Η Δ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΕΙΣ ΚΡΗΤΗΝ (14.9.1937)
Δευτέρα, 25 Ιανουαρίου 2010
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. ΚΡΗΤΗΣ
ΚΑΙ Η Δ’ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (14.9.1937)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Τό κείμενο αὐτό δημοσιεύθηκε ἀρχικά σάν β’ μέρος τῆς ἐργασίας «Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος καί ἡ Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ, προπύργιο τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γ.Ο.Χ. Κρήτης», ἡ ὁποία ἐκδόθηκε αὐτοτελῶς τό 2000, στή σειρά τῶν ἐκδόσεων τοῦ Περιοδικοῦ «Ὀρθόδοξος Πνοή» (τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς). Στή συνέχεια καταχωρεῖται βελτιωμένο.
Ἡ κατάσταση στήν Κρήτη μετά τό Σχίσμα τοῦ 1924
Γιά τόν Ἀγῶνα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν) γενικῶς, κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ἐπιβολῆς τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (γιά τήν προώθηση τῶν σχεδίων τῆς θρησκευτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή τοῦ διαχριστιανικοῦ καί τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ), ἔχουν γραφεῖ πολλά καί ἀπό πολλές πλευρές. Γιά τόν Ἀγῶνα ὅμως τῶν Γ.Ο.Χ. Κρήτης ἔχουν γραφεῖ ἐλάχιστα, κυρίως ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Καλλιόπιο Γιαννακουλόπουλο στό περιοδικό του «Τά Πάτρια». Στή συνέχεια δημοσιεύουμε κάποια ἱστορικά στοιχεῖα, ἄγνωστα στό εὑρύ κοινό, ὅπως αὐτά προκύπτουν ἀπό τά ἀρχεῖα τῶν Περιοδικῶν «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων» καί «Τά Πάτρια», βελτιωμένα μέ πληροφορίες πού ἔλαβα ἀπό Ὀρθοδόξους γέροντες καί γερόντισσες τῆς Κρήτης, κατά τήν περίοδο 1982 – 1988, ὅταν ὑπηρετοῦσα σάν Γραμματεύς καί Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης.
Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι τῆς Κρήτης (ἡ ὁποία ἐκκλησιαστικά ὑπάγεται στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ὡς ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία), ἀμέσως μετά τήν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (1924), διέκοψαν – κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες - τό μνημόσυνο τῶν καινοτόμων Ἀρχιερέων (Πατριάρχη ΚΠόλεως, Μητροπολίτη Κρήτης καί τοπικῶν Ἐπισκόπων) καί ἀναζήτησαν προστασία καί ποιμαντική κάλυψη, κάτω ἀπό τήν πνευματική καί διοικητική δικαιοδοσία τῆς πλησιέστερης Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκείνη τῆς Ἑλλάδος (ὅπως ἀντίστοιχα καί οἱ Γ.Ο.Χ. τῆς Κύπρου).
Εἶναι ἄξιο σημειώσεως, ὅτι οὐσιαστική ἀντίδραση κατά τῆς καινοτομίας δέν ὑπῆρξε σέ καμμία Ἐπισκοπή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, πλήν ἐκείνης τῆς Γορτύνης καί Ἀρκαδίας (νότιο τμῆμα τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου). Καί ὁ λόγος εἶναι ἕνας καί μοναδικός: Φωτιζόμενοι ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ Ὅσιοι Παρθένιος (+ 1905) καί Εὐμένιος (+ 1920) τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, εἶχαν προετοιμάσει τήν ἀδελφότητα τῆς μονῆς, ἀλλά καί ἐκείνους τούς κληρικούς καί λαϊκούς πού εἶχαν πνευματική ἐξάρτηση ἀπό αὐτήν, γιά τήν ἐπερχόμενη ἀλλαγή.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ζηλωτής τῶν πατρώων παραδόσεων μακαριστός Ἱερεύς π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό χωριό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (+ 1962), πού ὑπῆρξε μαθητής τῶν Ὁσίων Γερόντων, πῆρε «εἰδικές ὁδηγίες» γιά τό θέμα αὐτό. Τό ἔτος 1889 ἐπισκέφθηκε τό χωριό του ὁ ὅσ. Παρθένιος, γιά νά μάθει τόν μικρό Ἐμμανουήλ (αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ π. Κωνσταντίνου), νά φροντίζει μελίσσια. Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν μικρό:
«Μανωλάκι, παιδί μου, νά σοῦ πῶ μία παραγγελιά;»
«Νά μοῦ πεῖς, Γέροντα, νά μοῦ πεῖς», ἀποκρίθηκε ὁ μικρός.
«Μία αἵρεσις, παιδί μου, θά ἔλθει στήν Ἐκκλησία μας καί δέν θά εἶναι ἀρεστή στό Θεό. Καί σύ πού θἆσαι τότε Ἱερέας νά μήν τήν δεχθεῖς. Νά μήν τήν δεχθεῖς, παιδί μου».
«Ὄχι, Γέροντα – εἶπε ὁ μετέπειτα ἀγωνιστής κληρικός – δέν θά τήν δεχθῶ, στό ὑπόσχομαι». Καί μέ τόν παιδικό του ἐνθουσιασμό πρόσθεσε: «Καί νά μέ κρεμάσουν ἀκόμα δέν θά τήν δεχθῶ»!
Ἔπειτα ρώτησε τόν Ὅσ. Παρθένιο: «Πότε θά γίνει αὐτό Γέροντα;»
«Μά, ἀπό σήμερα, παιδί μου, ἡ πρώτη πού θά φέρει ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία, αὐτή θά εἶναι».
Τό 1924 ὁ Ἐμμανουήλ ἦταν Ἱερεύς μέ τό ὄνομα Κωνσταντίνος, ἐφημέριος στό χωριό του. Ἦρθε ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, υἱοθετήθηκε ἡ Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου γιά τήν προώθησή της καί ἦρθε ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία καί διχάσθηκε ὁ ἁπλός λαός. Ὁ παπά - Κωστῆς ὅμως, ὁ πάμπτωχος μέ τά ἑπτά παιδιά, κράτησε τήν ὑπόσχεσή του πρός τόν ὅσ. Παρθένιο καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, παρά τίς δελεαστικές προτάσεις, ἀλλά καί τούς διωγμούς, ἀπό τούς ἐπιχώριους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. (Βλ. σχετικά Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 102 – 106).
Κατά τήν περίοδο 1924 – 1935, κατά τήν ὁποία ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐστερεῖτο Ἐπισκόπων, σύμφωνα μέ ἀσφαλεῖς πληροφορίες παλαιῶν ἀγωνιστῶν, ἀρκετοί Ζηλωτές Ἁγιορείτες πατέρες εἶχαν κατέβει στήν Κρήτη, γιά τήν ὑποβοήθηση τοῦ ἔργου τῶν ἀγωνιζομένων Κρητῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Κληρικῶν, τῶν Ἱερέων Κωνσταντίνου Σπυριδάκη καί Δημητρίου Βεργετάκη. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Κρητικῆς καταγωγῆς Ἱερομόναχος Ματθαῖος Καρπαθάκης (ἀπό τήν Πανέθυμο Κισσάμου), ἀπό τούς ἱδρυτές τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἱδρυτής τῶν μεγάλων καί ἱστορικῶν Μονῶν Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας (1927, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 400 μοναχές!) καί Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ (1934, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 170 μοναχοί!), μέ τόν ὁποῖο οἱ Κρῆτες Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι συνδέθηκαν στενά.
Γιά τήν περίοδο ἐκείνη τῶν διωγμῶν, μοναδική παρηγοριά τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης ἦσαν «οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές τῆς Κερατέας» πού ἐπισκέπτονταν τήν Μεγαλόνησο μέ ἀφορμή τήν «ζητεία», τήν συλλογή - δηλαδή – ἐλεημοσύνης σέ λάδι, ἀπαραίτητου ἀγαθοῦ γιά τήν συντήρηση τῶν πολυπληθῶν ἀδελφοτήτων καί τῶν προσκυνητῶν. Οἱ μοναχοί αὐτοί (λ.χ. ὁ μακαριστός γ. Ἀναστάσιος ἀπό τόν ἅγ. Γεώργιο Φθιώτιδος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τήν διωκτική μανία τοῦ Ἐπισκόπου Ν.Ε. Κυδωνίας Ἀγαθαγγέλου Ξηρουχάκη) καί οἱ μοναχές, ἐργάσθηκαν σάν πραγματική ἱεραπόστολοι καί πνευματικοί καθοδηγητές μεταξύ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης, διαδίδοντας τά ἀγωνιστικά περιοδικά τοῦ ἐπ. Ματθαίου (τόν «Κήρυκα Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων» καί τόν «Πολύτιμο Θησαυρό Μετανοίας») καί τίς πνευματικές ἐκδόσεις του (τόν «Μεγάλο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» κ.ἄ.), τό κομποσχοῖνι, τό Τετραευάγγελο καί τό Προσευχητάριο.
Ἡ πνευματική αὐτή ἐπιρροή τῶν Μονῶν τοῦ ἐπ. Ματθαίου, εἶχε σάν συνέπεια πολλοί Κρῆτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, νά ἐνταχθοῦν σ’ αὐτές. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ὁ Γεώργιος Κωστάκης ἀπό τά Μεσκλᾶ Χανίων (ἔπειτα Ἐπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Μελέτιος, + 1966) καί ὁ Ἐμμανουήλ Σηφάκης ἀπό τήν Ἁγία Βαρβάρα Ἡρακλείου (ἔπειτα Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Κρήτης Εὐμένιος, + 1981), ἡ μοναχή Συγκλητική Καρπαθάκη (δασκάλα ἀπό τήν Πανέθυμο Κισσάμου, κατά σάρκα ἀνηψιά τοῦ ἐπ. Ματθαίου) κ.ἄ.
Τό 1935, ὅταν «οἰκονομίᾳ Θεοῦ» συγκροτήθηκε ἡ πρώτη Ἱερά Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τόν Μητροπ. Δημητριάδος Γερμανό (Μαυρομάτη, + 1941) καί ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Βρεσθένης, οἱ ἀγωνιζόμενοι στήν Κρήτη Ἱερεῖς π. Κωνσταντῖνος καί π. Δημήτριος ὑπήχθηκαν στή δικαιοδοσία του. Ἔκτοτε πολλοί Ἱερομόναχοι καί μοναχοί τῆς Μονῆς ἐπισκέφθηκαν τήν Κρήτη γιά λόγους ἱεραποστολικούς.
Ἀκόμη, τό 1935 προσχώρησε στή Γνησία Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἱερεύς π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά Καπετανιανά Μονοφατσίου.
Ἀγωνιστές Κληρικοί – Ὁ διωγμός τῶν Ὀρθοδόξων
Στήν Κρήτη, ὅσοι πιστοί δέν ἀκολούθησαν τήν Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀντιμετωπίσθηκαν μέ ἐξαιρετικά σφοδρούς καί ἀπεινεῖς διωγμούς. Οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς προσπάθησαν νά καλύψουν τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ χρήση βίας καί ἀστυνομικά μέτρα. «Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί – τόνισε ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἀνδρέας, στήν προσφώνησή του κατά τόν Ἑορτασμό τῆς 50ετηρίδος ἀπό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (1937 – 1987), τήν 14η Σεπτεβρίου 1987, στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου – διώκονται, ὑβρίζονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, συκοφαντοῦνται καί ὅμως ἀγωνίζονται. Κατηγοροῦνται ὡς ταραχοποιοί, ὡς ὑπονομευτές τοῦ καθεστώτος, ὡς πλανεμένοι, ὡς αἱρετικοί. Καί ὅμως συνεχίζουν τόν ἀγῶνα των καί τόν κλιμακώνουν. Ἀγρυπνοῦν καί προσεύχονται «ἐν σπηλαίοις καί ὄρεσι καί ἐν ταῖς ὁπαῖς τῆς γῆς» (Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 296 - 297).
Τό ἴδιο ἔτος 1987 καί κατά τήν ἴδια ἐκδήλωση, κατά τήν ὁμιλία μου εἶχα τονίσει τά ἐξῆς χαρακτηριστικά, σχετικά μέ τούς διωγμούς τῶν Ὀρθοδόξων, μετά ἀπό ἀναφορά σέ περιστατικά τῶν διωγμῶν:
«Ἀπόψε δέν γράφουμε Ἱστορία. Τήν Ἱστορία τήν ἔγραψαν οἱ ἀγωνισθέντες γιά τήν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐμεῖς ἁπλῶς ἀνθολογοῦε ἀπό τήν Ἱστορία καί παρουσιάζουμε σελίδες ἀγῶνος καί πράξεις διπλῆς σημασίας, ἡρωϊσμοῦ γιά τούς διωκομένους καί ντροπῆς γιά τούς διώκτες. Διώχθηκαν, ὄχι μόνο κληρικοί, ἀλλά καί λαϊκοί. Ὑπάρχει ἀδελφός ἀπό τήν Μαθιᾶ Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος μηνύθηκε καί ὁδηγήθηκε στό δικαστήριο, διότι «ἔψαλλε τούς Χαιρετισμούς κάθε ἡμέρα»!!! καί διότι στό σπίτι του «ἔκαιγε τόσο θυμίαμα, ὥστε κινδύνευαν νά ἀποβάλλουν οἱ ἐγκυμονοῦσες τοῦ χωριοῦ»!!! (Ἀντ. Μάρκου, «Ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ…», Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 265 - 266).
Ἄν καί δέν ἔδρασε σωματικά στήν Κρήτη, πρῶτο μνημονεύουμε τόν Κρητικῆς καταγωγῆς Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καί Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ματθαῖο Α’ (+ 1950) (μία τῶν μεγαλυτέρων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν τοῦ 20ου αἰ. ἀσκητή στήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα, ἀπό τούς πλέον γνωστούς Ἁγιορείτες Πνευματικούς, ἱδρυτικό μέλος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, κτίτορα Μονῶν καί Μοναστικό Πατέρα, στυλοβάτη τῆς Ὀρθοδοξίας, θαυματουργό πρό καί μετά θάνατον, Μυροβλύτη καί Ἰαματικό, Νέο Ὁμολογητή καί Ἅγιο), ἀφ’ ἑνός μέν διότι κατά τήν περίοδο ἀπό τό 1935 (ἔτος ἀναδείξεώς του σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης) μέχρι τό 1950 (ἔτος κοιμήσεώς του), ἐμνημονεύετο στήν Κρήτη ἀπό τούς ἐκεῖ ἀγωνιζομένους τρεῖς Ἱερεῖς, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι μέ τούς Ἱερομονάχους, Μοναχούς καί Μοναχές τῶν μονῶν του, ἄσκησε σημαντική πνευματική ἐπιρροή στούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Μεγαλονήσου.
Ὁ ἐπ. Ματθαῖος γεννήθηκε στήν Πενέθυμο Κισσάμου Κρήτης τήν 1η Μαρτίου 1861 καί ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Χαραλάμπους Καρπαθάκη καί τῆς Πρεσβυτέρας Κυριακῆς. Δέκατο τέκνο τῆς εὐσεβοῦς Ἱερατικῆς οἰκογενείας, κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Γεώργιος.
Προερχόταν ἀπό κατά παράδοση Ἱερατική οἰκογένεια (ὁ πατέρας του ἦταν ὁ 68ος γνωστός κληρικός τῆς οἰκογενείας του, ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του 69ος καί ὁ ἴδιος 70ος !. Ἤδη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐκδήλωσε ζωηρό τό ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική ζωή. Ἔστι, ὅταν σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ἡ Πρεσβυτέρα μητέρα του καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἱερωθεῖ), κάμφηκαν μπροστά στήν ἐπιμονή του καί τόν ὁδήγησαν στήν Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς Χανίων.
Ὡς φιλομαθής ὅπου ἦταν, μαζί μέ τήν διακονία πού τοῦ ἀνατέθηκε, παρακολούθησε καί τό σχολείο τῆς Μονῆς καί ἡ καθημερινή του τέρψη καί ἐνασχόληση ἦταν ἡ μελέτη τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν βίων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι γέννησαν στήν ψυχή του τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἀλλά καί τοῦ μαρτυρίου ὑπέρ Χριστοῦ!
Ὁ τότε Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, βλέποντας τό ἦθος καί τόν ζῆλο τοῦ νεαροῦ δοκίμου, θέλησε νά τόν πάρει κοντά του, γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του καί νά προετοιμαστεῖ γιά τήν Ἱερωσύνη. Ὅμως, τό 1876 ο νεαρός Γεώργιος ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου (ὅπου ἤκμαζε μεγάλη Κρητική κοινότητα), γιά νά παρακολουθήσει Γυμνασιακές σπουδές, ἀφοῦ στήν Τουρκοκρατούμενη Κρήτη δέν ὑπῆρχε Γυμνάσιο. Ἐκεῖ φοίτησε στό Ἑλληνικό Γυμνάσιο, ἐργαζόμενος παράλληλα καί σ’ ἕνα φαρμακεῖο.
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του στό Ἑλληνικό Γυμνάσιο Ἀλεξανδρείας πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, προστατευόμενος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τόν ἐκτίμησε ἰδιαίτερα. Στή σχολή φοίτησε ἐπί πενταετία καί εἶχε συσπουδαστές τούς μετέπειτα Οἰκουμενιστές καί καινοτόμους Μελέτιο Μεταξάκη καί Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Παράλληλα ἀσχολήθηκε μέ τήν ἁγιογραφία.
Ἀπό τήν Σχολή ἀποφοίτησε τό 1885 καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νικόδημο. Γιά ἕνα ἔτος ἐφημέρευσε στόν Πανάγιο Τάφο καί γεύθηκε τήν γλυκύτητα τῆς ἡσυχίας καί τῆς μονώσεως στό Ὄρος Σινᾶ (ὅπου κατέλειπε μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου) καί στήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης.
Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχίας, τήν 30η Ἀπριλίου 1886 ἀνεχώρησε μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο καί αὐστηρό Γέροντα Νεκτάριο, στήν Σκήτη τῆς ἁγ. Ἄννης. Ὁ μακάριος αὐτός Γέροντας, ἐκτιμήσας τούς κόπους καί τήν ἄθληση τοῦ νεαροῦ δοκίμου, ἀλλά καί τίς συστάσεις τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου, τόν ἔκηρε Μεγαλόσχημο Μοναχό μέ τό ὄνομα Ματθαῖος, τήν 26η Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους 1886. Ἔκτοτε ὁ Μεγαλόσχημος Ἱεροδιάκονος Ματθαῖος ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στήν ἀσκητική ζωή.
Τήν 26η Ἰουλίου 1893 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στήν Ἱερά Μονή ὁσ. Γρηγορίου καί στή συνέχεια καί ἐπί πολλά χρόνια κατεστάθη Πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί τῶν ἐξαρτημάτων της στήν Ἀθωνιτική ἔρημο.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1910 ἐξορίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἐπειδή ἄσκησε ἔλεγχο σέ ἕνα ἀτόπημα τῶν Ἀνακτόρων, τόν γάμο δηλαδή τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν Γερμανίδα Πριγκίπισσα Σοφία, χωρίς προηγουμένως νά βαπτιστεῖ κατά τά προβλεπόμενα τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατά τήν περίοδο αὐτή, μέ ὁρμητήριο τήν Ἱερά Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς (Ἁγία Μονή) Πρόνοιας Ναυπλίου, περιώδευε ἱεραποστολικῶς τήν Πελοπόννησο, κηρύττων τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογῶν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Τήν ἴδια περίοδο γνωρίστηκε μέ τόν τότε Διευθυντή τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἅγ. Νεκτάριο Μητροπ. Πεντα-πόλεως, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη. Οἱ δύο ἄνδρες συνδέθηκαν ἔκτοτε μέ πνευματική φιλία, μεταξύ τους δέ ὑπῆρξε καί ἀλληλογραφία. Μάλιστα ὁ ἅγ. Νεκτάριος, ἐκτιμήσας τόν χαρακτῆρα του, τόν χειροθέτησε Ἀρχιμανδρίτη καί τοῦ χάρισε ἕνα ἐπιγονάτιό του (σήμερα φυλάσσεται στό Δεσποτικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας).
Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης αὐτῆς ἐξορίας του, τό 1911 καί γιά 14 μῆνες, ἐπισκέφθηκε καί πάλι τά Πανάγια Προσκυνήματα τῆς Παλαιστίνης. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του ἐγκαταστάθηκε στήν ἱστορική Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα, τῆς ὁποῖας μελέτησε τό Τυπικό, τό ὁποῖο ἀργότερα καθιέρωσε στίς μονές του.
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέστρεψε τό 1912 καί ἐγκαταβίωσε σέ κελλί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας (12η Σεπτεμβρίου), ὅπου πρόσθεσε ἄσκηση ἐπί τῆς ἀσκήσεως, προσευχή ἐπί τῆς προσευχῆς, νηστεία ἐπί τῆς νηστείας καί ἀσκλητικούς ἀγώνες ἐπί τῶν ἀγώνων καί κατέστη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Γιά τήν ἀρετή του τό 1916 ψηφίσθηκε Προϊστάμενος τοῦ Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταλαμπάδευσε τό πνευματικό ἰδεῶδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Ἀθήνα. Ὁ πύρινος ζῆλος του καί ὁ χαρισματικός λόγος του σαγήνευσαν ψυχές καί τίς ὁδήγησαν στόν Χριστό. Οἱ ἀγρυπνίες στό μετόχι ἔμειναν ἱστορικές. Τότε δημιουργήθηκε γύρω του μία μικρή συνοδεία εὐλαβῶν νεανίδων, οἱ ὁποίες ἀργότερα ἀποτέλεσαν τόν πυρήνα τῆς Ἱ.Μ. Παναγίας Κερατέας (1927).
Εὑρισκόμενος στήν Ἀθήνα κατά τήν περίοδο τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, ἀναμίχθηκε «ὡς μή ὄφειλε» στή διένεξη, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξοριστεῖ τό 1922 στήν Ἱερά Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης, τήν ὁποία καί πάλι χρησιμοποίησε σάν κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του στήν Πελοπόννησο. Τότε συνδέθηκε καί μέ τήν Ἱερά Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ καί γοητευμένος ἀπό τήν ὀμορφιά καί ἱστορικότητα τοῦ χώρου, θέλησε νά ἱδρύσει ἐκεῖ μονή, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία (τήν μονή του ἵδρυσε ἀργότερα, τό 1927, στήν Κερατέα Ἀττικῆς).
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέστρεψε τό 1923 καί ἐγκαταβίωσε στό ἐρημητικό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ, στήν περιοχή τῆς Βίγλας, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησή του μαζί μέ μικρή συνοδεία ἀδελφῶν. Κατά τήν περίοδο αὐτή συνήθιζε νά καταφεύγει γιά περισσότερη ἡσυχία καί μόνωση σέ ἕνα σπήλαιο, ὅπου προσηύχετο δεμένος μέ ἁλυσίδα ἀπό ἕνα δοκάρι πού εἶχε τοποθετήσει στήν ὀροφή, σέ μία προσπάθεια νά ὑπερνικήσει τήν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου! Στό σπήλαιο αὐτό ἀγωνιζόμενος ἔγινε δέκτης πολλῶν ὑπεφυῶν ἀποκαλύψεων καί Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν, ἐλεήθηκε δέ μέ τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα.
Ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἔφυγε ὁριστικά τό 1926, μετά τήν ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (1924), γιά νά στηρίξει τούς ἀγωνιζομένους πιστούς στήν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν πνευματική ζωή. Ὅμως τό Ἅγιο Ὄρος - ὅπως καί ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα Κρήτη καί οἱ Ἅγιοι Τόποι - εἶχε σημαδέψει γιά πάντα τήν ψυχή του, ἔτσι καί σάν Ἱερομόναχος - Ἀρχιμανδρίτης, ἀλλά καί σάν Ἐπίσκοπος, ὑπέγραφε πάντα σάν «Κρής Ἁγιορείτης Προσκυνητής».
Τό 1927 ἵδρυσε στήν Κερατέα Ἀττικῆς τήν γυναικεία Ἱ. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, πρός τιμήν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονή αὐτή ἔμελλε νά ἐξελιχθεῖ σέ πνευματικό καί διοικητικό (κατά τις πρώτες δεκαετίες) κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἀδελφότητα ἔφθασε τίς 400 μοναχές! Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ἡ πρώτη κατακόμβη τῆς μετά τό 1924 ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τό ἱστορικό καί κατανυκτικό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ, στό ὁποῖο στή συνέχεια πραγματοποιήθηκαν πολλές Ἐπικσοπικές χειροτονίες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Στήν Ἱερά Μονή Παναγίας καί στό Παρεκκλήσιο τῆς ἁγ. Μαρίνης, πραγματοποιήθηκαν τό 1935 οἱ πρῶτες Ἐπισκοπικές χειροτονίες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., ἀπό τούς Μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανό, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο καί Ζακύνθου Χρυσόστομο. Τότε, μεταξύ τῶν τεσσάρων νεοχειροτονηθέντων Ἐπισκόπων, χειροτονήθηκε καί ὁ ἀρχιμ. Ματθαῖος σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης.
Τό 1934 ἵδρυσε τήν ἀνδρική Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἀναδειχθεῖ πνευματικό Πανεπιστήμιο καί φυτώριο Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.
Ἀρχικά (πρίν τό 1935) βοηθούμενος ἀπό τόν ἀγωνιστή καί ζηλωτή κληρικό Ἰωακείμ Μπουρελάκη ἀπό τήν Ἄρτα καί στή συνέχεια ἀπό κληρικούς πού χειροτόνησε ὁ ἴδιος ἤ προσχώρησαν στήν Γνησία Ὀρθοδοξία ἐμπνεόμενοι ἀπό τό παράδειγμά του καί τόν ὁμολογιακό του λόγο, διεξήγαγε ἕναν πολυμέτωπο ἀγῶνα σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα μέ σκοπό τήν διάδοση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας, στή διαμόρφωση καί διατύπωση τῆς ὁποίας εἶχε καί ὁ ἴδιος συντελέσει τά μέγιστα.
Συνεργαζόμενος μέ τούς κατά τόπους ὑπευθύνους τῶν ἐνοριῶν καί τῶν παραρτημάτων καί βοηθούμενος ἀπό τούς πιστούς Ὀρθοδόξους, ἵδρυσε περί τούς 35 Ἱερούς Ναούς, ἐνῶ ἐνθάρρυνε καί τήν ἵδρυση Μονῶν (λ.χ. τῶν Μονῶν ἁγ. Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων τοῦ Γέροντος Μωϋσέως Τρυπητινία καί τῆς Μονῆς ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας τοῦ ἀρχιμ. Μηνᾶ Βρεττοῦ).
Ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου γιά τήν ἐξέλιξη τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπῆρξε μοναδικός, κυρίως μετά τήν κατά τό 1937 ἔκπτωση ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας τοῦ 1935 τῶν τριῶν ἐπιστρεψάντων ἀπό τῆς καινοτομίας Ἀρχιερέων, ἀλλά καί δύο ἀπό τούς νεοχειροτονηθέντες (τῶν Διαυλείας Πολυκάρπου καί Μεγαρίδος Χριστοφόρου), ἀλλά καί τήν ἐπίσης ἔκπτωση τό 1942 τοῦ μέχρι τότε συνεργάτη του Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ.
Τό ἱστορικό ἔτος 1948, «γέρων καί εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου του, διά νά μή παρακωλυθῆ τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἔλλειψιν Ἐπισκόπων, ὅπως ἐπεδίωκον καί ὁ Νεοημερολογητισμός καί οἱ Φλωρινικοί», «ψήφῳ Κλήρου καί λαοῦ», προέβη μόνος, καθ’ ὑπέρβασιν τοῦ σχετικοῦ Κανόνος, στήν χειροτονία Ἐπισκόπου (τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος γιά τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Κύπρου) καί στή συνέχεια μέ τήν σύμπραξή του στήν χειροτονία ἄλλων τριῶν (τῶν Πατρῶν Ἀνδρέου, Θεσσαλονίκης Δημητρίου καί Κορινθίας Καλλίστου), ἀνασυγκροτήσας τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. τήν Ὁποία εἶχε διαλύσει τό Σχίσμα τοῦ 1937.
Ἡ χειροτονία Ἐπισκόπων τό 1948 ἦταν μία πράξη ὕψιστης εὐθύνης καί ἀπόλυτης συνέπειας τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου πρός τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ὁμολογία - Ἐκκλησιολογία καί ἐκ τῶν ὑστέρων κρινομένη μέ κριτήρια αὐστηρῶς ἱστορικῆς ἀντικειμενικότητος πράξη ἀπολύτως ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη γιά τήν ἱστορική συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.
Τό 1949 ὁ Ἐπίσκοπος Ματθαῖος ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὁ πρῶτος μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924. Τό ἴδιο ἔτος 1949 ἀναθεμάτισε Συνοδικῶς τήν Μασονία.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 14η Μαΐου 1950, πλήρης ἡμερῶν καί ἔργων, σέ ἡλικία 89 ἐτῶν, στό ἱστορικό μετόχι τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου 71 στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐνοσηλεύετο λόγῳ ἡλικίας καί γήρατος. Τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά. Πρίν παραδώσει τήν μακαρία του ψυχή στόν Νυμφίο του Χριστό, φάνηκε νά τελεῖ ἐπί τοῦ στήθους του τήν Θεία Λειτουργία καί νά κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!!! Στή συνέχεια καί ἀφοῦ τελείωσε τό κομποσχοίνι του, τό παρέδωσε στήν παρευρισκομένη Καθηγουμένη τῆς Μονῆς Παναγίας Γερόντισσα Μαριάμ καί ἐξέπνευσε.
Τό τίμιο Λείψανό του, καθαγιασμένο ἀπό τούς ἀσκητικούς ἀγώνες, τά δάκρυα καί τήν κακοπάθεια (μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του φοροῦσε κατάσαρκα γιά νά ὑποπιάζει τό σῶμα του ἕνα τρίχινο σάκκο καί τίς ἁλυσίδες πού χρησιμοποιοῦσε στό Ἅγιο Ὄρος!), ἐκτέθηκε σέ τριήμερο προσκήνυμα στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς Παναγίας, ὅπου παρά τήν ζέστη παρέμεινε ἀνέπαφο, εὔκαμπτο καί εὐχάριστο στήν ὄψη. Μάλιστα τότε τελέστηκε Ἁγιασμός καί τό νερό εὐλογήθηκε μέ τό χέρι τοῦ τριημέρου κεκοιμημένου Ἀρχιερέως! (Ὁ Ἁγιασμός αὐτός σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἄσηπτος μετά ἀπό 60 χρόνια! καί θαυματουργός).
Τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τῆς κοιμήσεώς του παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ μυροβλυσία τοῦ τιμίου του Λειψάνου. Θρόμβοι ἰδρώτα ἐμφανίστηκαν στό πρόσωπο καί τούς κροτάφους του! ἐνῶ τό ὑγρό αὐτό γέμισε καί τά παπούτσια του! (Παρόμοιο περιστατικό μαρτυρεπιται στόν Βίο τῆς ὁσ. Ἑλένης τοῦ Καυκάσου). Τό ὑγρό αὐτό θαυματούργησε καί συνεχίζει νά θαυματουργεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἔγκυρη καί ἀναμφισβήτητη μαρτυρία αὐτοπτῶν μαρτύρων.
Τῆς κηδείας του προέστη ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, συνευχομένων τῶν Σεβ. Ἐπισκόπων Πατρῶν Ἀνδρέου καί Θεσσα-λονίκης Δημητρίου, δεκάδων Κληρικῶν καί μοναχῶν καί κυριολεκτικῶς χιλιάδων πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Τόν ἐπικήδειο λόγο ἐκφώνησε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος.
Ἐνταφιάστηκε στό κέντρο τοῦ Παρθενῶνος τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα ὁ τάφος του. Μετά τήν ἀνακομιδή του τά Λείψανά του κατατέθηκαν σέ λάρνακα καί φυλάσσονται στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς, δεχόμενα ἐκεῖ τήν προσκύνηση τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν.
Ὑπάρχουν σοβαρές καί ἀξιόπιστες μαρτυρίες γιά μετά θάνατον ἐμφανίσεις του (μέ τίς ὁποίες κυρίως ὁδήγησε καλοπροαίρετες ψυχές στή Γνησία Ἐκκλησία), ἀλλά καί γιά «διά πρεσβειῶν του» θεραπείες ἀσθενῶν.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δέχεται τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ματθαῖο ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή καί ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή τόν τιμᾶ, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἤδη ἐνῶ ἦταν στή ζωή, ὁ ἅγιος βίος του, τά ἁγιοπνευματικά του χαρίσματα, οἱ προφητικές του ρήσεις καί τά σημεῖα πού οἰκονομοῦσε δι’ εὐχῶν του ὁ Θεός, τοῦ προσέδωσαν τήν ἐπωνυμία τοῦ Ἁγίου Πατρός.
Μετά θάνατον φιλοτεχνήθηκαν εἰκόνες του, φιλοπονήθηκε εἰδική Ἀκολουθία, ἡ μνήμη του ἐτιμᾶτο πανηγυρικῶς στή Μονή Παναγίας, τά Λείψανά του ἐκτίθενται σέ προσκύνηση καί λιτανεύονται κατά τίς πανηγύρεις καί ναοί ἀφιερώθηκαν στήν μνήμη του καί ἐγκαινιάσθηκαν πρός τιμήν του.
Τήν 25η Νοεμβρίου 2009, ἡ ὑπό τόν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκο Ἱερά Πανορθόδοξος Σύνοδος τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - στήν Ὁποία ἐκπροσωποῦνται πέντε τοπικές Ἐκκλησίες (Ἀλεξανδρείας, Κύπρου, Ρωσίας, Ἑλλάδος καί Ρουμανίας) - συνεδρευόντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Βράντσεα (Ρουμανίας) κ. Γεροντίου (ἐκπροσώπου καί τοῦ Σεβ. Ἐπισκόπου Μπακάου κ. Κασσιανοῦ), Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου, προέβη στήν διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ο αἰ. ἤτοι (χρονολογικῶς) τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου (+ 1948) τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ματθαίου (+ 1950), καί τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, τοῦ Ρουμάνου (+ 1960).
Ἡ Ἱερά Σύνοδος διαπιστώσασα τήν ὁμολογουμένη ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τούς ποιμένες καί τούς ποιμενομένους, ἁγιότητα τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων, ἁγιότητα «μαρτυρουμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ διά σημείων, θαυμάτων, ἀκόμη καί ἀφθαρσίας Λειψάνου» (τοῦ ἁγ. Ἰωάννου) καί ὁμολογουμένη «ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος», διακήρυξε καί ἐπισήμως τήν ἁγιότητά τους καί ἀποφάσισε τήν ἀναγραφή τους στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, τήν 27η Νοεμβρίου 2009, κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱ. Ναοῦ Παναγίας Παραμυθίας (τοῦ ὁμωνύμου Ἡσυχαστηρίου Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς), παρόντων καί συμμετεχόντων τεσσάρων Συνοδικῶν Ἀρχιερέων (τῶν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου, Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου), ἡ Ἁγία Τράπεζα καθαγιάσθηκε καί «ἐπ’ ὀνομάτι καί εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ο αἰ., Ματθαίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου καί Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, τοῦ Ρουμάνου».
Ὁ πρῶτος Κρητικός Κληρικός πού δέν δέχθηκε τήν καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἦταν ὁ Ἱερεύς π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό χωριό Ἀσῆμι Μονοφατσίου. Γιά τήν σχετική προφητεία τοῦ ὁσ. Παρθενίου τοῦ Κουδουμᾶ καί τόν διωγμό του ἀπό τόν καινοτόμο Ἐπίσκοπο Γορτύνης Βασίλειο ἔγινε λόγος προηγουμένως. Στή συνέχεια ἀναφέρουμε χαρακτηριστικό ἐπεισόδιο:
Κάλεσε κάποτε ὁ ἐπ. Βασίλειος τήν Πρεσβυτέρα τοῦ π. Κωνσταντίνου Ἑλένη (ἤδη μακαριστή Εὐλογία Μοναχή) καί τῆς εἶπε:
«Παπαδιά, πές τοῦ παπᾶ - Κωστῆ νά γυρίσει μέ τό νέο καί θά τοῦ δώσω τριάντα χιλιάρικα»!
«Θεοφιλέστατε – τοῦ ἀπάντησε ἡ Πρεσβυτέρα – δέν θά τοῦ πῶ τίποτε. Ἄν ἦταν τριάντα ἕνα ἤ εἴκοσι ἐννέα τά χιλιάρικα, ἴσως τό τοῦ ἔλεγα. Τώρα ὅμως τά τριάντα θά τοῦ θυμίσουν τά τριάκοντα ἀργύρια τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα»! (Ἀντ. Μάρκου αὐτ., σελ. 265).
Ὁ μακαριστός παπᾶ - Κωστῆς φύλαξε στήν ἁγνή ψυχή του σάν πολύτιμη παρακαταθήκη τίς πνευματικές κατευθύνσεις τοῦ ὁσ. Παρθενίου τοῦ Κουδουμᾶ, πού ἀφοροῦσαν τόσο τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως (τήν Ὀρθοδοξία τοῦ δόγματος), ὅσο καί τήν ἀκρίβεια τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς (τήν ὀρθοπραξια πού ἀναδεικνύει τόν Χριστιανό). Διώχθηκε γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί γιά τοῦτο μνημονεύεται σάν Ὁμολογητής. Στίς ἀσθενικές του πλάτες λύγισαν τά πύρινα βέλη τοῦ πονηροῦ καί τῶν ὀργάνων του, τῶν καινοτόμων Ἐπισκόπων Γορτύνης Βασίλειου Μαρκάκη (ἀρχικά) καί Εὐγενίου Ψαλιδάκη (στή συνέχεια). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1962 καί κατέλειπε μνήμη ἀγαθή.
Ἄλλος κληρικός πού δέν δέχθηκε τήν καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἦταν ὁ Ἱερεύς π. Δημήτριος Βεργετάκης ἀπό τόν Κρουσσῶνα Ἡρακλείου. Ἤδη κληρικός ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰ., σύχναζε στή Μονή Κουδουμᾶ καί ἱεροπρακτοῦσε ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν Ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου. Ἔτσι δέχθηκε τήν εὐεργετική ἐπιρροή τῆς πνευματικῆς προσωπικότητας τῶν Ὁσίων Γερόντων καί τοῦ ἡσυχαστικοῦ περιβάλλοντος τῆς μονῆς.
Στήν Πρεσβυτέρα τοῦ π. Δημητρίου ἀναφέρεται θαῦμα τοῦ ὁσ. Παρθενίου, ὁ ὁποῖος θεράπευσε ὄγκο πού εἶχε παρουσιαστεῖ στό λαιμό της. Ὅταν ὁ Ὅσιος τήν εὐλόγησε τῆς εἶπε: «Ἡ Παναγία θά σέ γιατρέψει, ἀλλά νά μήν μαλώνεις τόν παπά πού ἔρχεται ἐδῶ». Ἀποκάλυψε ἔτσι καί τόν κρυφό γογγυσμό της γιά τίς συχνές ἀποδημίες τοῦ συζύγου της στή Μονή καί ταυτόχρονα τήν θεράπευσε.
Ὁ π. Δημήτριος (μαζί μέ τόν π. Χαράλαμπο Σταματάκη), ἦσαν οἱ λειτουργοί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς 13ης πρός 14η Σεπτμεβρίου 1937, στό Ὄρος Κόφινας, κατά τήν ὁποία παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό τό μεγάλο θαῦμα τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ ἀγρυπνία αὐτή εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος). Σύμφωνα μέ δημοσίευμα τοῦ ἐν λόγῳ περιοδικοῦ, ἡ Γερόντισσα Κορνηλία Γωνιωτάκη, Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἁγ. Εἰρήνης Κρουσσῶνος Ἡρακλείου, πνευματικό τέκνο τοῦ π. Δημητρίου, διηγήθηκε τά ἐξῆς:
«Ὁ παπᾶ - Δημήτρης μᾶς διηγήθηκε πῶς βρέθηκε ὡς λειτουργός, τό ἀξέχαστο ἐκεῖνο βράδυ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου 1937. Σέ μία σπηλιά κοντά στή Μονή Κουδουμᾶ, ἀσκήτευε ἕνας μεγάλος, ἀλλά ἄγνωστος τούς πολλούς ἀσκητής. Ἐκεῖνος εἰδοποίησε τόν παπᾶ - Δημήτρη νά παρευρεθῆ στόν Κόφινα, κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» (Περιοδικό «Τά Πάτρια», τ. 6ος, σελ. 99).
Ὁ π. Δημήτριος ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς ἁγ. Εἰρήνης Κρουσσῶνος Ἡρακλείου (σήμερα ὑπαγομένης στήν Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης Ν.Ε.). Κοιμήθηκε εἰρηνικά κατά τήν δεκαετία τοῦ ’60.
Τό 1935 προσχώρησε στή Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὁ Ἱερεύς π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά Καπετανιανά Μονοφατσίου. Στήν παιδική του ἡλικία εἶχε προσωπική γνωριμία μέ τούς Ὁσίους Παρθένιο καί Εὐμένιο, ἀφοῦ τό χωριό του εἶναι στήν περιφέρεια τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ. Ἡ γνωριμία του αὐτή στάλαξε στήν ψυχή του τό παραδοσιακό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καί σημάδεψε τήν ἱερατική του πορεία.
Ὑπῆρξε συλλειτουργός τοῦ π. Δημητρίου Βεργετάκη κατά τήν ἀγρυπνία τῆς 13ης πρός 14η Σεπτεμβρίου 1937, κατά τήν ὁποία ἐμφανίσθηκε στόν Κρητικό οὐρανό ὁ Τίμιος Σταυρός, γιά τέταρτη φορά στήν Χριστιανική Ἱστορία. Ὅταν ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος Μαρκάκης, θορυβημένος ἀπό τό γεγονός, τόν κάλεσε γιά νά δώσει ἐξηγήσεις, ὁ ἐνάρετος Ἱερεύς τόν ἐνημέρωσε ταπεινά, ἀλλά ὁ Ἐπίσκοπος ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τόν θυμό του.
«Ὥστε βλέπεις καί ὁράματα παπᾶ Χαραλάμπη; - τόν ρώτησε - καί γιατί δέν βλέπω κι ἐγώ πού εἶμαι καί Δεσπότης;»
Τότε ὁ π. Χαράλαμπος κούνησε τό κεφάλι του καί ἔφυγε.
Ὁ π. Χαράλαμπος ὑπῆρξε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του στόχος τῆς διωκτικῆς μανίας τοῦ καινοτόμου Ἐπισκόπου Γορτύνης καί ἔπειτα Μητροπολίτου Κρήτης Εὐγενίου Ψαλιδάκη. Μεταξύ ἄλλων κάποτε συνελήφθη μέ διαταγή τοῦ Μητροπολίτη καί ἐκτοπίσθηκε σέ νεοημερολογητική μονή, ὅπου μέ ἐντολή τοῦ Εὐγενίου τρέφοταν καθημερινά μέ…χαρούπια καί νερό, γιά διάστημα δύο ἐτῶν!!!
Πρός τό τέλος τῆς μαρτυρικῆς ζωῆς του, ἔγκλειστος σέ ἕνα φτωχικό σπιτάκι στά δυτικά τείχη τοῦ Ἡρακλείου, δέχοταν τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων καί βοηθοῦσε τόν λαό μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς του. Ἀκόμη θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι Χριστιανές μητέρες πού πρῶτα πήγαιναν τό ἄρρωστο παιδί τους στόν παπᾶ - Χαράλαμπο γιά νά τό σταυρώσει καί μετά στό γιατρό! Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1972.
Ὁ τέταρτος τῶν Κρητῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Κληρικῶν εἶναι ὁ Ἱερομόναχος καί ἔπειτα Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Κρήτης Εὐμένιος.
«Ὁ μακαριστός Ἀρχιερεύς Εὐμένιος - ἔγραψε τό 2000 ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκος, στόν πρόλογο τῆς ἐκδόσεως γιά τούς Ὁσίους Παρθένιο καί Εὐμένιο καί τήν Μονή Κουδουμᾶ - κατά κόσμον Ἐμμανουήλ Σηφάκης, ἐγεννήθη τό ἔτος 1909 εἰς Ἁγίαν Βαρβάραν Ἡρακλείου Κρήτης. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Γεώργιος καί Χρυσοῦλα τό ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» κατά τό Γραφικόν. Μετά τό πέρας τῶν Γυμνασιακῶν του σπουδῶν, ἠσχολήθη μέ τό ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ. Ἀπό τά νεανικά του χρόνια ὑπῆρξε ζηλωτής τῶν πατρίων παραδόσεων, ἔτσι δέν ἐδέχθη τόν Νεοημερολογιτισμόν καί παρέμεινα πιστός μετά τῆς οἰκογενείας του εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν.
Τό 1946 ἠσπάσθη τόν μοναχικόν βίον, κοινοβιάσας εἰς τήν ἱστορικήν Μονήν Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς (μέ ἀδελφότητα, τότε, 150 μοναχῶν), ὑπό τήν πνευματικήν καθοδήγησιν τοῦ Κρητός Ἐπισκόπου Βρεσθένης καί εἶτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Ματθαίου Α’ (+ 1950). Τόν Ὀκτώβριον τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθη Διάκονος καί Πρεσβύτερος ὑπό τοῦ Γεροντός του Ἐπισκόπου Ματθαίου καί ἀνέλαβεν ἐφημεριακήν ὑπηρεσίαν εἰς τήν γενέτειράν του Κρήτην. Ἔκτοτε καί μέχρις τῆς ἀναδείξεώς του εἰς Ἐπίσκοπον, τό 1973, ὑπῆρξε ὁ Ἱεραπόστολος, ὁ Ἱερεύς, ὁ Πνευματικός, ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶχε γίνει κατ’ ἐπανάληψιν δέκτης τῆς ἐπιθυμίας – ψήφου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Κρήτης, διά τήν ἀνάδειξιν τοῦ Ἱερομονάχου Εὐμενίου εἰς Ἐπίσκοπον. Ἡ πάγκοινη αὐτή ἐπιθυμία ὑλοποιήθηκε τό ἔτος 1973. Ἡ ἐκλογή τόν εὗρε αὐτοεξόριστον, λόγῳ τῶν διωγμῶν, ἐφημέριον τοῦ Ἱ. Ν. ἁγ. Κων/νου καί Ἑλένης Καπαρελλίου Θηβῶν. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τήν 4ην Φεβρουαρίου 1973, εἰς τήν μονήν τῆς μετανοίας του καί εἰς τό Παρεκκλήσιον τῶν Ὁσίων 99 Πατέρων Κρήτης, ὑπό τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἀνδρέου.
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Σεβ. Εὐμένιος, παρά τήν κακήν του ὑγείαν καί τήν ἡλικίαν του, ἠργάσθη μέ αὐταπάρνησιν, ἀξιοποιῶντας τήν σχετικήν ἐλευθερίαν τήν ὁποίαν ἀπελάμβανον οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι τῆς Κρήτης, μετά τόν θάνατον τοῦ διώκτου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας νεοημ. Ἀρχιεπισκόπου Εὐγενίου Ψαλιδάκη. Μέ πολλάς θυσίας ἀνήγειρε τόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου, τόν ὁποῖον ἐγκαινίασε τό 1980. (Ὁ ναός αὐτός ἦταν ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος ναός ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε εἰς τήν Κρήτην μετά τό Νεοημερολογιτικόν Σχίσμα τοῦ 1924. Ἀκόμη, ἐκείνη ἡ λαμπρά τελετή τῶν ἐγκαινίων, με τήν συμμετοχήν τριῶν Ἀρχιερέων καί πεντάδος κληρικῶν, ἦτο ἡ πρώτη μεγάλη δημόσια ἐκκλησιαστική ἐκδήλωσις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, κατά τήν περίοδον τῶν 56 – τότε - ἐτῶν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ).
Ηὐτύχησε ἀκόμη νά ἴδει κληρικόν τό πνευματικόν του τέκνον Κων. Σελληνιωτάκην (Ἱερομόναχον Καλλίνικον, ὁ ὁποῖος τόν ἐστήριξε εἰς τό γῆρας καί τήν ἀσθένειάν του) καί τήν ἀνέγερσιν καί λειτουργίαν καί ἄλλων ναῶν (Τριῶν Ἱεραρχῶν - ἁγ. Νεκταρίου Μεγάλης Βρύσης, Ἁγίων Πάντων Ἄνω Ζαροῦ, ἁγ. Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου Κάτω Ζαροῦ, κ.ἄ.).
Ἐκοιμήθη τήν 2α Δεκεμβρίου 1981, μετά ἀπό πολύμηνον ἀσθένειαν – τήν ὁποίαν ὑπέμεινεν μέ μεγάλην ὑπομονήν καί καρτερίαν – καί ἐκηδεύθη εἰς τήν γενέτειράν του Ἁγίαν Βαρβάραν Ἡρακλείου, προεξάρχοντος τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Ἀνδρέου (ὁ ὁποῖος καί ἐξεφώνησε τόν ἐπικήδειον λόγον), συμπαραστατουμένου ὑπό δυάδος Ἀρχιερέων καί πεντάδος κληρικῶν, ἐν μέσῳ τοῦ ἀπορφανισμένου ποιμνίου του.
Ὁ γράφων εἶχον τήν εὐλογίαν τῆς συμμετοχῆς εἰς τήν κηδείαν του, ὡς λαϊκός Θεολόγος συνοδεύων τόν Μακαριώτατον».
Ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Εὐμένιος ὡς λαϊκός γνώρισε κατά τά παιδικά του χρόνια τόν ὅσ. Εὐμένιο καί τούς λοιπούς πατέρες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, οἱ ὁποῖοι ὀργάνωναν ἀγρυπνίες στό ἱστορικό προσκύνημα τῆς Παναγίας τῆς Ἁλμυρῆς, στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Δέκα.
Ὁ φιλομόναχος Ἐμμανουήλ ἀρχικά σκέφθηκε νά μονάσει στή Μονή Κουδουμᾶ, ἀλλά ἡ μονή διαλύθηκε τό 1945 ἀπό τόν νέο Ἐπίσκοπο Γορτύνης καί ἔπειτα Μητροπολίτη Κρήτης Εὐγένιο Ψαλιδάκη. Ἔτσι τό 1946 ἐντάχθηκε (ὅπως προαναφέρθηκε) στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, ὑπό τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο.
Ὁ π. Εὐμένιος γιά τόν ζῆλο του ὑπέρ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καί τήν προθυμία του στήν ἐξυπηρέτηση τῶν διωκομένων πιστῶν διώχθηκε μέ πολλή μανία ἀπό τούς καινοτόμους Ἀρχιερεῖς καί ἰδίως τόν Μητροπολίτη Κρήτης Εὐγένιο Ψαλιδάκη, ἀπό τό 1949 πού διορίσθηκε ἐφημέριος στήν Κρήτη, μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60, ὁπότε ἀναγκάστηκε νά αὐτοεξοριστεῖ στήν ἡπειρωτική Ἑλλάδα. Μεταξύ ἄλλων:
Στή γενέτειρά του Ἁγία Βαρβάρα ἔκτισε μέ πολλούς κόπους τόν Ἱ. Ν. τῶν Ἁγίων Πάντων, τόν ὁποῖο ὅμως κατέλαβε μέ τήν βία ὁ Μητροπ. Εὐγένιος καί τόν ἐγκαινίασε μέ τήν προστασία τῶν… πολυβόλων τῆς Χωροφυλακῆς!
Σύρθηκε στά Δικαστήρια 11 φορές, μέ τήν κατηγορία τῆς «ἀντιποιήσεως ἀρχῆς»!
Φυλακίσθηκε καί ἔμεινε 8 χρόνια περιορισμένος σωματικά στήν κατοικία του!
Τήν Μεγάλη Παρασκευή τοῦ 1956, τόν συνέλαβαν στόν Ἱ. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων Ρεθύμνου, μέ ἐντολή τοῦ καινοτόμου Ἐπισκόπου Ἀθανασίου, μαζί μέ τό «τεκμήριο» τοῦ «ἐγκλήματός» του, τόν Ἐπιτάφιο!!! Τελικά, τόν μέν π. Εὐμένιο ἔκλεισαν στό κρατητήριο, τόν δέ Ἐπιτάφιο φύλαξαν στό Ἀστυνομικό Τμῆμα καί τελικά τόν κατέστρεψαν!!! (ὅπως καταθέτει μεταξύ ἄλλων μαρτύρων καί ἡ κ. Εὐαγγελία Τσανιδάκη ἀπό τόν Κάτω Πόρο Ρεθύμνης).
Ὁ π. Εὐμένιος ἱερουργοῦσε κυρίως στό προσκύνημα τῆς Παναγίας τῆς Ἁλμυρῆς, ἀρκετές φορές ὅμως καί σέ διάφορα ἐξωκκλήσια, γιά τήν καλύτερη ἐξυπηρέτηση τῶν Ὀρθοδόξων. Κάποτε στήν περιοχή τοῦ Ρεθύμνου, μέ τόν Ἱ. Ναό τῶν ἁγ. Ἀναργύρων σφραγισμένο, ἡγήθηκε μιᾶς κοπιαστικῆς πορείας 300 περίπου πιστῶν (μεταξύ αὐτῶν γερόντων, γυναικῶν καί παιδιῶν), πρός τήν κορυφή τοῦ Ψηλορείτη (ὑψόμετρο 2. 456 μ.), ὅπου ἀρχαῖο ἐκκλησίδιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιά νά λειτουργήσει ἐκεῖ. Ἐνῶ ὁ Ὄρθρος εἶχε ἀρχίσει, κατέφθασαν κληρικοί ἀπό τήν Μονή Ἀρκαδίου καί τοῦ ζήτησαν νά γύγει, διότι «τέτοιες ἐντολές εἶχαν ἀπό τόν Δεσπότη» (τόν Ρεθύμνης Ν.Ε. Ἀθανάσιο). Ὁ π. Εὐμένιος μέ δάκρυα τούς ζήτησε νά τόν ἀφήσουν νά λειτουργήσει γιά νά κοινωνήσουν οἱ Χριστιανοί καί μετά νά τούς ἀκολουθήσει στό Ρέθυμνο γιά νά συλληφθεῖ, ἀλλά ἐκεῖνοι ἐπέμεναν νά φύγει. Ταλαιπωρημένος ὁ ἡρωϊκός Ἱερομόναχος ξεκίνησε μέ τούς πιστούς γιά τήν Ἁλμυρή, ὅμως στό χωριό Κουροῦτες ἔπεσε ἀπό τήν κούραση καί κάποιοι χωρικοί φιλοτιμήθηκαν καί ἐξοικονόμησαν ἕνα ζῶο. Οἱ πιστοί, τελικά, κοινώνησαν στό προσκύνημα τῆς Ἁλμυρῆς, νηστικοί καί ταλαιπωρημένοι μετά ἀπό πορεία ἑνός ἡμερονυκτίου!
Ὅταν ἦταν δυνατόν νά τελεσθεῖ κάπου Θεία Λειτουργία, οἱ πιστοί ἀξιοποιοῦσαν τήν εὐκαιρία γιά νά τελέσουν Μυστήρια Γάμου καί Βαπτίσεως. Κάποτε στήν Ἁλμυρή, κατά τήν διάρκεια μιᾶς ὁλονυκτίας ἔγιναν οἱ βαπτίσεις 26 παιδιῶν! Ἄλλοτε, στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Δέκα, σέ πρωϊνή Λειτουργία, οἱ ἄρτοι «διαβάστηκαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, διότι οἱ Χριστιανοί εἶχαν φέρει… 1. 500 ἀρτοκλασίες»!
Ἀκόμη καί μετά τό τέλος τῶν διωγμῶν, ὁ μακαριστός Ἱεράρχης λειτουργοῦσε κρυφά, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», σέ ἀπομακρυσμένα ἐξωκκλήσια. Λ.χ. στήν περιοχή τῶν Χανίων χρησιμοποιοῦσε τό ἰδιωτικό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Γεωργίου στά Περιβόλια. (Ἐκεῖ, σέ μία νυκτερινή Λειτουργία, κατά τήν νηστεία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1976, ἱερουργοῦντος τοῦ μακαριστοῦ Ἱερέως π. Εὐαγγέλου Μανώλη, ἔλαβε ὁ γράφων τήν εὐλογία «τοῦ κηρύττειν τόν θεῖον λόγον» ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Εὐμένιο καί ἐξεφώνησε τό πρῶτο του κήρυγμα, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν καί ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στίς τάξεις τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας).
Ἄλλος κληρικός, Κρητικῆς καταγωγῆς πού δέν ἔδρασε ὅμως στήν Κρήτη, ἦταν ὁ Μητροπ. Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Μελέτιος (+ 1966). Κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Κωστάκης, γεννήθηκε τό 1914 στά Μεσκλᾶ Χανίων, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Δημήτριο καί τήν Εὐγενία. Τά ἐγκύκλια γράμματα παρακολούθησε στή γενέτειρά του. Τό 1941, κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σέ ἡλικία 27 ἐτῶν, ἐγκατέλειψε τήν οἰκογένειά του καί ἀσπάστηκε τόν μοναχικό βίο. Ἀφιερώθηκε στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς, ὑπό τόν συμπατριώτη του Ἐπίσκοπο Βρεσθένης ἅγ. Ματθαῖο Α’ (+ 1950).
Ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος, διαγνώσας τά προσόντα καί τίς ἀρετές τοῦ Κωνσταντίνου, τόν προώθησε συντομώτατα σέ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς Ἱερωσύνης. Ἔτσι τήν 5. 5. 1941 χειροθετήθηκε Ρασοφόρος μέ τό ὄνομα Μελέτιος, τήν 3. 11. 1941 χειροτονήθηκε Διάκονος, τήν 20. 11. 1941 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί τήν 15. 11. 1944 χειροθετήθηκε Μεγαλόσχημος Μοναχός.
Ὑπηρέτησε σέ πολλές ἐνορίες τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Τό 1952, κατά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ψηφίστηκε Ἐπίσκοπος γιά τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος. Χειροτονήθηκε τήν 17. 6. 1952 ἀπό τόν τότε Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Μητροπ. Θεσσαλονίκης Δημήτριο καί τούς Ἀρχιερεῖς Πατρῶν Ἀνδρέα, Τρίκκης Βησσαρίωνα καί Θηβῶν Ἰωάννη.
Ποίμανε τήν ἐπαρχία του μέ ἕδρα τόν ἱστορικό ναό τοῦ ἁγ. Εὐαγγ. Ματθαίου Μάνδρας. Ὅμως ἡ ὑγεία του λόγῳ τῶν κόπων καί τῶν μόχθων εἶχε καμφθεῖ καί ἔτσι κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 4η Ἀπριλίου 1966, σέ ἡλικία μόλις 52 ἐτῶν, μετά ἀπό νοσηλεία σέ κλινική τοῦ Πειραιῶς. Ἡ κηδεία του τελέστηκε τήν 6. 4. 1966 στήν Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας, προεξάρχοντος τοῦ Μητροπ. Πατρῶν Ἀνδρέου, συμπαραστατουμένου ὑπό τῶν Σεβ. Ἀρχιερέων Θεσσαλονίκης Δημητρίου, Κορινθίας Καλλίστου καί Τρίκκης Βησσαρίωνος καί 27 Ἱερέων καί Διακόνων. Τόν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος. Ἐνταφιάστηκε στό Κοιμητήριο τῶν Ἀρχιερέων, παρά τό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μοδέστου.
Ἀκόμη, πνευματικό ἀνάστημα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ὑπῆρξε καί ὁ σύγχρονος Ὅσιος Γεννάδιος τῶν Ἀκουμίων (+ 1983), μία χαριτωμένη καί ἁγιασμένη μορφή, συνδεδεμένη καί αὐτή μέ τούς Ὁσίους Γέροντες τοῦ Κουδουμᾶ. Πρόκειται γιά ἕνα πολύτιμο πνευματικό κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἁγίασε καί ἀναδείχθηκε στά ὅρια τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Γιά ἕνα νεοφανῆ Ὅσιο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διακόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς προοράσεως, τῆς διοράσεως καί τῆς προφητείας καί τό ἐμπράγματο κήρυγμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς.
Κατά κόσμον Ἰωάννης Τζεκάκης, γεννήθηκε τό 1887 στό χωριό Ἀκτοῦντα, τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης. Οἱ γονεῖς του Ἐμμανουήλ καί Αἰκατερίνη ἦσαν πτωχοί γεωργοί, εὐσεβεῖς Χριστιανοί χωρικοί, ὑπερπολύτεκνοι μέ ὀκτώ παιδιά. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε μέ συντρόφους τήν στέρηση, τήν φτώχεια καί τήν σκληρή ἐργασία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τόν προετοίμασε γιά τήν μελλοντική του ἀσκητική ζωή, τῆς θεληματικῆς ἐκκοπῆς τῶν ματαίων γηϊνων ἀπολαύσεων.
Ἡ φτώχεια δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά μάθει γράμματα, μόλις πού τέλειωσε τήν Β’ τάξη τοῦ τότε Δημοτικοῦ Σχολείου καί πῆγε «φαμέγιος» (ὑπηρέτης) σέ μία Χριστιανική οἰκογένεια στόν Πρινέ Ρεθύμνης, ὅπου ἔβοσκε πρόβατα. Ἀπό ἐκεῖ ἀναχώρησε γιά τό μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ, σέ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν!
Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος δέχθηκαν τόν νεαρό Ἰωάννη μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἀνέθεσαν στήν πνευματική του καλλιέργεια στόν Γέροντα Βασίλειο. Ἡ πρώτη του διακονία στό μοναστήρι ἦταν νά βόσκει πρόβατα. Στό μεταξύ ὁ Γέροντά του κοιμήθηκε (πιθανῶς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1902) καί τόν ἀνέλαβε προσωπικά ὁ ὅσ. Παρθένιος, ὁ ὁποῖος μετά τήν προβλεπόμενη διαδικασία τόν χειροθέτησε Μεγαλόσχημο Μοναχό.
Στήν κοινοβιακή ζωή ὁ μοναχός πλέον Γεννάδιος, ἀσκήθηκε κυρίως στήν ἀρετή τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς. Ἀργότερα ἀνέλαβε τήν διακονία τοῦ μαγείρου καί μέσα ἀπό αὐτήν διοχέτευε στούς ἀδελφούς τήν φλογερή ἀγάπη τῆς ἁγνῆς του καί ἁπλοϊκῆς καρδιᾶς.
Στό μοναστήρι ὁ ὅσ. Γεννάδιος μέ τόν ἀγῶνα του ἔφθασε σέ ὕψος ἀρετῆς καί ἁγιότητος καί ὁ Θεός παραχώρησε ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα, γιά νά κάνει γνωστή τήν ἀρετή τοῦ δούλου Του. Ἔπλευσε στή θάλασσα πάνω στό ράσο του! ἄλλος ὅσ. Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης καί ὅσ. Λαυρέντιος τῆς Μ. Φανερωμένης Σαλαμίνος.
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἀναγκάστηκε νά ἀποχωρήσει ἀπό τήν Μονή Κουδουμᾶ περίπου τό 1918, μέ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ὁσ. Εὐμενίου, μετά ἀπό κοινοβιακή ζωή 17 περίπου ἐτῶν. Ὁ λόγος τῆς ἀποχωρήσεως ἦταν ἡ βλάβη τῆ ὑγείας του ἀπό τό κλῖμα τῆς περιοχῆς, ἴσως ὅμως καί ὁ φθόνος κάποιων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἄντεχαν τήν ἐλεγκτική γιά τήν δική τους ἀμέλεια ὁσιακή του ζωή. Ἔκτοτε ἐγκαταστάθηκε στό ἐξωκκλήσιο τῆς ἁγ. Ἄννης, στήν περιφέρεια τοῦ χωριοῦ Ἀκούμια, στή νότια πλευρά τοῦ ν. Ρεθύμνης καί ἔμεινε ἀγωνιζόμενος ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά, μαρτυροῦνται θαύματα καί σημεῖα πρό καί μετά θάνατον καί στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἅγιος καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος. (Σημείωσις: Γιά τόν ὅσ. Γεννάδιο τῶν Ἀκουμίων βλ. τό σχετικό ὁμότιτλο ἡμέτερο πόνημα).
Γιά τήν ἱστορία σημειώνουμε, ὅτι τό 1979 ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἀνδρέας χειροτόνησε τόν Ἱερομ. Καλλίνικο Σελληνιωτάκη ἀπό τήν Μεγάλη Βρύση Ἡρακλείου καί τό 1987 τόν Ἱερέα Ζαχαρία Τσικριτσάκη ἀπό τόν Ζαρό Ἡρακλείου. Καί οἱ δύο κληρικοί ἦσαν ζηλωτές τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καί βιαστές στά πνευματικά. Μέ κόπους ἔκτισαν ναούς (ὁ Ἱερομ. Καλλίνικος τόν Ἱ. Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν - ἁγ. Νεκταρίου στή Μεγ. Βρύση καί ὁ Ἱερεύς Ζαχαρίας τόν Ἱ. Ν. ἁγ. Νικολάου στά Καπαριανά Μοιρῶν). Ἦσαν ὅμως ἁπλοί καί ὀλιγογράμματοι. Ἔτσι ἐνεπλάκησαν τό 1995 στό πραξηκόπημα τῶν 5 πρ. Μητροπολιτῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀνδρέου καί τῆς κανονικῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί συμμετεῖχαν στό σχίσμα πού δημιουργήθηκε, κατάσταση στήν ὁποία ὁ μέν Ἱερομ. Καλλίνικος ἀπεβίωσε, ὁ δέ Ἱερεύς Ζαχαρίας συνεχίζει νά δραστηριοποιεῖται.
Ἀκόμη, μεταξύ τῶν Κληρικῶν πού κατά καιρούς ἐξυπηρέτησαν τούς πιστούς στήν Κρήτη ἦταν καί ὁ μακαριστός Ἱερομόναχος Ἰγνάτιος Μπέτσης (+ 1971). Ἐξυπηρέτησε τούς πιστούς τῆς Κρήτης κατά τήν δεκαετία τοῦ ‘60 ὡς Ἱεραπόστολος - Ἱερεύς, ἀφοῦ δέν εἶχε ποτέ μόνιμη ἐνορία. Ἐπιζῶντες πιστοί θυμοῦνται μέ ἰδαίτερη συγκίνηση τόν ἀσκητικό κληρικό, ὡς διακριτικό πνευματικό καί κατανυκτικώτατο λειτουργό. Ἕνας λόγιος, ζηλωτής καί ἀσκητής στόν κόσμο κληρικός, κατέλειπε ἀγαθή μνήμη καί στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας κατέχει θέση Ἁγίου. Τά μετά θάνατον σημεῖα του πιστοποιοῦν «ἁγιότητα μαρτυρουμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14. 9. 1937)
Ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό τῆς Ἱστορίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἦταν ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στό Ὄρος Κόφινας τῆς νοτίου Κρήτης, κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας τό βράδυ τῆς 13ης πρός 14η Σεπτεμβρίου 1937 (κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο).
Τό 1937, δεκατρία χρόνια μετά τήν ἐπιβολή τῆς καινοτομίας, οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι τῆς περιοχῆς Μεσαρᾶς διώκονται ἀπεινῶς ἀπό τόν καινοτόμο Ἐπίσκοπο Γορτύνης Βασίλειο Μαρκάκη. Οἱ τρεῖς Ἱερεῖς πού μνημονεύθηκαν προηγουμένως (π. Κων/νος Σπυριδάκης ἀπό τό Ἀσῆμι, π. Δημ. Βεργετάκης ἀπό τόν Κρουσσῶνα καί π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά Καπετανιανά), κάτω ἀπό τήν πνευματική δικαιοδοσία καί προστασία τοῦ Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου, προσπαθοῦν νά καλύψουν τίς πνευματικές, λειτουργικές καί μυστη-ριακές ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἱερουργῶντας κρυφά καί νύκτα σέ διάφορα ἐξωκκλήσια.
Γιά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἀποφάσισαν νά γίνει ἀγρυπνία στά ὅρια τῆς μονῆς τους, στό ἐξωκκλήσιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού βρίσκεται στήν κορυφή τοῦ Κόφινα, σέ ὑψόμετρο 1. 231 μέτρων! Ὅμως, στήν ἀδελφότητα δέν ὑπάρχουν πλέον Ἱερομόναχοι καί ἔτσι καλεῖται ὁ Ἱερεύς π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά γειτονικά Καπετανιανά.
Μία σημαντική λεπτομέρεια σχετικά μέ τήν παρουσία στήν ἀγρυπνία τοῦ Ἱερέως π. Δημητρίου Βεργετάκη ἀπό τόν Κρουσσῶνα, προκύπτει ἀπό δημοσίευμα τοῦ Περιοδικοῦ «Τά Πάτρια» (τ. 6ος , σελ. 99). Σύμφωνα μέ τό δημοσίευμα αὐτό, ἡ Γερόντισσα Κορνηλία Γωνιωτάκη (Ἡγουμένη τῆς Μονῆς ἁγ. Εἰρήνης Κρουσσῶνος, πνευματικό τέκνο τοῦ π. Δημητρίου), διηγήθηκε τά ἐξῆς:
«Ὁ παπᾶ - Δημήτρης μᾶς διηγήθηκε πῶς βρέθηκε ὡς Λειτουργός, τό ἀξέχαστο ἐκεῖνο βράδυ τῆς 14ης Σεπτεμβρίου 1937. Σέ μία σπηλιά κοντά στή Μονή Κουδουμᾶ, ἀσκήτευε ἕνας μεγάλος, ἀλλά ἄγνωστος τούς πολλούς ἀσκητής. Ἐκεῖνος εἰδοποίησε τόν παπᾶ - Δημήτρη νά παρευρεθῆ στόν Κόφινα, κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ».
Ἀπό τήν προηγουμένη μαρτυρία ἀποδεικνύεται, ὅτι ἕνας ἄγνωστος σέ μᾶς, πλήν γνωστός στό Θεό καί τόν π. Δημήτριο, ἅγιος ἀσκητής τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, προεῖδε τό θαῦμα τῆς Ἐμφανίσεως καί φρόντισε νά προσκαλέσει τόν ἐνάρετο Λειτουργό, ὥστε μέ τήν εὐκαιρία τῆς λατρευτικῆς αὐτῆς συνάξεως, νά ὑπάρξουν περισσότεροι καί ἐπισημότεροι μάρτυρες τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ (σύμφωνα μέ τό ἴδιο Περιοδικό, στήν ἀγρυπνία παρευρέθηκαν περίπου 6.000 ἄτομα!).
Δέν εἶναι γνωστός ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ τρίτος τῶν Ἱερέων, ὁ π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης, λειτούργησε ἐκεῖνο τό βράδυ στό ἐξωκκλήσιο τοῦ ἁγ. Νικήτα, ἔξω ἀπό τό Ἀσῆμι.
Ἑκατοντάδες Ὀρθόδοξοι ἀπό ὅλη τήν Κρήτη ἔφθασαν στόν Κόφινα γιά τήν ἀγρυπνία, κυρίως μέ ζῶα, ἀλλά καί μέ τά πόδια! Ὑπῆρξαν πιστοί πού περπάτησαν ἀκόμη καί ἕξη ἡμέρες! Μεταξύ αὐτῶν καί ὁ ἤδη μακαριστός ἀγωνιστής Χαράλαμπος Σκυλουράκης ἀπό τό Σφηνάρι Κισσάμου, στό δυτικό ἄκρο τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος μάλιστα περπάτησε ξυπόλητος, διότι δέν εἶχε ἄλλα «στηβάνια», φέροντας καί ἕνα ἀσκί λάδι! (Τόν ἀδελφό αὐτό εἴχαμε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά γνωρίσουμε, γέροντα πλέον, τό 1982 – 1988, κατά τήν παραμονή μας στήν Κρήτη, καί νά ἀκούσουμε ἀπό τό εὐλογημένο στόμα του τίς λεπτομέρειες αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος).
Τήν συνέχεια λαμβάνουμε ἀπό τόν πανηγυρικό τοῦ Θεολόγου – Μαθηματικοῦ κ. Στυλιανοῦ Λιέπουρη, κατά τόν ἐπίσημο ἑορτασμό τῆς 50ετηρίδος τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως (14η Σεπτμβρίου 1987, Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου):
«Τόπος συναντήσεως τῶν πιστῶν εἶχε ὁρισθεῖ τό ἐξωκκλήσι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, 300 περίπου μέτρα κάτω ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, οἱ ἄσχημες - ὅμως – καιρικές συνθῆκες πού ἐπικρατοῦσαν στήν κορυφή τοῦ Σταυροῦ, ἐμπόδισαν τήν ἀνάβαση τῶν πιστῶν καί ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ ἀγρυπνία νά γίνει στό ἐξωκκλήσι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν περίπου 10 τό βράδυ, ὅταν κατέφθασε ἐπί τόπου καί ἀστυνομική δύναμη μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀνθυπομοίραρχο Καραμπατάκη (ἀπό τό χωριό Κανδῆλα), μέ σκοπό τήν… ὑπεράσπιση τῆς τάξεως! Αὐτή ἦταν φαίνεται ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, νά βρίσκονται καί ὄργανα τῆς Πολιτείας παρόντα, γιά νά ὁμολογηθεῖ καί ἀπό ξένα στόματα τό ἐξαιρετικό γεγονός.
Περί τό μεσονύκτιο οἱ Ἱερεῖς ἄρχισαν νά ψάλλουν τούς Χαιρετισμούς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ζῆλος τῶν πιστῶν ἦταν μεγάλος. Ὅλοι προσηύχοντο γονατιστοί, ἐπαναλαμβάνοντες τό «Χαῖρε ξύλον μακάριον» καί τό «Ἀλληλούϊα» τῶν Χαιρετισμῶν. Τότε ἀκριβῶς συνέβη ἡ ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ἀπότομα ἡ θύελλα κόπασε καί ἡ ὁμίχλη ὑποχώρησε καί διαλύθηκε. Φάνηκε τότε ἡ κορυφή τοῦ Κόφινα καί τό ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἀμέσως μετά ἡ νύκτα φωτίσθηκε ἀπό τό λαμπρό καί ἐξαίσιο φῶς πού ἐξέπεμπε ὁ Τίμιος Σταυρός τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος εἶχε ἐμφανισθεῖ στήν κορυφή καί καταύγαζε τόν ναό καί τήν γύρω περιοχή»! (Στυλ. Λιέπουρη, «Ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 328 -329).
Κατά τήν ἴδια τελετή ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Γεώργιος Σελληνιωτάκης, ἀπόστρατος Ἀξιωματικός τῆς Χωροφυλακῆς, περιέγραψε τήν ἐμπειρία του ὅπως ἀκολουθεῖ:
«Εὐχαριστῶ τόν Πανάγαθο Θεό πού μέ ἀξίωσε καί πάλι μετά ἀπό 50 χρόνια, νά παρευρεθῶ στόν τόπο αὐτό, στόν ἑορτασμό τῆς βεβαιώσεως τῆς ἀληθείας. Ναί, πραγματικά εἶναι βεβαίωσις τῆς ἀληθείας, διότι ἀκριβῶς πρίν 50 χρόνια ἐβεβαιώθη ἄνωθεν γιά μία ἀκόμη φορά ἡ ἀκρίβεια τῆς Πίστεώς μας, χάρις στήν ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ…
Εἶμαι βαθειά συγκινημένος τήν στιγμή αὐτή, διότι μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά δῶ ὀφθαλμοφανῶς τόν Τίμιο Σταυρό, παιδάκι τότε 12 χρονῶν. Εἶμαι ἐπίσης σέ θέση νά σᾶς βεβαιώσω, ὅτι ὁ Σταυρός ἐμφανίσθηκε ἀκριβῶς πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Παναγίας, μετά δέ ἀπό κάποιο διάστημα ἐστράφη πρός τήν κορυφή τοῦ Κόφινα, ὅπου ὑπάρχει ἐκκλησάκι πρός τιμήν Του καί μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα μετακινήθηκε πρός τήν κορυφή τοῦ Ψηλορείτη, ὅπου ἐπίσης ὑπάρχει ἐκκλησάκι πρός τιμήν τοῦ Σταυροῦ. Δέν εἶμαι βέβαιος, ἀλλά νομίζω ὅτι ὁ Σταυρός ἐπέστρεψε καί πάλι στόν Κόφινα καί μετά ἄρχισε σιγά – σιγά νά ἐξαφανίζεται»! («Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 331).
«Εἶναι δύσκολο – συνεχίζει ὁ Στυλ. Λιέπουρης – νά ἑρμηνευθοῦν καί νά περιγραφοῦν οἱ στιγμές ἐκεῖνες καί τά αἰσθήματα τῶν πιστῶν καί τοῦτο διότι τέτοιες στιγμές σταματάει τό μυαλό καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖται ὁ χρόνος καί μένει μόνο τό βίωμα τοῦ θαύματος, τό ὁποῖο κατά τήν ἄφατο οἰκονομία Του οἰκονομεῖ ὁ Θεός.
Δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορισθεῖ πόσο κράτησε τό ἐξαίρετο αὐτό φαινόμενο. Ὅπως εἶναι φυσικό, κανείς δέν ἔδωσε σημασία στό χρόνο. Ὅλο τό πλῆθος τῶν πιστῶν προσηύχετο καί ἔψαλλε γονατιστό μέ δέος τό «Κύριε Ἐλέησον». Τελικά ἡ ὁμίχλη κάλυψε καί πάλι τήν κορυφή τοῦ Κόφινα καί ὁ ἄνεμος ἄρχισε πάλι νά φυσᾶ.
Ἡ ἀγρυπνία συνεχίσθηκε καί ἡ Θεία Λειτουργία ἐτελείωσε νωρίς τό πρωϊ. Τότε ὅλοι οἱ παρευρεθέντες – οἱ πιστοί, οἱ Λειτουργοί Ἱερεῖς, οἱ Μοναχοί τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ, ἀκόμη καί τά ὄργανα τῆς τάξεως - ἄρχισαν νά κατεβαίνουν καί νά γίνωνται κήρυκες τοῦ θαύματος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό ὁποῖο ἦταν ἤδη γνωστό στούς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, διότι ἡ λαμπτότητά Του δέν ἦταν δυνατόν νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν κατοίκων ὅλης τῆς Μεσαρᾶς» (Στυλ. Λιέπουρη αὐτ., σελ. 329).
Τό 1986, κατά τήν διάρκεια ἐπισκέψεως τοῦ γράφοντος στά Ἀκούμια Ρεθύμνης, ἔγινε γνωστό, ὅτι ὁ Τίμιος Σταυρός ἦταν ὀρατός καί σέ ἐκείνη τήν περιοχή. Μέ συγκίνηση γέροντες Ὀρθόδοξοι διηγήθηκαν, ὅτι τό βράδυ τῆς 13ης πρός 14η Σεπτεμβρίου 1937, ἔγινε ἀγρυπνία χωρίς Ἱερέα, στό ἐξωκκλήσι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (στή θέση Πλατανιᾶς τῶν Ἀκουμίων), μέ συμμετοχή 70 περίπου πιστῶν, τούς ὁποίους κάποιοι Νεοημερολογίτες συγχωριανοί, μέ ὕβρεις καί χλευασμούς προσπάθησαν νά ἐμποδίσουν. Περί τό μεσονύκτιο ὅλοι ἀντιλήφθηκαν τό ἐξαίσιο φῶς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Ὁποῖος «ἀνέτελε ἀπό τόν Ψηλορείτη»!
Λογικό προκύπτει τό ἐρώτημα: Πῶς ἀντέδρασαν οἱ καινοτόμοι; Δυστυχῶς ἐπιβλήθηκε Φαρισαϊκή σιωπή. Ὁ Ἀνθυπομοίραρχος Καραμπατάκης ἐπισκέφθηκε τόν Ἐπίσκοπο Βασίλειο καί τόν πληροφόρησε σχετικά. Ὁ Ἐπίσκοπος σύστησε στό ὄργανο τῆς τάξεως νά σιωπήσει, ἄν καί θορυβημένος κάλεσε τόν π. Χαράλαμπο γιά νά τόν ἐνημερώσει. Ὁ ἐνάρετος Λειτουργός τόν ἐνημέρωσε ταπεινά, ἀλλά ἐκεῖνος ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τόν θυμό του. «Ὥστε βλέπεις καί ὁράματα παπᾶ Χαραλάμπη; - τοῦ εἶπε – καί γιατί δέν βλέπω κι ἐγώ πού εἶμαι καί Δεσπότης;» Ὁ π. Χαράλαμπος κούνησε τό κεφάλι του καί ἔφυγε.
Ὁ Ἑορτασμός τῆς 50ετηρίδος τῆς Ἐμφανίσεως (1937 – 1987)
Τά προηγηθέντα τοῦ ἑορτασμοῦ
Τό 1987, μέ εὐλογία τοῦ Τοποτηρητοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἀνδρέου, ἀποφασίσθηκε ἀπό Σύναξη Ἀντιπροσώπων Ἐνοριῶν καί Κοινοτήτων ὑπό τήν Προεδρεία τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ἱερομονάχου π. Καλλινίκου Σελληνιωτάκη (τήν 24η Νοεμβρίου 1986), ἡ διοργάνωσις εἰδικῆς ἐκδηλώσεως στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου, γιά νά τιμηθεῖ καί προβληθεῖ ἡ σημαντική αὐτή ἱστορική ἐπέτειος.
Ὁ Μακαριώτατος κ. Ἀνδρέας εἰσήγαγε τό θέμα στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς 2ας Μαΐου 1987, ἡ Ὁποία καί ἐνέκρινε τήν πρόταση. Κατόπιν τούτου ὁ Μακαριώτατος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1510/15.5.1987 ἔγγραφό του, προέβη στόν διορισμό τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἑορτασμοῦ, τῆς ὁποίας ἡ σύνθεση εἶχε ὡς ἀκολούθως:
Πρόεδρος: Ἱερομόναχος Καλλίνικος Σελληνιωτάκης, Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης.
Γραμματεύς: Ἀντ. Μάρκου, Γραμματεύς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης.
Μέλη: Ἰωάννης Κλεισαρχάκης, Πρόεδρος Παγκρητίου Ἑνώσεως Γ.Ο.Χ. «Ἡ Ἁγία Τριάς».
Ἀντ. Βαβουλάκης, Β’ ἀντιπρόσωπος Παγκρητίου Ἑνώσεως…
Ἰωάννης Μηττάκης, ἀντιπρόσωπος ἐνορίας Τυμπακίου.
Ζαχαρίας Τσικριτσάκης, ἀντιπρόσωπος ἐνορίας Ζαροῦ.
Στυλιανός Δοξάκης, ἀντιπρόσωπος ἐνορίας Χανίων.
Ἡ Ἐπιτροπή ἀπό τοῦ διορισμοῦ της συνεδρίασε πολλές φορές καί ἐπεξεργάσθηκε τό πρόγραμμα τοῦ Ἑορτασμοῦ, τοῦ ὁποίου τήν τελική μορφή ὑπέβαλε στόν Μακαριώτατο, ὁ ὁποῖος καί τήν ἐνέκρινε.
Ἀρχικά σάν τόπος ἑορτασμοῦ εἶχε προταθεῖ τό ἱστορικό ἐξωκκλήσιο τῆς Γενν. Θεοτόκου στό Ὅρος Κόφινας, ὅμως ἡ στάσις τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κυρίλλου (Νεοημ. Ἐκκλησίας Κρήτης), ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά κλειδώσει τόν ναό (!) ἄλλαξε τόν σχεδιασμό. Ἡ ἀπαράδεκτη αὐτή στάση τοῦ νεοημ. Μητροπολίτου ὑποχρέωσε τήν Ἐπιτροπή νά τοῦ ἀπευθύνει τό ὑπ’ ἀριθμ. 1511/20.7.1987 ἔγγραφο (Βλ. «Κ.Γ.Ο.», τ. 1987, σελ. 260 – 261). Τελικά σάν τόπος ἑορτασμοῦ ὁρίσθηκε ὁ Ἱερός Ναός Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου.
Γιά τήν κατά τό δυνατόν μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ Ἑορτασμοῦ, ἡ Ἐπιτροπή ἀπηύθυνε εἰδική πρόσκληση στούς Σεβ. Ἀρχιερεῖς τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κληρικούς, καθώς καί ἐκκλησιαστικούς καί θεολογικούς παράγοντες τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος καί Κύπρου, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς. Ἀκόμη, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1530/1.9.1987 Δελτίο Τύπου πού ἐστάλη στόν τοπικό Τύπο τῆς Κρήτης καί ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν, συνέβαλε στήν ἐνημέρωση τοῦ κοινοῦ.
Τήν ἔναρξη τοῦ Ἑορτασμοῦ σήμανε ἡ ἄφιξη στήν Κρήτη τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀνδρέου. Ὁ Μακαριώτατος ἔφθασε στό Ἡράκλειο ἀτμοπλοϊκῶς, τό πρωΐ τῆς 28. 8. 1987, συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἱερομόναχο π. Κήρυκο Κοντογιάννη καί τόν Διάκονο π. Ἀνδρέα Σύρο. Στό λιμάνι τόν ὑποδέχθηκε ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερομόναχος π. Καλλίνικος Σελληνιωτάκης, συνοδευόμενος ἀπό πιστούς. Κατά τήν διάρκεια τῆς 18ημέρου παραμονῆς του στή Μεγαλόννησο, μέ κέντρο τόν Ἱ. Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν - ἁγ. Νεκταρίου Μεγάλης Βρύσης Ἡρακλείου, ὁ Μακαριώτατος κινήθηκε ὡς ἀκολούθως:
Τήν Παρασκευή 29η Αὐγούστου χοροστάτησε στή Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀποτομῆς τῆς Κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί κήρυξε τόν θεῖο λόγο στόν Ἱ. Ν. Ἁγίων Ταξιαρχῶν Βαγιονιᾶς Ἡρακλείου.
Τήν Κυριακή 31η Αὐγούστου ὁμοίως, στόν Ἱ. Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν - ἁγ. Νεκταρίου Μεγάλης Βρύσης Ἡρακλείου.
Τήν Δευτέρα 1η Σεπτεμβρίου ὁμοίως, στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου Κάτω Ζαροῦ Ἡρακλείου.
Τήν Πέμπτη 4η Σεπτεμβρίου ἐπισκέφθηκε τούς πιστούς τούς Ρεθύμνου.
Τήν Παρασκευή 5η Σεπτεμβρίου ἐπισκέφθηκε τόν Ἱ. Ν. Ὁσίων 99 Πατέρων Χανίων καί προήδρευσε πολυώρου συσκέψεως ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων στό γραφεῖο τοῦ Ναοῦ, κατά τήν ὁποία ἐξετάσθηκαν διοικητικά καί ὀργανωτικά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἱερά Μητρόπολη Κρήτης.
Τό Σάββατο 6η Σεπτεμβρίου χοροστάτησε στήν Θεία Λειτουργία καί κήρυξε τόν θεῖο λόγο στόν ἴδιο ναό.
Τήν Κυριακή 7η Σεπτεμβρίου ὁμοίως, στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Ζαροῦ Ἡρακλείου.
Τήν Δευτέρα 8η Σεπτεμβρίου ὁμοίως, στόν Ἱ. Ν. Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί» Τυμπακίου.
Τό Σάββατο 13η Σεπτεμβρίου, πρόεστη τῆς Θείας Λειτουργίας στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου. Κατά τήν ἴδια ἡμέρα ἑώρτασε τήν 39η ἐπέτειο τῆς χειροτονίας του σέ Ἐπίσκοπο (13.9.1948).
Τό ἑσπέρας τῆς ἴδιας ἡμέρας χοροστάτησε στόν ἴδιο Ναό, στόν πανηγυρικό Ἑσπερινό τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τέλος τήν Κυριακή 14η Σεπτεμβρίου:
Προέστη τῆς Θείας Λειτουργίας στόν ἴδιο Ναό, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Ἱερομ. π. Καλλίνικο Σελληνιωτάκη καί τούς Διακόνους π. Ἀνδρέα Σύρο καί π. Δαμασκηνό Πετρογέγα. Τόν θεῖο λόγο ἐκήρυξε ὁ Θεολόγος κ. Ἐλευθέριος Γκουτζίδης.
Χειροτόνησε σέ Διάκονο τόν Εὐλαβέστατο ἀδελφό Ζαχαρία Τσικριτσάκη.
Κήρυξε μέ ἐμπνευσμένη ὁμιλία του τήν ἔναρξη τῆς ἑορταστικῆς ἐκδηλώσεως τῆς 50ετηρίδος τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Χοροστάτησε στό Τρισάγιο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγωνισαμένων Κρητῶν.
Ὁ Μακαριώτατος μέ τήν συνοδεία του ἀναχώρησαν ἀτμοπλοϊκῶς γιά τόν Πειραιᾶ τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς 14ης Σεπτεβρίου.
Ὁ ἑορτασμός τῆς 50ετηρίδος
Ὁ Ἑορτασμός τῆς 50ετηρίδος τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, βάσει τοῦ ἀκολούθου προγράμματος:
Ἡμέρα 1η, Σάββατο 13η/26η Σεπτεμβρίου 1987.
Ὥρα 5:00. Ὄρθρος καί Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Ἀνδρέου, ἐπί τῆ 39η ἐπειτείῳ τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του.
Ὥρα 19:00. Μέγας Πανηγυρικῶς Ἑσπερινός μετά Λιτῆς καί Ἀρτοκλασίας, χοροστατοῦντος τοῦ Μακαριωτάτου - Θεῖον κήρυγμα ὑπό τοῦ Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κ. Ἀντ. Μάρκου.
Ἡμέρα 2α, Κυριακή 14η/27η Σεπτεμβρίου 1987.
Ὥρα 5:00. Ὄρθρος καί Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. κ. Ἀνδρέου – Χειροτονία εἰς Διάκονον τοῦ Εὐλ/του Ζαχαρία Τσικριτσάκη – Θεῖον κήρυγμα ὑπό τοῦ Θεολόγου κ. Ἐλευθερίου Γκουτζίδη – Προσφωνήσεις.
Ὥρα 10:00. Ἀπόλυσις.
Ὥρα 11:00. Ἔναρξις ἑορταστικῆς ἐκδηλώσεως – Προσφωνήσεις – Χαιρετισμοί – Μηνύματα.
Ὥρα 12.45: «Τό ἱστορικό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Ὑπό Στυλιανοῦ Λιέπουρη, Μαθηματικοῦ-Θεολόγου – Διηγήσεις αὐτοπτῶν μαρτύρων.
Ὥρα 13:30. Χαιρετισμός – Συμπεράσματα ὑπό Θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδη.
Ὥρα 13:45. Τρισάγιον ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὥρα 14:00. Ἐπίλογος Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς.
Ὥρα 14:15. Πέρας ἐκδηλώσεως – Γεῦμα.
Ὥρα 15:30. Προσκυνηματική ἐπίσκεψις στόν τόπο τῆς ἑμφανίσεως - Ὕψωσις ἀναμνηστικῶς Τιμίου Σταυροῦ στήν κορυφή τοῦ Κόφινα.
Ὥρα 20:00. Πέρας ἑορτασμοῦ.
Κατά τήν ἐκδήλωση χαιρετισμούς ἀπηύθυναν (κατά σειρά): Ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης, Ἱερομόναχος π. Καλλίνικος Σελληνιωτάκης. Ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἀνδρέας. Ὁ κ. Ἰω. Κλεισαρχάκης, Πρόεδρος τῆς Παγκρητίου Ἑνώσεως Γ.Ο.Χ. "Ἡ Ἁγία Τριάς". Καί ὁ κ. Ἰω. Μηττάκης, ἐκπρόσωπος τῶν ἐπιτρόπων τῶν ἐνοριῶν καί κοινοτήτων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης.
Μηνύματα ἐπέστειλαν: Ὁ Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἱερομόναχος π. Κήρυκος Κοντογιάννης. Οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Κιτίου κ. Ἐπιφάνιος, Μεσσηνίας κ. Γρηγόριος, Ἀττικῆς κ. Ματθαῖος, Πειραιῶς κ. Νικόλαος καί Ἀργολίδος κ. Παχώμιος. Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων Κορινθίας, Ἀρχιμ. π. Χρυσόστομος Μητρόπουλος. Ὁ Πρωθιερεύς π. Πανάρετος Βαγιάνας (Ἱ. Ν. ἁγ. Σοφίας Τρικάλων), ὁ Πρωθιερεύς π. Πανάρετος Παναγιώτου (Ἱ. Ν. Παναγίας Γοργοϋπηκόου Μελβούρνης Αὐστραλίας), ὁ Ἱερεύς π. Γρηγόριος Γιαννιώτης (Ἱ. Ν. ἁγ. Δημητρίου Μόντρεαλ Καναδᾶ) καί ὁ Ἱερεύς π. Ἠλίας Ζαμάνης (Ἱ. Ν. ἁγ. Γεωργίου Θεσσαλονίκης).
Ἐκτεταμένα ρεπορτάζ, καθώς καί τά πλήρη κείμενα τῶν ὁμιλιῶν τῆς ἐκδηλώσεως, ἔχουν δημοσιευθεῖ στόν «Κήρυκα Γνησίων Ὀρθοδόξων» (τ. 1987).
Comments
Post a Comment