ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ.
<<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΔΙΝΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΞΑΙΣΙΟ ΠΟΤΟ!>>
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απέκτησε σοφία μέσω των ουρανίων αποκαλύψεων πού δέχθηκε. Αφού πέρασε τρία χρόνια ησυχάζοντας σε ένα κελί της Μεγίστης Λαύρας, τού γεννήθηκε η ανάγκη να πάει στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους για να τούς ωφελήσει με την πνευματική γνώση και εμπειρία του.
Ό Θεός τού φανέρωσε αυτή τήν ανάγκη μέσα από μια ασυνήθιστη οπτασία: κάποια μέρα ο Γρηγόριος, σαν σε ελαφρύ ύπνο, είδε να κρατά στο χέρι του ένα δοχείο υπερχειλισμένο με γάλα. Σιγά-σιγά το γάλα μεταβλήθηκε σε κρασί το οποιο επίσης υπερχείλισε, κυλώντας στα χέρια και στα ρούχα του.
Τότε εμφανίστηκε ένας λαμπρός νεανίας και τού είπε: «Γιατί δεν έδινες και σε άλλους να δοκιμάσουν αυτό το εξαίσιο ποτό το οποίο σπαταλάς τόσο απρόσεκτα; ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι αυτό είναι δώρο της χάριτος τού Θεού;».
Ό Γρηγόριος τότε απάντησε: «Μα, εάν δεν υπάρχει κανένας στήν εποχή μας ο οποίος να αισθάνεται τήν ανάγκη να πιει ένα τέτοιο ποτό, σε ποιόν να το δώσω;». Ό νεανίας αποφάνθηκε: «Είτε υπάρχουν λίγοι είτε περισσότεροι διψασμένοι γιά ένα τέτοιο ποτό, είσαι υποχρεωμένος να εκπληρώσεις το χρέος σου και να μην παραβλέπεις το δώρο τού Θεού!».
Ο Γρηγόριος ερμήνευσε το μεν γάλα ως τήν κοινή γνώση τού κόσμου, συνυφασμένη με το κατά κόσμον πολιτεύεσθαι, το δε κρασί ως τήν Ορθόδοξη διδασκαλία και ζωή.
Τη δεύτερη φορά ο Γρηγόριος απομόνωσε τον εαυτό του σ’ ένα μοναστήρι, όπου έγραψε το έργο του περί των Αρχών της Ορθοδοξίας.
Τήν παραμονή της εορτής τού άγιου Αντωνίου του Μεγάλου κάλεσαν οι μοναχοί τον Γρηγόριο στην ολονύχτια αγρυπνία τους. Εκείνος όμως παρέμεινε για να εργαστεί στο κελί του, ενώ όλη η αδελφότητα βρισκόταν στην εκκλησία. Αίφνης τού παρουσιάζεται ό ίδιος ο άγιος Αντώνιος και του λέει: «Η απόλυτη ησυχία είναι καλή, άλλα ορισμένες φορές είναι απαραίτητο να είσαι μαζί με τούς αδελφούς σου!». Πεπεισμένος από τη θεία αποκάλυψη, ο άγιος σηκώθηκε αμέσως και πήγε στην εκκλησία, στην ομόθυμη χαρά των μοναχών.
<<ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΑΝ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΨΑΛΜΩΔΙΕΣ....!>>
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ
Κατά τον καιρόν εκείνον [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς] επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, διά να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθεί από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της.
Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως διά να προσορμισθή. Ηκούοντο τότε εις τον αέρα ήχοι και ψαλμωδίαι θαυμάσιαι, ωσάν να ήρχοντο από το μέρος του πλοίου, ηννόησαν δε οι ακούοντες ότι αι μελωδίαι εκείναι δεν ήσαν εξ ανθρώπων αλλ’ εξ ουρανίων Αγγέλων, οίτινες συνώδευον αοράτως τον Άγιον, όστις αφού διέτριψεν επ’ ολίγον εις την βασιλεύουσαν, επέστρεψε τελευταίον και εις την ιδικήν του επαρχίαν [στη Θεσσαλονίκη].
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΥΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ
"Μια γυναίκα ευγενής και ευπρεπής, ονομαζομένη Ζωή1, παθαίνει δριμύ πόνο στα εντόσθια, που τα επίεζε και τα εστριφογύριζε τόσο δυνατά, ώστε καθημερινώς να χύνωνται από εκεί οχετοί αιμάτων. Η γυναίκα υφίστατο για πέμπτο έτος τη βαρειά αυτή πάθησι, ενώ φάρμακο δεν υπήρχε και κάθε τέχνη ιατρών απέβαινε ανίσχυρη, διότι, παρ’ όλο που καθημερινώς εφήρμοζε πολλές επινοήσεις, δεν επετύγχανε τίποτε, ώστε ν’ απελπισθή και για τη ζωή της ασθενούς.
Δεν επρόκειτο δε ούτε για τόσο διάστημα χρόνου ν’ ανθέξη, αφού τόσο πολύ έλιωνε η σάρκα της, αν δεν είχε σώμα τόσο δυνατό και ρωμαλέο και δεν διατηρούσε υγιή την όρεξι για τροφή• έτσι κατόρθωσε η φύσις να ανταπεξέλθη στον τόσο δυνατό πόλεμο του νοσήματος. Αλλά με τον καιρό ενικήθηκε, από το μήκος του χρόνου δαμασμένη, και από τότε έμεινε κατάκειτη και σχεδόν ακίνητη, άλλα δύο έτη πέρα από τα προηγούμενα πέντε.
Καθώς με τον καιρό υψωνόταν λαμπρώς η φήμη των θαυμάτων του μεγάλου Γρηγορίου, των παραδόξως τελουμένων τόσο σ’ εκείνο το μέρος όσο και στη μεγάλη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε για τα λεγόμενα και η ασθενής αυτή, καταφεύγει με πίστι προς τη θεία δύναμι που ενεργούσε σ’ εκείνον. Αφού προκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, κατά τα θεία λόγια2, πρώτα παρασκευάζει την τέλεσι του ευχελαίου κοινώς, έπειτα δε ζητεί στο τέλος του ευχελαίου την τέλεσι ευχής και δεήσεως υπέρ αυτής προς τον θείο Γρηγόριο.
Όταν ετελείτο αυτή η ευχή από τους πρεσβυτέρους κατά τους κανονισμούς, επειδή δεν μπορούσε να στέκεται και να ψάλλη τα θεία μαζί με τους υπέρ αυτής ευχομένους και ψάλλοντας, διότι ήταν κατάκειτη και ακίνητη, και από την κλίνη παρακαλούσε θερμώς τον άγιο και επιζητούσε πιστώς την από αυτόν χάρι και βοήθεια.
Και, ω των παραδόξων έργων και θαυμάτων σου, Χριστέ, αυτή που έλιωνε τις σάρκες της τόσον χρόνο και ήταν παράλυτη και σχεδόν ακίνητη, όχι έπειτα από μία ημέρα, όχι έπειτα από διάστημα μιας ώρας, αλλ’ ευθύς αμέσως, ενώ εκείνοι προσεύχονταν κι έψαλλαν ακόμη, σηκώνεται αμέσως από την κλίνη, ενώ όλοι έβλεπαν, δυνατή, εύρωστη στο σώμα, χωρίς να φέρη επάνω της ούτε ίχνος σχεδόν από το χρόνιο εκείνο πάθος και από την νοσηρά κατάστασι, ώστε το θαύμα να καταπλήσση και να μη έχη τούτο τίποτε κατώτερο εκείνου που διενεργήθηκε παλαιά από τον ίδιο τον Χριστό υπερφυώς στον παράλυτο, είτε της Καπερναούμ σκεφθή κανείς είτε της προβατικής κολυμβήθρας, μόνο που εκεί μεν ενήργησε ο ίδιος μόνος του, εδώ δε ανέστησε από την κλίνη και το χρόνιο πάθος αμέσως επίσης την ασθενή διά του Γρηγορίου, του μαθητού και φίλου του.
Για τον λόγο τούτο οι θεοφιλέστεροι και προύχοντες των εκεί, και μάλιστα οι κληρικοί, συναθροισθέντες μαζί, έστησαν εικόνα ιερά στον Γρηγόριο, όπως είπα προ ολίγου, πανηγυρίζοντας λαμπρώς την εορτή του κατά την ημέρα της τελειώσεώς του, και του ανεγείρουν αμέσως ναό, σαν σε λαμπρό μαθητή του Χριστού3. Δεν επερίμεναν μεγάλες συνόδους και ψήφους της κοινής Εκκλησίας για να τον ανακηρύξουν, διότι σ’ αυτά ακολουθούν συχνά και χρόνος και αμέλεια και αργοπορία και πολλά ανθρώπινα εμπόδια, αλλ’ αρκέσθηκαν καλώς στην από άνω ψήφο και ανακήρυξι και στη λαμπρά και αναμφισβήτητη όψι και βεβαίωσι των πραγμάτων".
<<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΔΙΝΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΞΑΙΣΙΟ ΠΟΤΟ!>>
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απέκτησε σοφία μέσω των ουρανίων αποκαλύψεων πού δέχθηκε. Αφού πέρασε τρία χρόνια ησυχάζοντας σε ένα κελί της Μεγίστης Λαύρας, τού γεννήθηκε η ανάγκη να πάει στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους για να τούς ωφελήσει με την πνευματική γνώση και εμπειρία του.
Ό Θεός τού φανέρωσε αυτή τήν ανάγκη μέσα από μια ασυνήθιστη οπτασία: κάποια μέρα ο Γρηγόριος, σαν σε ελαφρύ ύπνο, είδε να κρατά στο χέρι του ένα δοχείο υπερχειλισμένο με γάλα. Σιγά-σιγά το γάλα μεταβλήθηκε σε κρασί το οποιο επίσης υπερχείλισε, κυλώντας στα χέρια και στα ρούχα του.
Τότε εμφανίστηκε ένας λαμπρός νεανίας και τού είπε: «Γιατί δεν έδινες και σε άλλους να δοκιμάσουν αυτό το εξαίσιο ποτό το οποίο σπαταλάς τόσο απρόσεκτα; ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι αυτό είναι δώρο της χάριτος τού Θεού;».
Ό Γρηγόριος τότε απάντησε: «Μα, εάν δεν υπάρχει κανένας στήν εποχή μας ο οποίος να αισθάνεται τήν ανάγκη να πιει ένα τέτοιο ποτό, σε ποιόν να το δώσω;». Ό νεανίας αποφάνθηκε: «Είτε υπάρχουν λίγοι είτε περισσότεροι διψασμένοι γιά ένα τέτοιο ποτό, είσαι υποχρεωμένος να εκπληρώσεις το χρέος σου και να μην παραβλέπεις το δώρο τού Θεού!».
Ο Γρηγόριος ερμήνευσε το μεν γάλα ως τήν κοινή γνώση τού κόσμου, συνυφασμένη με το κατά κόσμον πολιτεύεσθαι, το δε κρασί ως τήν Ορθόδοξη διδασκαλία και ζωή.
Τη δεύτερη φορά ο Γρηγόριος απομόνωσε τον εαυτό του σ’ ένα μοναστήρι, όπου έγραψε το έργο του περί των Αρχών της Ορθοδοξίας.
Τήν παραμονή της εορτής τού άγιου Αντωνίου του Μεγάλου κάλεσαν οι μοναχοί τον Γρηγόριο στην ολονύχτια αγρυπνία τους. Εκείνος όμως παρέμεινε για να εργαστεί στο κελί του, ενώ όλη η αδελφότητα βρισκόταν στην εκκλησία. Αίφνης τού παρουσιάζεται ό ίδιος ο άγιος Αντώνιος και του λέει: «Η απόλυτη ησυχία είναι καλή, άλλα ορισμένες φορές είναι απαραίτητο να είσαι μαζί με τούς αδελφούς σου!». Πεπεισμένος από τη θεία αποκάλυψη, ο άγιος σηκώθηκε αμέσως και πήγε στην εκκλησία, στην ομόθυμη χαρά των μοναχών.
<<ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΑΝ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΨΑΛΜΩΔΙΕΣ....!>>
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ
Κατά τον καιρόν εκείνον [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς] επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, διά να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθεί από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της.
Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως διά να προσορμισθή. Ηκούοντο τότε εις τον αέρα ήχοι και ψαλμωδίαι θαυμάσιαι, ωσάν να ήρχοντο από το μέρος του πλοίου, ηννόησαν δε οι ακούοντες ότι αι μελωδίαι εκείναι δεν ήσαν εξ ανθρώπων αλλ’ εξ ουρανίων Αγγέλων, οίτινες συνώδευον αοράτως τον Άγιον, όστις αφού διέτριψεν επ’ ολίγον εις την βασιλεύουσαν, επέστρεψε τελευταίον και εις την ιδικήν του επαρχίαν [στη Θεσσαλονίκη].
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΥΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ
"Μια γυναίκα ευγενής και ευπρεπής, ονομαζομένη Ζωή1, παθαίνει δριμύ πόνο στα εντόσθια, που τα επίεζε και τα εστριφογύριζε τόσο δυνατά, ώστε καθημερινώς να χύνωνται από εκεί οχετοί αιμάτων. Η γυναίκα υφίστατο για πέμπτο έτος τη βαρειά αυτή πάθησι, ενώ φάρμακο δεν υπήρχε και κάθε τέχνη ιατρών απέβαινε ανίσχυρη, διότι, παρ’ όλο που καθημερινώς εφήρμοζε πολλές επινοήσεις, δεν επετύγχανε τίποτε, ώστε ν’ απελπισθή και για τη ζωή της ασθενούς.
Δεν επρόκειτο δε ούτε για τόσο διάστημα χρόνου ν’ ανθέξη, αφού τόσο πολύ έλιωνε η σάρκα της, αν δεν είχε σώμα τόσο δυνατό και ρωμαλέο και δεν διατηρούσε υγιή την όρεξι για τροφή• έτσι κατόρθωσε η φύσις να ανταπεξέλθη στον τόσο δυνατό πόλεμο του νοσήματος. Αλλά με τον καιρό ενικήθηκε, από το μήκος του χρόνου δαμασμένη, και από τότε έμεινε κατάκειτη και σχεδόν ακίνητη, άλλα δύο έτη πέρα από τα προηγούμενα πέντε.
Καθώς με τον καιρό υψωνόταν λαμπρώς η φήμη των θαυμάτων του μεγάλου Γρηγορίου, των παραδόξως τελουμένων τόσο σ’ εκείνο το μέρος όσο και στη μεγάλη Θεσσαλονίκη, όταν έμαθε για τα λεγόμενα και η ασθενής αυτή, καταφεύγει με πίστι προς τη θεία δύναμι που ενεργούσε σ’ εκείνον. Αφού προκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, κατά τα θεία λόγια2, πρώτα παρασκευάζει την τέλεσι του ευχελαίου κοινώς, έπειτα δε ζητεί στο τέλος του ευχελαίου την τέλεσι ευχής και δεήσεως υπέρ αυτής προς τον θείο Γρηγόριο.
Όταν ετελείτο αυτή η ευχή από τους πρεσβυτέρους κατά τους κανονισμούς, επειδή δεν μπορούσε να στέκεται και να ψάλλη τα θεία μαζί με τους υπέρ αυτής ευχομένους και ψάλλοντας, διότι ήταν κατάκειτη και ακίνητη, και από την κλίνη παρακαλούσε θερμώς τον άγιο και επιζητούσε πιστώς την από αυτόν χάρι και βοήθεια.
Και, ω των παραδόξων έργων και θαυμάτων σου, Χριστέ, αυτή που έλιωνε τις σάρκες της τόσον χρόνο και ήταν παράλυτη και σχεδόν ακίνητη, όχι έπειτα από μία ημέρα, όχι έπειτα από διάστημα μιας ώρας, αλλ’ ευθύς αμέσως, ενώ εκείνοι προσεύχονταν κι έψαλλαν ακόμη, σηκώνεται αμέσως από την κλίνη, ενώ όλοι έβλεπαν, δυνατή, εύρωστη στο σώμα, χωρίς να φέρη επάνω της ούτε ίχνος σχεδόν από το χρόνιο εκείνο πάθος και από την νοσηρά κατάστασι, ώστε το θαύμα να καταπλήσση και να μη έχη τούτο τίποτε κατώτερο εκείνου που διενεργήθηκε παλαιά από τον ίδιο τον Χριστό υπερφυώς στον παράλυτο, είτε της Καπερναούμ σκεφθή κανείς είτε της προβατικής κολυμβήθρας, μόνο που εκεί μεν ενήργησε ο ίδιος μόνος του, εδώ δε ανέστησε από την κλίνη και το χρόνιο πάθος αμέσως επίσης την ασθενή διά του Γρηγορίου, του μαθητού και φίλου του.
Για τον λόγο τούτο οι θεοφιλέστεροι και προύχοντες των εκεί, και μάλιστα οι κληρικοί, συναθροισθέντες μαζί, έστησαν εικόνα ιερά στον Γρηγόριο, όπως είπα προ ολίγου, πανηγυρίζοντας λαμπρώς την εορτή του κατά την ημέρα της τελειώσεώς του, και του ανεγείρουν αμέσως ναό, σαν σε λαμπρό μαθητή του Χριστού3. Δεν επερίμεναν μεγάλες συνόδους και ψήφους της κοινής Εκκλησίας για να τον ανακηρύξουν, διότι σ’ αυτά ακολουθούν συχνά και χρόνος και αμέλεια και αργοπορία και πολλά ανθρώπινα εμπόδια, αλλ’ αρκέσθηκαν καλώς στην από άνω ψήφο και ανακήρυξι και στη λαμπρά και αναμφισβήτητη όψι και βεβαίωσι των πραγμάτων".
Comments
Post a Comment