ΑΓΙΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΒΡΑΥΡΩΝΑΣ
Ο ΟΣΙΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΡΙΠΟΥ ΚΤΗΤΩΡ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΒΡΑΥΡΩΝΑΣ ΕΙΣ ΤΙΜΗΝ ΚΑΙ
Ο ΟΣΙΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΡΙΠΟΥ ΚΤΗΤΩΡ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΒΡΑΥΡΩΝΑΣ ΕΙΣ ΤΙΜΗΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΤΕΛΕΣΘΗ ΤΗΝ 16/8 ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΙΣ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΡΩΠΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΥ (ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ).
Ο Όσιος Τιμόθεος Επίσκοπος Ευρίπου
Posted on 06/11/2010 by Νέα Πρωία
Επ’ ευκαιρία του εορτασμού (23/10) των 500 ετών από τη γέννηση ενός σπουδαίο Αγίου της περιοχής της Αττικής – κτήτορα της Ι.Μ. Πεντέλης – αναπαράγουμε ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό βιογραφικό σημείωμα από το vrilissia.gr. Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Αυγούστου:
O κτήτορας (ή κτίτορας) της μονής [Πεντέλης] Τιμόθεος, γεννήθηκε στον Κάλαμο Αττικής το 1510. Το αρχικό του όνομα ήταν Τάσος Καλαμιώτης. Αφού διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην γενέτειρά του από κάποιον σχετικά μορφωμένο κληρικό, συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, με έξοδα πιθανότατα του επισκόπου Ωρεών που ήταν ο πνευματικός του. Αποφασίζοντας να ιερωθεί, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Τιμόθεος, και ορίσθηκε διάκονος, ίσως και γραμματέας του επισκόπου Ωρεών, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε. Αργότερα προήχθη σε μητροπολίτη Ευρίπου.
Ασκητικός και αφιλοχρήματος στην προσωπική του ζωή, ο Τιμόθεος προάσπισε με σθένος τα υλικά συμφέροντα και την περιουσία της μητροπόλεως του. Προσπαθώντας να προστατεύσει το χωριό Πολιτικά από τις αρπακτικές διαθέσεις της σταυροπηγιακής I.M. Αγίου Νικολάου Γαλατάκη, ήλθε αντιμέτωπος με τον πασά του Ευρίπου, τον οποίον οι μοναχοί της Mονής Γαλατάκη ανέμιξαν στην διένεξή τους με την τοπική μητρόπολη. Προκειμένου να εξοντώσει τον Τιμόθεο, ο πασάς τον παρουσίασε ως εχθρό του κράτους, κατηγορώντας τον ότι είχε αντιταχθεί στην -βραχύβια- εντολή του όντως χριστιανομάχου σουλτάνου Σελίμ Β’, να μετατραπούν οι εκκλησίες σε τζαμιά. Την κρίση επέτεινε ο απόηχος της ήττας του οθωμανικού στόλου στις Εχινάδες Νήσους (ναυμαχία της Ναυπάκτου) από τις συνασπισμένες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσεως υπό τον δον Χουάν τον Αυστριακό. Ειδοποιηθείς το 1572, είτε από την χριστιανή γυναίκα του πασά είτε από οθωμανούς κατοίκους του Ευρίπου στους οποίους ήταν πολύ αγαπητός, ότι απειλούταν η ζωή του, κατέφυγε, μαζί με δύο άλλους κληρικούς της μητροπόλεως, στην γενέτειρά του τον Κάλαμο, πιθανώς στην Ι.Μ. Καλολιβαδίου. Λίγο αργότερα, μη αισθανόμενος επαρκώς ασφαλής από τις απειλές του πασά, και ακολουθούμενος από άλλους μοναχούς, κατευθύνθηκε προς το Όρος των Αμώμων, όνομα με το οποίο ήταν τότε γνωστό το Πεντελικό όρος, περνώντας από το Μπουγιάτι Αττικής (Άγιο Στέφανο), το Καστράκι, το ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου του Κοκκιναρά και το Θαλάσσι, βαλτώδη τοποθεσία στους πρόποδες του Πεντελικού. Έφθασε έτσι στην Αγία Τριάδα «του Νερού», κοντά στην οποία αποφάσισε να παραμείνει. Το γεγονός ότι συντομότατα η εκκλησία αυτή, λόγω της καλής φήμης του μητροπολίτη, άρχισε να χρησιμοποιείται ως κυριακό σκήτης, καθώς λειτουργούνταν σ’ αυτήν κάθε Κυριακή οι ασκητές της ευρύτερης περιοχής, έκαμε τον Τιμόθεο που στο μεταξύ είχε αποφασίσει να ιδρύσει μία νέα μονή, να τους προτείνει να συγκεντρωθούν σ’ αυτήν και να συγκοινοβιάσουν. Η επιλογή της θέσης της καθορίσθηκε από την εύρεση, μέσα στις αγριελιές -στην θέση όπου λεγόταν ότι κατά την αρχαιότητα υπήρχε ιερό της Αθηνάς- ενός σκελετού ασκητή, που έφερε στο θώρακά του μια εικόνα της Θεοτόκου. Έτσι η μονή αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Έως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποκαλούταν -εκ παραφθοράς- Μονή Μεντέλης, τόσο στα επίσημα έγγραφα όσο και από τους χωρικούς της γύρω περιοχής. Με το όνομα Μεντέλη αναφέρεται επίσης από τους περισσότερους δυτικούς περιηγητές, όπως και στα δημοτικά τραγούδια και τα παλιά αθηναϊκά γνωμικά.
Η ίδρυση και η απαρχή της ανεγέρσεως της μονής χρονολογείται στα 1578, χρονολογία την οποία όχι μόνον συγκράτησε η συλλογική μνήμη των πατέρων της μονής και η οποία μεταγενέστερα αποτυπώθηκε, μαζί με δυο άλλες σημαντικές χρονολογίες της ιστορίας της μονής, σε επιγραφή γραμμένη σε ελεγειακό μέτρο, στην κεντρική είσοδο του καθολικού και η οποία επανατοποθετήθηκε στην ίδια θέση μετά την σχεδόν εκ βάθρων ανακατασκευή του το 1953:
«ΕΤΕΙ ΑΦΟΗ’ Ήδ’ υπό Τιμοθέουυ Ευβοίης αρχιθύταο/ Ιρή δωμήθη Θειοτόκοιο Μονή».
αλλά και σε απλοϊκό χάραγμα, σύγχρονο του κτήτορα, στο υπέρθυρο της εισόδου του μοναστηριακού κοιμητηρίου το οποίο δυστυχώς κατεδαφίσθηκε πρόσφατα με την εξαίρεση του κοιμητηριακού ναού που τιμάται στη μνήμη του Αγίου Νικολάου. Ενόσω κτιζόταν η μονή, ο Τιμόθεος, φίλος ων της ησυχίας, αποτραβήχτηκε στο ασκηταριό του Αγίου Γεωργίου (κατ’ άλλους του Αγίου Νικολάου) του Χωστού, στην Καρυττό (ή Γαργηττό), στα νότια κράσπεδα του Πεντελικού.
Όπως στα χρόνια της αρχιερατείας του στον Εύριπο, ο Άγιος Τιμόθεος συνδύασε την πνευματική προκοπή της υπ’ αυτόν αδελφότητας με την οικονομική της αυτάρκεια. Θέλοντας να απαλλάξει την Πεντέλη από την παρουσία των ποιμένων που το καλοκαίρι έβοσκαν τα κοπάδια τους στην περιοχή όπου κτιζόταν η μονή, ο Τιμόθεος αγόρασε μέρος της περιοχής Γέρακα, στην οποία αυτοί ξεχειμώνιαζαν, με αποτέλεσμα αυτοί να απομακρυνθούν, εγκαθιστάμενοι, κατά μία εκδοχή στα Λαμπρικά, κοντά στο Κουρσουλά (το μετέπειτα Κορωπί), σε έκταση που λέγεται ότι αγόρασε ο άγιος με σκοπό να την ανταλλάξει με τον πλησιέστερο γέροντα. Εξ ού και το γεγονός ότι μεταγενέστερα κείμενα αποκαλούν Κορωπιώτες τους βοσκούς που βρήκε ο άγιος να βόσκουν τα κοπάδια τους στην Αγία Τριάδα «του Νερού». Ο κτήτορας αγόρασε επίσης την Παλαιά ή Μικρή Βραώνα, κτήμα με επτακόσια δένδρα ελαιόδενδρα, ανάμεσα στα Σπάτα (δηλ. μέρη του Σπάτα) και το Μαρκόπουλο.
Η δυναμική εμφάνιση της νέας αδελφότητας και η ταχεία αύξηση της κτηματικής της περιουσίας, έφερε σε σύγκρουση την αρτισύστατη μονή, με άλλους γαιοκτήμονες της περιοχής, όπως ήταν η Ρηγίλλη/Ρηγούλα Μπενιζέλου, μετέπειτα Αγία Φιλοθέη, αποκαλούμενη τότε από τους χωρικούς Κυρά ή Καλογρέζα. Η διένεξη μεταξύ Τιμοθέου και Φιλοθέης, έφθασε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο απέστειλε προς επίλυση της διαφοράς και ύστερα από πρόσκληση της αγίας, τον μέγα λογοθέτη Ιέρακα, στον οποίο -και πάλι χωρίς καμία βεβαιότητα, καθώς η άποψη αυτή βασίμως αμφισβητείται- φαίνεται ότι ανήκε τμήμα της υπό ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση περιοχής (Ιέραξ/Γέρακας). Ο Διονύσιος Αλβανάκης (σ. 30, 31) αναφέρει πως η διένεξη κατέληξε σε συμβιβασμό, σύμφωνα με τον οποίον η μεν Αγία Φιλοθέη ανέκτησε τα κτήματα που διεκδικούσε, στη δε μονή δωρίθηκε από τον Ιέρακα η έκταση που ανήκε στον ίδιο. Ένα άλλο αποτέλεσμα αυτής της διένεξης -τα αίτια της οποίας επομένως δεν ήσαν μόνο οικονομικά- ήταν να απαγορευθεί στο εξής η είσοδος γυναικών στη Μονή Πεντέλης (άβατο) και αντιστοίχως η είσοδος ανδρών στην υπό την Αγία Φιλοθέη ιδρυθείσα γυναικεία αθηναϊκή Ι.Μ. Αγίου Ανδρέα.
Αλλά η τύρβη που μοιραία συνεπάγεται η διοίκηση μιας μονής, και πιθανότατα εσωτερικές έριδες στους κόλπους της αδελφότητας που αριθμούσε πλέον περί τους ογδόντα μοναχούς, έκαμαν τον Τιμόθεο να εγκαταλείψει τη μονή του και το Πεντελικό και να αποσυρθεί, στα 1580 στον Άγιο Γεώργιο Βρα(υρ)ώνας, τον οποίο ανακαίνισε και στον οποίο πρόσθεσε κελιά και αποθήκες. Καλλιεργώντας -όπως και παλαιότερα στην Χαλκίδα- καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους περιοίκους, ο Τιμόθεος πλεύρισε με την βάρκα του πειρατικό πλοίο που μόλις είχε κουρσέψει τα παράλια της Αττικής, και πέτυχε την απελευθέρωση των γιών μιας τουρκάλας γαιοκτήμονος που κατοικούσε στον Πύργο της Βραώνας. Ευγνώμων εκείνη του δώρισε –μέσω αυτού και στη μονή– μέρος του Μεγάλου ή Νέου Βραώνα, προς την πλευρά του Μαρκόπουλου.
Η εμφάνιση νέου μεγάλου γαιοκτήμονα στην περιοχή, συσπείρωσε τους χωρικούς εναντίον του. Μετά από πολλές προστριβές και βρίσκοντας μια ημέρα καμένη την βάρκα του από τους χωρικούς του Σπάτα (Σπάτων), ο Τιμόθεος διαπεραιώθηκε στην αντικρινή Κέα, όπου κατ’ άλλους φιλοξενήθηκε από τον τοπικό επίσκοπο στην επισκοπή, ενώ κατ’ άλλους ίδρυσε εκεί νέο μοναστήρι στην μνήμη του Αγίου Παντελεήμονος. Πέθανε περί το έτος 1590.
Εμφανισθείς σε όνειρο σε μοναχό της Μονής Πεντέλης, τον διέταξε να μεταφέρει τα οστά του πίσω στη μονή. Εκεί τοποθετήθηκαν, μαζί με ένα «χρυσόβουλλο» (γράφει ο Κύριλλος, πατριαρχικό πιθανώς έγγραφο με την επίσημη αναγνώριση του Τιμοθέου ως Αγίου) μέσα σε «…πεποικιλμένο…» με σεντέφι κιβώτιο και ταχύτατα συνδέθηκαν με ποικίλα θαύματα, ιδίως με την απομάκρυνση των ακρίδων και την προστασία από την πανώλη. Κατόπιν τούτου, η κάρα του αγίου μεταφερόταν και περιόδευε εκτός μονής, εκεί όπου υπήρχε ανάγκη, στα χωριά της Αττικής και την Αθήνα. Σε μεταγενέστερη εποχή, σε περιόδους ανασφάλειας, φυλασσόταν, μαζί με ό,τι πολύτιμο διέθετε το μοναστηριακό σκευοφυλάκιο, στην «κρυψώνα» του μεγάλου αθηναϊκού μετοχίου της μονής, την Αγία Δύναμη. Δυο φορές μάλιστα, στα τέλη του Ιουλίου 1821, όταν ο Ομέρ Βρυώνης εισέβαλε στην Αττική, καθώς και τον Μάιο του 1826, όταν πολιόρκησε ο Κιουταχής την Ακρόπολη και εδήωσε την Αθήνα, η κάρα του αγίου, μεταφέρθηκε από τον τότε ηγούμενο στην Αίγινα και έτσι διασώθηκε. Δεν συνέβη το ίδιο με τα λοιπά οστά, που χάθηκαν κατά την λεηλασία του μετοχίου της Αγίας Δύναμης από τους Τούρκους το 1821.
Πηγή: vrilissia
http://neaproia.wordpress.com/2010/11/06/%CE%BF-%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%80%CE%BF%CF%85/
Ο Όσιος Τιμόθεος Επίσκοπος Ευρίπου
Posted on 06/11/2010 by Νέα Πρωία
Επ’ ευκαιρία του εορτασμού (23/10) των 500 ετών από τη γέννηση ενός σπουδαίο Αγίου της περιοχής της Αττικής – κτήτορα της Ι.Μ. Πεντέλης – αναπαράγουμε ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό βιογραφικό σημείωμα από το vrilissia.gr. Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Αυγούστου:
O κτήτορας (ή κτίτορας) της μονής [Πεντέλης] Τιμόθεος, γεννήθηκε στον Κάλαμο Αττικής το 1510. Το αρχικό του όνομα ήταν Τάσος Καλαμιώτης. Αφού διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην γενέτειρά του από κάποιον σχετικά μορφωμένο κληρικό, συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, με έξοδα πιθανότατα του επισκόπου Ωρεών που ήταν ο πνευματικός του. Αποφασίζοντας να ιερωθεί, εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Τιμόθεος, και ορίσθηκε διάκονος, ίσως και γραμματέας του επισκόπου Ωρεών, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε. Αργότερα προήχθη σε μητροπολίτη Ευρίπου.
Ασκητικός και αφιλοχρήματος στην προσωπική του ζωή, ο Τιμόθεος προάσπισε με σθένος τα υλικά συμφέροντα και την περιουσία της μητροπόλεως του. Προσπαθώντας να προστατεύσει το χωριό Πολιτικά από τις αρπακτικές διαθέσεις της σταυροπηγιακής I.M. Αγίου Νικολάου Γαλατάκη, ήλθε αντιμέτωπος με τον πασά του Ευρίπου, τον οποίον οι μοναχοί της Mονής Γαλατάκη ανέμιξαν στην διένεξή τους με την τοπική μητρόπολη. Προκειμένου να εξοντώσει τον Τιμόθεο, ο πασάς τον παρουσίασε ως εχθρό του κράτους, κατηγορώντας τον ότι είχε αντιταχθεί στην -βραχύβια- εντολή του όντως χριστιανομάχου σουλτάνου Σελίμ Β’, να μετατραπούν οι εκκλησίες σε τζαμιά. Την κρίση επέτεινε ο απόηχος της ήττας του οθωμανικού στόλου στις Εχινάδες Νήσους (ναυμαχία της Ναυπάκτου) από τις συνασπισμένες χριστιανικές δυνάμεις της Δύσεως υπό τον δον Χουάν τον Αυστριακό. Ειδοποιηθείς το 1572, είτε από την χριστιανή γυναίκα του πασά είτε από οθωμανούς κατοίκους του Ευρίπου στους οποίους ήταν πολύ αγαπητός, ότι απειλούταν η ζωή του, κατέφυγε, μαζί με δύο άλλους κληρικούς της μητροπόλεως, στην γενέτειρά του τον Κάλαμο, πιθανώς στην Ι.Μ. Καλολιβαδίου. Λίγο αργότερα, μη αισθανόμενος επαρκώς ασφαλής από τις απειλές του πασά, και ακολουθούμενος από άλλους μοναχούς, κατευθύνθηκε προς το Όρος των Αμώμων, όνομα με το οποίο ήταν τότε γνωστό το Πεντελικό όρος, περνώντας από το Μπουγιάτι Αττικής (Άγιο Στέφανο), το Καστράκι, το ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου του Κοκκιναρά και το Θαλάσσι, βαλτώδη τοποθεσία στους πρόποδες του Πεντελικού. Έφθασε έτσι στην Αγία Τριάδα «του Νερού», κοντά στην οποία αποφάσισε να παραμείνει. Το γεγονός ότι συντομότατα η εκκλησία αυτή, λόγω της καλής φήμης του μητροπολίτη, άρχισε να χρησιμοποιείται ως κυριακό σκήτης, καθώς λειτουργούνταν σ’ αυτήν κάθε Κυριακή οι ασκητές της ευρύτερης περιοχής, έκαμε τον Τιμόθεο που στο μεταξύ είχε αποφασίσει να ιδρύσει μία νέα μονή, να τους προτείνει να συγκεντρωθούν σ’ αυτήν και να συγκοινοβιάσουν. Η επιλογή της θέσης της καθορίσθηκε από την εύρεση, μέσα στις αγριελιές -στην θέση όπου λεγόταν ότι κατά την αρχαιότητα υπήρχε ιερό της Αθηνάς- ενός σκελετού ασκητή, που έφερε στο θώρακά του μια εικόνα της Θεοτόκου. Έτσι η μονή αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Έως τις αρχές του 20ού αιώνα, αποκαλούταν -εκ παραφθοράς- Μονή Μεντέλης, τόσο στα επίσημα έγγραφα όσο και από τους χωρικούς της γύρω περιοχής. Με το όνομα Μεντέλη αναφέρεται επίσης από τους περισσότερους δυτικούς περιηγητές, όπως και στα δημοτικά τραγούδια και τα παλιά αθηναϊκά γνωμικά.
Η ίδρυση και η απαρχή της ανεγέρσεως της μονής χρονολογείται στα 1578, χρονολογία την οποία όχι μόνον συγκράτησε η συλλογική μνήμη των πατέρων της μονής και η οποία μεταγενέστερα αποτυπώθηκε, μαζί με δυο άλλες σημαντικές χρονολογίες της ιστορίας της μονής, σε επιγραφή γραμμένη σε ελεγειακό μέτρο, στην κεντρική είσοδο του καθολικού και η οποία επανατοποθετήθηκε στην ίδια θέση μετά την σχεδόν εκ βάθρων ανακατασκευή του το 1953:
«ΕΤΕΙ ΑΦΟΗ’ Ήδ’ υπό Τιμοθέουυ Ευβοίης αρχιθύταο/ Ιρή δωμήθη Θειοτόκοιο Μονή».
αλλά και σε απλοϊκό χάραγμα, σύγχρονο του κτήτορα, στο υπέρθυρο της εισόδου του μοναστηριακού κοιμητηρίου το οποίο δυστυχώς κατεδαφίσθηκε πρόσφατα με την εξαίρεση του κοιμητηριακού ναού που τιμάται στη μνήμη του Αγίου Νικολάου. Ενόσω κτιζόταν η μονή, ο Τιμόθεος, φίλος ων της ησυχίας, αποτραβήχτηκε στο ασκηταριό του Αγίου Γεωργίου (κατ’ άλλους του Αγίου Νικολάου) του Χωστού, στην Καρυττό (ή Γαργηττό), στα νότια κράσπεδα του Πεντελικού.
Όπως στα χρόνια της αρχιερατείας του στον Εύριπο, ο Άγιος Τιμόθεος συνδύασε την πνευματική προκοπή της υπ’ αυτόν αδελφότητας με την οικονομική της αυτάρκεια. Θέλοντας να απαλλάξει την Πεντέλη από την παρουσία των ποιμένων που το καλοκαίρι έβοσκαν τα κοπάδια τους στην περιοχή όπου κτιζόταν η μονή, ο Τιμόθεος αγόρασε μέρος της περιοχής Γέρακα, στην οποία αυτοί ξεχειμώνιαζαν, με αποτέλεσμα αυτοί να απομακρυνθούν, εγκαθιστάμενοι, κατά μία εκδοχή στα Λαμπρικά, κοντά στο Κουρσουλά (το μετέπειτα Κορωπί), σε έκταση που λέγεται ότι αγόρασε ο άγιος με σκοπό να την ανταλλάξει με τον πλησιέστερο γέροντα. Εξ ού και το γεγονός ότι μεταγενέστερα κείμενα αποκαλούν Κορωπιώτες τους βοσκούς που βρήκε ο άγιος να βόσκουν τα κοπάδια τους στην Αγία Τριάδα «του Νερού». Ο κτήτορας αγόρασε επίσης την Παλαιά ή Μικρή Βραώνα, κτήμα με επτακόσια δένδρα ελαιόδενδρα, ανάμεσα στα Σπάτα (δηλ. μέρη του Σπάτα) και το Μαρκόπουλο.
Η δυναμική εμφάνιση της νέας αδελφότητας και η ταχεία αύξηση της κτηματικής της περιουσίας, έφερε σε σύγκρουση την αρτισύστατη μονή, με άλλους γαιοκτήμονες της περιοχής, όπως ήταν η Ρηγίλλη/Ρηγούλα Μπενιζέλου, μετέπειτα Αγία Φιλοθέη, αποκαλούμενη τότε από τους χωρικούς Κυρά ή Καλογρέζα. Η διένεξη μεταξύ Τιμοθέου και Φιλοθέης, έφθασε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο απέστειλε προς επίλυση της διαφοράς και ύστερα από πρόσκληση της αγίας, τον μέγα λογοθέτη Ιέρακα, στον οποίο -και πάλι χωρίς καμία βεβαιότητα, καθώς η άποψη αυτή βασίμως αμφισβητείται- φαίνεται ότι ανήκε τμήμα της υπό ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση περιοχής (Ιέραξ/Γέρακας). Ο Διονύσιος Αλβανάκης (σ. 30, 31) αναφέρει πως η διένεξη κατέληξε σε συμβιβασμό, σύμφωνα με τον οποίον η μεν Αγία Φιλοθέη ανέκτησε τα κτήματα που διεκδικούσε, στη δε μονή δωρίθηκε από τον Ιέρακα η έκταση που ανήκε στον ίδιο. Ένα άλλο αποτέλεσμα αυτής της διένεξης -τα αίτια της οποίας επομένως δεν ήσαν μόνο οικονομικά- ήταν να απαγορευθεί στο εξής η είσοδος γυναικών στη Μονή Πεντέλης (άβατο) και αντιστοίχως η είσοδος ανδρών στην υπό την Αγία Φιλοθέη ιδρυθείσα γυναικεία αθηναϊκή Ι.Μ. Αγίου Ανδρέα.
Αλλά η τύρβη που μοιραία συνεπάγεται η διοίκηση μιας μονής, και πιθανότατα εσωτερικές έριδες στους κόλπους της αδελφότητας που αριθμούσε πλέον περί τους ογδόντα μοναχούς, έκαμαν τον Τιμόθεο να εγκαταλείψει τη μονή του και το Πεντελικό και να αποσυρθεί, στα 1580 στον Άγιο Γεώργιο Βρα(υρ)ώνας, τον οποίο ανακαίνισε και στον οποίο πρόσθεσε κελιά και αποθήκες. Καλλιεργώντας -όπως και παλαιότερα στην Χαλκίδα- καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους περιοίκους, ο Τιμόθεος πλεύρισε με την βάρκα του πειρατικό πλοίο που μόλις είχε κουρσέψει τα παράλια της Αττικής, και πέτυχε την απελευθέρωση των γιών μιας τουρκάλας γαιοκτήμονος που κατοικούσε στον Πύργο της Βραώνας. Ευγνώμων εκείνη του δώρισε –μέσω αυτού και στη μονή– μέρος του Μεγάλου ή Νέου Βραώνα, προς την πλευρά του Μαρκόπουλου.
Η εμφάνιση νέου μεγάλου γαιοκτήμονα στην περιοχή, συσπείρωσε τους χωρικούς εναντίον του. Μετά από πολλές προστριβές και βρίσκοντας μια ημέρα καμένη την βάρκα του από τους χωρικούς του Σπάτα (Σπάτων), ο Τιμόθεος διαπεραιώθηκε στην αντικρινή Κέα, όπου κατ’ άλλους φιλοξενήθηκε από τον τοπικό επίσκοπο στην επισκοπή, ενώ κατ’ άλλους ίδρυσε εκεί νέο μοναστήρι στην μνήμη του Αγίου Παντελεήμονος. Πέθανε περί το έτος 1590.
Εμφανισθείς σε όνειρο σε μοναχό της Μονής Πεντέλης, τον διέταξε να μεταφέρει τα οστά του πίσω στη μονή. Εκεί τοποθετήθηκαν, μαζί με ένα «χρυσόβουλλο» (γράφει ο Κύριλλος, πατριαρχικό πιθανώς έγγραφο με την επίσημη αναγνώριση του Τιμοθέου ως Αγίου) μέσα σε «…πεποικιλμένο…» με σεντέφι κιβώτιο και ταχύτατα συνδέθηκαν με ποικίλα θαύματα, ιδίως με την απομάκρυνση των ακρίδων και την προστασία από την πανώλη. Κατόπιν τούτου, η κάρα του αγίου μεταφερόταν και περιόδευε εκτός μονής, εκεί όπου υπήρχε ανάγκη, στα χωριά της Αττικής και την Αθήνα. Σε μεταγενέστερη εποχή, σε περιόδους ανασφάλειας, φυλασσόταν, μαζί με ό,τι πολύτιμο διέθετε το μοναστηριακό σκευοφυλάκιο, στην «κρυψώνα» του μεγάλου αθηναϊκού μετοχίου της μονής, την Αγία Δύναμη. Δυο φορές μάλιστα, στα τέλη του Ιουλίου 1821, όταν ο Ομέρ Βρυώνης εισέβαλε στην Αττική, καθώς και τον Μάιο του 1826, όταν πολιόρκησε ο Κιουταχής την Ακρόπολη και εδήωσε την Αθήνα, η κάρα του αγίου, μεταφέρθηκε από τον τότε ηγούμενο στην Αίγινα και έτσι διασώθηκε. Δεν συνέβη το ίδιο με τα λοιπά οστά, που χάθηκαν κατά την λεηλασία του μετοχίου της Αγίας Δύναμης από τους Τούρκους το 1821.
Πηγή: vrilissia
http://neaproia.wordpress.com/2010/11/06/%CE%BF-%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%80%CE%BF%CF%85/
Comments
Post a Comment