ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΝΝΗΣ
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΖΑΧΑΡΙΑ
ΟΤΑΝ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ
ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
<< Ἐγώ, εἶπε στόν προφήτη ἡ συνώνυμη μέ τή χάρι γυναῖκα, προέρχομαι ἀπό ἱερατική γενηά, ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἀαρών, ἔχω ρίζα προφητική καί βασιλική. Καί ἔγινα ἕνα κλαδί ἀπό Δαβίδ, τόν Σολομῶντα τούς διαδόχους τους, καί, ἐπί πλέον, εἶμαι συγγενής τῆς γυναῖκας σου Ἐλισάβετ. Μετά, στόν κατάληλο καιρό, συνδέθηκα μέ ἄνδρα κατά τό θέλημα τοῦ Δεσπότου.
Βρέθηκα ὅμως στεῖρα καί ἄγονος γιά ἀρκετό καιρό καί ἐπειδή δέν μπόρεσα νά βρῶ κανένα φάρμακο, πού θά μέ ἀπάλλασε ἀπό τή συμφορά, κατέφυγα πρός τό Θεό τό μόνο κυρίαρχο, πού μπορεῖ νά δίνη διέξοδο στίς δυσκολίες, καί σ᾽ αὐτόν ἄνοιξα μέ σοβαρότητα τό στόμα μου, σ᾽ αὐτόν πού εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, καί μέ πόνο καρδίας καί μέ δάκρυα στά μάτια ἔκραξα καί αὐτά τοῦ εἶπα·
Ὦ Κύριε, Κύριέ μου, ἀπευθύνομαι σέ σένα πού ἀκοῦς ἀμέσως τήν φωνή τῶν πονεμένων ψυχῶν.
Γιατί μέ διαφοροποίησες ἀπό τή φύσι τῶν προγόνων μου;
Γιατί μέ θεατρίνισες στήν γενιά μου, καί ἔκανες τά μέλη τῆς φυλῆς μου νά κινοῦν τό κεφάλι τους μέ νόημα;
Γιατί μέ ἔκανες συμμέτοχο τῆς κατάρας τῶν προφητῶν, δίνοντάς μου μήτρα ἄτεκνη καί μαστούς στερημένους ἀπό γάλα;
Γιατί ἀπέρριψες τίς προσφορές μου ὡς ἄτεκνης;
Γιατί μέ ἄφησες νά γίνω περίγελως στούς γνωστούς γείτονές μου;
Ρίξε τό βλέμμα σου πάνω μου Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή μου Δέσποτα, λυπήσου με Ἅγιε, κάνε με ὅμοια μέ τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ, μέ τά θηρία τῆς ξηρᾶς, μέ τά ψάρια τῆς θαλάσσης, διότι καί αὐτά εἶναι γόνιμα μπροστά σου. Νά μή φανῶ, Ὕψιστε, ἐγώ, πού ἀπό σένα ἔγινα σύμφωνα μέ τήν δική σου εἰκόνα, χειρότερη ἀπό τά ἄλογα ζῶα.
Κοντά σέ αὐτά πού εἶπα πρόσθεσα καί τοῦτο· Διότι δικό σου Δέσποτα, θά εἶναι δῶρο εὐχαριστήριο, σάν ἱερό τάμα, καί δῶρο πολύτιμο αὐτό, πού μοῦ δωρήθηκε ἀπό σένα τόν πλουσιότατο δωρητή τῶν τελείων χαρισμάτων.
Αὐτά ἐγώ (ἔλεγα) ὅσο βρισκόμουν ὑπαίθρια στόν δικό μου κῆπο, ρίχνοντας τό βλέμμα μου στούς οὐρανούς καί κτυπώντας τό στῆθος μου μέ τά χέρια μου ἔκραζα πρός τούς οὐρανούς. Ὁ δέ σύζυγός μου ἐνῶ βρισκόταν ὁλομόναχος στό βουνό καί γιά σαράντα μερόνυχτα νήστευε, καί γιά τόσα ἐκλιπαροῦσε τόν Θεό.
Ἔτσι λοιπόν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πού εἶναι πάντα πρόθυμος νά δείξη τόν οἶκτο του, ἀφοῦ κάμφθηκε ἀπό τίς προσευχές καί τῶν δυό μας, ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά μᾶς ἀναγγείλη τή σύλληψι τῆς θυγατρός μας.
Ἀμέσως λοιπόν, ἀφοῦ διατάχθηκε ἡ φύσις ἀπό τό Θεό, ἀποδέχθηκε τό σπέρμα. Διότι αὐτή δέν εἶχε τολμήσει νά τό δεχθῆ, πρίν ἀπό τή θεία χάρι, παρά μόνον ἀφοῦ ἐκείνη πρώτη εἰσῆλθε, καί ἀφοῦ ἔτσι πέρασε, ἄνοιξε ἡ μήτρα τίς δικές της πύλες, καί ἀφοῦ δέχθηκε αὐτό πού τῆς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, τό κράτησε μέσα της μέχρι πού, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό σπέρμα πού τοποθετήθηκε μέσα της, βγῆκε στό φῶς.
Εὐχαριστῶ τό Θεό μου μέ ὅσες εὐχαριστίες συνέθεσαν τά χείλη μου καί ἐκφώνησε τό στόμα μου μέσα στή θλῖψι μου. Καί γι᾽ αὐτό τό λόγο συγκέντρωσα τό χορό τῶν παρθένων, συγκάλεσα τούς ἱερεῖς, ξεσήκωσα τούς συγγενεῖς, καί σέ ὅλους ἔλεγα τά παρακάτω·
Χαρεῖτε ὅλοι μαζί μου, διότι ἀναδείχθηκα καί μητέρα καί ἀφιερώτρια, πού πρόσφερα τό δικό μου τέκνο ὄχι σέ ἐπίγειο βασιλέα, οὔτε ἦταν πρέπον, ἀλλά πού τό ἀφιέρωσα στόν ἐπουράνιο βασιλέα, ἀφοῦ ἦταν καί δικό του δῶρο.
Νά δεχθῆς λοιπόν, ὦ προφήτα τή δική μου θυγατέρα, νά τή δεχθῆς καί νά τήν εἰσαγάγης καί νά τή ριζώσης σέ τόπο ἁγιασμοῦ, καί νά ἑτοιμασθῆ γιά νά γίνη κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά περιεργάζεσαι τίποτε, μέχρις ὅτου ἐπιτρέψει νά πραγματοποιηθοῦν τά σχετικά μέ αὐτήν, αὐτός πού προτρέπει νά μείνει αὐτή ἐδῶ.>>
ΟΤΑΝ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ
ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
<< Ἐγώ, εἶπε στόν προφήτη ἡ συνώνυμη μέ τή χάρι γυναῖκα, προέρχομαι ἀπό ἱερατική γενηά, ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἀαρών, ἔχω ρίζα προφητική καί βασιλική. Καί ἔγινα ἕνα κλαδί ἀπό Δαβίδ, τόν Σολομῶντα τούς διαδόχους τους, καί, ἐπί πλέον, εἶμαι συγγενής τῆς γυναῖκας σου Ἐλισάβετ. Μετά, στόν κατάληλο καιρό, συνδέθηκα μέ ἄνδρα κατά τό θέλημα τοῦ Δεσπότου.
Βρέθηκα ὅμως στεῖρα καί ἄγονος γιά ἀρκετό καιρό καί ἐπειδή δέν μπόρεσα νά βρῶ κανένα φάρμακο, πού θά μέ ἀπάλλασε ἀπό τή συμφορά, κατέφυγα πρός τό Θεό τό μόνο κυρίαρχο, πού μπορεῖ νά δίνη διέξοδο στίς δυσκολίες, καί σ᾽ αὐτόν ἄνοιξα μέ σοβαρότητα τό στόμα μου, σ᾽ αὐτόν πού εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, καί μέ πόνο καρδίας καί μέ δάκρυα στά μάτια ἔκραξα καί αὐτά τοῦ εἶπα·
Ὦ Κύριε, Κύριέ μου, ἀπευθύνομαι σέ σένα πού ἀκοῦς ἀμέσως τήν φωνή τῶν πονεμένων ψυχῶν.
Γιατί μέ διαφοροποίησες ἀπό τή φύσι τῶν προγόνων μου;
Γιατί μέ θεατρίνισες στήν γενιά μου, καί ἔκανες τά μέλη τῆς φυλῆς μου νά κινοῦν τό κεφάλι τους μέ νόημα;
Γιατί μέ ἔκανες συμμέτοχο τῆς κατάρας τῶν προφητῶν, δίνοντάς μου μήτρα ἄτεκνη καί μαστούς στερημένους ἀπό γάλα;
Γιατί ἀπέρριψες τίς προσφορές μου ὡς ἄτεκνης;
Γιατί μέ ἄφησες νά γίνω περίγελως στούς γνωστούς γείτονές μου;
Ρίξε τό βλέμμα σου πάνω μου Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή μου Δέσποτα, λυπήσου με Ἅγιε, κάνε με ὅμοια μέ τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ, μέ τά θηρία τῆς ξηρᾶς, μέ τά ψάρια τῆς θαλάσσης, διότι καί αὐτά εἶναι γόνιμα μπροστά σου. Νά μή φανῶ, Ὕψιστε, ἐγώ, πού ἀπό σένα ἔγινα σύμφωνα μέ τήν δική σου εἰκόνα, χειρότερη ἀπό τά ἄλογα ζῶα.
Κοντά σέ αὐτά πού εἶπα πρόσθεσα καί τοῦτο· Διότι δικό σου Δέσποτα, θά εἶναι δῶρο εὐχαριστήριο, σάν ἱερό τάμα, καί δῶρο πολύτιμο αὐτό, πού μοῦ δωρήθηκε ἀπό σένα τόν πλουσιότατο δωρητή τῶν τελείων χαρισμάτων.
Αὐτά ἐγώ (ἔλεγα) ὅσο βρισκόμουν ὑπαίθρια στόν δικό μου κῆπο, ρίχνοντας τό βλέμμα μου στούς οὐρανούς καί κτυπώντας τό στῆθος μου μέ τά χέρια μου ἔκραζα πρός τούς οὐρανούς. Ὁ δέ σύζυγός μου ἐνῶ βρισκόταν ὁλομόναχος στό βουνό καί γιά σαράντα μερόνυχτα νήστευε, καί γιά τόσα ἐκλιπαροῦσε τόν Θεό.
Ἔτσι λοιπόν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πού εἶναι πάντα πρόθυμος νά δείξη τόν οἶκτο του, ἀφοῦ κάμφθηκε ἀπό τίς προσευχές καί τῶν δυό μας, ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά μᾶς ἀναγγείλη τή σύλληψι τῆς θυγατρός μας.
Ἀμέσως λοιπόν, ἀφοῦ διατάχθηκε ἡ φύσις ἀπό τό Θεό, ἀποδέχθηκε τό σπέρμα. Διότι αὐτή δέν εἶχε τολμήσει νά τό δεχθῆ, πρίν ἀπό τή θεία χάρι, παρά μόνον ἀφοῦ ἐκείνη πρώτη εἰσῆλθε, καί ἀφοῦ ἔτσι πέρασε, ἄνοιξε ἡ μήτρα τίς δικές της πύλες, καί ἀφοῦ δέχθηκε αὐτό πού τῆς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, τό κράτησε μέσα της μέχρι πού, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό σπέρμα πού τοποθετήθηκε μέσα της, βγῆκε στό φῶς.
Εὐχαριστῶ τό Θεό μου μέ ὅσες εὐχαριστίες συνέθεσαν τά χείλη μου καί ἐκφώνησε τό στόμα μου μέσα στή θλῖψι μου. Καί γι᾽ αὐτό τό λόγο συγκέντρωσα τό χορό τῶν παρθένων, συγκάλεσα τούς ἱερεῖς, ξεσήκωσα τούς συγγενεῖς, καί σέ ὅλους ἔλεγα τά παρακάτω·
Χαρεῖτε ὅλοι μαζί μου, διότι ἀναδείχθηκα καί μητέρα καί ἀφιερώτρια, πού πρόσφερα τό δικό μου τέκνο ὄχι σέ ἐπίγειο βασιλέα, οὔτε ἦταν πρέπον, ἀλλά πού τό ἀφιέρωσα στόν ἐπουράνιο βασιλέα, ἀφοῦ ἦταν καί δικό του δῶρο.
Νά δεχθῆς λοιπόν, ὦ προφήτα τή δική μου θυγατέρα, νά τή δεχθῆς καί νά τήν εἰσαγάγης καί νά τή ριζώσης σέ τόπο ἁγιασμοῦ, καί νά ἑτοιμασθῆ γιά νά γίνη κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά περιεργάζεσαι τίποτε, μέχρις ὅτου ἐπιτρέψει νά πραγματοποιηθοῦν τά σχετικά μέ αὐτήν, αὐτός πού προτρέπει νά μείνει αὐτή ἐδῶ.>>
Comments
Post a Comment