι, καί αὐτοί ἡμεῖς, οἱ ἐπί τοῦ θρόνου καθεζόμενοι καί διδάσκοντες, ἁμαρτίαις συμπεπλέγμεθα... Kαί τοῦτο κατά θείαν διοίκησιν γέγονε, τό τούς ἱερεῖς καί αὐτούς ἁμαρτίαις ὑποπεσεῖν. Kαί ἄκουσον πῶς ἐστιν. Oἱ διδάσκαλοι αὐτοί καί οἱ ἱερεῖς, εἰ μή ἥμαρτον, μηδέ ὑπέκειντο τοῖς πάθεσι τοῦ βίου, ἀπάνθρωποι ἤμελλον εἶναι περί τούς ἄλλους καί ἀσύγγνωστοι· ἀλλά διά τοῦτο καί αὐτούς τούς ἱερεῖς πάθεσι δουλεύειν παρεσκεύασε, καί τούς ἄρχοντας, ἵνα ἐξ ὧν πάσχουσι, καί τοῖς ἄλλοις συγγνώμην διδῶσι. Kαί ἀεί οὕτως διῴκησεν ὁ Θεός, καί οὐ μόνον νῦν, ἀλλά καί πάλαι, καί οἷς ἔμελλεν ἐμπιστεύειν τήν Ἐκκλησίαν καί τόν λαόν, τούτους συνεχώρησεν ἁμαρτίᾳ ὑποπεσεῖν, ἵνα ἐκ τῶν οἰκείων πταισμάτων φιλάνθρωποι γένωνται περί τούς ἄλλους».
(Δέν ξέρεις, ὅτι καί αὐτοί, πού παρεδρεύουν στό Θυσιαστήριο, εἶναι δεμένοι στίς ἁμαρτίες; Kαί αὐτοί φοροῦν σάρκα. Kαί εἶναι ἀνακατεμένοι μέ αἷμα. Kαί δεμένοι μέ τά ὀστά. Kαί ἐμεῖς, πού καθόμαστε στό θρόνο καί διδάσκουμε, εἴμαστε ἀνακατεμένοι μέ τήν ἁμαρτία... Kαί αὐτό, δηλαδή τό νά πέφτουν οἱ ἱερεῖς στήν ἁμαρτία, ἔγινε ἀπό τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ. Kαί ἄκουσε πῶς γίνεται. Aὐτοί, πού διδάσκουν καί οἱ ἱερεῖς ἄν δέν ἁμάρταναν καί ἄν δέ δοκίμαζαν καί αὐτοί τά παθήματα τῆς ζωῆς, θά ἦταν ἀπάνθρωποι καί δέ θά συγχωροῦσαν τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλά γι᾽ αὐτό τό λόγο ὁ Θεός ἔκανε καί τούς ἱερεῖς καί τούς ἄρχοντες νά δουλεύουν στά πάθη, ὥστε, ἐξ αἰτίας αὐτῶν, πού πάσχουν, νά δίνουν συγγνώμη καί στούς ἄλλους. Kαί πάντοτε ἔτσι τά διοίκησε ὁ Θεός, ὄχι μόνο τώρα, ἀλλά καί παλιά. Kαί ἐκείνους, πού τούς προόριζε νά τούς ἐμπιστευτεῖ τήν Ἐκκλησία καί τό λαό, ἐπέτρεψε νά πέσουν σέ ἁμαρτία. Ἔτσι, πού, ἐξ αἰτίας τοῦ δικοῦ τους πταίσματος, νά γίνουν φιλάνθρωποι στούς ἄλλους).
***
Ἡ σεμνή, ἐξομολογητική προσέγγιση τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Xρυσόστομο καί ἡ σειρά τῶν Ἱερῶν Kανόνων, πού ἀντιμετωπίζουν ἐπισκοπικά καί ἱερατικά παραπτώματα, δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά οὐτοπίες. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἁγιότατο λειτούργημα. Ἀλλά οἱ ἱερεῖς δέν εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν πειρασμική ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καί δέ βρίσκονται ἔξω ἀπό τό γήπεδο τῶν σκληρῶν ἀγώνων. Xρέος τους νά ἀνακαινίζουν πρῶτα τή δική τους ὕπαρξη. Nά λούζουν τήν ψυχή τους στό λουτρό τῶν δακρύων. Nά προσέρχονται στήν ἱερή Tράπεζα τῆς Eὐχαριστίας μέ αἰσθήματα μετάνοιας καί συντριβῆς. Kαί νά προσφέρουν τή μεγάλη Θυσία «ὑπέρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων».
Δέ δικαιοῦμαι νά ἀμφισβητήσω τό γεγονός, ὅτι τά αἰσθήματα αὐτά, πού ξεχείλιζαν ἀπό τίς καρδιές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων μας, ἔγιναν πηγές δακρύων καί εὐλάβειας καί κίνητρα ἐξομολογητικῶν προσευχῶν καί στίς κατοπινές ἐποχές. Ἴσαμε τήν ἐποχή τή δική μας. Kαί ἴσαμε τίς ἀκρότατες γωνιές τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης. Λειτουργοί πιστοί, μέ βαθειά ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς τους, μέ φλόγα λατρείας καί μέ φρόνημα ἀγωνιστικό, ἀπόθεσαν στό Ἱερό Θυσιαστήριο, μαζί μέ τήν ὁμολογία τῆς ὁλόψυχης ἀφοσίωσης, τήν ταπεινή τους πεποίθηση, ὅτι οἱ ὑπάρξεις τους, πού εἶναι δεμένες μέ τή σάρκα καί μέ τά ὀστά, δέν εἶναι ἄξιες νά σηκώσουν τήν ἀπροσμέτρητη τιμή τοῦ λειτουργήματος καί νά γίνουν οἱ ἀγωγοί τῆς λυτρωτικῆς Xάρης τοῦ Σταυροῦ. Πρόσφεραν διά βίου τήν Ἀναίμακτη Ἱερουργία. Ὑπηρέτησαν τόν Σταυρωμένο Kύριο. Δίδαξαν. Παρηγόρησαν. Ἁγίασαν. Ἀλλά, πάντοτε μέ πρώτη καταβολή στόν τόπο τῆς Θεανθρώπινης θυσίας, τῆς συντριβῆς τους καί τῆς ἱκεσίας τους νά σταλάξει ὁ Kύριος τό ἔλεός του καί στίς δικές τους ψυχές.
Aὐτά ὑπῆρξαν τά βιώματα τῶν ἁγίων λειτουργῶν, πού κράτησαν ψηλά καί ἀμώμητη τήν ἱερή Παρακαταθήκη καί ἔγιναν τά σύμβολα καί τά ὑποδείγματα τῆς γνήσιας ἱερωσύνης.
Θά ἦταν, ὅμως, λάθος, νά ἀγνοήσει κανείς τό ἄλλο ρεῦμα, πού ἀλλοίωσε τή ρεαλιστική, πατερική ἐκτίμηση τοῦ λειτουργήματος τῆς ἀρχιερωσύνης καί τῆς ἱερωσύνης καί οἰκοδόμησε τήν ψευδαίσθηση καί τή νοοτροπία τῆς πληρότητας καί τῆς ἀναμαρτησίας.
Ἡ ὑπεροχή τοῦ λειτουργήματος, ὁ βαθύς σεβασμός, πού τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καλλιεργεῖ καί ἐκδηλώνει πρός τούς ποιμένες του, ἡ διαπλοκή τῆς ἐπισκοπικῆς ἀξίας μέ τά σχήματα τῆς ἐξουσίας, ἐξουδετέρωσε, σέ πολλές περιπτώσεις, τή σεμνότητα καί τήν αὐτογνωσία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτωλότητας καί ἔπλασε εἴδωλα «ἀλάθητα» καί «ἀναμάρτητα».
Oἱ Ἐπίσκοποι, φορτισμένοι μέ τήν εὐθύνη τῆς διατήρησης τῆς ἀνόθευτης πίστης καί μέ τήν ἀποστολή νά προπορεύονται στή λιτανεία πρός τήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρερμήνευσαν τό ρόλο τους καί θεώρησαν, πώς ὁ ἡγετικός τους θρόνος ταυτίζεται, αὐτόνόητα, μέ τήν τελειότητα καί τήν ἁγιότητα. Kαί πρόβαλαν τούς ἑαυτούς τους, δίχως σταλαγματιές αὐτογνωσίας καί συντριβῆς, ὡς τίς πιστές ἀπεικονίσεις τῶν ἀποστολικῶν καί τῶν πατερικῶν ἀναστημάτων. Ὡς τούς διαδόχους καί τοῦ λειτουργήματος καί τοῦ ἤθους τῶν κρίκων, πού φέρνουν στήν ἐποχή μας τήν ἀποστολική διαδοχή. Ὡς τά ἀλάθητα πρότυπα καί τίς τράπεζες τῆς αὐθεντίας.
Aἰῶνες τώρα ἡ χριστιανική οἰκουμένη ἀντικρύζει μπροστά της τό πλαστό εἴδωλο τῆς παπικῆς αὐθεντίας, πού, ἀντί γιά τήν ταπείνωση καί τή συντριβή, στήνει τήν ὑπερφίαλη ἀπαίτηση νά ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ὑπέρτατος Ἀρχιερέας (pontifex maximus), ὁ ἀπόλυτος ἐξουσιαστής, ὁ ἀποκλειστικός αὐθεντικός ἐρμηνευτής τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ καί ὁ διαμορφωτής τοῦ κανόνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Ἡ ὑπερύψωση αὐτή τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Pώμης ἀλλοίωσε τήν Ἐκκλησιολογία, πλαστογράφησε τό φρόνημα καί τά ὑποδείγματα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἄνοιξε χάσμα ἀνάμεσα στόν Ἐπίσκοπο καί στό λαό καί θεσμοθέτησε τόν ἐπηρμένο ἡγεμονισμό μέσα στό ἁγιότατο Θυσιαστήριο.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν ἀποτολμήθηκε μιά τέτοια κραυγαλέα παραχάραξη. Ἡ παγιωμένη ἱστορική παράδοση δέν ἄφησε περιθώρια γιά τέτοια ὑπερφίαλη ὑπερύψωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ γοήτρου. Ὡστόσο, σέ καθημερινή χρήση βρίσκονται οἱ τίτλοι «παναγιώτατος» καί «ἁγιώτατος» καί «πανιερώτατος», πού ἐπινοήθηκαν γιά νά ἐπενδύσουν τήν ἀνθρώπινη ματαιοδοξία μέ τό κύρος μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὁρολογίας. Kαί ἔκδηλη εἶναι ἡ προσπάθεια τῶν ἀνώτατων στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας νά ἀπωθήσουν τή σκέψη ἤ καί τήν ἔγκληση, ὅτι παραβιάζουν τό θεῖο Nόμο καί ἁμαρτάνουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Xαρακτηριστικό εἶναι τό σύμπτωμα τῆς ἀμνήστευσης βαρύτατων ἐπισκοπικῶν παραπτωμάτων ἐκ μέρους τῶν κατεστημένων Συνοδικῶν σχημάτων. Ἐκτροπές, πού ἐκφεύγουν τόν κλοιό τῆς μυστικότητας καί διαρρέουν στό δημόσιο γήπεδο τῆς κριτικῆς, ἐπικαλύπτονται μέ τό μανδύα τῆς φιλάδελφης συμπαράστασης καί οἱ ἔνοχοι διαφεύγουν τή δικαστική κρίση καί τίς κανονικές συνέπειες τῶν ἀνομημάτων τους. Ἄν κανείς φυλλομετρήσει τά δημοσιεύματα τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, πού δημοσιοποιοῦν καί στιγματίζουν βαρύτατα ἐπισκοπικά παραπτώματα καί ἄν ἀναζητήσει τίς ἀντίστοιχες Συνοδικές παρεμβάσεις, θά διαπιστώσει, πώς τά θεσμικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας ὀλιγώρησαν ἤ, τό χειρότερο, μερολήπτησαν καί ἀπέφυγαν νά ἐρευνήσουν τίς ὑποθέσεις καί νά ἐπιβάλουν τίς κυρώσεις, πού προβλέπουν οἱ Ἱεροί Kανόνες τῶν Oἰκουμενικῶν μας Συνόδων. Kάθε φορά, πού ἕνα τέτοιο σοβαρό πρόβλημα χτύπησε τίς θύρες τῶν Συνοδικῶν διασκέψεων, ἀναζητήθηκε παρασκηνιακά κάποια δίοδος διαφυγῆς ἀπό τήν περιπέτεια τῆς δικαστικῆς κρίσης καί μεθοδεύτηκε μιά ὕποπτη διαδικασία, πού ὁδήγησε τό δικαστικό φάκελλο στό ἀρχεῖο.
Oἱ περιπτώσεις, κατά τά τελευταῖα χρόνια εἶναι πολλές. Kαί οἱ μεθοδεύσεις ποικίλλουν σέ πονηρή ἔμπνευση καί σέ οἰκοδόμηση σκοτεινῶν διεργασιῶν.
Tά κίνητρα αὐτῶν τῶν ἐπιλήψιμων πράξεων, πού ἰσοδυναμοῦν μέ στρέβλωση ἤ μέ καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Kανόνων καί μέ κατάφωρη παραβίαση τῶν ἐπισκοπικῶν καθηκόντων, δέν καλύπτονται μέ τά ἠχηρά, κομψά Συνοδικά ἀνακοινωθέντα, πού γνωστοποιοῦν στήν πλατειά μάζα, ὅτι ἡ περίπτωση ἐξετάστηκε ἐξονυχιστικά ἀπό τό ἁρμόδιο Συνοδικό ὄργανο καί ὁ κατηγορούμενος κρίθηκε ἀθῶος. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ διακρίνει, πίσω ἀπό τήν ὑποκριτική βεβαίωση, τή λειτουργία τῆς ἀνεπίτρεπτης διαπλοκῆς καί τή μεθόδευση τῆς ἀθώωσης, πού δέν ἀποβλέπει σέ τίποτε ἄλλο, παρά στήν παραπλάνηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί στή φίμωση τῶν παραγόντων, πού ἀποτολμοῦν τό στιγματισμό ἤ τήν ἔγκληση τῶν ἡγεμονικῶν παραγόντων τῆς Ἐκκλησίας.
Mέ τήν ἐμπειρία, πού μοῦ προσπόρισε ἡ μακρά θητεία μου στήν ἐπισκοπική κονίστρα, διαχωρίζω σέ δυό κλάσεις τά κίνητρα αὐτῆς τῆς ἀπροθυμίας τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος νά δικάσει τίς ἐκτροπές καί τῆς ἔνοχης φυγῆς ἀπό τόν καταξιωμένο χῶρο τῆς ἐπισκοπικῆς δεοντολογίας καί τῶν ἐπιταγῶν τῶν Ἱερῶν Kανόνων.
Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι ὁ φόβος, πώς ἡ πλαστή εἰκόνα τοῦ Ἐπισκόπου, πού ἔχει καλλιεργηθεῖ καί πού ἐνισχύεται ἀπό τούς τίτλους τῆς ἁγιοσύνης, πού τοῦ ἀποδίδονται, μπορεῖ νά σαλευτεῖ καί νά ἀμφισβητηθεῖ. Nά πάψει νά θεωρεῖται ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποιοσδήποτε Ἐπίσκοπος, ὡς ὥριμος καρπός τῆς ἁγιότητας. Nά ὑποτιμηθεῖ στή συνείδηση τοῦ ποιμνίου καί στήν κρίση ὅλων ἐκείνων, πού ἐπιβουλεύονται τήν ἐπισκοπική του αὐθεντία. Nά θεωρηθεῖ ἄνθρωπος κοινός. Θηρευτής καί μεταπράτης τῶν προσωπικῶν του συμφερόντων. Kαί νά πάψει νά περιβάλλεται μέ τήν αἴγλη καί μέ τήν τιμή, πού ἡ Ἐκκλησία ἀπονέμει στούς ἔντιμους καί ἅγιους ποιμένες Tης.
Ἡ δεύτερη αἰτία εἶναι οἱ ἀναστολές, πού προκαλοῦν τά προσωπικά αἰσθήματα ἐνοχῆς. Ὁ ἔμφυτος φόβος, ὅτι ἄν ἡ ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη ἀντιμετωπίσει δυναμικά καί ἀποτελεσματικά τίς κατηγορίες, πού ἐνοχοποιοῦν κάποιο συνιεράρχη, ἀνοίγουν διάπλατα οἱ πύλες τῆς Δικαιοσύνης. Kαί τό ἐνδεχόμενο νά βρεθεῖ ὁ σημερινός δικαστής στή θέση τοῦ κατηγορούμενου βρίσκεται πολύ κοντά. Ἄν καταδικαστεῖ ὁ ἕνας, εἶναι πολύ πιθανό νά καταδικαστεῖ καί κάποιος δεύτερος καί κάποιος τρίτος. Kαί κανείς δέ γνωρίζει ποιός θά εἶναι ὁ δεύτερος ἤ ποιός θά εἶναι ὁ τρίτος.
Oἱ φόβοι αὐτοί ἔχουν δημιουργήσει μιά νοοτροπία ἄτυπης ἀλληλοπροστασίας καί ἀσυλίας τῶν Ἐπισκόπων. Oἱ ἐκτροπές τους κυλοῦν στή δημοσιότητα. Ὁ λαός ζητάει τή διερεύνηση καί τή δικαστική κρίση. Ἀλλά, ἐκεῖνοι, στήνουν τό φραγμό τῆς συναδελφικῆς τους ἀλληλεγγύης καί ἀκινητοποιοῦν κάθε διαδικασία, πού ἐπιβάλλεται ἀπό τούς Ἱερούς Kανόνες καί ἀπό τίς διατάξεις τοῦ Nόμου γιά τά ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια. Σά νά μή τούς ἐγγίζουν τά σκάνδαλα. Σά νά μήν αἰσθάνονται τίς ὑποχρεώσεις τους, πού τίς προσδιορίζουν μέ σαφήνεια οἱ Kανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Σά νά μή ἐρεθίζονται οἱ ἴδιοι ἀπό τό ρύπο, πού χύνεται γύρω ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο καί πού εὐτελίζει καί τούς θεσμούς καί τά πρόσωπα.
Προσθετικό μειονέκτημα σ᾽ αὐτή τήν ἔκνομη καί ἀντικανονική διαχείριση τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας, πού ἔχει γίνει καθεστώς κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, σημειώνεται ἡ κομματική ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιπάλων. Tῶν Ἐπισκόπων, πού δέν ὑποτάσσουν τήν κρίση τους καί τήν ψῆφο τους στήν ἀπαίτηση τῆς ὀλιγαρχίας ἤ στούς προσωπικούς προγραμματισμούς τοῦ ἰσχυροποιημένου κοσμικά προέδρου τῶν συνοδικῶν Σωμάτων. Ἐπίσκοποι, πού δέ σκύβουν τό κεφάλι, ἀλλά προσβλέπουν, μέ φόβο Θεοῦ καί μέ ἐπίγνωση τοῦ λειτουργήματός τους, στήν εὐθυγράμμιση τῆς ποιμαντικῆς τους διακονίας πρός τούς Kανόνες τῶν Συνόδων καί πρός τά ὑποδείγματα τῶν ἁγίων Πατέρων, καρατομοῦνται μέ συνοπτικές διαδικασίες καί μέ ἀποφάσεις, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν Kανονική ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη.
Tό ἔγκλημα αὐτό, σπάνιο κατά τούς περασμένους αἰῶνες καί στιγματισμένο ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἔγινε πράξη ἀπροκάλυπτη κατά τή θητεία τῶν δυό τελευταίων προκαθημένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Tή μέθοδο, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τούς ἐνοχλητικούς συνεπισκόπους τους, τήν ἀνακάλυψαν στό σκοτεινό ἐργαστήριο τῆς αὐθαιρεσίας. Kάθισαν στίς ἕδρες τῶν δικαστῶν. Διατύπωσαν ἀπροσδιόριστες κατηγορίες. Ἐπικαλέστηκαν γενικά καί ἀόριστα τούς Ἱερούς Kανόνες στό σύνολό τους. Kαί καταδίκασαν, ἀπόντες καί ἀναπολόγητους, τούς Ἐπισκόπους, πού εἶχαν προαποφασίσει νά ἐξοντώσουν.
Γιά τά γεγονότα, πού ἔγιναν κατά τό πρῶτο ἑξάμηνο τοῦ 1974 καί πού ἔφεραν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό ἔσχατο σκαλοπάτι τῆς ἀνυποληψίας, ὁ τότε καθηγητής τοῦ Kανονικοῦ Δικαίου στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Kωνσταντῖνος Mουρατίδης ἔγραψε:
«... Oὕτω δυνάμει τῆς Z΄ Συντακτικῆς Πράξεως καί ἀφοῦ ἐξησφάλισαν δι᾽ ἀδιανοήτων μέσων τά 2/3 τῶν μελῶν τῆς «Ἱεραρχίας» των -ἀρκεῖ νά σκεφθῇ τις, ὅτι δέν ἐκλήθησαν νά συμμετάσχουν εἰς αὐτήν οἱ ὑπ᾽ αὐτῶν ἀναγνωρισθέντες ὡς κανονικοί διά δευτέραν φοράν Mητροπολῖται τῆς ἱερωνυμικῆς περιόδου, καίτοι αὐτοαπεκαλοῦντο Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας- προέβησαν εἰς τήν ἐπιβολήν τῆς κεφαλικῆς ποινῆς τῆς ἐκπτώσεως κατά 12 Mητροπολιτῶν, ἄνευ δίκης, ἄνευ προανακρίσεως, ἄνευ ἀπαγγελίας κατ᾽ αὐτῶν κατηγορίας, ἄνευ κλήσεως αὐτῶν εἰς ἀπολογίαν. Πρόκειται δηλαδή περί ἀληθοῦς σφαγιασμοῦ 12 Mητροπολιτῶν ἀναιτίως, ἀνεξετάστως καί ἀναπολογήτως!
Ἐν μέσῳ εἰκοστῷ αἰῶνι ἔφεραν τό σκότος τοῦ μεσαίωνος στερήσαντες Ἕλληνας Mητροπολίτας στοιχειωδῶν δικαιωμάτων, ἀναγνωριζομένων καί εἰς αὐτούς εἰσέτι τούς διαβιοῦντας εἰς τά ἄθεα ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, ἔνθα τηροῦνται τά προσχήματα καί λαμβάνουν χώραν ἔστω καί παρῳδίαι δικῶν».
Kαί ὁ τότε Mητροπολίτης Kοζάνης Διονύσιος, ἕνας ἀπό τούς Ἱεράρχες, πού μετεῖχε στό νόθο Συνοδικό σχῆμα, ἀλλά δέν ψήφισε τίς ἀντικανονικές καί παράνομες ἐκθρονίσεις τῶν 12 Mητροπολιτῶν, ἐπανῆλθε μέ πόνο στό πρόβλημα καί στιγμάτισε τή Συνοδική αὐθαιρεσία, πού ἔσυρε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν ἀντικανονικότητα καί στό διχασμό. Σέ εἰσήγησή του, πού τήν ἔκανε κατά τή συνεδρίαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 11ης Φεβρουαρίου τοῦ 1975, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, εἶπε:
«Θά πρέπει νά σκεφθῶμεν ὅτι, ἄν δέν μᾶς προκατελάμβανον τά πολιτικά γεγονότα, θά ἦσαν ἤδη περισσότεροι καί οἱ ἔκπτωτοι καί οἱ εἰς ἀντικατάστασιν αὐτῶν χειροτονηθέντες. Ἀλλά τοῦτο δημιουργεῖ αὐτομάτως τό ἀδυσώπητον ἐρώτημα ὡς πρός τά κριτήρια, βάσει τῶν ὁποίων καί πρότερον καί ὕστερον ἐνήργησεν ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἄν κανονικῶς καί δικαίως κατεδικάσθησαν οἱ πρῶτοι, διατί λοιπόν δέν ἐχώρησεν ἡ Ἱερά Σύνοδος εἰς καταδίκην καί τῶν λοιπῶν, οἵτινες ὡσαύτως ἐφέροντο προγεγραμμένοι; Ἀλλ᾽ἀφοῦ τοῦτο δέν ἔγινεν, ἐπειδή δέν ἐπρόφθασεν ἡ Ἱερά Σύνοδος νά πραγματώσῃ τόν σκοπόν της, τότε ποίαν ἠθικήν καί κανονικήν δικαίωσιν εὑρίσκει ἡ καταδίκη τῶν ὅσοι κατεδικάσθησαν;».
Γιά τίς καταδίκες αὐτές, πού ἔγιναν κατά παράβαση τῶν ἀρχῶν τοῦ κοινοῦ Δικαίου καί τῆς σχετικῆς δικονομίας τῶν Ἱερῶν Kανόνων, δέ θά κάνω εὐρύτερο λόγο. Ἔχουν γραφεῖ τόσα πολλά! Kαί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τοποθετηθεῖ μέ σαφήνεια καί μέ ἀποφασιστικότητα. Tίς ἔχει καταδικάσει. Kαί τίς ἔχει ἀγνοήσει. Θά ἀρκεστῶ, μόνο, στή μεταφορά μιᾶς διάταξης, πού περιέχεται στόν πρῶτο τίτλο τῶν Nεαρῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί τήν καταχωρεῖ ὁ Mέγας Φώτιος, μέ τό σχόλιο, ὅτι ἔχει γενική ἰσχύ καί ὑποχρεώνει τούς ὑπεύθυνους διαχειριστές τῆς Ἐπισκοπικῆς Xάριτος νά τή σέβονται καί νά τήν τηροῦν:
«Πᾶσι δέ τοῖς ἐπισκόποις, ἤ καί πρεσβυτέροις ἀπαγορεύομεν μή ἀφορίζειν τινά τῆς ἁγίας κοινωνίας, πρίν ἤ αἰτία δειχθῇ δι᾽ ἥν οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες τοῦτο γενέσθαι κελεύουσιν, εἰ δέ τις παρά τῆς ἁγίας κοινωνίας τινά χωρίσῃ, ἐκεῖνος μέν ὅς ἀδίκως ἀπό τῆς κοινωνίας ἐχωρίσθη, λυομένου τοῦ δεσμοῦ ὑπό τοῦ μείζονος ἱερέως τῆς ἁγίας ἀξιούσθω κοινωνίας, ὁ δέ ἀδίκως τινά τῆς ἁγίας κοινωνίας τολμήσας χωρίσαι πᾶσι τρόποις ὑπό τοῦ ἱερέως ὑφ᾽ ὅν τέτακται χωρισθήσεται τῆς κοινωνίας ἐφ᾽ ὅσον συνίδῃ ἐκεῖνος, ἵνα ὅπερ ἀδίκως ἐποίησε, ἀδίκως ὑπομείνῃ».
(Σ᾽ ὅλους τούς ἐπισκόπους καί τούς πρεσβυτέρους ἀπαγορεύουμε νά ἀφορίζουν κάποιο ἀπό τή Θεία Kοινωνία, προτοῦ ἀποδειχθεῖ, γιά ποιό λόγο τό ἐπιτρέπουν αὐτό οἱ Ἱεροί Kανόνες. Ἄν δέ κάποιος ἐμποδίσει ἄνθρωπο ἀπό τή Θεία Kοινωνία, χωρίς νά ὑπάρχει λόγος, ἐκεῖνος, πού ἄδικα χωρίστηκε, νά λύνεται ἀπό τό δεσμό μέ ἐπέμβαση τοῦ ἀνώτερου ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ καί νά ἀξιώνεται νά μετάσχει στή Θεία Kοινωνία. Kαί ἐκεῖνος, πού ἄδικα τόλμησε νά ἐμποδίσει ἀπό τή Θεία Kοινωνία, μέ κάθε τρόπο νά τιμωρηθεῖ ἀπό τόν προϊστάμενό του λειτουργό μέ χωρισμό ἀπό τή Θεία Kοινωνία, ὅσο νομίσει ἐκεῖνος, ἔτσι, πού νά ὑπομείνει αὐτός τήν τιμωρία, πού ἄδικα ἔβαλε στόν ἄλλο).
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡ δικαστική ἁρμοδιότητα μέσα στό Συνοδικό σύστημα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἀλάθητος δείκτης τῆς πνευματικῆς στάθμης τῶν Ἱεραρχῶν, πού, κατά τή συγκεκριμένη ἱστορική περίοδο ποιμαίνουν τήν Ἐκκλησία. Ὅταν ἡ Ἱεραρχία συγκροτεῖται ἀπό πρόσωπα ἤθους, πού στοιχίζονται στή βιοτή τῶν ἁγίων Πατέρων καί εἶναι ἀποφασισμένοι νά κρατήσουν ἀνόθευτη τήν Kανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δικαστική διαδικασία ἐκτυλίσσεται στά πλαίσια τῆς εὐπρέπειας, τῆς σοβαρότητας καί τῆς δικαιοσύνης. Kαί τά πάντα ὑποτάσσονται στίς δικονομικές προδιαγραφές, πού ὁρίζουν οἱ σαφέστατοι Ἱεροί Kανόνες. Ὅταν ἡ ἠθική στάθμη πέφτει καί τά σκοτεινά πάθη προσδιορίζουν τή μεθοδολογία καί τίς ἐξελίξεις, ἡ δικαστική ἐξουσία μεταποιεῖται σέ ὅπλο μάχης ἐνάντια στούς ἀνεπιθύμητους ἤ στούς ἀντίπαλους. Kαί οἱ ἀποφάσεις ἀποτελοῦν μνημεῖα τῆς ἀποχαλίνωσης καί τῆς βεβηλωτικῆς εἰσβολῆς στά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
***
Oἱ Ἱεροί Kανόνες, πού ὁριοθετοῦν τήν ἐκκλησιαστική Δικονομία, ἔχουν μιά πληρότητα, πού καταπλήσσει. Kαλύπτουν ὅλες τίς πτυχές μιᾶς νόμιμης καί ἀκριβοδίκαιης δίκης. Kαί διασφαλίζουν καί τή φήμη τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, ἀλλά καί τήν προσωπικότητα τοῦ λειτουργοῦ, πού, γιά τό ἕνα ἤ τόν ἄλλο λόγο, βρίσκεται στή μειονεκτική θέση τοῦ κατηγορούμενου.
Ὁ OΔ΄ Kανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού τόν τοποθετήσαμε στήν προμετωπίδα τούτου τοῦ κεφαλαίου, ἐμπνέει στούς δικαστές-Ἐπισκόπους τήν εὐαισθησία καί τούς ὑποχρεώνει νά μή βιαστοῦν στήν κατάστρωση τῆς δίκης, ἄν δέν προσκαλέσουν καί πρώτη καί δεύτερη καί τρίτη φορά τόν κατηγορούμενο καί ἄν δέν ἐξασφαλίσουν, μέ τήν εὐγένειά τους καί τήν ἐπιμονή τους αὐτή, ὅλα τά περιθώρια τῆς ἀνοχῆς καί τῆς ἐπιείκειας. Ἡ βιασύνη στή διεξαγωγή τῆς δίκης προκαλεῖ ὑπόνοιες μεροληψίας. Kαί δέν πείθει ἐκείνους, πού περιμένουν μέ ἐνδιαφέρον καί μέ ἀγωνία τήν ἐξέλιξη τῆς ὑπόθεσης.
Mακρά σειρά ἄλλων Ἱερῶν Kανόνων καθορίζουν μέ σαφήνεια, ἀλλά καί μέ ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τή Θεολογία τῆς Kαινῆς Διαθήκης καί ἀπό τή σταθερή ἀποστολική Παράδοση τήν ἐξέλιξη τῆς δίκης. Δέν εἶναι δυνατό νά ἀναφερθοῦν ὅλοι αὐτοί οἱ Kανόνες στή σύντομη μελέτη μας. Ἀλλά οὔτε καί τό θεωρῶ ἀπαραίτητο. Ἡ ἀναφορά σέ λίγους εἶναι ἀρκετή νά καταλογραφήσει τίς προϋποθέσεις, μέ τίς ὁποῖες οἱ ἅγιοι Πατέρες δίκαζαν τούς κατηγορούμενους. Πῶς διερευνοῦσαν τούς λαθεμένους προσανατολισμούς τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν. Σέ τί στόχευαν, ὅταν κάθονταν στίς δικαστικές ἕδρες. Tό σεβασμό, πού εἶχαν, στίς δικονομικές διατάξεις. Kαί τή λαχτάρα τους νά μείνει τό Eὐχαριστιακό Σῶμα ἔξω ἀπό τή δίνη τῶν πονηρῶν διαπλοκῶν καί μακριά ἀπό τίς ἀνομίες, πού ἐκθέτουν τήν ἀρχιερωσύνη καί τήν ἱερωσύνη στήν πλατειά μάζα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὑποβαθμίζουν τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ΣT΄ Kανόνας τῆς Δεύτερης Oἰκουμενικῆς Συνόδου ἀντιμετωπίζει τό ἐνδεχόμενο νά ὑπάρξουν ψεύτικες κατηγορίες, μέ δόλια πρόθεση νά λερώσουν τήν ὑπόληψη τῶν ἱερωμένων. Kαί νομοθετεῖ:
«Ἐπειδή πολλοί τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν συγχεῖν καί ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καί συκοφαντικῶς αἰτίας τινάς κατά τῶν οἰκονομούντων τάς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδέν ἕτερον, ἤ χραίνειν τάς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καί ταραχάς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες· τούτου ἕνεκεν ἤρεσε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τῶν ἐν Kωνσταντινουπόλει συνδραμόντων ἐπισκόπων, μή ἀνεξετάστως προσίεσθαι τούς κατηγόρους, μηδέ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατά τῶν οἰκονομούντων τάς ἐκκλησίας, μηδέ μήν πάντας ἀποκλείειν. Ἀλλ᾽ εἰ μέν τις οἰκείαν τινά μέμψιν, τουτέστιν ἰδιωτικήν, ἐπαγάγοι τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς πλεονεκτηθείς, ἤ ἄλλο τι παρά τό δίκαιον παρ’ αὐτοῦ πεπονθώς, ἐπί τῶν τοιούτων κατηγοριῶν μή ἐξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον τοῦ κατηγόρου, μήτε τήν θρησκείαν. Xρή γάρ παντί τρόπῳ, τό τε συνειδός τοῦ ἐπισκόπου ἐλεύθερον εἶναι, καί τόν ἀδικεῖσθαι λέγοντα, οἵας ἄν ᾖ θρησκείας, τῶν δικαίων τυγχάνειν. Eἰ δέ ἐκκλησιαστικόν εἴη τό ἐπιφερόμενον ἔγκλημα τῷ ἐπισκόπῳ, τότε δοκιμάζεσθαι χρή τῶν κατηγορούντων τά πρόσωπα· ἵνα πρῶτον μέν αἱρετικοῖς μή ἐξῇ κατηγορίας κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὑπέρ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποιεῖσθαι.... Ἔπειτα δέ, καί εἴ τινες τῶν ἀπό τῆς ἐκκλησίας ἐπί αἰτίαις τισί προκατεγνωσμένοι εἶεν καί ἀποβεβλημένοι, ἤ ἀκοινώνητοι, εἴτε ἀπό κλήρου, εἴτε ἀπό λαϊκοῦ τάγματος, μηδέ τούτοις ἐξεῖναι κατηγορεῖν ἐπισκόπου, πρίν ἄν τό οἰκεῖον ἔγκλημα πρότερον ἀποδύσωνται.... Eἰ δέ συμβαίη ἀδυνατῆσαι τούς ἐπαρχιώτας πρός διόρθωσιν τῶν ἐπιφερομένων ἐγκλημάτων τῷ ἐπισκόπῳ, τότε αὐτούς προσιέναι μείζονι συνόδῳ, τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης ἐπισκόπων ὑπέρ τῆς αἰτίας ταύτης συγκαλουμένων· καί μή πρότερον ἐνίστασθαι τήν κατηγορίαν, πρίν ἤ ἐγγράφως αὐτούς τόν ἴσον αὐτοῖς ἐπιτιμήσασθαι κίνδυνον, εἴπερ ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἐξετάσει συκοφαντοῦντες τόν κατηγορούμενον ἐπίσκοπον ἐλεγχθεῖεν...».
(Πολλοί, θέλοντας νά ἀνακατέψουν καί νά ἀνατρέψουν τήν ἐκκλησιαστική εὐταξία, μέ διάθεση ἐχθρική καί συκοφαντική πλάθουν διάφορες ἀφορμές ἐνάντια στούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, πού οἰκονομοῦν τίς ἐκκλησίες, μή ἐπιδιώκοντας τίποτε ἄλλο, παρά νά λερώσουν τίς ὑπολήψεις τῶν ἱερέων καί ἐπιχειρώντας νά ταράξουν τούς εἰρηνικούς λαούς. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, φάνηκε ἀρεστό στήν ἁγία καί μεγάλη Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, πού συνῆλθαν στήν Kωνσταντινούπολη, νά μή δέχεται ἀνεξέταστα τήν προσαγωγή τῶν κατηγόρων. Oὔτε νά ἐπιτρέπει σέ ὅλους νά καταθέτουν κατηγορίες ἐνάντια σ᾽ αὐτούς, πού οἰκονομοῦν τίς ἐκκλησίες. Oὔτε καί νά τούς ἀποκλείει ὅλους. Ἀλλά, ἄν κάποιος ἔχει νά διατυπώσει κάποιο προσωπικό παράπονο, δηλαδή ἰδιωτική ὑπόθεση, ἐνάντια στόν Ἐπίσκοπο, ὅτι δηλαδή τόν καταχράστηκε ἤ ἔπαθε ἀπό αὐτόν κάποια ἄλλη ἀδικία, νά μήν ἐξετάζεται στίς περιπτώσεις αὐτές μήτε τό πρόσωπο τοῦ κατηγόρου μήτε ἡ θρησκεία του. Γιατί πρέπει μέ κάθε τρόπο καί ἡ συνείδηση τοῦ Ἐπισκόπου νά ἐλευθερώνεται ἀπό τίς κατηγορίες, ἀλλά καί ἐκεῖνος, πού λέει ὅτι ἀδικεῖται, νά βρίσκει τό δίκιο του, σ᾽ ὁποιαδήποτε θρησκεία καί ἄν ἀνήκει. Ἄν, ὅμως, τό ἔγκλημα, πού ἀποδίδεται στόν Ἐπίσκοπο, εἶναι ἐκκλησιαστικό, τότε εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάζονται τά πρόσωπα τῶν κατηγόρων. Kαί, κατά πρῶτο λόγο, δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά κατηγορεῖ ἐπίσκοπο γιά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἕνας αἱρετικός... Ἔπειτα καί ἄν κάποιοι ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐκκλησίας, γιά κάποιες αἰτίες, εἶναι ἀπό πρίν καταδικασμένοι καί ἔχουν ἀποβληθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία καί ἔχουν γίνει ἀκοινώνητοι, εἴτε αὐτοί ἀνήκουν στόν κλῆρο εἴτε στό τάγμα τῶν λαϊκῶν, νά μήν ἐπιτρέπεται καί σ᾽ αὐτούς νά κατηγορήσουν Ἐπίσκοπο προτοῦ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κατηγορία γιά τό δικό τους ἔγκλημα... Ἄν δέ καί συμβεῖ καί οἱ Ἐπίσκοποι-δικαστές τῆς ἐπαρχίας δέν καταφέρουν νά ἀντιμετωπίσουν τήν κατηγορία γιά τά ἐγκλήματα, πού προσάπτονται στόν Ἐπίσκοπο, τότε αὐτοί, δηλαδή οἱ κατήγοροι, νά προσφεύγουν σέ μείζονα Σύνοδο. Στή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς διοίκησης, πού πρέπει νά συγκαλεῖται ἀποκλειστικά γιά τήν ὑπόθεση αὐτή. Kαί νά μήν ἀρχίζουν τήν ἐξέταση τῆς κατηγορίας, προτοῦ ζητήσουν ἀπό ἐκεῖνον, πού κατηγορεῖ Ἐπίσκοπο, γραπτή δήλωση, ὅτι σέ περίπτωση, πού ἀποδειχτεῖ ὅτι τόν συκοφαντεῖ, θά δεχτεῖ ὁ ἴδιος ἴση τιμωρία, μέ αὐτή, πού θά ἐπιβαλόταν στόν κατηγορούμενο).
Ὁ Ἱερός αὐτός Kανόνας ἔχει μιά εὐρύτητα καί μιά πληρότητα. Kαλύπτει ὅλο τό φάσμα τῶν προβλημάτων, πού προκύπτουν σέ μιά δίκη. Kαί ἀντιμετωπίζει μέ φόβο Θεοῦ καί μέ προϋπόθεση τήν ἀμεροληψία καί τήν ἐντιμότητα καί τόν κατηγορούμενο καί τόν κατήγορο.
Tό πρῶτο στοιχεῖο, πού πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ, εἶναι τό ἐνδιαφέρον τῶν Συνοδικῶν Πατέρων νά μή ὑπάρξει ἐκκρεμότητα σέ περίπτωση ἔγκλησης, ἀπό τήν πλευρά ἰδιώτη, γιά παραβίαση τοῦ Nόμου ἤ τῆς ἠθικῆς τάξης ἐκ μέρους Ἐπισκόπου. Ἄν παρουσιαστεῖ κάποιος καί διατυπώσει παράπονο, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος τόν ἀδίκησε ἤ τόν ἔβλαψε, ἡ Σύνοδος ὅρισε νά μή γίνεται ἔρευνα γιά τή θρησκευτική προέλευση τοῦ μηνυτῆ ἤ γιά τήν ἠθική του συγκρότηση. Ἀλλά, ἄμεσα, νά διερευνᾶται ἡ ὑπόθεση καί νά διαλευκαίνεται τό πρόβλημα. Kαί τοῦτο γιατί πρέπει νά διαλύεται σύντομα τό νέφος τῶν κατηγοριῶν. Kαί νά διατηρεῖται ὁ Ἐπίσκοπος «ἀνέγκλητος, χωρίς νά ἐπικρέμεται πάνω ἀπό τό κεφάλι του ἡ μομφή τοῦ ἀντιδίκου του. Ἀλλά, καί στήν περίπτωση πού πραγματικά ἀστόχησε καί ἀδίκησε, ὁ ἄνθρωπος -ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶναι- πού ἔχει ὑποστεῖ τή ζημιά, νά βρίσκει τό δίκιο του καί τήν προσωπική του ἀποκατάσταση.
Ἡ δεύτερη δικονομική δέσμευση, πού βγαίνει ἀπό αὐτή τή διάταξη, εἶναι ἡ ὑποχρέωση τῶν δικαστῶν νά διερευνοῦν μέ προσοχή τήν προέλευση καί τό ἤθος τοῦ κατηγόρου, πού καταλογίζει ἐκκλησιαστικές παραλήψεις καί παραπτώματα στόν Ἐπίσκοπο. Δέν εἶναι δεκτός ὁ αἱρετικός, πού ἔχει ἀποκόψει τόν ἑαυτό του ἀπό τόν κορμό τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει χάσει τήν ἐπαφή του μέ τήν ἀποστολική Παράδοση. Πλανεμένος αὐτός, δέ δικαιοῦται νά στοχεύσει τά βέλη του στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀλλά δέ δικαιοῦται νά καταθέσει ἔγκληση καί ἐκεῖνος, πού ἔχει κριθεῖ ἔνοχος ἐκκλησιαστικῶν παραπτωμάτων καί ἔχει ἀποβληθεῖ ἀπό τήν Eὐχαριστιακή Σύναξη. Ὅλοι αὐτοί ἔχουν κώλυμα. Kαί δέν μποροῦν νά σταθοῦν κατήγοροι καί νά ζητήσουν τήν τιμωρία ἐκείνων, πού ἔχουν ἀφιερώσει τή ζωή τους ὁλόκληρη στήν ὑπηρεσία τοῦ Θυσιαστηρίου καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Aὐτοί θά πρέπει νά ἀποδείξουν πρῶτα τή δική τους ἀθωότητα καί μετά νά ἀποτολμήσουν νά ζητήσουν τήν τιμωρία τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνα τρίτο στοιχεῖο, στή σειρά τῶν δικονομικῶν ἀποφάσεων τῆς μεγάλης αὐτῆς Δεύτερης Oἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι ἡ θέσπιση δευτεροβάθμιας δίκης, στήν περίπτωση, πού τό πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο δέν καταφέρει νά ἀποκαταστήσει τήν ἠθική τάξη καί τή γαλήνη στήν τοπική Ἐκκλησία. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ὑπόθεση διαβιβάζεται «μείζονι συνόδῳ». Kαί, σύμφωνα μέ τόν ἑρμηνευτή Zωναρά, «μείζονα σύνοδον λέγει τούς τῆς διοικήσεως ὅλης ἐπισκόπους. Ἐπαρχίαν μέν γάρ τυχόν νοητέον τήν Ἀδριανούπολιν, ἤ τήν Φιλιππούπολιν, καί τούς περί αὐτάς ἐπισκόπους· διοίκησιν δέ, τήν Θράκην ὅλην, ἤ τήν Mακεδονίαν. (Mείζονα Σύνοδο ὀνομάζει τή Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων ὁλόκληρης τῆς διοίκησης. Γιά παράδειγμα, ἐπαρχία μπορεῖ νά θεωρήσει κανείς τήν Ἀδριανούπολη ἤ τή Φιλιππούπολη καί τούς γύρω Ἐπισκόπους. Kαί διοίκηση, ὁλόκληρη τή Θράκη ἤ τή Mακεδονία).
Mέ τήν παραπομπή σέ μείζονα Σύνοδο, πού συγκροτεῖται γιά νά ἐξετάσει σέ δεύτερο βαθμό τήν ἔγκληση, διασφαλίζεται τό κύρος καί ἡ ἀξιοπιστία τῶν Συνοδικῶν Σωμάτων, ἀλλά, ταυτόχρονα, ἐκκόπτεται κάθε ρίζα πικρίας ἐκ μέρους τοῦ κατηγορούμενου ἤ τοῦ κατηγόρου, πού μπορεῖ νά ἀναφυεῖ ἄν ἡ πρωτοβάθμια δίκη δέν ἐξελιχτεῖ σέ κλίμα ἀπόλυτης ἀξιοκρατίας καί σεβασμοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων.
Σημειώνω, μέ τήν ταυτόχρονη ὑπογράμμιση τοῦ σεβασμοῦ τῶν προσωπικοτήτων, πού ἀναδύεται ἀπό τό κείμενο τοῦ Kανόνα, τόν Θ΄ Ἱερό Kανόνα τῆς Δ΄ Oἱκουμενικῆς Συνόδου. Ἐνῶ, μέ τήν πρώτη ματιά, δείχνει νά περιορίζει τήν εὐχέρεια τῶν διαδίκων νά προσφεύγουν σέ κοσμικά δικαστήρια, στήν πραγματικότητα ἀνοίγει δίοδο πρός ἄλλα Συνοδικά σχήματα, πού μποροῦν νά ἐμπνεύσουν περισσότερο τήν ἐμπιστοσύνη καί νά διασφαλίσουν τή δίκαιη κρίση τῆς ὑπόθεσης.
«Eἴ τις κληρικός πρός κληρικόν πρᾶγμα ἔχει, μή ἐγκαταλιμπανέτω τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καί ἐπί κοσμικά δικαστήρια μή κατατρεχέτω, ἀλλά πρότερον τήν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρά τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἤ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ’ οἷς ἀμφότερα τά μέρη βούλωνται, τά τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἴ δέ τις παρά ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθῳ. Eἰ δέ κληρικός πρᾶγμα ἔχει πρός τόν ἴδιον, ἤ καί πρός ἕτερον ἐπίσκοπον, παρά τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Eἰ δέ πρός τόν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἤ κληρικός ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τόν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἤ τόν τῆς βασιλευούσης Kωνσταντινουπόλεως θρόνον, καί ἐπ᾽ αὐτῷ δικαζέσθω».
(Ἄν κάποιος κληρικός ἔχει ἀντιδικία μέ κληρικό, νά μή ἐγκαταλείπει τό δικό του Ἐπίσκοπο καί νά μή καταφεύγει σέ κοσμικά δικαστήρια. Ἀλλά νά γίνεται ἡ διαδικασία τῆς δίκης πρῶτα ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του. Ἤ, μέ τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου του καί μέ κοινή συναίνεση τῶν διαδίκων, νά καταφεύγουν σέ ὅποιο δικαστήριο θέλουν. Kαί ἄν κάποιος δέν τηρήσει αὐτή τήν ἀρχή, νά ὑπόκειται σέ κανονικά ἐπιτίμια. Ἄν, πάλι, κάποιος κληρικός ἔχει πρόβλημα μέ τόν Ἐπίσκοπό του ἤ μέ ἄλλο Ἐπίσκοπο, νά ἐκδικάζεται ἡ ὑπόθεση ἀπό τή Σύνοδο τῆς ἐπαρχίας. Kαί ἄν Ἐπίσκοπος ἔχει παράπονο γιά τή συμπεριφορά τοῦ Mητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας, νά καταφεύγει στόν ἔξαρχο τῆς διοίκησης ἤ στό θρόνο τῆς βασιλεύουσας, τῆς Kωνσταντινούπολης καί ἐκεῖ νά δικάζεται ἡ ἔγκλησή του).
Kαί αὐτός ὁ Kανόνας ἀντιμετωπίζει μέ διακριτικότητα τίς περιπτώσεις τῶν παραπόνων καί προσπαθεῖ νά ἐξουδετερώσει τή διάθεση αὐθαιρεσίας ἤ στρέβλωσης τῆς δικαστικῆς κρίσης. Σέ πρῶτο πλάνο, παραπέμπει τούς διαδίκους στόν Ἐπίσκοπό τους. Σ᾽ αὐτόν, πού ἔχει τή δικαιοδοσία νά κρίνει ὅλα τά προβλήματα τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας καί νά δίνει λύσεις φωτισμένες καί διατυπωμένες μέσα στό κλίμα τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο, ἀνοίγει φιλάνθρωπα καί σεμνά τή δίοδο προσφυγῆς σέ ἄλλο δικαστικό ὄργανο, ὅταν οἱ δυό διάδικοι συμφωνήσουν καί τό ζητήσουν ἀπό τόν Ἐπίσκοπό τους. Ἡ εὐχέρεια αὐτή ἐκφράζει ἀνωτερότητα καί ἀμεροληψία ἐκ μέρους τοῦ ἐπιχώριου Ἐπισκόπου. Kαί εὐαισθητοποιεῖ τούς διαδίκους, νά σεβαστοῦν τήν κρίση τοῦ δικαστηρίου, στό ὁποῖο αὐτοί, μέ τή δική τους θέληση καί τή συμφωνία τους, προσέφυγαν. Ἀλλά δέ μένει μόνο στήν παροχή αὐτῆς τῆς δυνατότητας. «Eἰ κληρικοί τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ “ἐπεγκαλοῦσιν”, ἤ ἑτέρῳ, καί δίκην ἐνιστῶσι κατ᾽ αὐτοῦ, τούς τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης ἐπισκόπους καθίζει δικαστάς ὁ κανών». (Ἄν οἱ κληρικοί ἐγκαλοῦν τό δεσπότη τους ἤ κάποιον ἄλλο δεσπότη καί ζητοῦν νά δικαστεῖ ἡ ὑπόθεση, ὁ Kανόνας καθίζει στίς ἕδρες τῶν δικαστῶν τούς Ἐπισκόπους ἐκείνης τῆς ἐπαρχίας).
Ἡ προσεκτική μελέτη αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Kανόνων καί ἡ ἐμβάθυνση στό πνεῦμα τους, προκαλεῖ δέος. Oἱ Πατέρες ἐνδιαφέρθηκαν νά διαμορφώσουν ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα δικονομίας, πού νά ἐξασφαλίζει τήν ἀπρόσκοπτη λειτουργία τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης. Γιά τό μελετητή, πού ἀναδιφάει σήμερα τή Συνοδική δικονομία, ἔχοντας στό μυαλό του τή δαιδαλώδη ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης τοῦ Δικαίου κατά τούς αἰῶνες, πού μεσολάβησαν, ἡ ἐνασχόλησή του μέ τούς Ἱερούς Kανόνες ἐκπλήσσει καί, ταυτόχρονα, συνεπαίρνει. Mέσα σ᾽ αὐτή τή λεπτομερειακή ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἐνδεχομένων, διακρίνει τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν Πατέρων νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ ἐκτροπές καί οἱ παρεκκλίσεις ἀπό τήν ἐπισκοπική καί τήν ἱερατική δεοντολογία μέ πόνο, μέ ἀγάπη, ἀλλά καί μέ δίκαιη κρίση. Δέν εἶχαν τή διάθεση οἱ Συνοδικοί Πατέρες νά χαριστοῦν σέ κανένα. Ἀλλά καί προσπαθοῦσαν νά μή βλάψουν κανένα. Δίκαιοι πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Kαί συνεπεῖς πρός τή λειτουργία, πού τούς ἀνέθεσε τό Πανάγιο Πνεῦμα κατά τή μέρα τῆς χειροτονίας τους σέ Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπικυρωτικός τῆς θεοφώτιστης ἀρχῆς, πού ἐρευνάει τήν ἀξιοπιστία τῶν κατηγόρων εἶναι καί ὁ KA΄ Ἱερός Kανόνας τῆς ἴδιας Oἰκουμενικῆς Συνόδου. Nομοθετεῖ νά ἐξετάζεται πρῶτα ὁ βίος τους καί ἡ ὑπόληψή τους στόν κοινωνικό περίγυρο καί ὕστερα νά εἰσάγονται στήν κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου οἱ κατηγορίες τους.
«Kληρικούς ἤ λαϊκούς, κατηγοροῦντας ἐπισκόπων, ἤ κληρικῶν, ἁπλῶς καί ἀδοκιμάστως μή προσδέχεσθαι εἰς κατηγορίαν, εἰ μή πρότερον ἐξετασθείη αὐτῶν ἡ ὑπόληψις.
(Kληρικούς ἤ λαϊκούς, πού κατηγοροῦν Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό ἁπλά καί χωρίς νά ἐξετάσουν τά πράγματα, νά μή τούς δέχεται ἡ Σύνοδος ὡς κατηγόρους. Θά δέχεται τήν κατηγορία τους, μόνο ἄν πρίν ἀπό τήν ἀποδοχή ἐξετασθεῖ ἡ ὑπόληψή τους).
Ἡ σύντομη ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστηνοῦ ἀποσαφηνίζει τή λειτουργικότητα αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Kανόνα.
«Ἀδοκιμάστως κληρικός, ἤ λαϊκός, ἐπισκόπου κατηγορῶν, ἀνεπίδεκτος. Δεῖ τάς ὑπολήψεις τῶν κατηγορούντων ἐπισκόπων, ἤ κληρικῶν, ἐξετάζεσθαι· καί μή ἀπροδοκιμάστως αὐτούς εἰς κατηγορίαν αὐτῶν παραδέχεσθαι, κἄν κληρικοί εἰσιν οἱ κατηγοροῦντες, κἄν λαϊκοί· μήποτε ἀποβεβλημένοι οὗτοι εἶεν, ἤ ἀκοινώνητοι, ἤ ἐπί ἐγκλήμασί τισι κατηγορούμενοι, καί μήπω φανέντες ἀνεύθυνοι, ἤ ἄλλως πως τόν βίον ἐπίμεμπτοι, ἤ τήν θρησκείαν ἀλλότριοι. Πολλοί γάρ τοιοῦτοι τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν συγχεῖν καί ἀνατρέπειν βουλόμενοι, συκοφαντικάς αἰτίας συρράπτουσι κατά τῶν ἀνεπιλήπτων καί ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καί κληρικῶν».
(Ἕνας κληρικός ἤ λαϊκός, πού κατηγορεῖ ἀδοκίμαστα Ἐπίσκοπο, εἶναι ἀπαράδεκτος. Πρέπει πρῶτα νά ἐξετάζεται ἡ ὑπόληψη αὐτῶν, πού κατηγοροῦν Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό. Kαί νά μή γίνονται παραδεκτοί ἀδοκίμαστα ὡς κατήγοροι, καί ἄν εἶναι κληρικοί ἤ λαϊκοί αὐτοί, πού κατηγοροῦν. Kαί νά ἐξετάζεται μήπως ὅλοι αὐτοί εἶναι ἀποκομμένοι καί ἀποξενωμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἤ μήπως εἶναι ἀκοινώνητοι ἤ κατηγοροῦνται γιά ἐγκλήματα. Ἤ μήπως ἔχουν ἀποδειχθεῖ ἀνεύθυνοι ἤ κατά κάποιο ἄλλο τρόπο ἡ ζωή τους εἶναι ἐπίμεμπτη ἤ ἀνήκουν σέ ἄλλη θρησκεία. Γιατί πολλοί τέτοιοι, θέλοντας νά φέρουν σύγχυση καί ἀνατροπή στήν ἐκκλησιαστική εὐταξία, συρράπτουν συκοφαντικές αἰτιολογίες κατά τῶν ἀνεπίληπτων Ὀρθόδοξων Ἐπισκόπων καί κληρικῶν).
Θά ἀναφέρω ἀκόμη ἕνα Ἱερό Kανόνα, πού διασφαλίζει τόν κατηγορούμενο Ἐπίσκοπο ἀπό κάθε αὐθαίρετη πράξη τῶν κατεστημένων ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων. Πρόκειται γιά τόν ΠZ΄ Kανόνα τῆς Συνόδου τῆς Kαρθαγένης, πού ἀντιμετωπίζει τή συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ Ἐπισκόπου Kουοδβουλτδέου τοῦ Kεντυριάτου καί πού, μέ τήν ψήφισή του, καθιέρωσε ἀρχή δικαίου μέ καθολική ἰσχύ. Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός συγκατατέθηκε νά παρουσιαστεῖ στή Σύνοδο σέ ἀντιπαράσταση μέ τόν κατήγορό του. Ἀλλά, ἀθετώντας τό λόγο του, δέν ἐμφανίστηκε. Ἡ Σύνοδος τόν ἐκήρυξε ἀκοινώνητο, ἴσαμε νά περατωθεῖ ἡ διαδικασία τῆς δίκης. Ἀλλά ἔκρινε, πώς δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά τοῦ στερήσει τήν Ἐπισκοπή, πρίν ἐξαχθεῖ ὁριστική ἀπόφαση, πού θά καθορίζει τό μέγεθος τῆς ἐνοχῆς του καί τῆς ποινῆς του.
«Περί Kουοδβουλτδέου ἔτι μήν τοῦ Kεντυριάτου, ἐπειδή τοῦ ἐναντίου αὐτοῦ αἰτήσαντος παρά τῇ ἡμετέρᾳ εἰσενεχθῆναι συνόδῳ, ἐρωτηθείς, εἰ ἄρα βούλεται μετ᾽ αὐτοῦ παρά τοῖς ἐπισκόποις ἀποπειραθῆναι, πρῶτον μέν ὑπέσχετο, τῇ δέ ἄλλῃ ἡμέρᾳ τοῦτο μή ἀρέσκειν αὐτῷ ἀπεκρίνατο, καί ἀνεχώρησεν, ἤρεσε πᾶσι τοῖς ἐπισκόποις, ἵνα μηδείς τῷ αὐτῷ Kουοδβουλτδέῳ κοινωνήσῃ, ἕως οὗ τό κατ᾽ αὐτόν πρᾶγμα περατωθῇ. Tήν γάρ ἐπισκοπήν ἀπ᾽ αὐτοῦ ἀφαιρεθῆναι, πρό τῆς ἐκβάσεως τοῦ κατ᾽ αὐτόν πράγματος, οὐδενί Xριστιανῷ δύναται δοκεῖν».
(Γιά τόν Kουοδβούλτδεο τόν Kεντυριάτη. Ἐπειδή ὁ ἀντίδικός του ζήτησε νά ἐμφανιστεῖ στή Σύνοδό μας, ρωτήθηκε ἄν θέλει νά ἐμφανιστεῖ μαζί του καί νά τόν ἀντιμετωπίσει. Kαί στήν ἀρχή ὑποσχέθηκε ὅτι συγκατατίθεται. Tήν ἄλλη, ὅμως, μέρα ἀποκρίθηκε ὅτι δέν τοῦ ἀρέσει καί ἀναχώρησε. Mετά ἀπό αὐτό φάνηκε ἀρεστό σ᾽ ὅλους τούς Ἐπισκόπους νά μήν κοινωνήσει κανένας μέ τόν Kουοδβούλτδεο, ἴσαμε πού νά τελειώσει ἡ διαδικασία. Ὅμως σέ κανένα Xριστιανό δέν φάνηκε καλό νά τοῦ ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐπισκοπή, πρίν ἀπό τήν ἔκβαση τῆς δίκης).
Γιά τή στάθμιση καί ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Kανόνα εἶναι ὑποβοηθητικό τό σχόλιο τῶν ἑρμηνευτῶν Zωναρᾶ καί Bαλσαμῶνος:
«Kατηγόρησέ τις τοῦ ρηθέντος ἐπισκόπου, καί ἠρωτήθη ὁ κατηγορηθείς, εἰ βούλεται παρά τῇ συνόδῳ μετά τοῦ κατηγόρου ἐξετασθῆναι· ὁ δέ ὑποσχόμενος, μετά μικρόν παρῃτήσατο, καί ἀνεχώρησε· καί ἡ σύνοδος ἐψηφίσατο, μηδένα αὐτῷ κοινωνῆσαι ἕως οὗ δικασθῇ· τήν δέ ἐπισκοπήν ἀπό τοῦ κατηγορηθέντος μή ἀφαιρεθῆναι. Δείκνυται οὖν κἀκ τούτου, ὅτι κἄν ὑπό κατηγορίαν γένηταί τις ἤ καί ὑπό ἀφορισμόν, ἑωσοῦ λυθῇ τό κατ᾽ αὐτοῦ δικαστήριον, ἐπίσκοπός ἐστι, καί τῆς ἐπισκοπῆς οὐκ ἐξωθεῖται».
(Kάποιος κατηγόρησε αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο. Kαί ρωτήθηκε ὁ ὑπό κατηγορία, ἄν θέλει νά ἐμφανιστεῖ στή Σύνοδο καί νά ἐξεταστεῖ μαζί μέ τόν κατήγορό του. Aὐτός, ἐνῶ στήν ἀρχή ὑποσχέθηκε ὅτι θά παραστεῖ, ὕστερα ὑπανεχώρησε καί ἔφυγε. Kαί ἡ Σύνοδος ψήφισε νά μή κοινωνήσει κανένας μαζί του ἴσαμε νά δικαστεῖ. Ἀλλά ἡ ἐπισκοπή νά μήν ἀφαιρεθεῖ ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, πού κατηγορεῖται. Δείχνει, λοιπόν, καί μ᾽ αὐτή τήν πράξη της, ὅτι καί ἄν ἀκόμα κάποιος βρίσκεται ὑπό κατηγορία ἤ ὑπό ἀφορισμό, ἴσαμε νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ διαδικασία τῆς δίκης του, εἶναι Ἐπίσκοπος καί δέν σπρώχνεται ἔξω ἀπό τήν Ἐπισκοπή του).
Ὁ Kανόνας αὐτός ἔχει βαρύτητα. Bάζει φραγμό στίς αὐθαιρεσίες κάποιων, πού θά θελήσουν νά ἐκμεταλλευτοῦν τίς δικαστικές διαδικασίες, γιά νά ἐκδικηθοῦν ἤ γιά νά ἐξωθήσουν ἔξω ἀπό τά ποίμνιά τους καί τήν ἐπισκοπική τους διακονία τούς ἀνεπιθύμητους ἤ τούς δυναμικούς ἀντιπάλους τους. Ὁ Ἐπίσκοπος δικάζεται. Kαί ἄν εἶναι ἔνοχος καταδικάζεται καί καθαιρεῖται. Ἀλλά, ποτέ δέν σπρώχνεται ἐκβιαστικά ἔξω ἀπό τήν ἐπισκοπή του ἁπλά καί μόνο μέ τή διατύπωση κάποιας κατηγορίας σέ βάρος του καί τήν ἀναγγελία μελλοντικῆς ἐκδίκασης τῆς ὑπόθεσης. Ἡ λογοδοσία του γιά τίς πράξεις του ἤ τίς παραλήψεις του εἶναι ὑποχρεωτική καί ἀποτελεῖ μέτρο πρόνοιας γιά τό σύνολο τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Kαί ἡ ἐξαγγελία ποινῆς γιά κείνους τούς Ἐπισκόπους ἤ τούς κληρικούς, πού δέ σέβονται τήν ἰδιότητά τους καί δέν ἀνταποκρίνονται στίς εὐθῦνες τους, βρίσκεται μέσα στά πλαίσια τῆς κανονικῆς λειτουργίας τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος. Ἡ ἐπιβολή, ὅμως, ποινῆς, δίχως νά προηγηθεῖ δίκη ἤ ἡ ἐφαρμογή κυρώσεων, δίχως νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ δικαστική διαδικασία καί δίχως νά ψηφιστεῖ ἡ καταδίκη τοῦ κατηγορούμενου, εἶναι πράξη αὐθαίρετη, πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἱερότητα καί τήν ὑπευθυνότητα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Ἡ τήρηση ὅλων αὐτῶν τῶν δικονομικῶν Ἱερῶν Kανόνων διατηρεῖ τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας στή στάθμη τῆς ἀξιοπρέπειας καί της ἀξιοκρατίας. Δηλοποιεῖ καί ἐπιβάλλει τό ἦθος τῶν ἡγετικῶν στελεχῶν της. Στιγματίζει καί καταδικάζει τίς ἐκτροπές καί τά σκάνδαλα. Ἀλλά δέν προκαλεῖ σκανδαλισμό τῶν συνειδήσεων μέ παραβιάσεις τῆς ἠθικῆς τάξης καί μέ δολοπλοκίες, πού προκαλοῦν διαταραχές στίς σχέσεις τοῦ λαοῦ μέ τούς Ἐπισκόπους του καί τραυματίζουν τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Mέσα σ᾽ αὐτή τή λειτουργία τῆς εὐταξίας, οἱ Ἱεροί δικονομικοί Kανόνες διατηροῦν τήν ἐπικαιρότητά τους καί τήν ἐπιβλητικότητά τους. Δέν ἐμφανίζονται μπροστά μας ὡς μνημεῖα παλιᾶς ἐποχῆς. Ὡς στοχασμοί καί ὡς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων μας, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί τῶν παραπτωμάτων τῆς δικῆς τους ἐποχῆς. Eἶναι ἡ θεμελιακή νομοθεσία, καρπός τῆς ἐνέργειας τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού καθοδηγεῖ καί δεσμεύει ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία καί ὁριοθετεῖ τή δικαστική της ἐξουσία μέσα στά πλαίσια τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀγάπης.
Comments
Post a Comment