ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΩΝ ΔΙΩΚΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΟΔΟΞΙΑΣ
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν
Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βάρσην, ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος «τὰς τῆς ἀρετῆς ἀπήστραπτε λαμπηδόνας» (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146,
636D), καὶ στὴ θέση του
τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν “ὄνομα
καὶ πρᾶγμα” Λύκος!
«Ἐπειδὴ γὰρ τὸν εἰρημένον Βάρσην τῆς
ποίμνης ἐστέρησεν, Λύκον ἀντικαθίστη» (ὅπ. παρ.).
Ὅμως τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα καὶ δὲν
ἤθελε νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν “προβατόσχημο λύκο” καὶ ψευδεπίσκοπο Λύκο.
Γι’ αὐτὸ ΟΛΟΙ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ συγκεντρώθηκαν σὲ ἕναν εὐκτήριο οἶκο
ἀφιερωμένο στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἔπαρχο Μόδεστο νὰ ἐκδιώξει μὲ
στρατιωτικὴ ἐπιχείρηση τὸ πλῆθος ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, κάνοντας χρήση ἀκόμα καὶ
τῶν σπαθιῶν!
Ὁ
Μόδεστος ἑτοιμάστηκε νὰ πραγματοποιήσει τὴν διαταγή. Ἀλλ’ ὅμως τὴν προηγούμενη
ἡμέρα (γιὰ ἀδιευκρίνιστους λόγους) εἰδοποίησε κρυφὰ
τοὺς Ἐδεσσηνοὺς νὰ μὴν προσέλθουν στὸ μέρος ποὺ ἔκαναν τὶς συναθροίσεις τους
καὶ νὰ προφυλαχτοῦν γιατὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἔχει δώσει ἐντολή, ὅσοι
εὑρεθοῦν ἐκεῖ νὰ τιμωρηθοῦν.
«Ὡς δὲ τὸ πλῆθος δυσχεραῖνον τὴν κοινωνίαν σφοδρῶς ἀπεσείετο,
πάντες τὴν πόλιν καταλιπόντες πρὸ τοῦ ἄστεος συνηθροίζοντο· ἦν δὲ ἐκεῖσε Θωμᾶ
τῷ ἀποστόλῳ ἐπιφανὲς εὐκτήριον· ὃ ἱστορῆσαι βουλόμενος Οὐάλης, σύναμα τῷ
ὑπάρχῳ, Μόδεστος οὗτος ἦν, ἦκεν ἐντειλαμένος πρότερον, τὸ συνιστάμενον ἐκεῖσε
πλῆθος μετὰ τῆς ὁπλιτικῆς περὶ αὐτὸν δυνάμεως διασκεδάσαι, ράβδοις καὶ ροπάλοις
παίοντας, εἰ δὲ δεήσει, χρησομένους καὶ ξίφει. Ὁ δὲ τὸ κελευόμενον ἔδρα· καὶ
λάθρα τοῖς Ἐδεσσηνοῖς ἐδήλου φυλάξασθαι τὴν ὑστεραίαν, μὴ εἰς τὸν εἰωθότα
συνελθεῖν τόπον· πρόσταγμα γὰρ βασιλέως εἶναι τιμωρίαν ἐπάγειν οἷς ἁλῶναι
συμβαίη. Καὶ ὁ μὲν οὗτος ἠπείλει καίπερ ἑτερόδοξος· ἢ μηδένα ἢ ὀλίγους
κινδυνεῦσαι προμηθούμενος, ἢ ἴσως καὶ παραιτούμενος ἑαυτὸν πρὸς τὴν τοῦ
κρατοῦντος ὀργήν» (ὅπ.
παρ. 637Β).
Ὅμως οἱ Ἐδεσσηνοὶ ὀρθόδοξοι πιστοί, ὄχι μόνον ἀγνόησαν
τὶς ἀπειλές, ἀλλὰ πρωΐ-πρωῒ μετέβησαν μὲ μεγαλύτερη προθυμία στὸν καθορισμένο
τόπο τῆς συνάξεως πραγματοποιώντας τὰ λατρευτικά τους καθήκοντα.
«Ἐδεσσηνοὶ μέντοι ἐν δευτέρῳ θέμενοι τὰς ἀπειλάς, ἅμα ἕῳ
πρόθυμοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπὶ τὸν τόπον ἐχώρουν, καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπραττον» (ὅπ. παρ. 637C).
Στὴν συνέχεια ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς
συγκινητικὸ περιστατικό. Ὁ Μόδεστος, πηγαίνοντας μὲ στρατιωτικὸ ἄγημα στὸ μέρος
ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ Χριστιανοί, συνάντησε μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸ βρέφος
της πήγαινε στὴν συνάθροιση τῶν πιστῶν. Διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ ζητοῦσε νὰ
μάθει, ποῦ πηγαίνει ἔτσι βιαστικά. Αὐτὴ ἀπάντησε: Στὸ μέρος ποὺ ἔχουν
συγκεντρωθεῖ οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. «Ἐπὶ τὸ πεδίον ἔνθα οἱ τῆς εὐσεβείας
θεράποντες».
Καὶ συνέχισε· γνωρίζω καλὰ ὅσα κακὰ μᾶς
ἑτοιμάζετε καὶ τρέχω νὰ προλάβω κι ἐγὼ νὰ ἀξιωθῶ νὰ πάθω τὰ ἴδια, γιὰ νὰ μὴ
χάσω τὴν δόξα ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς (σ’ ὅσους παραμένουν πιστοὶ στὶς Ἐντολὲς Του, μὴ
κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς):
«…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐκείνοις ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα
μὴ κατόπιν δρόμου γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
Καὶ ὁ
ἔπαρχος ρώτησε· γιατὶ σέρνεις μαζί σου καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε:
«Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς, μετασχὸν τῶν παθῶν»! (ὅπ. παρ. 637D).
Καὶ ὁ Μόδεστος μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν
ἀνδρεία ἀπάντηση, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν γενναιότητα τῆς γυναίκας καὶ
συμπεραίνοντας ὅτι, ἂν μιὰ γυναῖκα εἶχε τέτοια ἀνδρεία στάση, πόσο μᾶλλον ἦταν
ἀποφασισμένοι καὶ πρόθυμοι νὰ πάθουν ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι
πιστοί, ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια.
Συναντήθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν
πραγματοποιήσει τὴν διωκτικὴ τῶν Χριστιανῶν ἀπειλή (ὅπ. παρ. 637-640).
Ὁ Οὐάλης ὅμως δὲν πείστηκε, ἀλλὰ διέταξε νὰ
συλληφθοῦν οἱ «ἡγούμενοι τοῦ πλήθους», ἐκτὸς ἐάν –ὅπως
σημειώνει ὁ Νικηφόρος– «τῶ λύκῳ καὶ οὐ ποιμένι» κοινωνήσουν. Διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἐκδίωκε ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ θὰ τοὺς
ἐξόριζε σὲ ἀπομακρυσμένες περιοχές (ὅπ. παρ. 640Α).
Ὁ ἔπαρχος συγκέντρωσε τοὺς πιστοὺς καὶ
προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ὑπακούσουν. Αὐτοὶ τὸν ἄκουγαν ἐν σιωπῇ καὶ δὲν
ἀπαντοῦσαν, ἀφήνοντας τὴν πρωτοβουλία τῆς ἀπαντήσεως στὸν Ἐπίσκοπό τους
Εὐλόγιο, ποὺ ἦταν «ἀνὴρ βίῳ καὶ λόγῳ τὸ ἀξιέπαινον ἔχων» (ὅπ. παρ. 640Β).
Τότε ὁ ἔπαρχος ἐστράφη πρὸς τὸν Εὐλόγιο καὶ διελέγετο μὲ
αὐτόν. Κι ὅταν τὸν ρώτησε ἂν θὰ κοινωνήσει μὲ τὸν αἱρετικὸ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ὁ
Εὐλόγιος μειδιάσας καὶ μὲ χαριτωμένο τρόπο εἶπε: «Προσφέρει γὰρ καὶ μετὰ
τῆς βασιλείας καὶ τὸ ἱερᾶσθαι κεκλήρωται»!
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση ὁ ἔπαρχος, ἀφοῦ ἐπέπληξε τὸν
Εὐλόγιο καὶ τὸν εἰρωνεύτηκε, εἶπε: Δὲν ἐννοοῦσα αὐτό, ἀλλὰ τὸ νὰ κοινωνήσεις μὲ
ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὁ αὐτοκράτορας διατάσσει.
Καὶ ὁ
Εὐλόγιος ἀπάντησε ὅτι ἀκολουθεῖ τοὺς «καλοὺς ποιμένες» κι ὄχι τοὺς αἱρετικοὺς
ποὺ προσφέρουν μολυσμένη καὶ δηλητηριώδη
τροφή:
«Ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ποιμένας
οὐκ ἄμοιρος· οὗ τῆς φωνῆς ὡς γνησίας ἐπῃσθημένος, καὶ τοῖς ἐκείνου δόγμασι
ἕπομαι· καὶ οὐ χρή μοι τῆς τοιαύτης νοσερᾶς πόας καὶ θανασίμου» (ὅπ. παρ. 640CD).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ
θυμὸ ὁ ἔπαρχος καὶ συνέλαβε καὶ ἐξόρισε ὀγδόντα πιστούς, ἐκείνους ποὺ ἦσαν οἱ
ἐξέχοντες καὶ «τὰ στηρίγματα» τῶν πιστῶν.
Ἐξ αὐτῶν τὸν «Εὐλόγιο μέντοι καὶ
Πρωτογένην τὰ δεύτερα μετ’ ἐκεῖνον ἔχοντα εἰς Ἀντινὼ τὴν Θηβαίων ἐξόριζεν. Ὅσην
δ’ ἐκείνων ἡ ἀρετή, ἐντεῦθεν δειχθήσεται. Ἐπεὶ γὰρ σύμφρονά τινα ἐπίσκοπον
εὗρον ἐκεῖσε, κοινωνεῖν εἵλοντο, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μετεῖχον συλλόγων» (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146,
641Α).
Comments
Post a Comment