Η ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ελάχιστα κείμενα από τα πάμπολλα των Πατέρων, δια των οποίων διδάσκουν, γιατί πρέπει να αποφεύγεται η επικοινωνία, η διαφήμηση και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο «προαγωγή» από τους ορθοδόξους, της αιρέσεως και των αιρετικών, όταν αυτοί έχουν δώσει ή κατ’ εξακολούθηση δίνουν δείγματα ανειλικρίνειας και αμετανοησίας]. ² ² ² Κατ’ ἀρχάς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Πατέρες, ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους. Στὴν Κ. Διαθήκη οἱ αἱρετικοί, ἢ οἱ ἀνεχόμενοι αὐτούς, ἀποκαλοῦνται ψευδοποιμένες καὶ λύκοι. Καὶ οἱ Ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία πρῶτα τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν, ἀφ’ ἑνὸς χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀφ’ ἑτέρου ἐπισημαίνουν τὴν βαρειά εὐθύνη τῶν ποιμένων γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Οἱ αἱρετικοὶ «λύκοι μὲν οὖν βαρεῖς, ἐν ἐπιφανείᾳ προβάτων τὸ δολερὸν ὑποκρύπτοντες, πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης τὸ Χριστοῦ ποίμνιον διασπῶσιν. Οὓς φυλακτέον ὑμῖν ἐγρηγορικοῦ τινος ποιμένος ἐπιστασίᾳ»[1]. Καὶ ὁ Θεοδώρητος γράφει γιὰ τὴ δολιότητα ποὺ κρύβουν καὶ τὴν ζημιὰ ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοί: Ἐννοεῖ τὸ κείμενο «τοὺς ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ψυχαῖς πολεμοῦντας αἱρετικοὺς καὶ ὑπούλως καὶ δολερῶς ὑποκλέπτειν πειρωμένους» αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα στερεωθεῖ στὴν πίστη. «Οὗτοι γὰρ τῇ πιθανότητι τῶν λόγων καὶ ταῖς τῶν συλλογισμῶν παγίσι τε καὶ πλοκαῖς, τοὺς ἁπλούστερον διακειμένους ἐξαπατῶντες λυμαίνονται ταῖς ἀμπέλοις. Διὰ τοῦτο παρακελεύεται τοῖς τὸ διδασκαλικὸν εἰληφόσι χάρισμα, ἀγρεύειν τούτους καὶ θηρεύειν τοῖς τῆς ἀληθείας ἐλέγχοις καὶ …τῆς τούτων βλάβης ἐλευθεροῦν...»[2]. Εἰδικὰ οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, παίρνουν μεγάλο κρίμα, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου: «Ἄλλη γὰρ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἐπισκόπου τοῦ πλανῶντος τὸν λαόν, καὶ ἄλλο κρῖμα τοῦ κληρικοῦ τοῦ δυναμένου μαθεῖν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· καὶ ἄλλο πάλιν τοῦ μὴ δυναμένου, καὶ ἄλλο τοῦ ἀναθεματίζοντος τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀντιμαχομένου ἡμῖν· καὶ ἄλλο τοῦ ἐν γνώσει σφαλλομένου, καὶ ἄλλο τοῦ ἐν ἀγνοίᾳ» [Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, περὶ πλείστων καὶ ἀναγκαίων ζητημάτων» [Sp.]: v. 28, p.e 672, l. e 14-34)]. Ἔχουν, μάλιστα, συνειδητοποιήσει οἱ Ἅγιοι, ὅτι μπορεῖ νὰ παρεξηγηθοῦν γιὰ τὶς ἐκφράσεις τους αὐτές, ἀλλ’ ὅμως τὶς χρησιμοποιοῦν, γιατὶ οἱ καλοὶ καὶ εὐγενικοὶ λόγοι καὶ οἱ φιλίες μὲ τοὺς αἱρετικοὺς κρύβουν τὸν μέγιστο κίνδυνο νὰ χαλαρώσουν τὴν προσοχὴ τῶν πιστῶν καὶ νὰ πέσουν στὴν παγίδα τῶν αἱρετικῶν, κάτι ποὺ θὰ στοιχίσει τὴν σωτηρία τους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πολέμησε μὲ τὸ γνωστὸ σύγγραμμά του ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος. Γράφει λοιπὸν σὲ ἕνα σημεῖο, δικαιολογούμενος γιὰ τὴν αὐστηρότητα ἢ καὶ σκληρότητα τῶν ἐκφράσεων: «…καὶ ἔτι παρακλήθητε συγγνῶναι ἡμῖν, εἴ που εὕροιτε ἡμᾶς, καίτοι γε μὴ ἐν ἔθει ὄντας ἐπισκώπτειν τινὰς ἢ ἐπισκωμματίζειν, διὰ δὲ τὸν πρὸς τὰς αἱρέσεις ζῆλον καὶ εἰς ἀποτροπὴν τῶν ἐντυγχανόντων εἴ που παροξυνόμενοι λέξωμεν, ἢ ἀπατεῶνάς τινας καλοῦντες ἢ ἀγύρτας ἢ ἀθλίους. αὐτὴ γὰρ ἡ ἀνάγκη ἡ πρὸς τοὺς λόγους τοῦ ἀγῶνος παρασκευάζει ἡμῖν τὸν τοιοῦτον ἱδρῶτα δι' ἀποτροπὴν τῶν ἐντυγχανόντων καὶ ὅπως δείξωμεν παντελῶς ἀπηγορευμένας τοῦ ἡμετέρου φρονήματος τὰς ἐκείνων ἐργασίας καὶ μυστήρια καὶ διδασκαλίας, ἵν' ἀπὸ τῶν λόγων καὶ τῆς ὀξύτητος τῆς ἀντιλογίας καὶ τὸ ἡμέτερον ἐλευθέριον ἀποδείξωμεν καί τινας ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἐκκλίνωμεν καὶ διὰ τῶν δοκούντων βαρυτέρων λόγων» (Ἐπιφανίου, Πανάριον, v. 1, p. 156, l. 14-25). Καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Μῦθοι γὰρ ὄντως καὶ ἀνθρώπινα σοφίσματα τῶν αἱρετικῶν τὰ προβλήματα, οὕστινας ἐκτρέπεσθαι βουλόμενος ἡμᾶς ὁ Παῦλος γράφει· “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ” καὶ τὰ ἑξῆς. Ἄρχεται μὲν ἤδη τῆς κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἐπιδρομῆς· καθὸ ἐκεῖνοι, τὴν ἀλήθειαν οὐκ ἔχοντες, ποικίλοις λόγοις ἀναγκάζονται περιπλάττειν τὸ ψεῦδος»[3]. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πάλι, ἐρωτᾶ: «Τί λέγεις;». Εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦνται ψευδαπόστολοι ἀκόμα καὶ «οἱ Χριστὸν κηρύττοντες, οἱ χρήματα μὴ λαμβάνοντες;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Ναί· καὶ δι' αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μάλιστα, ὅτι ταῦτα ὑποκρίνονται πάντα, ἵνα ἀπατήσωσιν. Ἐργάται δόλιοι. Ἐργάζονται μὲν γάρ, ἀλλ' ἀνασπῶσι τὰ πεφυτευμένα. Ἐπειδὴ γὰρ ἴσασιν, ὅτι ἑτέρως οὐκ ἂν γένοιντο εὐπαράδεκτοι, τὸ προσωπεῖον λαβόντες τῆς ἀληθείας, οὕτω τὸ δρᾶμα τῆς πλάνης ὑποκρίνονται. Καὶ μέντοι χρήματα, φησίν, οὐ λαμβάνουσιν. Ἵνα πλείονα λάβωσιν, ἵνα ψυχὴν ἀπολέσωσι. Μᾶλλον δὲ καὶ τοῦτο ψεῦδος· καὶ ἐλάμβανον, ἀλλ' ἐλάνθανον· καὶ τοῦτο δείκνυσιν ἐν τοῖς ἐπιοῦσι»[4]. Καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει ὅτι ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς· ἀπαγορεύεται ἀκόμα καὶ να συντρώγομαι μαζί τους: «…ὅπως φεύγῃ τὴν αἵρεσιν, ἤγουν τοὺς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς· …ὅτι μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως»[5]. Ὁ αὐτὸς ἅγιος ἐπίσης, λέγει πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον»[6]. Καί· «Πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον»[7]. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ἀναλυτικότερος καὶ αὐστηρότερος: μὲ τὴν αἵρεση, λέγει, βλασφημεῖται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν αἵρεση καὶ κατέστησε ἀκοινώνητους τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἀφοῦ –ἐρωτᾶ– ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατακρίνει τὴν αἵρεση, ποιός ἄνθρωπος θὰ τολμήσει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἀποδεχόμενος καὶ ἐπικοινωνῶν (καὶ ἐπαινῶν) τοὺς αἱρετικούς; Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι «χριστομάχος» ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ὡς μὲ οἰκείους τῆς πίστεως; «Οὐ γὰρ ἄλλος ἀλλ' αὐτὸς ὁ βλασφημούμενος παρ' αὐτῶν Κύριος κατέκρινε τὴν κατ' αὐτοῦ συστᾶσαν αἵρεσιν… ἣν γὰρ ὁ Κύριος κατέκρινε, τίς ἀποδέξεται; καὶ ἣν ἀκοινώνητον αὐτὸς πεποίηκε, πῶς ὁ προσλαμβανόμενος οὐ μεγάλως ἀσεβεῖ καὶ φανερῶς ἐστι χριστομάχος;»[8]. Ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες: «"Αἱρετικόν" γάρ φησιν "ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ·… δεῖ τοίνυν τοὺς ἀδιορθώτως ἔχοντας ἐκτρέπεσθαι»[9], γιατὶ «εἰσὶ πανοῦργοι τὴν γνώμην καὶ ποικίλοι τὸν τρόπον, ὡς καὶ ἐπαγγελίᾳ προστασίας καὶ δόσει χρημάτων ἐπιχειρεῖν ἀπατᾶν, ἵνα …κἂν ἐκ τούτων δόξωσι φαντασίαν τινὰ τοῖς ἀκεραίοις ἐμποιεῖν. Ὦ καινῆς αἱρέσεως ὅλον ἐνδυσαμένης τὸν διάβολον ἐν ἀσεβείᾳ καὶ πράξει» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου: c. 3, s. 3, l. 1). Κάθε αἵρεση εἶναι «δόλιος καὶ πανοῦργος», «πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου», ἔτσι καὶ «ἡ μία τῶν αἱρέσεων ἡ ἐσχάτη»[10], ἐπειδὴ κατενόησε (κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο), ὅτι εὐχερῶς ἀποκαλύπτονται οἱ πλάνες της, «ὑποκρίνεται περιβαλλομένη τὰς τῶν Γραφῶν λέξεις, ὡς ὁ πατὴρ αὐτῆς ὁ διάβολος». Καὶ ἀγωνίζεται μὲ συντονισμένες προσπάθειες (χωρὶς ὅμως νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς πλάνες της), ἀγωνίζεται «πάλιν εἰσελθεῖν εἰς τὸν παράδεισον τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα, πλάσασα ἑαυτὴν ὡς Χριστιανήν, ἀπατήσῃ» μερικούς, ὥστε νὰ σκέπτονται ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ («κατὰ Χριστοῦ φρονεῖν»). Καὶ ἤδη παρέσυρε μερικοὺς ἀνοήτους («καί γε ἐπλάνησε τῶν ἀφρόνων ἤδη τινάς»), ὥστε τὴν «βδελυκτὴν αἵρεσιν λέγειν καλήν»[11]. Ὅμως, «ὅσοι ἐμπλέκονται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν αἵρεση χάνονται»[12]. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν στὸ Βατικανό, ἀλλὰ «ὡς πανοῦργοι κρύπτουσι, μὴ θαρροῦντες ἐκλαλεῖν αὐτά, ἀλλ’ ἕτερα φθεγγόμενοι», λόγια δηλαδὴ παραπλανητικά. Διότι, ἐὰν ποῦν ξεκάθαρα τί πιστεύουν «καταγνωσθήσονται». Καὶ αὐτὰ ἔλεγε τότε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιὰ τοὺς Ἀρειανούς. Σήμερα δυστυχῶς, οἱ δικοί μας οἰκουμενίζοντες ποιμένες, σχετικοποιοῦν καὶ κρύβουν τὸν κίνδυνο τῆς αἱρέσεως ἢ καὶ καλύπτουν τοὺς αἱρετικούς: «τοῦτον μὲν κρύπτουσιν ὑπὸ τὸν μόδιον τῆς ὑποκρίσεως, ἕτερα δὲ φθέγγονται, καὶ προστασίας φίλων καὶ ...(ἀρχόντων) φόβον ἐπαγγέλλονται, ἵν' οἱ εἰσερχόμενοι πρὸς αὐτοὺς ὑπὸ τῆς ὑποκρίσεως καὶ τῆς ἐπαγγελίας μὴ βλέπωσι τὴν τῆς αἱρέσεως ρυπαρίαν»[13]. Οἱ προηγούμενοι ἡμῶν, ὅμως, ἐπίσκοποι ἔγραφαν κατὰ τῶν αἱρετικῶν, «ἵνα οἱ μὲν πόρρωθεν ὄντες αὐτῆς ἔτι φύγωσιν αὐτήν, οἱ δ' ἀπατηθέντες ἀπ' αὐτῆς μεταγνῶσι, καὶ ἠνεῳγμένοις τοῖς ὀφθαλμοῖς τῆς καρδίας νοήσωσιν, ὅτι, ὥσπερ τὸ σκότος οὐκ ἔστι φῶς, οὐδὲ τὸ ψεῦδος ἀλήθεια, οὕτως οὐδὲ ἡ …αἵρεσίς ἐστι καλή. Ἀλλὰ καὶ οἱ τούτους καλοῦντες Χριστιανοὺς πολὺ καὶ λίαν πλανῶνται»[14]. Πῶς ἄραγε, μποροῦν νὰ ὀνομάζονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας «οἱ τὴν ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι πίστιν καὶ καινῶν ἐφευρέται γενόμενοι»[15]. Καὶ ἐπειδή, συνεχίζει, «τινὲς τῶν λεγομένων Χριστιανῶν, ἢ ἀγνοοῦντες, ἢ ὑποκρινόμενοι, καθάπερ εἴρηται πρόσθεν, ἀδιάφορον πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἡγοῦνται τὴν αἵρεσιν», καὶ θεωροῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας «τοὺς ταῦτα φρονοῦντας», ἐμπρός, ἂς ξεσκεπάσουμε αὐτούς, «ἀποκαλύψωμεν τὴν πανουργίαν τῆς αἱρέσεως», μήπως ἔτσι κάποιοι ἀντιληφθοῦν τὴν πλάνη καὶ «φύγωσιν ἀπ' αὐτῆς ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως»[16]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διδάσκει, ὅτι πρέπει νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς αἱρετικούς, ὡς ἀλλοτρίους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας: «Τοὺς οὖν» ὀρθοδόξως «φρονοῦντας καὶ διδάσκοντας ἔχε κοινωνικούς, ἐπεὶ καὶ ἡμεῖς· τοὺς δὲ ἑτέρως ἔχοντας ἀποστρέφου καὶ ἀλλοτρίους ἡγοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας»[17]. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις γιὰ τὸν αἱρετικό: «Τὸν τοιοῦτον, ἀφ’ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται, καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος, ...ὅσον εἶναι δυνατόν, τὸν ἀποστρεφόμεθα· καὶ τοῦτο διὰ δύο αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα· καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τόν... συστείλωμεν μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται νὰ γένη ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο δὲν ἀκολουθήση) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα»[18]. Καί: «Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, …ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων· Ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι»[19]. Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε κοινωνία μὲ αὐτούς»[20]. Οἱ αἱρετικοὶ γράφουν καὶ ξαναγράφουν τὰ ἴδια: «Διὰ τοῦτο γοῦν ἀεὶ γράφουσι, καὶ ἀεὶ τὰ ἴδια μεταποιοῦντες, …φανερὰν ἔχουσι τὴν κακοφροσύνην, ...ἄλλοτε ἄλλα γράφοντες, μόνον ἵνα τοὺς χρόνους κερδάνωσι, καὶ διαμείνωσι χριστομάχοι τοὺς ἀνθρώπους πλανῶντες»[21]. Διότι τότε ἰδιαίτερα, ποὺ ραδιουργοῦν ἐναντίον μας, τότε κατ’ ἐξοχὴν ὑποκρίνονται ὅτι γράφουν περὶ τῆς πίστεως, γιὰ νὰ ἔχουν ἄλλοθι, καὶ ἔτσι «ἀποκτείνωσι τοὺς εἰς Χριστὸν εὐσεβοῦντας» καὶ προσπαθοῦν νὰ πείσουν, πὼς ὅ,τι κάνουν, γίνεται γιὰ χάρη τῆς πίστεως, γιὰ νὰ ἀποσείσουν ἀπὸ πάνω τους τὴν κατηγορία, ὅτι στὶς πράξεις αὐτὲς τοὺς ὁδηγοῦν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα[22]. Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καθάπερ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποιοῦσιν... Παρὰ μὲν γὰρ τὴν ἀρχὴν συσκιάζουσιν ἑαυτούς· ἐπειδὰν δὲ πολλὴν λάβωσι τὴν παρρησίαν καὶ λόγου τις αὐτοῖς μεταδῷ, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσι»[23]. Οἱ αἱρετικοὶ «διὰ τὴν προσοῦσαν αὐτοῖς δεινότητα καὶ τὰς γραφὰς πειρῶνται πρὸς τὰ ἑαυτῶν θελήματα ἕλκειν κἀκεῖθεν ἀπατᾶν τοὺς ἁπλουστέρους· αἱ γὰρ γραφαὶ ἐοίκασι τοῖς βοηθήμασι τοῖς ἰατρικοῖς, ἅτινα καλῶς μὲν σκευαζόμενα θεραπεύει, φαύλως δὲ ἢ ἀτέχνως διδόμενα φονεύει»[24]. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Παραιτοῦ συγκάθισμα ἀνδρῶν αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων λαλούντων μηδὲν πιστόν· δίκην γὰρ τοξευμάτων τιτρώσκουσι τὰς καρδίας οἱ λόγοι αὐτῶν. Εἶδόν τινας διαστρέφοντας τὰς ψυχὰς ἐν λόγοις[25]... Καὶ ὁ μὲν περὶ πίστεως νοσῶν λέγει· τί γὰρ βλάψει τὸ συμπεριφέρεσθαι παντὶ ἀνθρώπῳ, εἴτε ὀρθῶς πιστεύοντι, εἴτε κακῶς φρονοῦντι, τὸ ὑγιὲς τῆς πίστεως περιοδεύοντες; Οἱ δὲ περὶ τὴν γαστέρα ἀνασχολούμενοι καὶ περὶ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονὰς ἐροῦσι· τί γὰρ βλάψει τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ τρυφᾶν»[26]. Ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ καλοὺς ἢ κακοὺς ἀνθρώπους μᾶς ἐπηρεάζει ἀναλόγως, εἶναι κοινὸς τόπος. Γι’ αὐτὴ τὴν καλὴ ἢ κακὴ ἐπίδραση μιλᾶ καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Χρῆναι δέ φημι τοὺς ἑδραῖον ἔχειν ἐθέλοντας φρόνημα καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως τὴν παράδοσιν καθάπερ τινὰ μαργαρίτην τηροῦντας εἰς νοῦν μηδεμίαν διδόναι παρείσδυσιν ἤγουν παρρησίας τόπον τοῖς ἐθέλουσι δεισιδαιμονεῖν· γέγραπται γάρ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”»[27]. «Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· …τοὺς ἀθέους αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς… Καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς, τοὺς ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν…» (Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος). Ἐὰν ἐμεῖς «σιωπήσωμεν μὴ ἀντιπαρατιθέντες αὐτοῖς τὰ ἀληθῆ καὶ ὑγιῆ δόγματα», τότε αὐτοὶ «ἐπικρατήσουσι τῶν λίχνων[28] ψυχῶν, ἀπορίᾳ τροφῆς σωτηρίου» καὶ θὰ στραφοῦν πρὸς τὰ ἀπαγορευμένα καὶ «ἀκάθαρτα βρώματα». Γι’ αὐτὸ θεωρῶ –συνεχίζει– ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, γιὰ ὅποιον μπορεῖ νὰ ἐκφέρει τὸν ἀκριβῆ ὀρθόδοξο λόγο καὶ νὰ ἐλέγχει τὴν αἵρεση, νὰ ἀντιστέκεται «κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἀναπλασμάτων[29]. «Ἐπειδὴ δὲ κρύπτουσιν αὐτοὶ καὶ φοβοῦνται λέγειν, ἀναγκαῖον ἡμᾶς ἀποδῦσαι τὸ κάλυμμα τῆς ἀσεβείας καὶ δειγματίσαι τὴν αἵρεσιν, εἰδότας ἃ τότε οἱ περὶ Ἄρειον ἔλεγον, καὶ πῶς ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ καθῃρέθησαν ἀπὸ τοῦ κλήρου· συγγνώμην μέντοι πρότερον αἰτησαμένους, ἐφ' οἷς μέλλομεν προφέρειν ρυπαροῖς ρήμασιν· ὅτι μὴ φρονοῦντες (τὰ τῶν αἱρετικῶν), ἀλλὰ ἐλέγχοντες τοὺς αἱρετικοὺς, λέγομεν ταῦτα»[30]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπισημαίνει, ὅτι ἔχουμε καθῆκον νὰ κάνουμε τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρετικῶν –ἀκόμα καὶ ὅταν δὲν τὸν ἀποδέχονται–, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος εἶναι μιὰ κίνηση εὐεργετικὴ γιὰ τοὺς ἑτερόδοξους καὶ τοὺς ὁμόδοξους ὑποστηρικτὲς τους∙ ὁ φόβος τοῦ ἐλέγχου περιορίζει τὴν περαιτέρω ἔκπτωσή τους σὲ μεγαλύτερο βάθος κακοδοξίας: «Πρὸς ἃ καὶ φανερῶς τὸ Λατίνων γένος ἐκπεπτώκασιν ἄν, εἰ μὴ παρ᾿ ἡμῶν ἀντιλεγόντων τῇ καινοφωνίᾳ τοῦ δόγματος τῆς κακοδοξίας τὸ πλεῖστον περιῃρεῖτο. Καὶ γὰρ ἐπὶ τοσοῦτον ἔστιν ὅτε συστέλλονται ὡς καὶ διανοίας ἡμῖν εἶναι τῆς αὐτῆς λέγειν, διαφωνοῦντας τοῖς ρήμασι, σφῶν αὐτῶν ὑπ᾿ ἀπορίας καταψευδόμενοι»[31]. «Ἡμεῖς δὲ οὐ μόνον οὐ μισοῦμεν τοὺς παραβάτας, ἀλλὰ καὶ ὡς φίλους ἀσπαζόμεθα, δέον τοῖς τοιούτοις μηδὲ τὸ χαίρειν λέγειν· Οὐκ ἔστι γὰρ εἰρήνη τοῖς ἀσεβέσι, λέγει Κύριος· καὶ μετ' αὐτῶν ἐσθίομεν καὶ πίνομεν, ὧν καὶ τὴν ἀπάντησιν ἀποφεύγειν ὀφείλομεν… Μιμησώμεθα οὖν καὶ ἡμεῖς τὸν προφήτην…, ἵνα μὴ διὰ τῆς ἀδιαφόρου ἡμῶν κοινωνίας πρὸς αὐτοὺς συνεργοὶ τῆς παραβάσεως αὐτῶν εὑρεθῶμεν»[32]. «Πρὸς μόνον τὸ καθοτιοῦν αἱρετικοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληροὺς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καὶ ἀμειλήκτους βούλομαί τε καὶ εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γὰρ ὁρίζομαι ἔγωγε καὶ ἀγάπης θείας χωρισμὸν τὸ τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχὺν εἰς περισσοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθοράν”»[33]. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει, πὼς ὅποιος δὲν δεχθεῖ πρόθυμα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου θὰ κατακριθεῖ. Καὶ ὁ κήρυκας τοῦ θείου λόγου (ἐφ’ ὅσον δὲν γίνει δεκτός) νὰ ὑποχωρεῖ καὶ νὰ μὴ παραμένει ἀνοίγοντας διάλογο καὶ φιλονικώντας μὲ αὐτὸν ποὺ ἀρνεῖται τὸν θεῖον λόγον· ὅταν δὲ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τοὺς ἀρνουμένους τὸ κήρυγμα, νὰ μὴ δέχεται καμιὰ διευκόλυνση ἀπ’ αὐτούς, οὔτε ἀκόμη γιὰ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση καὶ ξεκούρασή του. Παραθέτει δὲ κάποια εὐαγγελικὰ κείμενα ποὺ στηρίζουν τὶς θέσεις αὐτές, ὅπως καὶ τὸ γνωστὸ τοῦ ἀπ. Παύλου: “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος”. Καταλήγει δὲ μὲ τὴν συμβουλή: “φυλάσσειν δεῖ τὴν ἀκρίβειαν τῶν τοῦ Κυρίου ρημάτων” μὲ κάθε τρόπο καὶ νὰ μὴ παρεκκλίνουμε σὲ τίποτα[34]. «τίς ὁρῶν αὐτοὺς διὰ μακρῶν ἐκτείνοντας ἑαυτῶν τήν τε τῆς πίστεως σύνθεσιν καὶ τὴν ἀπολογίαν περὶ ὧν ἐγκαλοῦνται οὐχ ὁρᾷ τούτους καταγινώσκοντας ἑαυτῶν καὶ πολλὰ γράφοντας ἐπίτηδες, ἵνα δόξωσι διὰ τῆς ἀκαίρου φιλοτιμίας καὶ τῆς τοσαύτης πολυλογίας ὑφαρπάζειν τοὺς ἀκεραίους καὶ λανθάνειν οἷοι τὴν αἵρεσιν τυγχάνουσιν ὄντες; ...»[35]. Καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς γνῶμες τῶν Πατέρων συγκεφαλαιώνει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος: «ἀλλ' εἰδέναι κατὰ τὴν εὐαγγελικήν τε καὶ ἀποστολικὴν ὑφήγησιν ὅτι αἱρετικὸν ἄνδρα μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτεῖσθαι χρὴ καὶ ὅτι χαίρειν οὐ δεῖ τῷ τοιούτῳ λέγειν· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς…∙ ἐν ἴσῳ γάρ, ὥς φησιν ἡ θεία γραφή, μισητὰ τῷ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ»[36]. Γιὰ τὴν ἀντίστροφη ἀντιγραφή Παναγιώτης Σημάτης Yποσημειωσεις: [1] Μ. Βασιλείου,Ἐπιστολές τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας, TLG ep. 28, s. 2, l. 37- 42. [2] Θεοδωρήτου Κύρου, ἑρμην. Εἰς τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, TLG v. 81, p. 109, l. 2. [3] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εἰς τὰς Πράξεις καὶ τὶς Ἐπιστολές , TLG v. 74, p. 1017, l. 15. [4] Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς πρὸς Κορινθίους Β, ὁμιλ. α΄, TLG PG 61, 563. [5] Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, ἐπιστ. 39, TLG l. 52-56. [6] Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν. P.G. 99, 1332Α. [7] Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α. [8] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολαί, Σεραπίωνι ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ ἐν κυρίῳ χαίρειν, TLG c. 4, s. 3, l. 2-9. [9] Συλλογὴ τῶν εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολὴν Παύλου Ἐξηγητικῶν Ἐκλογῶν, Τόμ. Α΄ (e cod. Paris. Coislin. 204) p. 46, l. 33. [10] Ἐσχάτη αἵρεση ἦταν τότε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα ὅμως, ὅπως τοῦτο ἐπὶ λέξει διατυπώνεται στὴ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1848 «ἐσχάτη καὶ μεγάλη αἵρεση» εἶναι ὁ Παπισμός. [11] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, λόγ. α΄, Πατερικαὶ Ἐκδ. “ΓΡ. Ο ΠΑΛΑΜΑΣ”, ΕΡΓΑ 2, σελ. 28-30. [12] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, ὅπ. παρ., σελ. 54. [13] Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ. [14] Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ., σελ. 30. [15] Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ., σελ. 36. [16] Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ., σελ. 46. [17] Γρηγορίου Θεολόγου, Πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον, ἐπιστ. β΄, TLG s. 3, l. 3-4. [18] Βουλγάρεως Εὐγενίου, Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 43-44. [19] Μ. Βασιλείου, Κεφαλ. τῶν κατὰ Πλάτος Ὅρων, Ἐρώτ. κηʹ, TLG v. 31, p. 988, l. 40-p. 989, l. 16. [20] P.G. 160, 1097AB, 105C. [21] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου…, Πατερικαὶ Ἐκδ. “ΓΡ. Ο ΠΑΛΑΜΑΣ”, ΕΡΓΑ 2, κεφ. 6, σ. 36-38. [22] «Τότε γάρ, ὅταν ἐπιβουλεύσωσι, μάλιστα προσποιοῦνται περὶ πίστεως γράφειν, ἵνα, ὡς ὁ Πιλᾶτος ἐνίψατο τὰς χεῖρας, οὕτω καὶ οὗτοι δράκοντες ἀποκτείνωσι τοὺς εἰς Χριστὸν εὐσεβοῦντας· καὶ ἵνα, ὡς περὶ πίστεως ὁρίζοντες δόξωσιν, ὡς πολλάκις εἶπον, φεύγειν τὸ τῆς ἑτεροδοξίας ἔγκλημα»: Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ. [23] Χρυσόστομου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλία Αʹ, PG 58, 477. [24] Ἀμφιλοχίου, Contra haereticos, TLG l. 8. [25] Καὶ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι… Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C). [26] Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ ἀρετῆς κεφάλαια δέκα, κεφ. ηʹ, Πρόλογος. [27] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Contra Julianum (lib. 1-2), TLG Book prol, s. 4, l. 9. [28] Λίχνος=αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἐκλεκτές τροφές, ὁ λαίμαργος. [29] Ὠριγένους, Φιλοκαλία, TLG c. 5, s. 7, l. 7-18. [30] Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, ὅπ. παρ., κεφ. 11, σελ. 50. [31] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγοι ἀποδεικτικοὶ δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος α΄, σελ 70. [32] Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Εἰς τὸν 100ο Ψαλμό, [Sp.], TLG v. 55, pg 633, ln 15. [33] Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, εἰς Πόποβιτς Ἰουστίνου, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός σελ. 228. [34] Μ. Βασιλείου, Ἠθικά, Ὅρος λεʹ. [35] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, TLG c. 32, s. 1, l. 1 - s. 4, l. 6. [36] Concilia Oecumenica (ACO): Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: t. 3, p. 111, l. 20-l. 28
Comments
Post a Comment