ΔΙΔΑΧΑΙ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
ΠΕΡΙ ΛΥΠΗΣ
ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
Όταν το πονηρό πνεύμα της λύπης κατακυριεύει την ψυχή, την γεμίζει με οδύνη και στενοχώρια και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προσευχηθεί με την απαραίτητη ηρεμία, εμποδίζει την ανάγνωση των Γραφών με τη δέουσα προσοχή, τον στερεί από την μετριοπάθεια και το σεβασμό στις σχέσεις του με τους άλλους αδελφούς και του προκαλεί μια αποστροφή για κάθε είδος συζήτησης.
Γιατί εκείνος που έχει κατακυριευθεί από τη λύπη γίνεται ένας άνθρωπος τρελός και έξαλλος, που δεν μπορεί να δεχτεί με ειρήνη μια καλή συμβουλή ούτε ν’ απαντήσει ήρεμα σε ερωτήσεις που του απευθύνονται. Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να ήταν εκείνοι η αιτία της λύπης του και δεν μπορεί να καταλάβει ότι η αιτία της δοκιμασίας αυτής βρίσκεται μέσα του.
Η λύπη είναι ένα σκουλήκι της καρδιάς που κατατρώγει τη μητέρα που το γέννησε.
Εκείνος που έχει κατανικήσει τα πάθη, έχει κατανικήσει και τη λύπη. Εκείνος όμως που έχει κατακυριευθεί από τα πάθη δε θα αποφύγει τα δεσμά της λύπης. Όπως ένας άρρωστος άνθρωπος γνωρίζεται από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ένας που είναι κατακυριευμένος από τα πάθη γνωρίζεται από τη λύπη του.
Εκείνος που αγαπά τον κόσμο δεν μπορεί παρά να αιχμαλωτίζεται από τη λύπη. Αλλά εκείνος που περιφρονεί τον κόσμο είναι πάντα χαρούμενος.
Όπως η φωτιά καθαρίζει το χρυσό, έτσι και η λύπη που προκαλείται από τη νοσταλγία του Θεού καθαρίζει την αμαρτωλή καρδιά.
ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Αχ! Αν ήξερες μόνο τι χαρά, τι γλυκύτητα περιμένει τη δίκαια ψυχή στον ουρανό, θα αποφάσιζες να υπομένεις με ευγνωμοσύνη σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή κάθε είδους λύπη, διωγμό και συκοφαντία.
Δεν πρέπει, χωρίς ανάγκη να ανοίγεις στον άλλον την καρδιά σου. Μέσα σε χιλιάδες ίσως βρεις μόνο ένα, που θα μπορέσει να κρατήσει το μυστικό σου. Όταν εμείς οι ίδιοι δεν το κρατάμε μέσα μας, πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα το κρατήσουν οι άλλοι;
Το να διδάσκεις τους άλλους είναι τόσο εύκολο, όσο το να ρίχνεις πέτρες από ένα καμπαναριό. Το να εφαρμόζεις όμως όσα διδάσκεις, αυτό είναι σαν να ανεβάζεις τις πέτρες εκεί πάνω. Τόσο διαφέρει η διδασκαλία από την εφαρμογή.
Όταν φτάσει ο άνθρωπος στην ηλικία των τριάντα πέντε ετών, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της επιγείου ζωής, χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να κρατηθεί στο σωστό δρόμο.
Πολλοί στην ηλικία αυτή ξεφεύγουν και επιστρέφουν στις αμαρτωλές επιθυμίες τους. Πολλοί συγκέντρωσαν πολλά στη νεότητα τους, μαρτυρεί ο Μέγας Βασίλειος. Στο μέσον όμως της ζωής τους δεν υπέμειναν την τρικυμία που ξεσήκωσαν εναντίον τους τα πνεύματα της πονηρίας, και τα έχασαν όλα.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Όσοι αληθινά απεφάσισαν να υπηρετήσουν τον Κύριο, πρέπει να καταγίνονται στη μνήμη του Θεού και στην αδιάλειπτη και νοερά επίκληση του ονόματος Του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Τις ώρες που ακολουθούν μετά το γεύμα μπορεί κανείς να προσεύχεται ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, πρεσβείαις της Θεοτόκου ελέησόν με τον αμαρτωλό». Μπορεί επίσης να καταφεύγει ιδιαιτέρως στη Θεοτόκο:
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς» ή να λέει τον αρχαγγελικό ασπασμό: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία…» Με αύτη την απασχόληση όχι μόνο διατηρούμε ειρηνική τη συνείδησή μας, αλλά μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Διότι, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε με άλλο τρόπο τον Θεό, έκτος από την αδιάλειπτη προσευχή.
Τα είδη της προσευχής περιγράφει πολύ καλά ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Όσο για την αξία της ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Μεγάλο το όπλο της προσευχής· είναι θησαυρός ατίμητος, πλούτος αδαπάνητος, λιμάνι αχείμαστο, πρόξενος της ησυχίας , ρίζα, πηγή και μητέρα πλήθους καλών έργων».
Όταν προσεύχεσαι στον ναό, να στέκεσαι σε στάση προσοχής. Σ’ αυτό θα βοηθηθείς αν έχεις τα μάτια κλειστά. Να τα ανοίγεις μόνο όταν σε κυριεύει η νύστα και η ακηδία. Τότε να προσηλώνεις το βλέμμα σου σε κάποια εικόνα και στο κερί που καίει μπροστά της.
Αν αιχμαλωτισθείς την ώρα της προσευχής από λογισμούς, ταπεινώσου και ζήτησε συγχώρηση λέγοντας: «Αμάρτησα, Κύριε, με τον λόγο, τον νου, την πράξη και με όλες μου τις αισθήσεις».
Αγωνίζου διαρκώς εναντίον της διασπάσεως του νου. Διαφορετικά η ψυχή σου, με την ενέργεια του διαβόλου, θα ξεφύγει από τη μνήμη και την αγάπη του Θεού, καθώς λέει ο άγιος Μακάριος: «Όλη η φροντίδα του αντιπάλου μας έγκειται στο να απομακρύνει τον λογισμό μας από τη μνήμη του Θεού, από τον φόβο και την αγάπη μας προς Αυτόν».
Όταν ο νους και η καρδιά ενωθούν στην προσευχή και οι λογισμοί δεν διασκορπίζονται, τότε η θεία χάρη φωτίζει και θερμαίνει την ψυχή και μια μυστική αγαλλίαση και ειρήνη πλημμυρίζει όλο τον εσωτερικό άνθρωπο. Οφείλουμε να ευχαριστούμε για όλα το Θεό και να παραδίδουμε τον εαυτό μας στο θέλημά Του. Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε σ’ Αυτόν όλους τους λογισμούς, τους λόγους και τις πράξεις μας και να προσπαθούμε, ώστε να υπηρετούν όλα μόνο το θέλημά Του.
Όλη η τέχνη είναι αυτή ακριβώς. Είτε περπατάς είτε κάθεσαι, είτε στέκεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε βρίσκεσαι στην εκκλησία, άσε τη προσευχή αυτή να γλιστρήσει από τα χείλη σου “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με” με τη προσευχή αυτή στην καρδιά σου θα βρεις εσωτερική ειρήνη και γαλήνη σώματος και ψυχής.
«Αν θέλεις να διατηρήσεις την ειρήνη της ψυχής σου, να αποφεύγεις με κάθε τρόπο να κρίνεις τους άλλους.Με το να μην κρίνεις τους άλλους και να μένεις εν σιωπή, περιφρουρείς την ειρήνη. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, δέχεται θείες αποκαλύψεις».
Θά πρέπει ν’ αγωνίζεσαι μέ κάθε τρόπο νά διατηρείς τήν ειρήνη της ψυχής καί νά μήν ενοχλείσαι άπό τίς προσβολές των άλλων. Γιά νά τό πετύχεις αυτό, θά πρέπει ν’ αγωνίζεσαι μέ όλες τίς δυνάμεις νά συγκρατήσεις τό θυμό καί νά φυλάξεις μέ προσοχή τό νου καί τήν καρδιά σου άπό απρεπείς σκέψεις καί αισθήματα.
Ό Θεός έχει βάλει μέσα μας μόνο ένα θυμό καί ένα φθόνο: εναντίον του πονηρού, εναντίον εκείνου πού στην αρχή εξαπάτησε τόν άνθρωπο καί τόν έβγαλε άπό τόν Παράδεισο, εναντίον του φθοροποιού διαβόλου. Μάς δόθηκε ή εντολή νά πολεμήσουμε εναντίον των πονηρών πνευμάτων της ακαθαρσίας καί της επιθυμίας, πού σπείρουν στην καρδιά ακάθαρτες καί πονηρές σκέψεις.
Επομένως, θά πρέπει νά ανεχόμαστε μέ αταραξία τίς προσβολές πού μάς κάνουν οι άλλοι καί νά συνηθίσουμε τόν εαυτό μας νά έχει τέτοια πνευματική διάθεση, ώστε οι προσβολές αυτές νά φαίνονται ότι δέν απευθύνονται σέ μάς αλλά σέ άλλους.
ΕΙΡΗΝΗ ΨΥΧΗΣ
Τό νά βυθίζει κανείς τό νου του μέσα στην ψυχή του καί ή καρδιά του νά εργάζεται νοερά είναι σημείο σοφής ψυχής.Τίποτα δεν είναι καλύτερο άπό τήν ειρήνη τουΧριστού. Σ’ αυτή εξοστρακίζεται κάθε πόλεμος των πνευμάτων του σκότους: «ότι ούκ έστιν ήμίν ή πάλη προς αίμα καί σάρκα, αλλά προς τάς αρχάς, προς τάς εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τά πνευματικά της πονηρίας έν τοις έπουρανίοις» (Έφεσ. στ’ 12).
Τότε ή χάρη του Θεού τόν επισκιάζει καί βρίσκεται σέ μιά ειρηνική κατάσταση. Καί άπό αυτή τήν ειρηνική κατάσταση προχωρά σέ μιά άλλη, περισσότερο ειρηνική. Ειρηνική κατάσταση εννοούμε όταν κανείς έχει καθαρή συνείδηση. Καί περισσότερο ειρηνική, όταν ό νους θεωρεί μέσα του τή χάρη του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ τό λόγο του Θεού: «καί έγενήθη έν ειρήνη ό τόπος αύτού» (Ψαλμός οε’ 3).
Μπορεί νά μήν ευφραίνεται κανείς, όταν βλέπει τόν ήλιο μέ τά αισθητά του μάτια; Άλλα πόσο περισσότερο ευφραίνεται, όταν ό νους του βλέπει μέ τά εσωτερικά μάτια τόν Ήλιο της Δικαιοσύνης, τό Χριστό; Τότε πραγματικά χαίρεται κανείς μέ μιά αγγελική χαρά. Γι’ αυτή τή χαρά ό απόστολος Παύλος είπε: «ημών γάρ τά πολίτευμα έν ούρανοίς υπάρχει» (Φιλιππ. γ’ 20).
Όταν ό άνθρωπος πορεύεται σέ μιά ειρηνική κατάσταση, γεύεται τίς πνευματικές δωρεές μέ αφθονία.
Οι άγιοι πατέρες, πού βρίσκονταν σέ ειρηνική κατάσταση καί είχαν επισκιαστεί άπό τή θεία χάρη, ζούσαν πολύ.
Όταν ό άνθρωπος βρίσκεται σέ ειρηνική κατάσταση, μπορεί νά φωτίσει καί τους άλλους μέ τό δικό του φως. Πρίν άπ’ αυτό όμως πρέπει νά επαναλάβει τά λόγια αυτά της Προφήτιδος Άννας: «μή έξελθέτω μεγαλορρημοσύνη έκ του στόματος υμών» (Α’ Βασιλ. β’ 3) καί τά λόγια του Κυρίου: «υποκριτά, έκβαλε πρώτον τήν δοκόν έκ του οφθαλμού σου, καί τότε διαβλέψεις έκβαλείν τά κάρφος έκ του οφθαλμού του άδελφού σου» (Ματθ. ζ 5).
Ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός άφησε τήν ειρήνη αυτή σάν κάποιο ανεκτίμητο θησαυρό στους μαθητές Του πρίν τό θάνατο Του, λέγοντας: «είρήνην αφίημι ύμίν, ειρήνην τήν έμήν δίδωμι ύμίν» (Ίωάν. ιδ’ 27). Γι’ αυτή τήν ειρήνη ό Απόστολος λέγει: «καί ή ειρήνη του Θεού ή υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τάς καρδίας υμών καί τά νοήματα υμών έν Χριστώ Ίησοϋ» (Φι-λιπ.δ’7).
Γι’ αυτό πρέπει νά αγιάσουμε όλες τίς σκέψεις, τίς επιθυμίες καί τά έργα μας, γιά νά λάβουμε τήν ειρήνη του Θεού καί νά κραυγάζουμε πάντα μαζί μέ τήν Εκκλησία: «Κύριε, ό θεός ημών, είρήνην δός ήμίν» (Ησαΐας κστ’ 12).
ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
Όταν το πονηρό πνεύμα της λύπης κατακυριεύει την ψυχή, την γεμίζει με οδύνη και στενοχώρια και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προσευχηθεί με την απαραίτητη ηρεμία, εμποδίζει την ανάγνωση των Γραφών με τη δέουσα προσοχή, τον στερεί από την μετριοπάθεια και το σεβασμό στις σχέσεις του με τους άλλους αδελφούς και του προκαλεί μια αποστροφή για κάθε είδος συζήτησης.
Γιατί εκείνος που έχει κατακυριευθεί από τη λύπη γίνεται ένας άνθρωπος τρελός και έξαλλος, που δεν μπορεί να δεχτεί με ειρήνη μια καλή συμβουλή ούτε ν’ απαντήσει ήρεμα σε ερωτήσεις που του απευθύνονται. Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να ήταν εκείνοι η αιτία της λύπης του και δεν μπορεί να καταλάβει ότι η αιτία της δοκιμασίας αυτής βρίσκεται μέσα του.
Η λύπη είναι ένα σκουλήκι της καρδιάς που κατατρώγει τη μητέρα που το γέννησε.
Εκείνος που έχει κατανικήσει τα πάθη, έχει κατανικήσει και τη λύπη. Εκείνος όμως που έχει κατακυριευθεί από τα πάθη δε θα αποφύγει τα δεσμά της λύπης. Όπως ένας άρρωστος άνθρωπος γνωρίζεται από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ένας που είναι κατακυριευμένος από τα πάθη γνωρίζεται από τη λύπη του.
Εκείνος που αγαπά τον κόσμο δεν μπορεί παρά να αιχμαλωτίζεται από τη λύπη. Αλλά εκείνος που περιφρονεί τον κόσμο είναι πάντα χαρούμενος.
Όπως η φωτιά καθαρίζει το χρυσό, έτσι και η λύπη που προκαλείται από τη νοσταλγία του Θεού καθαρίζει την αμαρτωλή καρδιά.
ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Αχ! Αν ήξερες μόνο τι χαρά, τι γλυκύτητα περιμένει τη δίκαια ψυχή στον ουρανό, θα αποφάσιζες να υπομένεις με ευγνωμοσύνη σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή κάθε είδους λύπη, διωγμό και συκοφαντία.
Δεν πρέπει, χωρίς ανάγκη να ανοίγεις στον άλλον την καρδιά σου. Μέσα σε χιλιάδες ίσως βρεις μόνο ένα, που θα μπορέσει να κρατήσει το μυστικό σου. Όταν εμείς οι ίδιοι δεν το κρατάμε μέσα μας, πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα το κρατήσουν οι άλλοι;
Το να διδάσκεις τους άλλους είναι τόσο εύκολο, όσο το να ρίχνεις πέτρες από ένα καμπαναριό. Το να εφαρμόζεις όμως όσα διδάσκεις, αυτό είναι σαν να ανεβάζεις τις πέτρες εκεί πάνω. Τόσο διαφέρει η διδασκαλία από την εφαρμογή.
Όταν φτάσει ο άνθρωπος στην ηλικία των τριάντα πέντε ετών, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της επιγείου ζωής, χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να κρατηθεί στο σωστό δρόμο.
Πολλοί στην ηλικία αυτή ξεφεύγουν και επιστρέφουν στις αμαρτωλές επιθυμίες τους. Πολλοί συγκέντρωσαν πολλά στη νεότητα τους, μαρτυρεί ο Μέγας Βασίλειος. Στο μέσον όμως της ζωής τους δεν υπέμειναν την τρικυμία που ξεσήκωσαν εναντίον τους τα πνεύματα της πονηρίας, και τα έχασαν όλα.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Όσοι αληθινά απεφάσισαν να υπηρετήσουν τον Κύριο, πρέπει να καταγίνονται στη μνήμη του Θεού και στην αδιάλειπτη και νοερά επίκληση του ονόματος Του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Τις ώρες που ακολουθούν μετά το γεύμα μπορεί κανείς να προσεύχεται ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, πρεσβείαις της Θεοτόκου ελέησόν με τον αμαρτωλό». Μπορεί επίσης να καταφεύγει ιδιαιτέρως στη Θεοτόκο:
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς» ή να λέει τον αρχαγγελικό ασπασμό: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία…» Με αύτη την απασχόληση όχι μόνο διατηρούμε ειρηνική τη συνείδησή μας, αλλά μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Διότι, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε με άλλο τρόπο τον Θεό, έκτος από την αδιάλειπτη προσευχή.
Τα είδη της προσευχής περιγράφει πολύ καλά ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Όσο για την αξία της ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Μεγάλο το όπλο της προσευχής· είναι θησαυρός ατίμητος, πλούτος αδαπάνητος, λιμάνι αχείμαστο, πρόξενος της ησυχίας , ρίζα, πηγή και μητέρα πλήθους καλών έργων».
Όταν προσεύχεσαι στον ναό, να στέκεσαι σε στάση προσοχής. Σ’ αυτό θα βοηθηθείς αν έχεις τα μάτια κλειστά. Να τα ανοίγεις μόνο όταν σε κυριεύει η νύστα και η ακηδία. Τότε να προσηλώνεις το βλέμμα σου σε κάποια εικόνα και στο κερί που καίει μπροστά της.
Αν αιχμαλωτισθείς την ώρα της προσευχής από λογισμούς, ταπεινώσου και ζήτησε συγχώρηση λέγοντας: «Αμάρτησα, Κύριε, με τον λόγο, τον νου, την πράξη και με όλες μου τις αισθήσεις».
Αγωνίζου διαρκώς εναντίον της διασπάσεως του νου. Διαφορετικά η ψυχή σου, με την ενέργεια του διαβόλου, θα ξεφύγει από τη μνήμη και την αγάπη του Θεού, καθώς λέει ο άγιος Μακάριος: «Όλη η φροντίδα του αντιπάλου μας έγκειται στο να απομακρύνει τον λογισμό μας από τη μνήμη του Θεού, από τον φόβο και την αγάπη μας προς Αυτόν».
Όταν ο νους και η καρδιά ενωθούν στην προσευχή και οι λογισμοί δεν διασκορπίζονται, τότε η θεία χάρη φωτίζει και θερμαίνει την ψυχή και μια μυστική αγαλλίαση και ειρήνη πλημμυρίζει όλο τον εσωτερικό άνθρωπο. Οφείλουμε να ευχαριστούμε για όλα το Θεό και να παραδίδουμε τον εαυτό μας στο θέλημά Του. Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε σ’ Αυτόν όλους τους λογισμούς, τους λόγους και τις πράξεις μας και να προσπαθούμε, ώστε να υπηρετούν όλα μόνο το θέλημά Του.
Όλη η τέχνη είναι αυτή ακριβώς. Είτε περπατάς είτε κάθεσαι, είτε στέκεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε βρίσκεσαι στην εκκλησία, άσε τη προσευχή αυτή να γλιστρήσει από τα χείλη σου “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με” με τη προσευχή αυτή στην καρδιά σου θα βρεις εσωτερική ειρήνη και γαλήνη σώματος και ψυχής.
«Αν θέλεις να διατηρήσεις την ειρήνη της ψυχής σου, να αποφεύγεις με κάθε τρόπο να κρίνεις τους άλλους.Με το να μην κρίνεις τους άλλους και να μένεις εν σιωπή, περιφρουρείς την ειρήνη. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, δέχεται θείες αποκαλύψεις».
Θά πρέπει ν’ αγωνίζεσαι μέ κάθε τρόπο νά διατηρείς τήν ειρήνη της ψυχής καί νά μήν ενοχλείσαι άπό τίς προσβολές των άλλων. Γιά νά τό πετύχεις αυτό, θά πρέπει ν’ αγωνίζεσαι μέ όλες τίς δυνάμεις νά συγκρατήσεις τό θυμό καί νά φυλάξεις μέ προσοχή τό νου καί τήν καρδιά σου άπό απρεπείς σκέψεις καί αισθήματα.
Ό Θεός έχει βάλει μέσα μας μόνο ένα θυμό καί ένα φθόνο: εναντίον του πονηρού, εναντίον εκείνου πού στην αρχή εξαπάτησε τόν άνθρωπο καί τόν έβγαλε άπό τόν Παράδεισο, εναντίον του φθοροποιού διαβόλου. Μάς δόθηκε ή εντολή νά πολεμήσουμε εναντίον των πονηρών πνευμάτων της ακαθαρσίας καί της επιθυμίας, πού σπείρουν στην καρδιά ακάθαρτες καί πονηρές σκέψεις.
Επομένως, θά πρέπει νά ανεχόμαστε μέ αταραξία τίς προσβολές πού μάς κάνουν οι άλλοι καί νά συνηθίσουμε τόν εαυτό μας νά έχει τέτοια πνευματική διάθεση, ώστε οι προσβολές αυτές νά φαίνονται ότι δέν απευθύνονται σέ μάς αλλά σέ άλλους.
ΕΙΡΗΝΗ ΨΥΧΗΣ
Τό νά βυθίζει κανείς τό νου του μέσα στην ψυχή του καί ή καρδιά του νά εργάζεται νοερά είναι σημείο σοφής ψυχής.Τίποτα δεν είναι καλύτερο άπό τήν ειρήνη τουΧριστού. Σ’ αυτή εξοστρακίζεται κάθε πόλεμος των πνευμάτων του σκότους: «ότι ούκ έστιν ήμίν ή πάλη προς αίμα καί σάρκα, αλλά προς τάς αρχάς, προς τάς εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τά πνευματικά της πονηρίας έν τοις έπουρανίοις» (Έφεσ. στ’ 12).
Τότε ή χάρη του Θεού τόν επισκιάζει καί βρίσκεται σέ μιά ειρηνική κατάσταση. Καί άπό αυτή τήν ειρηνική κατάσταση προχωρά σέ μιά άλλη, περισσότερο ειρηνική. Ειρηνική κατάσταση εννοούμε όταν κανείς έχει καθαρή συνείδηση. Καί περισσότερο ειρηνική, όταν ό νους θεωρεί μέσα του τή χάρη του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ τό λόγο του Θεού: «καί έγενήθη έν ειρήνη ό τόπος αύτού» (Ψαλμός οε’ 3).
Μπορεί νά μήν ευφραίνεται κανείς, όταν βλέπει τόν ήλιο μέ τά αισθητά του μάτια; Άλλα πόσο περισσότερο ευφραίνεται, όταν ό νους του βλέπει μέ τά εσωτερικά μάτια τόν Ήλιο της Δικαιοσύνης, τό Χριστό; Τότε πραγματικά χαίρεται κανείς μέ μιά αγγελική χαρά. Γι’ αυτή τή χαρά ό απόστολος Παύλος είπε: «ημών γάρ τά πολίτευμα έν ούρανοίς υπάρχει» (Φιλιππ. γ’ 20).
Όταν ό άνθρωπος πορεύεται σέ μιά ειρηνική κατάσταση, γεύεται τίς πνευματικές δωρεές μέ αφθονία.
Οι άγιοι πατέρες, πού βρίσκονταν σέ ειρηνική κατάσταση καί είχαν επισκιαστεί άπό τή θεία χάρη, ζούσαν πολύ.
Όταν ό άνθρωπος βρίσκεται σέ ειρηνική κατάσταση, μπορεί νά φωτίσει καί τους άλλους μέ τό δικό του φως. Πρίν άπ’ αυτό όμως πρέπει νά επαναλάβει τά λόγια αυτά της Προφήτιδος Άννας: «μή έξελθέτω μεγαλορρημοσύνη έκ του στόματος υμών» (Α’ Βασιλ. β’ 3) καί τά λόγια του Κυρίου: «υποκριτά, έκβαλε πρώτον τήν δοκόν έκ του οφθαλμού σου, καί τότε διαβλέψεις έκβαλείν τά κάρφος έκ του οφθαλμού του άδελφού σου» (Ματθ. ζ 5).
Ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός άφησε τήν ειρήνη αυτή σάν κάποιο ανεκτίμητο θησαυρό στους μαθητές Του πρίν τό θάνατο Του, λέγοντας: «είρήνην αφίημι ύμίν, ειρήνην τήν έμήν δίδωμι ύμίν» (Ίωάν. ιδ’ 27). Γι’ αυτή τήν ειρήνη ό Απόστολος λέγει: «καί ή ειρήνη του Θεού ή υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τάς καρδίας υμών καί τά νοήματα υμών έν Χριστώ Ίησοϋ» (Φι-λιπ.δ’7).
Γι’ αυτό πρέπει νά αγιάσουμε όλες τίς σκέψεις, τίς επιθυμίες καί τά έργα μας, γιά νά λάβουμε τήν ειρήνη του Θεού καί νά κραυγάζουμε πάντα μαζί μέ τήν Εκκλησία: «Κύριε, ό θεός ημών, είρήνην δός ήμίν» (Ησαΐας κστ’ 12).
Comments
Post a Comment