π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ
<< Ἄλλαξε τὸ ἐκκλησιαστικὸ μοντέλο. Ὑψηλότερη μορφὴ ἀντίστασης
. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπέστη βαρύτατα πλήγματα σὲ δύο βασικὲς πλευρὲς τοῦ περὶ Ἐκκλησίας δόγματος. Ἐν πρώτοις στὸ ἂν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ ὅρια, ἐκκλησιαστικὰ σύνορα ποὺ ὁρίζουν τὰ γνωρίσματα ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κανείς, γιὰ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ περιλαμβάνεται μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Μποροῦν ὅλοι, καὶ οἱ αἱρετικοί, νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία; Εἶναι ἔγκυρο τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν; Ὑπάρχει μία ἢ πολλὲς ἐκκλησίες διηρημένες, ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ὅλες μαζὶ τὴν Μία Ἐκκλησία; Εἶναι καὶ οἱ αἱρέσεις ἐκκλησίες; Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ οἱ ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται συνοδικὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, συμφωνούσης ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο τελικὰ εἶναι ὁ φύλακας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν γνωστήν «Ἀπάντησιν τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν πάπαν Πῖον Θ´ (1848)»[6]. Τώρα ὅμως τὸ πλήρωμα περιφρονεῖται· ἂν κάποιοι ἀντιδράσουν, τιμωροῦνται,
Πολλοὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία, τὴν σοβαρότητα αὐτῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν σὲ βασικὰ δόγματα καὶ θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἀντιλαμβάνονται ἀλλὰ φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν. Δὲν κατακρίνουμε κανέναν. Τὰ φροῦτα καὶ στὸ ἴδιο φυτό, στὸ ἴδιο δένδρο, δὲν ὡριμάζουν τὸν ἴδιο καιρό. . Καλὰ καὶ ἅγια εἶναι τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ κηρύγματα καὶ κείμενα, καλὲς καὶ ἅγιες οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἀγρυπνίες γιὰ νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τοὺς ἐσκοτισμένους. Τὰ κάναμε καὶ ἐμεῖς ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ ἡ κατάσταση, ἀντὶ νὰ καλυτερεύει, γινόταν χειρότερη· ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχές, ἀλλὰ ὅταν συνοδεύονται καὶ ἀπὸ ἔργα· θέλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»; Σὲ ὅσους περιορίζονται μόνον στὰ λόγια καὶ στὰ τυπικὰ χριστιανικὰ καθήκοντα θὰ πεῖ· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Γνωρίζει μόνον ὅσους ἀκούουν τοὺς λόγους Του καὶ ποιοῦν τὸ θέλημά Του;[7]
Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἰσῆλθε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ὅταν διδάσκεται ἄλλο εὐαγγέλιο, ὅταν στὴν θέση τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναδικὸς Πρῶτος, μπαίνουν ἄλλοι "πρῶτοι" καὶ ἄλλος «πρῶτος», ὅταν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχομε Ἀντίχριστο καὶ Ἀντιχρίστους. Ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι διέκοπταν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου οὔτε νὰ τοὺς χαιρετοῦν, οὔτε νὰ τοὺς καλημερίζουν. Αὐτὸ ἐπικαιροποίησε τὸν 9ο αἰώνα ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), ποὺ μᾶς συνιστᾶ νὰ διακόπτουμε τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ» αἵρεση, συμπληρώνοντας πὼς ὅσοι τὸ πράττουν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων, γιατὶ ὄχι μόνο δὲν διαπράττουν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα[8].
Πολλοὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία, τὴν σοβαρότητα αὐτῶν τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν σὲ βασικὰ δόγματα καὶ θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἀντιλαμβάνονται ἀλλὰ φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν. Δὲν κατακρίνουμε κανέναν. Τὰ φροῦτα καὶ στὸ ἴδιο φυτό, στὸ ἴδιο δένδρο, δὲν ὡριμάζουν τὸν ἴδιο καιρό. . Καλὰ καὶ ἅγια εἶναι τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ κηρύγματα καὶ κείμενα, καλὲς καὶ ἅγιες οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἀγρυπνίες γιὰ νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τοὺς ἐσκοτισμένους. Τὰ κάναμε καὶ ἐμεῖς ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ ἡ κατάσταση, ἀντὶ νὰ καλυτερεύει, γινόταν χειρότερη· ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχές, ἀλλὰ ὅταν συνοδεύονται καὶ ἀπὸ ἔργα· θέλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»; Σὲ ὅσους περιορίζονται μόνον στὰ λόγια καὶ στὰ τυπικὰ χριστιανικὰ καθήκοντα θὰ πεῖ· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Γνωρίζει μόνον ὅσους ἀκούουν τοὺς λόγους Του καὶ ποιοῦν τὸ θέλημά Του;[7]
Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἰσῆλθε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ὅταν διδάσκεται ἄλλο εὐαγγέλιο, ὅταν στὴν θέση τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναδικὸς Πρῶτος, μπαίνουν ἄλλοι "πρῶτοι" καὶ ἄλλος «πρῶτος», ὅταν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχομε Ἀντίχριστο καὶ Ἀντιχρίστους. Ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι διέκοπταν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου οὔτε νὰ τοὺς χαιρετοῦν, οὔτε νὰ τοὺς καλημερίζουν. Αὐτὸ ἐπικαιροποίησε τὸν 9ο αἰώνα ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), ποὺ μᾶς συνιστᾶ νὰ διακόπτουμε τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῆ» αἵρεση, συμπληρώνοντας πὼς ὅσοι τὸ πράττουν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων, γιατὶ ὄχι μόνο δὲν διαπράττουν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα[8].
3. Κακὴ ἡ ὑπακοὴ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους
Πέρασαν ἤδη δύο χρόνια ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 2017. Μᾶς ἔδιωξαν ἀπὸ τοὺς ναούς μας, μᾶς ξεσπίτωσαν καὶ μᾶς ξεβόλεψαν, γιατὶ δὲν κάναμε ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους, στοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἐμεῖς ἀπαντοῦμε ὅτι κάνουμε ὑπακοὴ στὸν Χριστό, στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες, στοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ποὺ δὲν προσβάλλουν τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, μνημονεύουμε «πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», γιατὶ γνωρίζουμε ἀπὸ πάμπολλες γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώσαμε σὲ βιβλίο ποὺ γράψαμε τὸ 2006, πρὶν ἀπὸ δεκετρία χρόνια, ὅτι ὑπάρχει «Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή»[9]. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος συνιστᾶ ἕνα πρᾶγμα: Νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους· «ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους»[10]. Καυχᾶται, γιατὶ ἀγωνιζόμενος καὶ αὐτὸς γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, βρέθηκε νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς συκοφαντουμένους καὶ διωκομένους, στούς «ἀπεχθανομένους». Δικαιολογεῖ τὴν καύχησή του λέγοντας ὅτι εἶναι καλύτερος ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[11]. Ὁ ὁμόψυχος, ὁμόφρων καὶ πρωτοστάτης στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Πίστη, μεγάλος Καππαδόκης ἐπίσης Θεολόγος Μ. Βασίλειος στὴν γνωστὴ ἀπάντησή του στὸν Ἀρειανὸ αἱρετικὸ ἔπαρχο Μόδεστο, ποὺ ἀπόρησε, γιατὶ δὲν συνάντησε ἄλλο ἐπίσκοπο ποὺ νὰ τοῦ μίλησε μὲ τέτοια παρρησία, τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἴσως δὲν συνάντησε ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, διότι, ἂν συναντοῦσε, ἔπρεπε ἀγωνιζόμενος γιὰ τόσο ὑψηλὰ θέματα νὰ τοῦ ἀπαντήσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ συμπλήρωσε ὅτι ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα θέματα οἱ τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἐπιεικεῖς, εἰρηνικοὶ καὶ ταπεινοί· δὲν ὑψώνουμε φωνὴ ὄχι μόνο σὲ κρατικοὺς ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ στὸν πιὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ὅπου ὅμως κινδυνεύει ὁ Θεός, κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, περιφρονοῦμε ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ μόνον βλέπουμε· «Οὗ δὲ Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον τ᾽ ἄλλα περιφρονοῦντες πρὸς Αὐτὸν μόνον βλέπομεν»[12]. Καὶ ὁ ἄλλος τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποὺ κατασυκοφαντήθηκε, καταδικάσθηκε, ἐξορίσθηκε ἀπὸ ἀναξίους συνεπισκόπους του καὶ πέθανε τελικῶς στὴν ἐξορία, γράφει πρὸς τὴν διακόνισα Ὀλυμπιάδα ὅτι δὲν φοβᾶται κανένα, ὅπως φοβᾶται τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων· «Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[13]. Ὁ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[14], λέγει ὅτι δὲν εἶναι πάντοτε καλὴ ἡ ὁμόνοια, γιατὶ καὶ οἱ ληστὲς ὁμονοοῦν. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια νὰ συνυπάρχουν μὲ τὴν εὐσέβεια· ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ εὐσέβεια, δικαιολογεῖται ὁ πόλεμος καὶ ἡ διάσταση· «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ἐπεὶ καὶ λησταὶ συμφωνοῦσιν...Αὐτὸς μὲν γὰρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τὸν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται»[15].
Καυχώμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς γιατὶ περάσαμε ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ἔργα, γιατὶ διαπιστώσαμε ὅτι κινδυνεύει ἡ πίστη μας, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, «Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον», γιατὶ διαχωρίσαμε τὴν θέση μας ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους καὶ δείξαμε μὲ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσής τους ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτούς, ὅτι ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε καλό, ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς αἱρέσεως εἶναι προτιμότερος ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἀπὸ τὸ βόλεμα καὶ τὴν καλοπέραση, γιατὶ αὐτὰ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
Καυχώμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς γιατὶ περάσαμε ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ἔργα, γιατὶ διαπιστώσαμε ὅτι κινδυνεύει ἡ πίστη μας, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, «Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον», γιατὶ διαχωρίσαμε τὴν θέση μας ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους καὶ δείξαμε μὲ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσής τους ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτούς, ὅτι ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε καλό, ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς αἱρέσεως εἶναι προτιμότερος ὁ πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἀπὸ τὸ βόλεμα καὶ τὴν καλοπέραση, γιατὶ αὐτὰ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
4. Παραμένουμε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ποιοὶ εἶναι ἐκτός. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐσᾶς, τὰ πνευματικά μας παιδιά, τοὺς μαθητάς μας καὶ ὅσους ἄλλους μᾶς ἀκολουθοῦν, γιατὶ ξεπεράσατε τὶς ἐπιφυλάξεις, τὶς συκοφαντίες, τὶς φοβίες πὼς δῆθεν, ἂν μᾶς ἀκολουθήσετε, θὰ βγῆτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τὴν ἀπειλὴ πὼς θὰ εἴσθε ἀποσυνάγωγοι. Αὐτὸν τὸν φόβο δὲν εἶχαν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ συμπαρασταθοῦν στὸν υἱό τους, ἀρνήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶχαν ἀποφασίσει οἱ τότε ἀρχιερεῖς καὶ οἱ τότε νομικοὶ καὶ θεολόγοι, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι «ἐὰν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστὸν ἀποσυνάγωγος γένηται»[16]; Διάδοχοι ἐκείνου τοῦ παρανόμου συνεδρίου εἶναι οἱ σημερινοὶ ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι, ποὺ διέστρεψαν μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἔχουν ἀποφασίσει νὰ διώκουν, καὶ διώκουν, ὅσους ὁμολογοῦμε τὴν ἀληθινὴ Πίστη.
Δὲν φοβόμαστε ὅμως, γιατὶ ξέρομε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐπήνεσε οὔτε πῆγε νὰ βρεῖ τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ ἀπειλοῦσαν μὲ τὸ "ἀποσυνάγωγοι", μὲ τὸ σημερινὸ "ἐκτὸς Ἐκκλησίας", οὔτε τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ποὺ φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ πῆγε καὶ βρῆκε τὸν τυφλὸ ποὺ ἀνέβλεψε ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ὑπάρχουν ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη· ὅσοι εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μὲ τὴν αἵρεση εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐκφράζει αὐτὸ ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τὴν προηγούμενη Πατερικὴ Παράδοση, ἰδιαίτερα τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπαξίως καὶ ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τοὺς Μονοθελῆτες καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τοὺς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ ἀκολουθήσει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικὰ μὲ τὰ πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικὰ ἀκολουθώντας τὸν δικό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας ξένο δρόμο θὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπὸ ὅτι στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες στὴν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴν Ἀποτείχιση. Τὶ τοὺς ἀπάντησε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα καὶ ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶπε δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως[17].
Ἑπτακόσια χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου πρὸς τὸν γνωστὸ Βαρλααμίτη καὶ λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔγραψε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν πατριάρχη καὶ κατέκρινε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα στὴν ἐκκλησία του, ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καὶ λέγει: Ποιὸς κλῆρος, ποιὰ γνήσια σχέση πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους τῆς αἱρέσεως, πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[18] καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτὰ ποὺ στηρίζεται ἡ ἀλήθεια; Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία· «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται ποιμένες καὶ ἀρχιεποιμένες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[19]. Ἕνας ἀποτειχισμένος, διωκόμενος ἱερομόναχος, δὲν διστάζει νὰ θέσει ἐκτὸς ἐκκλησίας δύο πατριάρχες, τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ποὺ ἐξετόξευαν ἐναντίον του τοῦ κόσμου τὶς κατηγορίες, ὅπως καὶ τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας, καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν αἵρεση, εἶστε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, ποὺ διώκετε, εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. >>
Δὲν φοβόμαστε ὅμως, γιατὶ ξέρομε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐπήνεσε οὔτε πῆγε νὰ βρεῖ τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ ἀπειλοῦσαν μὲ τὸ "ἀποσυνάγωγοι", μὲ τὸ σημερινὸ "ἐκτὸς Ἐκκλησίας", οὔτε τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ποὺ φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ πῆγε καὶ βρῆκε τὸν τυφλὸ ποὺ ἀνέβλεψε ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ὑπάρχουν ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη· ὅσοι εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μὲ τὴν αἵρεση εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐκφράζει αὐτὸ ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τὴν προηγούμενη Πατερικὴ Παράδοση, ἰδιαίτερα τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπαξίως καὶ ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τοὺς Μονοθελῆτες καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τοὺς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ ἀκολουθήσει τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικὰ μὲ τὰ πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικὰ ἀκολουθώντας τὸν δικό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας ξένο δρόμο θὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπὸ ὅτι στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης. Ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες στὴν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴν Ἀποτείχιση. Τὶ τοὺς ἀπάντησε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα καὶ ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶπε δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως[17].
Ἑπτακόσια χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου πρὸς τὸν γνωστὸ Βαρλααμίτη καὶ λατινόφρονα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔγραψε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν πατριάρχη καὶ κατέκρινε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα στὴν ἐκκλησία του, ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καὶ λέγει: Ποιὸς κλῆρος, ποιὰ γνήσια σχέση πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους τῆς αἱρέσεως, πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[18] καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτὰ ποὺ στηρίζεται ἡ ἀλήθεια; Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία· «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται ποιμένες καὶ ἀρχιεποιμένες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[19]. Ἕνας ἀποτειχισμένος, διωκόμενος ἱερομόναχος, δὲν διστάζει νὰ θέσει ἐκτὸς ἐκκλησίας δύο πατριάρχες, τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ποὺ ἐξετόξευαν ἐναντίον του τοῦ κόσμου τὶς κατηγορίες, ὅπως καὶ τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας, καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν αἵρεση, εἶστε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, ποὺ διώκετε, εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἴμαστε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. >>
Comments
Post a Comment