ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ
Πίστη και λογική…
Οι
Πατέρες της Εκκλησίας κατέδειξαν ότι η Πίστη δεν είναι κάτι το άλογο,
ότι αντίθετα, όπως είπαν, ο λόγος χωρίς Πίστη είναι άλογος,
αυτοκαταστρέφεται, πέφτοντας στον απόλυτο σκεπτικισμό, ή στο μηδενισμό.
Όταν ο λόγος δεν έχει πρώτη αφετηρία αλλά και έσχατο λόγο την Πίστη, μια
Πίστη, που να τον τρέφει και να τον δυναμώνει, Πίστη όλη Πνεύμα βέβαια,
— και τέτοια είναι η Χριστιανική —, χτίζει απάνω στην άμμο. Μπορεί
λοιπόν η Πίστη να μην είναι κάτι το αντιλογικό, αλλά αντίθετα αποκούμπι
του λόγου, να τον εμπνέει, να τον χειραγωγεί, να τον φωτίζει, να
προσφέρει την ουσία στη λογική διαδικασία της νοήσεως. ’Έτσι, η Πίστη, η
μεγάλη αυτή δύναμη της ψυχής, ολοκληρώνει τον άνθρωπο, είναι το
υπόβαθρο σε κάθε πνευματική του ενέργεια. Με αυτό το πνεύμα, δούλεψαν
ακατάβλητα όλοι οι μεγάλοι Πατέρες. Αν κοντά σ΄ αυτά θυμηθούμε ότι ο
Θεός για τους Χριστιανούς, είναι η αυτοαλήθεια, ο κυρίως νους, που
φωτίζει τον νου του ανθρώπου, βλέπομε πόσο μακριά από την Αλήθεια είναι
η γνώμη ότι είναι αντιπνευματική η στάση των Χριστιανών…(΄Αγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός)
Γι’
αυτό λοιπόν και ο ορθολογισμός, ο οποίος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι
είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική μας, η αναγωγή της σε υπέρτατη
αυθεντία και απόλυτη αξία, συνιστά ουσιαστικά απιστία· μια άλλη μορφή
αθεΐας, χειρότερη ίσως από την απόλυτη και καθαρή αθεΐα, αφού μας
εφησυχάζει και μας παραπλανά πως δήθεν πιστεύουμε.
Αυτός
ακριβώς είναι και ο λόγος που καθιστά τον ορθολογισμό, την
ορθολογιστική θεώρηση της Πίστεως, ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια, και τα
δυσεπίλυτα προβλήματα, που απειλούν και αλλοιώνουν την πνευματική
πορεία των σύγχρονων πιστών και επιβουλεύονται τη σωτηρία τους. Ο
ορθολογισμός λοιπόν ξεπερνά τα στενά όρια της αμαρτίας και λειτουργεί
αλλοιωτικά και διαφορετικά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια και ουσιώδη
της πίστεως. Καταργεί τη σχέση, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα, γιατί
στηρίζεται μόνον στα δικά μας λογικά συμπεράσματα, στις ατομικές μας
αντιλήψεις και στην ατομική μας νοοτροπία και βιοθεωρία.
Το
μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει
στη γνώση του Θεού, είναι ακριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με
λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Αντικαθιστά δηλαδή το νου
(την καρδιά) με το λόγο (τη λογική) και καταλήγει έτσι στον ορθολογισμό
και στην αδυναμία να γνωρίσει αληθινά το Θεό. Από τα ανωτέρω γίνεται
φανερό πως παραιτούμαι από τη λογική μου δεν σημαίνει ότι γίνομαι
παράλογος.
Η
πίστη δεν είναι παράλογη, αλλά υπέρλογη. Δεν κατανοείται, αλλά
βιώνεται. Πίστη δεν σημαίνει κατανόηση, αλλά εμπιστοσύνη. Δεν αντιβαίνει
στον ορθό λόγο, αλλά τον υπερβαίνει, τον ξεπερνά. Το υπέρλογο μέσα στην
Ορθοδοξία δεν είναι η κατάργηση της λογικής, αλλά η μετακένωση και
ανύψωση της στην αποδοχή των εμπειριών της θείας Αποκαλύψεως. Το
υπέρλογο είναι η απόλυτη διάθεση του εαυτού μας, η αυτοεγκατάλειψή μας
στο θέλημα και στο έλεος του Θεού.
Το
λογικό είναι το «στένεμα» του Θεού και η σμίκρυνση του στις προσωπικές
μας ανάγκες και απαιτήσεις, στο εγωιστικό θέλημά μας. Το υπέρλογο είναι
να αφήνω στο Θεό ανοιχτό το δρόμο της καρδιάς μου για να ‘ρθει και να
ενεργήσει μέσα μου με το δικό Του τρόπο, που δεν είναι ούτε λογικός,
ούτε άλογος, ούτε παράλογος, αλλά είναι υπέρλογος. Είναι η αιώνια
Αλήθεια του Θεού, είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας. Το υπέρλογο
είναι η υπαγωγή της λογικής μας στη Λογική του Θεού. Είναι η προσπάθεια
που κάνουμε για να δεχθούμε τη Λογική του Θεού, όταν αυτή δεν συμφωνεί
με τη δική μας.
Θα
πρέπει λοιπόν να βγούμε από τα όρια της πεπερασμένης ανθρώπινης λογικής
και να μπούμε στην απεραντοσύνη, στον πλούτο και την ευλογία της
λογικής του Θεού…
(Πηγή: Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου)
Comments
Post a Comment