Β ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΨΕΥΔΟΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ ΤΟΥ 2007
ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ
ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΡΩΠΙ
ΑΤΤΙΚΗΣ
194 00 Τ.Θ. 54
ΚΟΡΩΠΙ ΑΤΤΙΚΗΣΤΗΛ. 210.6020176, 210 2466057
Α.Π. 472 Ἐν Κορωπίω τῆ 14/27
Φεβρουαρίου 2008
Β΄ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΣΕΒΟΥΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΥ ΧΑΡΤΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΔΗΘΕΝ «ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ» ΜΑΣ
(Α.Π. 3282/28. 11.2007)
Πρός τόν βλάσφημον καί
αἱρετικόν ψευδεπίσκοπον Νικόλαον Μεσσιακάρην καί τούς περί αὐτόν ψευδεπισκόπους
κ.κ. Παχώμιον, Ἀνδρέαν, καί τά ψευδεπισκοπάρια: Παντελεήμονα, Ἰγνάτιον,
Σεβαστιανόν καί Λάζαρον.
Κοινοποίησις: Πρός τούς
φερομένους ὡς διαχωρίσαντας τάς εὐθύνας των ἐκ τῶν σχεδίων καί πράξεων τῶν
ἀνωτέρω, ἤτοι τούς Σεβασμιωτάτους κ.κ. Γαλακτίωνα καί Ταράσιον.
Ἀγαπητοί πρώην ἐν Χριστῶ ἀδελφοί, οἱ ἀποφασίσαντες καί ὑπογράψαντες τό
«ἀσεβές καί παράνομον χαρτίον» σας περί δῆθεν καθαιρέσεώς μου, ἐπί τοῦ ὁποίου
ἤδη ἐλάβατε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 460/12.12.2007
Α΄ Ἀνοικτήν Δημοσίαν Ἀπάντησίν μας, ἐπανερχόμεθα διά τῆς παρούσης ἵνα, ὡς
ἐτονίσθη, ΚΑΤΕΛΕΓΞΩΜΕΝ καί ΠΑΡΑΔΩΣΩΜΕΝ
τοῦτο είς τόν Πατέρα του τόν διάβολον, εἰς τό θέλημα τοῦ ὁποίου, ΣΕΙΣ κατέστητε
ἐκ τῶν πραγμάτων, ἐργάται καί ὑπηρέται!
Γράφομεν οὕτω διότι σᾶς ἀγαπῶμεν καί πονοῦμεν διά τό κατάντημα εἰς τό
ὁποῖον σᾶς ἔφεραν οἱ ἀντίχριστοι
ἐγκάθετοι Φλωρινικοί καί ἡμέτεροι. Γράφομεν διά νά ἐλέγξωμεν τήν πρᾶξίν σας καί
οὕτω σᾶς βοηθήσωμεν νά ἀναλογισθῆτε, ὅτι
κατά τό Βούλευμα 54/76 τοῦ κ. Νικολάου Μεσσιακάρη, τό 46/91 τῆς Δράμας, ὡς καί κατά
τάς ἀπό τό 2004 δηλώσεις τοῦ κ. Παχωμίου, εἶσθε οἱ ἀπό τοῦ 1937 καί μέχρι τό
1971 σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἀπεκατεστάθητε διά τῆς ἀπό τό 1971 χειροθεσίας σας,
καί ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΣΘΕ ὡς «Ἐπίσκοποι», δηλαδή ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΟΙ, ὅμοιοι μέ τούς Φλωρινικούς,
τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς καί τούς Νεοημερολογίτας Οἰκουμενιστάς!... Εἶσθε, οἱ διά τῆς ἀπό Ἰουνίου 1995 ἀποφάσεως
τῶν πέντε ὁμοίων σας σχισματοαιρετικῶν, καί ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΟΙ! Ἐμφανίζεσθε ὡς δῆθεν
Ἐπίσκοποι καί Σύνοδος, ἐνῶ δέν εἶσθε τίποτε ἄλλο παρά ἡ ΟΥΝΙΑ τοῦ
Παλαιοημερολογιτικοῦ καί Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀγαπητοί, ἐρωτήσατε τούς Ἁγίους Πατέρας, ἀλλά
καί κάθε ἐχέφρονα, ἐρωτήσατε ἀκόμη καί τούς ἐγκαθέτους, ἄν ἡ πράξις σας περί
«καθαιρέσεώς» μου, ἀποτελεῖ «καθαίρεσιν», ἤ μήπως αὐτή ἡ ἰδία ἡ πρᾶξις, εἰ
θέμις εἰπεῖν, μέ κατέστησεν δύο φοράς Ἐπίσκοπον, ἐνῶ ὑμᾶς σᾶς κατέστησεν ὄντως
δύο φοράς καθηρημένους καί πεπτωκότας.
Πρίν προχωρήσω, ἐπανέρχομαι καί σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι ἐνῶ διά τῆς ὡς ἄνω
μνημονευθείσης Α΄ Ἀνοικτῆς Ἀπαντήσεώς
μας (460/12.12.2007) σᾶς ἐζητοῦμεν «ὅπως
ἅμα λήψει παρούσης μᾶς ἀποσταλῶσι πάραυτα, α) Ὑπογεγραμμένη καί ἐσφραγισμένη ἡ
3282 «ἀπόφασίς σας», β) Τυχόν ἐπ’ αὐτῆς εἰσηγήσεις, προτάσεις, μεθ’ ὁλοκλήρου
τοῦ σώματος τῶν σχετικῶν Πρακτικῶν σας καί γ) Τό σχετικόν «Ἀνακοινωθέν», δυστυχῶς,
δέν εἴχατε τήν στοιχειώδη κατανόησιν νά ἀνταποκριθῆτε. Δέν ἀνταπεκρίθητε,
καίτοι αὐτά, τά ὁποῖα σᾶς ἐζητήσαμεν, μᾶς ἀφοροῦν προσωπικῶς, διότι ἔχουν
σχέσιν μέ τήν φοβεράν, βλάσφημον καί ἱερόσυλον ἐναντίον μου πράξιν σας καί τά δικαιούμεθα, ἄν καί αὕτη δέν παράγει οὐδέν
Κανονικόν καί ἔγκυρον ἀποτέλεσμα. Ὠφείλατε,
νά μᾶς τά εἴχατε ἀποστείλει ἀμέσως, ἐνῶ διά δευτέραν φοράν τά ἀπαιτοῦμεν, καί ὀφείλετε,
ὅπως, ἅμα λήψει παρούσης, μᾶς τά ἀποστείλετε, ὥστε νά μήν μᾶς ἀναγκάσετε, σώνει
καί καλά, νά ἀκολουθήσωμεν τήν νομικήν – δικαστικήν ὁδόν.
Ἀγαπητοί, προέβητε εἰς μίαν Ἀντικανονικήν, Ἄδικον καί παράλογον πράξιν
ἐναντίον μου, διά τήν ὁποίαν δέν εἴχατε οὐδεμίαν ἁρμοδιότητα ἤ δικαίωμα
Κανονικόν, διότι τά τελευταῖα δέκα ἔτη, ἐκ
τῶν πράξεών σας προκύψατε, βλάσφημοι κατά τῶν χειροτονιῶν σας καί ὡς σχισματοαιρετικοί
ἀπεκόπητεἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Προκύψατε καί ἀφελεῖς παντελῶς, ἀφοῦ τήν
ἀνόητον πλήν εἰδεχθῆ ἱεροσυλίαν, τήν ὁποίαν ἐπεχειρήσατε, τήν ἐπέβαλον ξένοι
παράγοντες, καί τό ὀλεθριώτερον δι’ Ὑμᾶς, διά νά ἐξυπηρετήσετε μίαν σατανικήν
σκοπιμότητα, διά τήν ὀποίαν θά κριθῆτε.
Δέν χρειάζεται νά εἴπωμεν ὅτι δι’ αὐτόν τόν λόγον σᾶς ἐζητήσαμεν
ὑπογραφάς, σφραγῖδας, εἰσηγήσεις καί τά πρακτικά σας, διότι, καίτοι τό ἄκυρον χαρτίον σας δέν μᾶς
ἐγγίζει, ὅμως διά τήν πράξιν σας θά κριθῆτε καί ἀσφαλῶς θά κατακριθῆτε ὡς
εὐτελῆ ὄργανα ἐγκαθέτων ξένων Κέντρων τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ καί
Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Παρά ταῦτα, καί πάλιν σᾶς
διαβεβαιοῦμεν, ὅτι δέν σᾶς μισοῦμεν ὡς πρόσωπα, καί δέν ἀντιδικοῦμεν, ἀλλά σᾶς
λυπούμεθα καί προσευχόμεθα νά γίνη ἴλεως ὁ Κύριος καί σᾶς βοηθήση νά ἐλευθερωθῆτε
καί νά ἐξέλθετε ὅλων τῶν παγίδων, εἰς τάς ὁποίας σᾶς ἐνέπλεξεν ὁ Ἀντίδικος
διάβολος. Μισοῦμεν ὅμως καί θά
πολεμήσωμεν τάς βλασφημίας σας, τάς αἱρέσεις, τάς ληστρικάς ἔξωθεν
ἐπιβαλλομένας πράξεις σας. Προσευχόμεθα νά μιμηθῆτε τούς δύο Μητροπολίτας,
οἱ ὁποῖοι ἐμίσησαν τάς πανουργίας σας καί διεχώρισαν τάς εὐθύνας των ἐκ τῶν
αἰσχρῶν πράξεών σας. Δι’ αὐτούς, ἤτοι τούς Σεβ/τους κ.κ. Γαλακτίωνα καί
Ταράσιον, θερμότερον προσευχόμεθα νά ὁλοκληρώσουν, χάριτι Χριστοῦ, τήν
εὐάρεστον τῶ Θεῶ ἀνάνηψιν καί ἐπιστρέψωσιν, ὅθεν ἐξεκόπησαν.
Ἀγαπητοί, πρίν εἰσέλθωμεν εἰς τόν ἔλεγχον καί ἀνατροπήν τοῦ ἀκύρου
χαρτίου σας, καί τῶν συνημμἐνως αὐτῶ ἀποσταλέντων μοι, θεωροῦμεν ἀπαραίτητον νά
σᾶς διαβεβαιώσωμεν ὅτι διαπράξαντες τό
ἀδίκημα τῶν ἐναντίον μου καί ἐναντίον τοῦ Αἰδεσιμωτάτου π. Μιχαήλ Ἰωάννου,
(Κληρικοῦ τῆς Πρεσβυγενοῦς Αὐτοκεφάλου Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου)
ψευδοκαθαιρέσεων, ΟΥΔΕΝ ἐποιήσατε, διά τόν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι αὗται
ἀποτελοῦν οὐχί ἀληθῆ καθαίρεσιν, ἀλλά «μίμησιν τῆς Κανονικῆς καί δικαίας
καθαιρέσεως», αὐτῆς δηλαδή τήν ὁποίαν Κανονικῶς καί δικαίως ἐπιβάλλουν τά ἁρμόδια
Ἐκκλησιαστικά ὄργανα, ὅταν ἀποφασίζουν ἐλευθέρως καί κατά τήν Κανονικήν καί
ἀπολύτως ὀρθόδοξον δεοντολογίαν. Δι’ Ὑμᾶς αὐτούς ὅμως ἤδη ἡ πράξις σας, ὡς
ἄδικος, παράνομος, ἀντικανονική καί ΣΚΟΠΙΜΟΣ πρός ἑδραίωσιν τῆς προδοσίας σας
καί πρός χειμασμόν τῆς Ἐκκλησίας, αὕτη περιέχει ἐν ἑαυτῆ τήν ΤΑΥΤΟΠΑΘΕΙΑΝ, διό ἀπέβη
καί εἰς ΑΥΤΟΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ σας. Ἑπομένως, καί
ἄν ἀκόμη δέν εἴχατε ἐκπέσει καί δέν εἴχατε ἀποκοπεῖ ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδή καί ἄν ἀκόμη δέν εἶσθε βλάσφημοι ἐκκλησιομάχοι καί σχισματοαιρετικοί,
καί εἰς αὐτήν, λέγω, τήν περίπτωσιν, ἡ Ἀντικανονική – ληστρική σκόπιμος καί
ἄδικος ἐνέργεια, ἤθελε σᾶς φέρει εἰς τήν θέσιν τῶν ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΩΝ.
Δέν νομίζω, ἀγαπητοί, νά σᾶς διαλανθάνη τῆς προσοχῆς σας, ὅτι πραγματική
αἰτία τῆς πτώσεώς σας, εἶναι ἡ βλασφημία σας κατά τῆς Ἀποστολικῆς σας Διαδοχῆς,
ἀφοῦ ὁ πρῶτος ἐξ’ Ὑμῶν διά τοῦ 54/76 Ἀπαλλακτικοῦ
του Βουλεύματος τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς, σαφῶς καί ρητῶς προκύπτει
βλάσφημος κατά τῆς Ἀποστολικῆς του Διαδοχῆς καί τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτοί εἶσθε, ἀγαπητοί, καί τά γράφομεν αὐτά, μήπως, ἔστω καί μετά τήν
δωδεκάτην, ἐπιτρέψετε εἰς τόν Κύριον νά σᾶς ἐλευθερώση ὁ Κύριος ἐκ τῶν ὀνύχων
καί τῶν ὁδόντων ὅλων τῶν ἐγκαθέτων Νεοημερολογιτῶν – Φλωρινικῶν καί τῶν ὑμετέρων
ΓΕΝΙΤΣΑΡΩΝ καί σᾶς θεραπεύση ἀπό τά θανάσιμα τραύματα σας, ἐκ τῆς ἀποδοχῆς καί συντηρήσεως τοῦ 54/76 Βουλεύματος τοῦ κάποτε
Πειραιῶς, τῆς ἀπό τό 1974 «ἐξομολογητικῆς ἐπιστολῆς» τοῦ ἐπίσης τέως Ἀργολίδος
καί ὅλων τῶν λοιπῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν χορῶ ἀπεφασίσατε καί ἐκηρύξατε τήν
ὑπαναχώρησίν σας ἐκ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς εἰς τήν ἀνυπόστατον διά τήν
Ἐκκλησίαν «χειροθεσίαν» σας. Ταῦτα μετά ἀπό 35 ὁλόκληρα ἔτη, ἐνῶ ὁ ποτέ
Πειραιῶς Νικόλαος καί νῦν ψευδαρχιεπίσκοπός σας, κατά τό 1974-1976, ἠρνήθη, καί
ἔρριψεν εἰς τούς κύνας, τό θεῖον δώρημα – χάρισμα, δηλαδή τήν Ἀρχιερωσύνην του,
τήν ὁποίαν ἐβλασφήμησεν διά νά μήν διωχθῆ!
Ναί, εἶναι καιρός νά τό ἀντιληφθῆτε, ὅτι δεχόμενοι ἤ ἀνεχόμενοι αὐτό τό Ἀπαλλακτικόν
του Βούλευμα, τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς, ἀλλά καί τήν
ἐξομολογητικήν ἐπιστολήν τοῦ «Ἀργολίδος» ΟΜΟΛΟΓΕΙΤΕ
ΚΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΤΕ, ὅτι ἀπό τό 1937 ἀνήκετε εἰς μίαν σχισματικήν ἐκκλησίαν – παράταξιν,
τήν ὁποίαν δῆθεν «ἵδρυσεν» ὁ δῆθεν «ἀποσχισθείς ἀπό τούς λοιπούς Ἀρχιερεῖς τό
1937» Βρεσθένης Ματθαῖος!
Οὕτω κηρύσσετε καί
ὁμολογεῖτε ὅτι οἱ ἐκ τοῦ μακαριστοῦ Βρεσθένης προερχόμενοι Ἀρχιερεῖς, δηλαδή
ΕΣΕΙΣ, εῖσθε σχισματικοί καί δέν εἴχετε ἔγκυρον τήν Ἱερωσύνην, μέχρι τό 1971,
ὅτε «ἀπεκατεστάθητε», «ἐκ τοῦ σχίσματος μέ τήν χειροθεσίαν τοῦ 1971» καί οὕτω, δι’
αὐτῆς, κατεστήσατε ἔγκυρον καί Κανονικήν τήν Ἀρχιερωσύνην σας! Ὅλα αὐτά, μέ ἰδιαίτερο θράσος, κηρύσσετε
ἀπό τό 2003 καί μέ τήν ἀπό τό 1974 κρυπτομένην «ἐξομολογητικήν ἐπιστολήν» τοῦ
κ. Παχωμίου καί τήν νεωτέραν τοῦ 2004, κατά τάς ὁποίας, «εἰς τήν Ἀμερικήν καί
κατόπιν εἰς τήν Ἑλλάδα» ὅλοι ἐδέχθησαν ἀγαλλομένω ποδί τήν χειροθεσίαν» καί τήν
διευκρίνισίν του κατά τό 2004, καθ’ ἥν «ὅλοι προερχόμεθα ἀπό χειροθετημένους
καί οὐδείς καθαρός».
Δι’ αὐτό, σᾶς ἀπεκηρύξαμεν τόν
Ἰούνιον τοῦ 2005 καί σᾶς διεγράψαμεν ἐκ
τῶν διπτύχων τῆς Ἐκκλησίας καί
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΑΜΕΝ αὐτάς τάς σατανικάς ὑπαναχωρήσεις, βλασφημίας καί Ἐκκλησιομαχίας
σας. Δι αὐτό δικαίως καί ἐσᾶς καί τούς πέντε, τῶν ὁποίων ἀποτελεῖτε συνέχεια, σᾶς
χαρακτηρίζομεν ΣΧΙΣΜΑΤΟ-ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ, διότι εἶσθε πράγματι ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΟΙ, καί περισσότερον τῶν σχισματοαιρετικῶν, διότι
ταῦτα πάντα ἐποιήσατε καί ἐκηρύξατε σκοπίμως, διά τοῦτο καί παραμένετε
ἀμετανόητοι καί μετέρχεσθε καί τάς μεθόδους ἀπάτης εἰς βάρος τῶν πιστῶν...
Δι’ αὐτό λέγομεν ὅτι μέ
τήν ἀνόητον «καθαίρεσιν» μου μέ ἀνακηρύσσετε ΔΥΟ ΦΟΡΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ ΚΑΙ
ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Φρίκη καταλαμβάνει κάθε
Ὀρθόδοξον, ὅταν συνειδητοποιῆ ποῖοι καταντήσατε νά εἶσθε καί τί ποιεῖτε!
Ἐτολμήσατε τήν ἐναντίον μου «ψευδοκαθαίρεσιν» ΣΚΟΠΙΜΩΣ, διότι ἐπιστεύσατε ὅτι
ἔτσι θά δεσμεύσετε τήν Ἀρχιερωσύνην μου καί δέν θά δύναμαι νά τήν μεταδώσω, τό
γεγονός δέ ὅτι ἔχομεν καί τό σύμψηφον τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης
Παναρέτου, σᾶς ἐθορύβησε τά μέγιστα.
Ὦ τάλανες, πρώην Ἀδελφοί,
ὦ τλήμονες, ὦ ἱερόσυλοι, ὦ βλάσφημοι, ὦ ἐκκλησιομάχοι, διενοήθητε ὅτι μέ τήν
ἄκυρον πλήν σκόπιμον ἐνέργειάν σας, θά ὑποτάξετε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί τήν
Ἐκκλησίαν εἰς τά θελήματά σας.
Ὦ δυστυχεῖς, ἡ πράξις
σας μπορεῖ ἐξωτερικά νά φαντάζη ὡς μίμησις Πράξεων καί Συνόδων Ὀρθοδόξων καί Κανονικῶν Ἐπισκόπων, πλήν ὅμως
δέν εἶσθε, διά τοῦτο καί ἡ πράξις σας δέν εἶναι πραγματική καί δέν παρήγαγεν ΟΥΔΕΝ
ἀποτέλεσμα καθ’ ἡμῶν, ἀλλά ἐπεκάθησεν ἀπό κατασκευῆς της ἐπί τῶν ἰδικῶν σας
κεφαλῶν.
Εἶναι μία ἱερόσυλος,
ἐλεεινή καί τρισαθλία θεατρική πρᾶξις (=δράμα), ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τόν
ἀντίποδα μιᾶς πράξεως δικαίας Καθαιρέσεως ὑπό Κανονικῆς Ὀρθοδόξου Συνόδου.
Θρηνῶ διά τήν πτῶσίν
σας, ὠς πρώην ἐν Χριστῶ Ἀδελφούς, καί δέομαι ὅπου ἐπερίσευσεν ἡ ἁμαρτία, καί δή
τοιούτου εἴδους ἁμαρτία, νά γίνη ἴλεως ὁ Κύριος καί νά ὑπερπεσισσεύση ἡ Χάρις
Του, ἀλλά τοῦτο ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπό ὑμᾶς τούς ἰδίους.
Ἐπειδή τό θέμα αὐτό καθ’ ἑαυτό τῆς πράξεώς σας, πρέπει νά τό ἀντιληφθῆτε
ὅτι δέν μᾶς ἐγγίζει, ἐνῶ ἐπεκάθησεν ἐπί
τῶν ἰδίων ὑμῶν κεφαλῶν, θά σᾶς παραθέσω μόνον τινάς ἐκ τῶν Ἰερῶν Κανόνων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι εἶναι ὡς νά ἐγράφησαν ἀποκλειστικῶς δι’ ὑμᾶς καί τήν πρᾶξίν σας.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
ΤΗΣ Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπισαν τόν αἱρετικόν καί βλάσφημον
Νεστόριον, διετύπωσαν σειράν Κανόνων. Σήμερον προκύπτει ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐκεῖνοι
Πατέρες ἔγραψαν τούς Ἱερούς Κανόνας καί δι’ ὑμᾶς, διότι τά αἱρετικά σας φρονήματα, αἱ βλασφημία κατά τῆς Ἀποστολικῆς σας
Διαδοχῆς καί κατ’ Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, σᾶς ἔφεραν, τολμῶ εἰπεῖν, εἰς πολύ
χειροτέραν θέσιν ἀπό ἐκείνην τοῦ Χριστομάχου Νεστορίου, τόν ὁποῖον Αὕτη ἀνεθεμάτισεν.
Παρακαλῶ, παρακολουθήσατε τί ἀποφαίνεται ἡ Ἱερά καί Ἁγία Αὕτη Οἰκουμενική
Σύνοδος διά τάς κατά τῶν Ὀρθοδόξων παρομοίας μέ τήν ἰδικήν σας ἀποφάσεις, τοῦ
Νεστορίου καί τῶν ὁμοίων του:
α) Εἰς τόν Α΄ Κανόνα ἡ Ἁγία Οἱκουμενική Σύνοδος λέγει ὅτι ὁ Νεστόριος
καί κάθε Νεστοριανός, «... οὐδεμίαν
δύναμιν ἔχει νά πράξη κακόν τι κατά τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ἤ κατά τῶν λαϊκῶν,
μέ τό νά ἔγινεν ἀπόβλητος καί δέν ἔχει καμμίαν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν καί εἶναι
ἀνενέργτοι ὅλαι αἱ πράξεις του, διότι ἀπεστερήθη τοῦ Ἐπισκοπικοῦ χαρίσματος ὡς
αἱρετικός». ΄ίίσματος
. ἤ ....
β) Ἐπίσης εἰς τόν δεύτερον Κανόνα ἐπαναλαμβάνεται ὅτι καί ὅσοι «... ἐπαλινδρόμησαν εἰς τό τῆς ἀποστασίας
συνέδριον τοῦ Νεστορίου, ἡ Ἁγία Σύνοδος, (ἀπεφάσισεν) ἀλλοτρίους εἶναι τῆς
Ἱερωσύνης καί τοῦ βαθμοῦ ἐκπίπτοντας». Καί ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀνωτέρω
διατυπώσεως εἶναι, ὅτι «ὄχι μόνον
ὁ Νεστόριος εἶναι ἀπογυμνωμένος πάσης Ἱερατικῆς ὑποστάσεως, ἀλλά καί ὅσοι ἐνῶ
ἔχουν ἀποδοκιμάσει τά τοῦ Νεστορίου φρονήματα καί ὑπέγραψαν τήν καθαίρεσίν του,
κατόπιν ὅμως ἡνώθησαν ἤ θά ἑνωθοῦν εἰς τό μέλλον μέ τό ἀποστατικόν του
συνέδριον - ἄθροισμα, νά εἶναι ξένοι τῆς Ἱερωσύνης καί ἀπόβλητοι τοῦ βαθμοῦ τῆς
Ἐπισκοπῆς».
γ) Καί ὁ Γ΄ Κανών πάλιν ὁρίζει: «Ἐπειδή,
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὤν ὁ Νεστόριος, ἀφώρισε καί ἐκάθηρε (ὀρθοδόξους)
... ἡ Ἁγία Σύνοδος προσέταξεν κατ’ οὐδένα τρόπον νά ὑπόκεινται οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς
τούς ἀποστατήσαντας Ἐπισκόπους».
Καί ὁ μέν Νεστόριος καί τό ἄθροισμα τῶν ὁμοίων του αἱρετικῶν ἐβλασφήμουν
κατά τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου καί κατ’ ἐπέκτασιν καί κατά τοῦ προσώπου
τῆς Θεοτόκου, αἱ ἰδικαί σας αἱρέσεις καί αἱ βλασφημίαι κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι χείρονες ἐκείνων τῶν βλασφημιῶν.
Ἀγαπητοί ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ, ΣΤΩΜΕΝ
ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ, διότι ὄχι μόνον «οὐ μυκτηρίζεται ὁ Θεός», ἀλλά καί προκαλεῖται
ἡ Ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία Του, διότι ἐμπτύετε ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ ἀχράντου
Αἵματος, τοῦ ἐκχυθέντος ἐπ’ Αὐτοῦ. Ἀρνούμενοι καί βλασφημοῦντες τήν
Ἀποστολικήν σας Διαδοχήν καί τήν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὡς νά βλασφημὴτε αὐτόν τόν
Ἐνανθρωπήσαντα, ἀποκαλύψαντα τό Εὐαγγέλιον, Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα
τριήμερον, τά ὁποῖα ἅπαντα κατά Χάριν συνεχίζουν πραγματοποιούμενα ἐντός
τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησίαν, διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου
Πνεύματος. Πῶς λοιπόν σεῖς ἀρνεῖσθε καί βλασφημεῖτε καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί
ὅλον τόν ὑπ’ Αὐτοῦ συγκροτούμενον θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας;
«ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗ»
Διωγμός καί Καθαίρεσις
Ὡς ἐν ἐπιλόγω τῆς παρούσης β΄
Ἀνοικτῆς ἐπιστολῆς παραθέτομεν καί ὀλίγα τινά περί τοιούτων καθαιρέσεων, ὡς
εἶναι καί αἱ ὑφ’ Ὑμῶν τολμηθεῖσαι, τόσον κατ’ ἐμοῦ τοῦ Μητροπολίτου Κηρύκου,
ὅσον καί κατά τοῦ Αἰδεσιμωτάτου Πρεσβυτέρου π. Μιχαήλ Ἰωάννου:
«....Ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος
καθαίρεσις δέν εἶναι ἀληθής ἐκκλησιαστική καθαίρεσις, ἀλλά ἀντιχριστιανικός
διωγμός, ἐν ὀνόματι καθαιρέσεως. «Οὐ
καθηρέθη, ἀλλ’ ἐδιώχθη» (Ε.Π. 90, 128), εἶπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
περί τοῦ διωχθέντος, ὑπό τῶν αἱρετικῶν μονοθελητῶν, Πατριάρχου Ἀγίου Μαρτίνου
τῆς Ὀρθοδόξου τότε Ρώμης (649-655).
Διά τοῦτο τήν ἀντικανονικήν καί
ἄδικον καθαίρεσιν τοῦ «Ἀποστατικοῦ», ὡς εἴδομεν, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τήν
ἀποκαλεῖ «ὕβριν» καί «λοιδορίαν», ἤτοι χλευαστικήν ὕβριν, καί «χαρτίον» «ἀσεβές καί παράνομον», ἕνεκα
τοῦ ὁποίου οἱ ἀποφασίσαντες καί γράψαντες τοῦτο εἶναι καθαιρετέοι (Γ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μ. 4, 1333, 1328, 1308, 1336). Δηλαδή ἐχθροί τοῦ
Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ἀληθείας,
νομίσαντες ὅτι ἠδύναντο νά πλήξωσι «καθαιρέσεως
ὀνόματι» τούς κανονικούς καί ὀρθοδόξους συνοδικούς (Μ 4, 1308), «παρά θεσμούς καί κανόνας καί πᾶσαν
ἀκολουθίαν ἐκκλησιαστικήν» (Μ 4, 1328). Διό τά παρ’ αὐτῶν πραχθέντα «ἀκανονίστως καί ἀτάκτως» μέ δῆθεν «Συνόδου πρόσωπον» ἡ Οἰκουμενική
Σύνοδος ἀποκαλεῖ «ἄκυρά τε καί μάταια παντάπασιν»
«παίγνια ἀνίσχυρά τε καί ἀδρανῆ παντελῶς», τούς δέ ταῦτα δράσαντας «ἀκοινωνήτους» καί στερηθέντας «πᾶσαν ἐξουσίαν ἱερατικήν», ἤτοι
καθηρημένους (Μ 4, 1328, 1336). Δηλαδή ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις
ἀντικρούεται ὡς ψευδοκαθαίρεσις καί ἔργον ἐχθρῶν καί κακῶν ἐργατῶν
ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ.
Διά τοῦτο καί ὁ Μ. Φώτιος,
ἀκολουθῶν τάς Ἁγίας Οἰκουμενικάς Συνόδους καί ἐκφράζων τήν θέσιν καί τῶν ἄλλων
Ἀγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλεῖ τάς ἀντικανονικάς καί ἀδίκους καί δῆθεν «συνοδικάς ποινάς» «μύθους καί παίγνια» ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι πίπτουσιν «εἰς χλεύην» καί ἀντιστρέφονται
κατ’ αὐτῶν (Ε.Π. 102, 833), πού τάς ἀπεφάσισαν! Τουτέστι, πονηρά ἔργα ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, διωκόντων τά πιστά τέκνα
ταύτης, ἐκμεταλλευόμενοι τούς θείους αὐτῆς θεσμούς καί καταχρώμενοι τήν τυχόν
ἐμπιστευθεῖσαν εἰς αὐτούς ἐκκλησιαστικήν ἐξουσίαν καί θέσιν. Οἱ τοιοῦτοι,
λέγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, «ἐξ’ ἡμῶν (τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν) ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ’ ἡμῶν»
(Α΄ Ἰωάν. β,19), διό καί εὑρίσκονται ἐκτός ἐκκλησιαστικῆς ἁρμοδιότητος, καί
δρῶσιν ἀντιεκκλησιαστικῶς...
Ὡς ἀντιχριστιανική ἡ ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις οὐδόλως δύναται
νά βλάψη τόν δι’ αὐτῆς ἀδικούμενον, ὥστε νά θεωρηθῆ οὗτος ἀληθῶς καθηρημένος
ὑπό τῆς Ἐκκλησίας. Διότι τά γινόμενα ἐν τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος,
«εἰ κατά ἄνθρωπον γίνεται ταῦτα, οὐδέ γίνεται (ἐκκλησιαστικῶς καί κατά
ἀλήθειαν), ἀλλά μίμησις μέν ἐστί (τῶν ἐκκλησιαστικῶν πράξεων), τῆς ἀληθείας δέ
πάμπληθες ἀπολείπεται. (Ε.Π. 32, 1029). Διά τοῦτο καί ἡ ἀντίθεος καί
ἀντικανονική καί ἄδικος καθαίρεσις, ἐνῶ φαίνεται ὅτι γίνεται ἐκκλησιαστικῶς,
ἀληθῶς οὐδόλως γίνεται, ἀλλά μιμεῖται τήν κανονικήν καί δικαίαν καθαίρεσιν, καί
εἶναι ἀντιεκκλησιαστική ψευδοκαθαίρεσις, ἀνίσχυρος καί ἀδρανής παντελῶς διά τήν
Ἐκκλησίαν (Γ΄ Οἰκουμ. Συν. Μ 4, 1336).
..... Καί ὄχι μόνον «κατά μηδένα
τρόπον» (Πρακτ. Δ΄ Οἰκ. Συν. Μ 7, -120268) βλάπτεται ὁ ἀθῶος ὀρθόδοξος Ἱερεύς
(ἤ Ἀρχιερεύς) διά τῆς ἀντικανονικῆς καί ἀδίκου καθαιρέσεως, ἤγουν
ψευδοκαθαιρέσεως, ἀλλά καί ὠφελεῖται πνευματικῶς, λαμβάνων ὡς ἀδικούμενος
πλουσιωτέραν τήν θείαν Χάριν. Τοῦτο ὑπενθυμίζει ὁ καί Πρόεδρος γενόμενος τῆς Γ΄ Οἱκουμενικῆς Συνόδου Πατριάρχης
Ἀλεξανδρείας Ἅγιος Κύριλλος πρός τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, οἰ ὁποῖοι ἐδιώκοντο, ἀφωρίζοντο καί καθηροῦντο
ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως ἀπό τόν ἐκεῖ αἱρετικόν Πατριάρχην Νεστόριον. «Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ», γράφει ὁ
Ἄγιος Κύριλλος πρός αὐτούς, δηλαδή ἐάν ὑβρίζησθε ἀπό τόν κατέχοντα τόν θρόνον
τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριον καί διασύρεσθε ὡς δῆθεν ἐκκλησιαστικῶς
τιμωρημένοι, ἤτοι ἀφωρισμένοι, καθηρημένοι κλπ., ἐπειδή πιστεύετε ὀρθῶς καί
ὑπακούετε ἀκριβῶς εἰς τόν Κύριον τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦν Χριστόν καί τούς
ἀποδεδειγμένους Ἁγίους του, εἶσθε «μακάριοι»
(Κυρ. Ἀλεξ. Μ 4, 1096).
Διατί; Διότι «τό τῆς Δυνάμεως
καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα εἰς ὑμᾶς ἀναπέπαυται», ἤτοι εἰς ὑμᾶς ἔχει ἀναπαυθῆ, χορηγοῦν
πλουσιωτέραν Χάριν τοῦ ἐνός ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὡς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος εἰς τό
Εὐαγγέλιόν του, λέγων: «Μακάριοι οἱ
δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἠ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»
(Ματθ. ε, 10), ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεία «Χάρις
καί ἡ ἀλήθεια», ἥτις «διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. α, 17) καί «δικαιοσύνη
καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ, 17).
«Μακάριοι ἐστέ», λέγει ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας Χριστός, «ὅταν ὀνειδίσωσιν (κατηγορήσωσι καί περιπαίξωσι καί χλευάσωσιν) ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν
ρῆμα (λόγον) καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι
ἔνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς,
οὕτω γάρ ἐδίωξαν τούς Προφήτας τούς πρό ὑμῶν»(Ματθ. ε, 11-12)....
Ὁ πρόμαχος π.χ. τῆς
Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιος ἐπανειλημμένως καθηρέθη
καί ἀνεθεματίσθη καί ἐξωρίσθη ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως ὑπό τῶν αἱρετικῶν καί
ἀνόμων ἀρειανῶν. (ΘΗΕ. τόμ. 1, σ. 524-525).
Ὁ Ἄγιος Μελέτιος
Ἀντιοχείας, ὁ καί Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
καθηρέθη ὁμοίως, ἤτοι ψευδοκαθηρέθη ὑπό τῶν ὁμοίων αἱρετικῶν. (ΘΗΕ τόμ. 8, σ.
927-929).
Ὀ Ἄγιος Κύριλλος
Ἀλεξανδρείας, ὡς ἐλέχθη καί ἀνωτέρω, ὁ καί Πρόεδρος τῆς Γ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ψευδοκαθηρέθη ὡσαύτως ὑπό τῶν Νεστοριανῶν. (Πρακτ.
Ἀποστατικοῦ, Μ 4, 1372 ἑξ.).
Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ψευδοκαθηρέθη καί ἐξωρίσθη καί ἐμαρτύρησεν ὡς
μεγαλομάρτυς ὑπό ἀντικανονικῶν καί ἀδίκων ἐχθρῶν. (Παλλαδίου Ε.Π. 47, 9-39).
Ὁ Ἄγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής ἐδιώχθη ὁμοίως «ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. β, 10) ὑπό τῶν ἀνόμων αἱρετικῶν μονοθελητῶν.
(Βίος ἁγ. Μαξίμου Ὀμολογητοῦ, Ε.Π. 90 104-108).
Ὀ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης ἐδιώχθη «μέχρις
αἵματος» (Ἑβρ. ιβ, 4). ὑπό τῶν παρανόμων αἱρετικῶν Εἰκονομάχων καί
μοιχειανῶν (Μιχαήλ Μοναχοῦ Ε.Π. 99, 285-300).
Οἱ Ἄγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ψευδοκαθηρέθησαν καί ψευδοαναθεματίσθησαν ὑπό
ψευδοσυνόδου τῶν εἰκονομάχων τό ἔτος 815 (Β. Στεφανίδου, «Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία», ‘Αθῆναι 1978, σελ. 262).
Ἀλλά καί αὐτός ὁ
Κωνσταντινουπόλεως Μ. Φώτιος, διά νά
παραλείπωμεν τούς λοιπούς ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν οὕτω παθόντων,
ψευδοαναθεματίσθη ἀπό τήν παπόφρονα καί ἄδικον ψευδοσύνοδον τοῦ ἔτους 869 (Στεφ.
Ἐκκλης. Ἰστορία, σ. 359).
Καί πάντες οὗτοι οἱ διωχθέντες καί ψευδοκαθαιρεθέντες Ἅγιοι ἐγένοντο
μιμηταί καί ὁμοιοπαθεῖς τῶν Ἁγίων Προφητῶν καί Ἀποστόλων, καί αὐτοῦ τοῦ Κυρίου
«τῆς δόξης» (Α΄ Κορ. β, 8), τόν ὁποῖον
οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι ἐδίωξαν (Ματθ. 26,
57-68) καί ψευδοκαθήρεσαν καταδικάσαντες (Ματθ. κστ, 66) ἀδίκως καί
«ἐσταύρωσαν», ὡς κατάκριτον! «Καί
πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄Τιμοθ.
γ,12) μέχρι τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁπότε θά ἀναδειχθῶσιν οἱ μεγαλύτεροι Μάρτυρες. «Ὑπέρ γάρ πάντας Μάρτυρας ἐγώ φημί (λέγω)
εἶναι τούς τότε Μάρτυρας», λέγει ὁ Ἄγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων (Κυρ.
Ἱεροσολ. ΒΕΠΕΣ 39, 193).
.... Οἱ δέ οὕτω διωχθέντες «πάντες
ἐντεῦθεν λαμπροί (ἐγένοντο) καί μεγάλων κατηξιώθησαν στεφάνων» (Ἰω.
Χρυσοστ. Ε.Π. 61.579) ἀπό «τόν Κύριον τῆς δόξης» (Α΄Κορ. β, 8), καί τιμῶνται ὡς
δίκαιοι καί Ἅγιοι ἐν τῆ Ἐκκλησία. Ἔχουσι,
λοιπόν, Ἱερωσύνην οἱ ψευδοκαθαιρεθέντες, ἤτοι οἱ καθαιρεθέντες ἀντικανονικῶς
καί ἀδίκως ... καί τό λεγόμενον ὅτι οὗτοι χάνουν τήν Ἱερωσύνην ἤ Ἀρχιερωσύνην,
εἶναι ψεῦδος καί βλασφημία!
Διά τοῦτο οἱ Ἅγιοι ἐκοινώνουν μέ τούς οὕτω ψευδοκαθηρημένους. Ὁ
Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας π.χ. Ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἐλέχθη ἤδη, γράφει πρός τούς
ψευδοκαθαιρεθέντας κληρικούς ὑπό τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως Νεστορίου, καί τούς
λαϊκούς πού τούς ἠκολούθουν ἀποτειχιζόμενοι ἐκ τοῦ αἱρεσιάρχου ὅτι «κοινωνοῦμεν ἡμεῖς» (Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας Μ 4, 1096) , δηλαδή ὁ Ἅγιος Κύριλλος καί οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι καί
κληρικοί καί λαϊκοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τῆς Αἰγύπτου. Κοινωνοῦμεν δέ «οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον» (Μ
4, 1096), ἤτοι ἀπόφασιν περί καθαιρέσεως, ἀλλά καί ἐπαινοῦντες τούς διωχθέντας
καί παθόντας διά τῆς ἀδίκου ψευδοκαθαιρέσεως. «Τοῖς δέ ... διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’
αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δέ
μᾶλλον τούς πεπονθότας (τούς ἔχοντας πάθει δι’ αὐτῆς) (Μ 4, 1096), εἰς τούς
ὁποίους μάλιστα τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἀναπέπαυται»
(Μ 4, 1096), ἤτοι ἔχει ἀναπαυθεῖ εὐαρεστούμενον! Διά τοῦτο ἡ ὀλίγον ἀργότερον
συγκληθεῖσα Γ΄ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ αὐτοῦ Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας ἐρρύθμισε κανονικῶς τό ζήτημα τοῦτο, πρός καταστολήν τῶν
ἀντιδράσεων τῶν αἱρετικῶν.
.....’Αποδεικνύεται λοιπόν καί δι’ αὐτῶν τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ
ἀντικανονικῶς καί ἀδίκως καθαιρεθείς, ἤτοι ψευδοκαθαιρεθείς, δέν στερεῖται τῆς
Ἱερωσύνης (Ἀρχιερωσύνης).. Καί ὄχι μόνον δέν στερεῖται τῆς Ἱερωσύνης (Ἀρχιερωσύνης),
ἀλλά καί ἔχει ταύτην βεβαιότερον καί πιστότερον, ὦν ὄχι μόνον ἱερώτερος, ἀλλά
«ἱερώτατος» (Ἀριστηνοῦ Σ.Ι.Κ. 2,197) διά τήν ὐπακοήν εἰς τά «θεοπαράδοτα λόγια» καί τήν ὀμολογίαν «ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. β. 10). «Οὐσία γάρ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστί τά
θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινή ἐπιστήμη» (Β΄ ΄Κανών Ζ΄
Οἰκουμ. Συνόδου)...
Τοῦτο φρονεῖ καί ὁμολογεῖ καί πράττει καί ὁ Πατριάρχης τῆς ὀρθοδόξου
τότε Ρώμης Ἅγιος Κελεστῖνος μετά τῶν περί αὐτόν ἐπισκόπων. Διό γράφει πρός τούς
διωκομένους ὑπό τοῦ Νεστορίου Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
λέγων ὅτι οἱ ὑπ’ αὐτοῦ ἀδικούμενοι διά ψευδοκαθαιρέσεων καί ἄλλων ἀντικανονικῶν
ποινῶν, «πάντες ἐν τῆ ἡμετέρα κοινωνία
καί ἐγένοντο» πρό τῶν ψευδοποινῶν τοῦ αἱρετικοῦ καί ἀδίκου, «καί ἄχρι τοῦ παρόντος είσίν», παρά τάς
καταδικαστικάς κατ’ αὐτῶν ἀποφάσεις του (Κελεστίνου Ρώμης, Μ 4, 1045).
Καί ὅτε ἀργότερον ἀντικανονικοί καί ἄδικοι καθήρεσαν δῆθεν, μέ παράλογον
«καθαίρεσιν» (Μ. Φωτίου, Ε.Π. 104, 1225), ἠτοι ψευδοκαθαίρεσιν, τόν «τῶν ἀγγέλων ὑπέρτερον πανάγιον
Χρυσόστομον», »(Μ. Φωτίου, Ε.Π. 104, 1225). ὁ τότε Πατριάρχης Ρώμης
Ἰννοκέντιος δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν πρός τόν Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον
(398-407), ἀλλά ἐκοινώνει μετ’ αὐτοῦ. Διό ἔγραφε πρός τόν δυστροποῦντα
Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας, λέγων: «Ἡμεῖς καί
σέ ἴσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνόν καί τόν ἀδελφόν Ἰωάννην» τόν Χρυσόστομον. Δηλαδή ἀντιμετώπιζεν τήν ἀντικανονικήν καί
ἄδικον καθαίρεσιν κατά τοῦ Ἀγίου ὡς ἐκκλησιαστικῶς ἀνύπαρκτον καί οὐδόλως
βλάπτουσαν τήν Ἱερωσύνην αὐτοῦ καί τήν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν καί τήν ὑπ’ αὐτοῦ
κατοχήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἐντεῦθεν ἄρχεται ἡ μεγάλη καί αἰώνιος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἐπί τοῦ ἐν λόγω θέματος. Διότι ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκτός τινῶν φανατικῶν ζηλωτῶν τῶν ἀντικανονικῶν καί
ἀδίκων καί «παραλόγων» «καθαιρέσεων», δέν ἐθεωρήθη ἀνά τούς αἰῶνας ὅτι εἶναι
καθηρημένος καί ἄνευ Ἱερωσύνης, οὔτε «ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καί
ἐπισκόπων, οὔτε καί ὑπό τῶν λοιπῶν κληρικῶν, καί τῶν λαϊκῶν, καίτοι οὐδεμία
Ὀρθόδοξος Σύνοδος τόν «ἀποκατέστησε» ποτέ... Ταῦτα δέ (κατ’ ἀναλογίαν) ἰσχύουσι καί διά
πάντας τούς διωκομένους Κληρικούς, οἵτινες ἐξακολουθοῦσι νά εἶναι Ἀρχιερεῖς καί
Ἱερεῖς ἀναμφισβητήτως.
....Οἱ δέ ἀρνούμενοι τήν Ἰερωσύνην (Ἀρχιερωσύνην) τῶν ψευδοκαθηρημένων) δι’
ἀντικανονικῆς καί ἀδίκου «καθαιρέσεως» ἱερέων (Ἀρχιερέων) καί λέγοντες τούτους
καθηρημένους, ἁμαρτάνουσι. Δηλαδή ἁμαρτάνουσι εἰς τούς Ἁγίους Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας, ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Ἱεράν Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἁμαρτάνουσιν
εἰς τάς Ἁγίας καί Ὀρθοδόξους Οἰκουμενικάς καί Τοπικάς Συνόδους, ἁμαρτάνουσιν
καί εἰς τόν θεῖον νόμον τῶν Ι. Κανόνων καί τοῦ Εὐαγγελίου.
Οὕτως ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Μίαν, Ἀγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν
Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου, ἁμαρτάνουσιν εἰς τόν ἕνα τῆς Τριάδος Κύριον καί
Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν τόν Θεόν, ἁμαρτάνουσιν εἰς τήν Ἁγίαν καί Ὁμοούσιον καί
Ζωοποιόν καί Ἀδιαίρετον Τριάδα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Τουτέστιν ἁμαρτάνουσιν εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί τήν θείαν Χάριν, ἥτις «ταύτην γεωργεῖ τήν Ἐκκλησίαν» (Ἰωάννου
Χρυσοστόμου, Ε.Π. 48, 802), καί εἰς αὐτήν ταύτην τήν Ἰερωσύνην. Δηλαδή, ἁμαρτάνουσι μέ τήν θανάσιμον
ἁμαρτίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνεκα τῆς ὁποίας ὁ ἁμαρτάνων «οὐκ ἔχει
ἄφεσιν (δέν ἔχει συγχώρησιν) εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλ’ ἔνοχος ἐστίν αἰωνίου κρίσεως»,
(Μάρκ. γ, 29), ἤγουν κατακρίσεως. (Α. Δελήμπαση «ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ», Ἀθῆναι
1995)
Αὐτά σᾶς γράφω εἰς αὐτήν τήν Β΄
ΑΝΟΙΚΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙΝ μου, μέ ἀληθινήν ἀγάπην Χριστοῦ καί πόνον. Κλείοντες δέ ταύτην
λέγομεν καί τοῦτο: Ἐάν, ἀγαπητοί, διαφωνῆτε,
ἐάν παρά ταῦτα νομίζετε ὅτι καλῶς δικαίως καί ὁσίως ἐποιήσατε τάς καθ’ ἡμῶν
«καθαιρέσεις» (Δεκέμβριος 2007), ὡς καί πρότερον τούς ἄφρονας «ἀφορισμούς»
(1993 καί 2002), ἰδού πρίν προχωρήσωμεν εἰς τάς συνεχείας αὐτῆς τῆς ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ, δεῦτε νά παρακαθήσωμεν εἰς κοινήν Τράπεζαν,
νά διαλεχθῶμεν ἐπ’ αὐτῆς, ὄχι ἀντιδικοῦντες ἐν οἰήσει καί ἀγνωσία, ἀλλά ἐν συνέσει,
ἀγάπη καί ἐλευθερία Χριστοῦ, ὡς καί Κανονικότητι, Ὀρθοδοξία καί Ἀληθεία.
Ἄν παρά ταῦτα ἤθελεν πέσει εἰς τό κενόν καί ἡ παροῦσα, δέον ὅπως χωρίς
καθυστέρησιν, μᾶς ἀποστείλετε, ἤ ἔστω δημοσιεύσετε τάς ἐπί τῆς «ἀποφάσεώς» σας σχετικάς
εἰσηγήσεις, προτάσεις, καί πρακτικά καί ταῦτα ὁμοῦ μετά τῆς πράξεώς σας,
ὑπογεγραμμένης καί ἐσφραγισμένης, (διότι
τήν ἐκοινοποιήσατε εἰς ἐμέ ἀνυπόγραφον καί ἀσφράγιστον) καί ταῦτα θά εἶναι
ἀρκετά δι’ ἡμᾶς καί διά πάντα τρίτον ἐχέφρονα.
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
+ Ὀ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος
Comments
Post a Comment