ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
ΜΕΤΑΝΟΙΑ
ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ὁ Κύριός μας ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στή γῆ μας καί ἔγινε ἄνθρωπος (Ἰωαν. 1, 18), Ἐκεῖνος πού ἔγινε γιά μᾶς ὁδός σωτηρίας (Ἰωαν. 14, 6), μᾶς διδάσκει γιά τή μετάνοια μέ τήν μακάρια καί θεϊκή φωνή Του, λέγοντας: «Δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 13). Καί οὔτε πάλι: «Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς, ἀλλά οἱ ἄρρωστοι» (Μάρκ. 2, 17. Λουκ. 5, 32). Ἄν ἐγώ ἤμουν πού τά ἔλεγα αὐτά, ποτέ νά μή μέ ἄκουγες. Ἄν ὅμως αὐτά τά λέει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, γιατί τά καταφρονεῖς καί δέν φροντίζεις τή ζωή σου;
Ἄν βλέπεις ὅτι ἔχεις μέσα σου τραύματα ἀπό τούς λογισμούς καί τίς πράξεις σου, γιατί ἀδιαφορεῖς γιά τά κρυφά τραύματά σου; Γιατί φοβᾶσαι τόν Γιατρό; Δέν εἶναι ἄγριος, οὔτε σκληρός, οὔτε ἄσπλαχνος. Δέν κρατάει μαχαίρι καί οὔτε μεταχειρίζεται φάρμακο πικρό καί καυτερό. Γιατρεύει μόνο μέ τό λόγο. Ἄν θέλεις νά ἔρθεις κοντά Του, Ἐκεῖνος εἶναι γεμάτος ἀγαθά καί εὐσπλαχνία. Γιά σένα ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό. Γιά σένα ἔγινε ἄνθρωπος. Γιά νά Τόν πλησιάσεις ἄφοβα. Γιά σένα ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σέ γιατρέψει ἀπό τά φοβερά τραύματά σου. Μέ τήν πολλή ἀγάπη καί τή στοργή Του σέ καλεῖ κοντά Του.
- Ἔλα κοντά μου, λέει, ἁμαρτωλέ. Βρές εὔκολα τή γιατρειά σου. Πέταξε ἀπό πάνω σου τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Πρόσφερε τήν προσευχή σου, βάλε πάνω στό τραῦμα σου δάκρυα.
Αὐτός ὁ Γιατρός εἶναι οὐράνιος. Ἐπειδή εἶναι ἀγαθός, γι᾽ αὐτό μόνο μέ δάκρυα καί στεναγμούς θεραπεύει τά τραύματα. Πλησίασε, ἁμαρτωλέ, στόν ἀγαθό Γιατρό προσφέρνοτας τά δάκρυα, τό καλύτερο φάρμακο. Διότι καί οὐράνιος Γιατρός ἔτσι εὐδοκεῖ νά θεραπευθεῖ καί νά σωθεῖ ὁ καθένας, δηλαδή μέ τά ἴδια του τά δάκρυα. Διότι αὐτό τό φάρμακο δέν ἐνεργεῖ δυνατότερα ἀπ᾽ ὅσο πρέπει, οὔτε ἐρεθίζει τό τραῦμα, ἀλλά ἀμέσως σέ γιατρεύει.
Ὁ Γιατρός περιμένει νά δεῖ τά δάκρυά σου. Πλησίασε, μή φοβηθεῖς. Δεῖξε Του τό τραῦμα σου, προσφέροντας καί φάρμακο, τό δάκρυ καί τό στεναγμό σου. Νά, δές, σοῦ ἔχει ἀνοίξει τήν θύρα τῆς μετανοίας. Τρέξε, ἁμαρτωλέ, πρίν νά τήν κλείσει. Ἀφοῦ ἐσύ ἀδιαφορεῖς Ἐκεῖνος δέν θά σέ περιμένει περισσότερο. Ἡ θύρα δέν παραμένει γιά σένα ἀνοικτή ἐφόσον ἐσύ μέ τή ραθυμία σου τήν καταφρονεῖς. Γιατί μίσησες τή ζωή σου, ἄθλιε; Τί ἄραγε ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό τήν ψυχή σου, ἄνθρωπε;
Ἐσύ ὅμως, ἁμαρτωλέ, καί αὐτή τήν περιφρόνησες. Δέν γνωρίζεις, ἀγαπητέ, ποιά ὥρα θά προστάξει ὁ οὐράνιος Γιατρός νά κλείσει ἡ θύρα τῆς εὐκαιρίας γιά ἴαση.
Πλησίασε, παρακαλῶ. Τρέξε νά γιατρευθεῖς. Θά δώσεις χαρά στήν οὐράνια στρατιά μέ τή μετάνοιά σου. Ὁ ἥλιος γέρνει στή δύση. Σέ περιμένει, γιά νά φτάσεις στό κατάλυμά σου (Ἰωάν. 14, 2).
Ὥς πότε θά ἀνέχεσαι τόν σιχαμερό Ἐχθρό σου ὑπηρετώντας, χωρίς ντροπή, τό θέλημά του; Γιατί ἐκεῖνος θά ἤθελε καί στή φωτιά ἀκόμα νά σέ πετάξει. Αὐτό εἶναι τό δικό του μέλημα. Αὐτό εἶναι τό δῶρο του σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Αὐτός πολεμάει ὅλους τούς ἀνθρώπους, μέ ὅπλο του τίς κακές καί σιχαμερές ἐπιθυμίες. Αὐτός πάλι ὁ ἀπαίσιος ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία ὅσους τόν ὑπακούουν. Σκληραίνει τήν καρδιά, ξηραίνει τά δάκρυα, ὥστε νά μήν ζήσει τήν κατάνυξη ὁ ἁμαρτωλός.
Ἀπόφευγέ τον ἐντελῶς, ἄνθρωπέ μου. Μίσησε καί σιχάσου ὅσα ἐκεῖνος ἀγαπάει. Μίσησε τόν Πονηρό καί ἀπόφευγε τόν δόλιο. Γιατί εἶναι ἀνθρωποκτόνος ἀπό τήν ἀρχή πού πλησίασε τόν ἄνθρωπο καί τέτοιος θά εἶναι μέχρι τέλους. Ἀπόφευγέ τον, ἄνθρωπέ μου, γιά νά μή σέ φονεύσει. Ἄκουσε, ἀγαπητέ, τήν μακάρια φωνή πού σοῦ φωνάζει κάθε μέρα καί σοῦ λέει: «Ἐλᾶτε σ᾽ ἐμένα ὅλοι ἐσεῖς πού εἶστε κουρασμένοι καί φορτωμένοι, καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Φορτωθεῖτε τόν ζυγό μου, καί μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι ἥσυχος, πράος καί ἐπιεικής, καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση στίς ψυχές σας» (Ματθ. 11, 28-30).
Κάθε μέρα σοῦ μιλάει γιά ἀνάπαυση, καί σοῦ ὑπόσχεται ζωή. Πλησίασε, μή φοβηθεῖς. Ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε καί ἀπό κανέναν. Δέν ζητάει λογαριασμό γιά καμιά ἁμαρτία. Αὐτός μᾶς γλυτώνει καί μᾶς σκεπάζει ἀπό ὅλα τά κακά. Γιατρεύει τά τραύματα. Χαρίζει πλουσιοπάροχα τή ζωή, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός. Ἐκεῖνος καλοδέχεται αὐτούς πού καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν, ἐπειδή εἶναι Θεός μέγας καί προγνώστης, καί γνωρίζει ὅλες μας τίς σκέψεις. Ὅταν κάποιος ἔρχεται σ᾽ Αὐτόν γιά νά γιατρευθεῖ, Ἐκεῖνος βλέπει τήν καρδιά του καί ὅλη τήν προθυμία του.
Ὅταν πλησιάζοντας κανείς ἔχει σταθερό τόν εὐσεβή λογισμό του, τότε ὁ Ἴδιος ὁ ἀγαθός Θεός, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς Του, ἀμέσως ἀποκαλύπτεται σ᾽ ἐκείνους πού Τόν ζητοῦν. Καί προτοῦ νά σηκώσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια του ν᾽ ἀναζητήσει τό Θεό Ἐκεῖνος τοῦ λέει: «Νά, ἐδῶ εἶμαι». Καί προτοῦ ὁ ἄνθρωπος νά Τόν πλησιάσει, ἀνοίγει τό θησαυρό Του μπροστά σ᾽ αὐτόν πού Τόν ζητάει. Στέλνει ἀπό πρίν ἄφθονους τούς θησαυρούς Του, καί προτοῦ νά Τόν παρακαλέσει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός συμφιλιώνεται μαζί Του. Προτοῦ ὁ ἄνθρωπος νά προσευχηθεῖ, βρίσκει τό ἔλεος. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔτσι ποθεῖ καί θέλει νά χαριτώνονται αὐτοί πού μέ εἰλικρίνεια Τόν πλησιάζουν.
Δέν ἀργεῖ νά ἀκούσει. Οὔτε πάλι κατηγορεῖ τόν ἀσεβεή, πού Τόν πλησίασε, λέγοντας: «Γιατί τόσον καιρό ὑπηρέτησες τόν Ἐχθρό, καί περιφρόνησες ἑκούσια ἐμένα τόν Κύριό σου;». Δέν ἐξετάζει αὐτόν πού μετανοεῖ. Ὁ Κύριος βλέπει τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς ἐκείνου πού ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Γιατί ὡς Θεός καί πλάστης μας, γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν. Ἀμέσως συγχωρεῖ ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὅλα τά σφάλματα τῶν λογισμῶν καί τῶν πράξεών μας. Δίνει ἐντολή νά φέρουν καί νά φορέσουν στόν μετανοημένο τήν πρώτη στολή (Λουκ. 15, 22), τοῦ βάζει δαχτυλίδι στό δεξί χέρι καί προστάζει ὅλους τούς Ἀγγέλους νά χαροῦν μαζί Του, γιά τήν ἀνεύρεση τῆς ψυχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Μακάριοι πραγματικά εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τί Κύριο γλυκύ ἔχουμε. Πόσο ἀμνησίκακο, ἀγαθό, πονετικό, σπλαχνικό, μακρόθυμο, ὥστε νά συγχωρεῖ πάντοτε τίς ἀσέβειές μας, ἄν βέβαια καί ἐμεῖς τό θέλουμε. Νά δέστε, μᾶς προτρέπει καί συγχρόνως μακροθυμεῖ. Μᾶς προσφέρει ὅλα τά ἀγαθά Του καί σ᾽ αὐτή τή ζωή, ἀλλά καί στήν ἄλλη, ἄν θέλουμε.
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἄς Τόν παρακαλέσουμε ὅσο ἀκόμη ὑπάρχει καιρός. Ἐδῶ, ὅσο ἀκόμη βρισκόμαστε σ᾽ αὐτή τή ζωή, μποροῦμε πάντοτε νά παρακαλέσουμε καί νά ἱκετεύσουμε βαθιά τόν Κύριο. Εἶναι εὔκολο σ᾽ ἐμᾶς νά ζητήσουμε συγχώρηση.
Εἶναι ὁ δρόμος ἀνοιχτός ἀκόμη, γιά νά τρέξουμε καί νά χτυπήσουμε τήν θύρα τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ἄς χύσουμε δάκρυα, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός νά δεχτεῖ τά δάκρυά μας, γιά νά μήν κλάψουμε ἀνώφελα, στήν ἄλλη ζωή. Γιατί ἐκεῖ δέν ἔχουν καμιά ἀξία τά δάκρυα. Ὅσο θέλουμε ἐμεῖς, τόσο καί ὁ ἀγαθός Θεός συγχωρεῖ. Ἐδῶ μᾶς ἀκούει, ὅταν Τόν παρακαλοῦμε. Σ᾽ αὐτή τή ζωή μᾶς συγχωρεῖ ὅταν Τόν ἱκετεύουμε. Ἐδῶ σβήνει τίς ἁμαρτίες μας, ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε καλόγνωμο λογισμό. Σ᾽ αὐτή τή ζωή ὑπάρχει παρηγορία, σ᾽ ἐκείνη ὅμως τή ζωή ζητιέται λόγος.
Ἐδῶ ὑπάρχει μακροθυμία, ἐκεῖ ὑπάρχει αὐστηρότητα. Ἐδῶ ὑπάρχει συγκατάβαση, ἐκεῖ ἀκρίβεια. Ἐδῶ ὅλα εἶναι ἐλεύθερα, ἐκεῖ ὑπάρχουν δικαστήρια. Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνεση, ἐκεῖ θλίψη. Σ᾽ αὐτή τή ζωή ἀπόλαυση, ἐκεῖ βασανιστήρια. Ἐδῶ πλεονεξία, ἐκεῖ τιμωρία. Ἐδῶ γέλια, ἐκεῖ θρῆνος. Ἐδῶ ἀδιαφορία, ἐκεῖ κόλαση. Ἐδῶ καταφρόνηση, ἐκεῖ αἰώνιο πῦρ. Ἐδῶ καλλωπισμός, ἐκεῖ κόλαση. Ἐδῶ ἔπαρση, ἐκεῖ ἐξευτελισμός. Ἐδῶ οἱ ἁρπαγές, ἐκεῖ τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Ἐδῶ τά χρυσάφια, ἐκεῖ σκότος καί μαυρίλα. Ἐδῶ ἀδιαφορία, ἐκεῖ τελείως ἀσυγχώρητα ἁμαρτήματα.
Ἀφοῦ τά γνωρίζουμε αὐτά, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, γιατί παραμελοῦμε τή σωτηρία μας; Ἄς μήν προσηλωθεῖ, ἀδελφοί μου, ὁ νοῦς μας σ᾽ αὐτή τή ζωή. Ἄς μήν γλυκαθοῦμε ἀπό τήν ἀγάπη γιά τά γήινα, γιά νά μήν αἰσθανθοῦμε σ᾽ ἐκείνη τή ζωή πίκρα ἀπό τό θρῆνο μας. Γιατί δείχνουμε καταφρόνηση, μή θέλοντας, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός, νά γιατρευτοῦμε, μέ τά λίγα δάκρυα τοῦ σύντομου αὐτοῦ καιροῦ, καί μέ τή μετάνοια, μέ τήν ὁποία ὁ Θεός συγχωρεῖ ὅλα τά παραπτώματά μας; Κλάψε λίγο ἐδῶ, γιά νά μήν κλάψεις ἐκεῖ στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες, μέσα στό σκότος τό ἐξώτερο.
Γίνε ἐδῶ φρόνιμος, γιά νά μήν ριχθεῖς ἐκεῖ στήν ἄσβεστη φωτιά. Ποιός δέν θά θρηνήσει γιά μᾶς; Καί ποιός δέν θά μᾶς κλάψει; Ἔλα στά σύγκαλά σου, ἀδελφέ μου γνήσιε, καί διάλεξε αὐτό πού εἶναι καλύτερο καί πού συμφέρει τήν ψυχή σου. Τί σέ ἐμποδίζει νά κλάψεις σ᾽ αὐτή τή ζωή καί νά ἱκετεύσεις τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες σου, ἐνεργώντας συνετά μέ τή μετάνοια, παρά νά κλάψεις ἐκεῖ, μέσα στή φωτιά, χωρίς καμιά ὠφέλεια; Διότι ἐδῶ ἔχεις ἄνεση νά χύσεις δάκρυα καί νά βρεῖς κάθε παρηγοριά. Ἐκεῖ παρόλα τά δάκρυα, θά πᾶς στήν κόλαση ἐκεῖ πού θά τιμωρηθεῖ ὁ χρεώστης τῶν μυρίων ταλάντων (Ματθ. 18, 24).
Ξεπλήρωσε ἕνα μικρό μέρος ἀπό τό χρέος σου, παρακαλώντας τόν Κύριο, νά συγχωρέσει τά χρέη τῆς ψυχῆς σου. Ἄν ὅμως δέν θελήσεις νά ἐπιστρέψεις σ᾽ αὐτή τή ζωή ἕνα μικρό μέρος ἀπό τά πολλά χρέη σου, θά ξεπληρώσεις στήν ἄλλη ζωή ὅλα τά χρέη σου, μέ πολλά βασανιστήρια. Καί τά λέω αὐτά, ἀγαπητοί καί φιλόθεοι ἀδελφοί μου, ἐπειδή τόσο πολύ τό ἐπιθυμεῖτε καί ὄχι ἐπειδή ἐγώ εἶμαι κανένας ἄξιος καί καθαρός στή ζωή μου, ἤ κάποιος πού ἔχει ζήσει μέ ἁγνότητα.
Ἀλλά τά λέω μέ βαρύ πόνο καί λύπη καρδιακή, καθώς ἀναλογίζομαι, τί μᾶς περιμένει, καί ὅμως ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Ἐγώ μάλιστα, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἀκάθαρτος, εἶμαι ἀσεβής στή ζωή μου, στίς πράξεις καί στούς λογισμούς, καί δέν βλέπω μέσα μου κάποιο καλό. Ἀντίθετα καί τώρα, ἀλλά καί πάντοτε, ἤμουν ἁμαρτωλός καί μέ νωθρή προαίρεση.
Αὐτά τά ἀπευθύνω ἐγώ σ᾽ ἐσᾶς πού εἴσαστε ὁμόψυχοι, διότι συνεχῶς σφίγγει τήν καρδιά μου ἡ λύπη γιά τή μέλλουσα φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅλοι μας συνεχῶς αὐτά τά καταφρονοῦμε καί νομίζουμε ὅτι θά ζήσουμε αἰώνια ἐδῶ σ᾽ αὐτή τή μάταια ζωή. Ἡ ζωή περνᾶ, καί ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾽ αὐτή. Καί θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιά ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, ἐπειδή ἐνῶ ξέραμε τό καλό κάναμε τό κακό. Καταφρονώντας σ᾽ αὐτή τή ζωή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή Βασιλεία Του, προτιμήσαμε τή γῆ καί ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾽ αὐτή. Τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι δέν μᾶς σώζει ἀπό τή φοβερή φωτιά τῆς κολάσεως. Τά ὡραῖα ροῦχα καί ἡ καλοπέραση θά μᾶς καταδικάσουν.
Ὁ ἀδελφός δέν σώζει τόν ἀδελφό του, οὔτε ὁ πατέρας σώζει τό παιδί του, ἀλλά ὁ καθένας στέκεται ἐκεῖ πού κατατάχθηκε, δηλαδή στή ζωή ἤ στή φωτιά τῆς κολάσεως. Ὑπάρχουν πολλοί ἅγιοι, δίκαιοι καί ὅσιοι, πού ἐγκατέλειψαν τή ζωή καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν πρόσκαιρο τοῦτο βίο, γιά νά παραδοθοῦν καλοπροαίρετα στή δική Του ἐξουσία καί στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του. Καί αὐτό, γιατί βεβαιώθηκαν ὅτι θά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Πόθησαν τόν Χριστό καί Τόν προτίμησαν περισσότερο ἀπό ὅλα τά φθαρτά πράγματα. Γι᾽ αὐτό καθημερινά ἀγάλλονται «ἐν τῷ Θεῷ», φωτίζονται «ἐν Χριστῷ», χαίρονται διαρκῶς «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Ἀγάλλεται γι᾽ αὐτούς ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀγάλλεται γι᾽ αὐτούς ὁ Παράδεισος τῆς τρυφῆς. Ἀληθινά, αὐτοί εἶναι πάντοτε ἀξιέπαινοι, ἔνδοξοι καί μακάριοι. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι τούς μακαρίζουν, διότι προτίμησαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός ὁ Ἅγιος, ὁ δίκαιος καί ἀληθινός, τούς χάρισε τή Βασιλεία Του. Καί μάλιστα τούς ἔδωσε ὡς δῶρο, ἀκόμη μεγαλύτερη δόξα. Νά Τόν βλέπουν δηλαδή πάντοτε μέ χαρά, μαζί μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους. Πολλοί ὅμως ἀπό τούς ἀνθρώπους πόθησαν τή γῆ καί τά φθαρτά πού ὑπάρχουν σ᾽ αὐτήν. Ὁ νοῦς τους εἶναι προσηλωμένος πάντοτε στά φθαρτά, καί σχεδόν σάν ἄλογα ζῶα τρέφουν τά σώματά τους μέ τίς τροφές, σάν νά εἶναι ἀθάνατη αὐτή ἡ μάταια ζωή.
Τί κάνεις ἄνθρωπέ μου, ζώντας σάν ἄλογο ζῶο; Ὁ Θεός σέ δημιούργησε νά εἶσαι ἄνθρωπος συνετός, διακριτικός. Μήν ἐξομοιωθεῖς ἀπό μόνος σου ἀπό τήν ἀδιακρισία σου μέ τά ἀνόητα ζῶα (Ψαλ. 31, 9. 48, 13). Πρόσεξε, ἄνθρωπε, λιγάκι. Ἔλα στά σύγκαλά σου. Κατάλαβε σάν συνετός ἄνθρωπος, ὅτι γιά σένα ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό ὁ ὕψιστος Θεός. Γιά νά σέ ἀνυψώσει ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἦρθε. Ἔχεις προσκληθεῖ στούς γάμους τοῦ οὐράνιου Νυμφώνα. Γιά ποιό λόγο δείχνεις καταφρόνηση; Γιατί δυσανασχετεῖς; Πῶς θά ἀναχωρήσεις γιά τούς γάμους, πές μου, χωρίς νά ἔχεις τό πολύτιμο ἔνδυμα, πού πρέπει στούς γάμους; Δέν κρατᾶς λυχνάρι. Τότε πῶς θά μπεῖς στούς γάμους; Μπαίνεις περιφρονητικά; Θά ἀκούσεις ἀμέσως ἐκείνη τή φοβερή φωνή· «Φίλε, πῶς μπῆκες στούς γάμους, χωρίς νά ἔχεις ἔνδυμα γιά τό γάμο (Ματθ. 22, 11) τῆς βασιλείας μου;
Μπῆκες περιφρονητικά, γιά νά προσβάλλεις μέ τή γύμνια σου τό ἐπίσημο τραπέζι μου;». Καί θά πεῖ ὁ Βασιλιάς στούς ὑπηρέτες του· «Δέστε χειροπόδαρα τόν ἐλεεινό, καί ρίξτε τον μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς, γιά νά τιμωρηθεῖ αἰώνια. Διότι ἐγώ ὁ Ἴδιος ἦρθα πρίν ἀπό πολλά χρόνια, καί ὅλους τούς κάλεσα στούς γάμους. Αὐτός ὅμως περιφρονώντας τήν πρόσκλησή μου, δέν ἑτοίμασε γιά τόν ἑαυτό του ἔνδυμα, γιά νά ἔρθει στούς γάμους. Γι᾽ αὐτό σᾶς προστάζω νά τιμωρήσετε τόν ἄθλιο, διότι περιφρόνησε τή βασιλεία μου».
Ἄραγε, δέν τά φοβᾶσαι αὐτά; Δέν τρέμεις, ἄνθρωπέ μου, πού ἦρθε ἡ ὥρα καί ὁ Νυμφίος κοντεύει νά φανερωθεῖ καί νά λάμψει; Δέν ξέρεις ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα, καί ὅτι ἡ οὐράνια σάλπιγγα περιμένει τήν προσταγή γιά νά σαλπίσει; Τότε τί θά κάνεις ἐκεῖ, τήν ὥρα αὐτή, ἄν δέν προετοιμασθεῖς γιά τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ μακαρισμοῦ, πού θά ἀπευθύνει στούς δικαίους ὁ Θεός; Διότι ὁ μακαρισμός πού θά ἀπευθύνει ὁ Θεός ἀπονέμεται σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἀξίζουν. Ἡ οὐράνια σάλπιγγα σαλπίζει ἀπό τόν οὐρανό καί λέει· «Ἀναστηθεῖτε, ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ.
Νά, ἦρθε ὁ οὐράνιος Βασιλιάς γιά νά σᾶς δώσει ἀνάπαυση καί χαρά στήν αἰώνια ζωή, ὡς ἀνταμοιβή γιά κεῖνον τόν κόπο τῆς ἀσκήσεώς σας. Ἀναστηθεῖτε, δέστε τόν Βασιλέα Χριστό, τόν ἀθάνατο Νυμφίο, πού ἐσεῖς ποθούσατε. Γιατί, μέ τό νά Τόν ποθήσετε, ζήσατε σάν πάροικοι πάνω στή γῆ. Ἀναστηθεῖτε, δεῖτε τή βασιλεία Του, πού σᾶς ἔχει ἑτοιμάσει. Ἀναστηθεῖτε, δεῖτε τόν Κύριο, πού δέν χορταίνει κανείς νά Τόν βλέπει καί Τόν Ὁποῖο ἀγαπήσατε, γιά Τόν Ὁποῖο δοκιμάσατε θλίψεις, καί γιά Τόν Ὁποῖο κοπιάσατε. Ἐλᾶτε τώρα, καί δεῖτε μέ πολλή παρρησία τόν Ἴδιο τόν Κύριο πού πόθησε ἡ καρδιά σας, καί χαρεῖτε μαζί Του τήν ἀνέκφραστη χαρά, μέ τή χαρά πού κανείς δέν μπορεῖ νά σᾶς τήν ἀφαιρέσει (Ἰωάν. 16, 22).
Ἐλᾶτε, ἀπολαῦστε αὐτά, πού μάτι δέν τά εἶδε, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε, οὔτε νοῦς ἀνθρώπου τά συνέλαβε (Α΄ Κορ. 2, 9), αὐτά τά ὁποῖα μᾶς τά χαρίζει ὁ Ἴδιος ὁ Ποθούμενος». Διότι οἱ ἅγιοι θά ἁρπαχθοῦν μέσα σέ φωτεινές νεφέλες (Α΄ Θεσ. 4, 17) γιά τήν προϋπάντησή Του. Θά ἁρπαχθοῦν οἱ δίκαιοι καί οἱ ἄξιοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ψηλά στόν ἀέρα, μέσα σέ ἀπερίγραπτη δόξα, γιά νά δοῦν τόν οὐράνιο, ἀθάνατο Νυμφίο. Ποιός λοιπόν εἶναι ἄξιος νά ἁρπαγεῖ τήν ὥρα ἐκείνη μέσα σέ νεφέλες, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό μέ μεγάλη χαρά; Ὅλοι οἱ ἄξιοι δοῦλοι θά ἁρπαχθοῦν μέ δόξα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς θά παραμείνουν κάτω στή γῆ μέ μεγάλη ντροπή. Θά ἀκολουθήσουν μακαρισμοί καί χαρά, γιά κείνους πού ἔδειξαν προθυμία ἐδῶ, σ᾽ αὐτή τή ζωή, συγχρόνως μέλλεται τιμωρία καί ντροπή σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.
Εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού φρόντισε ἀπ᾽ αὐτή τή ζωή νά ἀποδειχθεῖ ἄξιος ἐκείνη τήν ὥρα. Καί εἶναι ἄθλιος ἐκεῖνος πού ἔκανε ἐπίσης τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά κείνη τήν ὥρα. Οἱ νεφέλες θά ἁρπάξουν ὅλους τούς ἁγίους καί θά τούς μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀντίθετα τούς ἀσεβεῖς θά ἁρπάξουν οἱ Ἄγγελοι, γιά νά τούς βάλλουν μέσα στό καμίνι τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς. Ποιός θά χύσει τότε στό κεφάλι μου ἄφθονο νερό νά δροσιστῶ; Καί ποιός πάλι θά προσφέρει στά μάτια μου πηγή πού νά ξεχύνει συνεχῶς δάκρυα;
Ὅσο εἶναι καιρός νά δεχθεῖ ὁ Θεός τά δάκρυά μου, ἔκλαψα τόν ἑαυτό μου μέρα καί νύχτα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μή βρεθῶ ἀνάξιος τήν ὥρα τῆς Παρουσίας Του, καί νά μήν ἀκούσω ἐκείνη τή φοβερή ἀπόφαση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ: «Φύγε ἀπό μπροστά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας (Ματθ. 7, 23) ,δέν σέ ξέρω ἀπό ποῦ εἶσαι» (Λουκ. 13, 25).
Ὁ Θεός ὁ Ὕψιστος, ὁ Μόνος ἀθάνατος, δώρισε σ᾽ ἐμένα τόν ἁμαρτωλό τούς πολλούς οἰκτιρμούς Σου, τήν ὥρα ἐκείνη, γιά νά μή φανερωθεῖ ἡ κρυμμένη ἀσέβειά μου μπροστά στούς θεατές Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Προφῆτες, Ἀποστόλους, Δικαίους καί Ἁγίους. Σῶσε με τόν ἀσεβή, μέ τήν Θεία Σου Χάρη καί μέ τούς οἰκτιρμούς Σου, καί βάλε με μέσα στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς μαζί μέ τούς τελείους καί τούς δικαίους. Δέξου τή δέησή μου, Δέσποτα, μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, πού εὐαρέστησαν σ᾽ Ἐσένα. Δόξα πρέπει στόν Χριστό. Ἀμήν.
ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Ὁ Κύριός μας ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στή γῆ μας καί ἔγινε ἄνθρωπος (Ἰωαν. 1, 18), Ἐκεῖνος πού ἔγινε γιά μᾶς ὁδός σωτηρίας (Ἰωαν. 14, 6), μᾶς διδάσκει γιά τή μετάνοια μέ τήν μακάρια καί θεϊκή φωνή Του, λέγοντας: «Δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 13). Καί οὔτε πάλι: «Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς, ἀλλά οἱ ἄρρωστοι» (Μάρκ. 2, 17. Λουκ. 5, 32). Ἄν ἐγώ ἤμουν πού τά ἔλεγα αὐτά, ποτέ νά μή μέ ἄκουγες. Ἄν ὅμως αὐτά τά λέει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, γιατί τά καταφρονεῖς καί δέν φροντίζεις τή ζωή σου;
Ἄν βλέπεις ὅτι ἔχεις μέσα σου τραύματα ἀπό τούς λογισμούς καί τίς πράξεις σου, γιατί ἀδιαφορεῖς γιά τά κρυφά τραύματά σου; Γιατί φοβᾶσαι τόν Γιατρό; Δέν εἶναι ἄγριος, οὔτε σκληρός, οὔτε ἄσπλαχνος. Δέν κρατάει μαχαίρι καί οὔτε μεταχειρίζεται φάρμακο πικρό καί καυτερό. Γιατρεύει μόνο μέ τό λόγο. Ἄν θέλεις νά ἔρθεις κοντά Του, Ἐκεῖνος εἶναι γεμάτος ἀγαθά καί εὐσπλαχνία. Γιά σένα ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό. Γιά σένα ἔγινε ἄνθρωπος. Γιά νά Τόν πλησιάσεις ἄφοβα. Γιά σένα ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σέ γιατρέψει ἀπό τά φοβερά τραύματά σου. Μέ τήν πολλή ἀγάπη καί τή στοργή Του σέ καλεῖ κοντά Του.
- Ἔλα κοντά μου, λέει, ἁμαρτωλέ. Βρές εὔκολα τή γιατρειά σου. Πέταξε ἀπό πάνω σου τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Πρόσφερε τήν προσευχή σου, βάλε πάνω στό τραῦμα σου δάκρυα.
Αὐτός ὁ Γιατρός εἶναι οὐράνιος. Ἐπειδή εἶναι ἀγαθός, γι᾽ αὐτό μόνο μέ δάκρυα καί στεναγμούς θεραπεύει τά τραύματα. Πλησίασε, ἁμαρτωλέ, στόν ἀγαθό Γιατρό προσφέρνοτας τά δάκρυα, τό καλύτερο φάρμακο. Διότι καί οὐράνιος Γιατρός ἔτσι εὐδοκεῖ νά θεραπευθεῖ καί νά σωθεῖ ὁ καθένας, δηλαδή μέ τά ἴδια του τά δάκρυα. Διότι αὐτό τό φάρμακο δέν ἐνεργεῖ δυνατότερα ἀπ᾽ ὅσο πρέπει, οὔτε ἐρεθίζει τό τραῦμα, ἀλλά ἀμέσως σέ γιατρεύει.
Ὁ Γιατρός περιμένει νά δεῖ τά δάκρυά σου. Πλησίασε, μή φοβηθεῖς. Δεῖξε Του τό τραῦμα σου, προσφέροντας καί φάρμακο, τό δάκρυ καί τό στεναγμό σου. Νά, δές, σοῦ ἔχει ἀνοίξει τήν θύρα τῆς μετανοίας. Τρέξε, ἁμαρτωλέ, πρίν νά τήν κλείσει. Ἀφοῦ ἐσύ ἀδιαφορεῖς Ἐκεῖνος δέν θά σέ περιμένει περισσότερο. Ἡ θύρα δέν παραμένει γιά σένα ἀνοικτή ἐφόσον ἐσύ μέ τή ραθυμία σου τήν καταφρονεῖς. Γιατί μίσησες τή ζωή σου, ἄθλιε; Τί ἄραγε ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό τήν ψυχή σου, ἄνθρωπε;
Ἐσύ ὅμως, ἁμαρτωλέ, καί αὐτή τήν περιφρόνησες. Δέν γνωρίζεις, ἀγαπητέ, ποιά ὥρα θά προστάξει ὁ οὐράνιος Γιατρός νά κλείσει ἡ θύρα τῆς εὐκαιρίας γιά ἴαση.
Πλησίασε, παρακαλῶ. Τρέξε νά γιατρευθεῖς. Θά δώσεις χαρά στήν οὐράνια στρατιά μέ τή μετάνοιά σου. Ὁ ἥλιος γέρνει στή δύση. Σέ περιμένει, γιά νά φτάσεις στό κατάλυμά σου (Ἰωάν. 14, 2).
Ὥς πότε θά ἀνέχεσαι τόν σιχαμερό Ἐχθρό σου ὑπηρετώντας, χωρίς ντροπή, τό θέλημά του; Γιατί ἐκεῖνος θά ἤθελε καί στή φωτιά ἀκόμα νά σέ πετάξει. Αὐτό εἶναι τό δικό του μέλημα. Αὐτό εἶναι τό δῶρο του σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Αὐτός πολεμάει ὅλους τούς ἀνθρώπους, μέ ὅπλο του τίς κακές καί σιχαμερές ἐπιθυμίες. Αὐτός πάλι ὁ ἀπαίσιος ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία ὅσους τόν ὑπακούουν. Σκληραίνει τήν καρδιά, ξηραίνει τά δάκρυα, ὥστε νά μήν ζήσει τήν κατάνυξη ὁ ἁμαρτωλός.
Ἀπόφευγέ τον ἐντελῶς, ἄνθρωπέ μου. Μίσησε καί σιχάσου ὅσα ἐκεῖνος ἀγαπάει. Μίσησε τόν Πονηρό καί ἀπόφευγε τόν δόλιο. Γιατί εἶναι ἀνθρωποκτόνος ἀπό τήν ἀρχή πού πλησίασε τόν ἄνθρωπο καί τέτοιος θά εἶναι μέχρι τέλους. Ἀπόφευγέ τον, ἄνθρωπέ μου, γιά νά μή σέ φονεύσει. Ἄκουσε, ἀγαπητέ, τήν μακάρια φωνή πού σοῦ φωνάζει κάθε μέρα καί σοῦ λέει: «Ἐλᾶτε σ᾽ ἐμένα ὅλοι ἐσεῖς πού εἶστε κουρασμένοι καί φορτωμένοι, καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Φορτωθεῖτε τόν ζυγό μου, καί μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι ἥσυχος, πράος καί ἐπιεικής, καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση στίς ψυχές σας» (Ματθ. 11, 28-30).
Κάθε μέρα σοῦ μιλάει γιά ἀνάπαυση, καί σοῦ ὑπόσχεται ζωή. Πλησίασε, μή φοβηθεῖς. Ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε καί ἀπό κανέναν. Δέν ζητάει λογαριασμό γιά καμιά ἁμαρτία. Αὐτός μᾶς γλυτώνει καί μᾶς σκεπάζει ἀπό ὅλα τά κακά. Γιατρεύει τά τραύματα. Χαρίζει πλουσιοπάροχα τή ζωή, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός. Ἐκεῖνος καλοδέχεται αὐτούς πού καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν, ἐπειδή εἶναι Θεός μέγας καί προγνώστης, καί γνωρίζει ὅλες μας τίς σκέψεις. Ὅταν κάποιος ἔρχεται σ᾽ Αὐτόν γιά νά γιατρευθεῖ, Ἐκεῖνος βλέπει τήν καρδιά του καί ὅλη τήν προθυμία του.
Ὅταν πλησιάζοντας κανείς ἔχει σταθερό τόν εὐσεβή λογισμό του, τότε ὁ Ἴδιος ὁ ἀγαθός Θεός, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς Του, ἀμέσως ἀποκαλύπτεται σ᾽ ἐκείνους πού Τόν ζητοῦν. Καί προτοῦ νά σηκώσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια του ν᾽ ἀναζητήσει τό Θεό Ἐκεῖνος τοῦ λέει: «Νά, ἐδῶ εἶμαι». Καί προτοῦ ὁ ἄνθρωπος νά Τόν πλησιάσει, ἀνοίγει τό θησαυρό Του μπροστά σ᾽ αὐτόν πού Τόν ζητάει. Στέλνει ἀπό πρίν ἄφθονους τούς θησαυρούς Του, καί προτοῦ νά Τόν παρακαλέσει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός συμφιλιώνεται μαζί Του. Προτοῦ ὁ ἄνθρωπος νά προσευχηθεῖ, βρίσκει τό ἔλεος. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔτσι ποθεῖ καί θέλει νά χαριτώνονται αὐτοί πού μέ εἰλικρίνεια Τόν πλησιάζουν.
Δέν ἀργεῖ νά ἀκούσει. Οὔτε πάλι κατηγορεῖ τόν ἀσεβεή, πού Τόν πλησίασε, λέγοντας: «Γιατί τόσον καιρό ὑπηρέτησες τόν Ἐχθρό, καί περιφρόνησες ἑκούσια ἐμένα τόν Κύριό σου;». Δέν ἐξετάζει αὐτόν πού μετανοεῖ. Ὁ Κύριος βλέπει τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς ἐκείνου πού ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Γιατί ὡς Θεός καί πλάστης μας, γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν. Ἀμέσως συγχωρεῖ ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὅλα τά σφάλματα τῶν λογισμῶν καί τῶν πράξεών μας. Δίνει ἐντολή νά φέρουν καί νά φορέσουν στόν μετανοημένο τήν πρώτη στολή (Λουκ. 15, 22), τοῦ βάζει δαχτυλίδι στό δεξί χέρι καί προστάζει ὅλους τούς Ἀγγέλους νά χαροῦν μαζί Του, γιά τήν ἀνεύρεση τῆς ψυχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Μακάριοι πραγματικά εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Τί Κύριο γλυκύ ἔχουμε. Πόσο ἀμνησίκακο, ἀγαθό, πονετικό, σπλαχνικό, μακρόθυμο, ὥστε νά συγχωρεῖ πάντοτε τίς ἀσέβειές μας, ἄν βέβαια καί ἐμεῖς τό θέλουμε. Νά δέστε, μᾶς προτρέπει καί συγχρόνως μακροθυμεῖ. Μᾶς προσφέρει ὅλα τά ἀγαθά Του καί σ᾽ αὐτή τή ζωή, ἀλλά καί στήν ἄλλη, ἄν θέλουμε.
Ἐλᾶτε λοιπόν, ἄς Τόν παρακαλέσουμε ὅσο ἀκόμη ὑπάρχει καιρός. Ἐδῶ, ὅσο ἀκόμη βρισκόμαστε σ᾽ αὐτή τή ζωή, μποροῦμε πάντοτε νά παρακαλέσουμε καί νά ἱκετεύσουμε βαθιά τόν Κύριο. Εἶναι εὔκολο σ᾽ ἐμᾶς νά ζητήσουμε συγχώρηση.
Εἶναι ὁ δρόμος ἀνοιχτός ἀκόμη, γιά νά τρέξουμε καί νά χτυπήσουμε τήν θύρα τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ἄς χύσουμε δάκρυα, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός νά δεχτεῖ τά δάκρυά μας, γιά νά μήν κλάψουμε ἀνώφελα, στήν ἄλλη ζωή. Γιατί ἐκεῖ δέν ἔχουν καμιά ἀξία τά δάκρυα. Ὅσο θέλουμε ἐμεῖς, τόσο καί ὁ ἀγαθός Θεός συγχωρεῖ. Ἐδῶ μᾶς ἀκούει, ὅταν Τόν παρακαλοῦμε. Σ᾽ αὐτή τή ζωή μᾶς συγχωρεῖ ὅταν Τόν ἱκετεύουμε. Ἐδῶ σβήνει τίς ἁμαρτίες μας, ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε καλόγνωμο λογισμό. Σ᾽ αὐτή τή ζωή ὑπάρχει παρηγορία, σ᾽ ἐκείνη ὅμως τή ζωή ζητιέται λόγος.
Ἐδῶ ὑπάρχει μακροθυμία, ἐκεῖ ὑπάρχει αὐστηρότητα. Ἐδῶ ὑπάρχει συγκατάβαση, ἐκεῖ ἀκρίβεια. Ἐδῶ ὅλα εἶναι ἐλεύθερα, ἐκεῖ ὑπάρχουν δικαστήρια. Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνεση, ἐκεῖ θλίψη. Σ᾽ αὐτή τή ζωή ἀπόλαυση, ἐκεῖ βασανιστήρια. Ἐδῶ πλεονεξία, ἐκεῖ τιμωρία. Ἐδῶ γέλια, ἐκεῖ θρῆνος. Ἐδῶ ἀδιαφορία, ἐκεῖ κόλαση. Ἐδῶ καταφρόνηση, ἐκεῖ αἰώνιο πῦρ. Ἐδῶ καλλωπισμός, ἐκεῖ κόλαση. Ἐδῶ ἔπαρση, ἐκεῖ ἐξευτελισμός. Ἐδῶ οἱ ἁρπαγές, ἐκεῖ τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Ἐδῶ τά χρυσάφια, ἐκεῖ σκότος καί μαυρίλα. Ἐδῶ ἀδιαφορία, ἐκεῖ τελείως ἀσυγχώρητα ἁμαρτήματα.
Ἀφοῦ τά γνωρίζουμε αὐτά, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, γιατί παραμελοῦμε τή σωτηρία μας; Ἄς μήν προσηλωθεῖ, ἀδελφοί μου, ὁ νοῦς μας σ᾽ αὐτή τή ζωή. Ἄς μήν γλυκαθοῦμε ἀπό τήν ἀγάπη γιά τά γήινα, γιά νά μήν αἰσθανθοῦμε σ᾽ ἐκείνη τή ζωή πίκρα ἀπό τό θρῆνο μας. Γιατί δείχνουμε καταφρόνηση, μή θέλοντας, ὅσο ἀκόμη εἶναι καιρός, νά γιατρευτοῦμε, μέ τά λίγα δάκρυα τοῦ σύντομου αὐτοῦ καιροῦ, καί μέ τή μετάνοια, μέ τήν ὁποία ὁ Θεός συγχωρεῖ ὅλα τά παραπτώματά μας; Κλάψε λίγο ἐδῶ, γιά νά μήν κλάψεις ἐκεῖ στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες, μέσα στό σκότος τό ἐξώτερο.
Γίνε ἐδῶ φρόνιμος, γιά νά μήν ριχθεῖς ἐκεῖ στήν ἄσβεστη φωτιά. Ποιός δέν θά θρηνήσει γιά μᾶς; Καί ποιός δέν θά μᾶς κλάψει; Ἔλα στά σύγκαλά σου, ἀδελφέ μου γνήσιε, καί διάλεξε αὐτό πού εἶναι καλύτερο καί πού συμφέρει τήν ψυχή σου. Τί σέ ἐμποδίζει νά κλάψεις σ᾽ αὐτή τή ζωή καί νά ἱκετεύσεις τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες σου, ἐνεργώντας συνετά μέ τή μετάνοια, παρά νά κλάψεις ἐκεῖ, μέσα στή φωτιά, χωρίς καμιά ὠφέλεια; Διότι ἐδῶ ἔχεις ἄνεση νά χύσεις δάκρυα καί νά βρεῖς κάθε παρηγοριά. Ἐκεῖ παρόλα τά δάκρυα, θά πᾶς στήν κόλαση ἐκεῖ πού θά τιμωρηθεῖ ὁ χρεώστης τῶν μυρίων ταλάντων (Ματθ. 18, 24).
Ξεπλήρωσε ἕνα μικρό μέρος ἀπό τό χρέος σου, παρακαλώντας τόν Κύριο, νά συγχωρέσει τά χρέη τῆς ψυχῆς σου. Ἄν ὅμως δέν θελήσεις νά ἐπιστρέψεις σ᾽ αὐτή τή ζωή ἕνα μικρό μέρος ἀπό τά πολλά χρέη σου, θά ξεπληρώσεις στήν ἄλλη ζωή ὅλα τά χρέη σου, μέ πολλά βασανιστήρια. Καί τά λέω αὐτά, ἀγαπητοί καί φιλόθεοι ἀδελφοί μου, ἐπειδή τόσο πολύ τό ἐπιθυμεῖτε καί ὄχι ἐπειδή ἐγώ εἶμαι κανένας ἄξιος καί καθαρός στή ζωή μου, ἤ κάποιος πού ἔχει ζήσει μέ ἁγνότητα.
Ἀλλά τά λέω μέ βαρύ πόνο καί λύπη καρδιακή, καθώς ἀναλογίζομαι, τί μᾶς περιμένει, καί ὅμως ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Ἐγώ μάλιστα, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἀκάθαρτος, εἶμαι ἀσεβής στή ζωή μου, στίς πράξεις καί στούς λογισμούς, καί δέν βλέπω μέσα μου κάποιο καλό. Ἀντίθετα καί τώρα, ἀλλά καί πάντοτε, ἤμουν ἁμαρτωλός καί μέ νωθρή προαίρεση.
Αὐτά τά ἀπευθύνω ἐγώ σ᾽ ἐσᾶς πού εἴσαστε ὁμόψυχοι, διότι συνεχῶς σφίγγει τήν καρδιά μου ἡ λύπη γιά τή μέλλουσα φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅλοι μας συνεχῶς αὐτά τά καταφρονοῦμε καί νομίζουμε ὅτι θά ζήσουμε αἰώνια ἐδῶ σ᾽ αὐτή τή μάταια ζωή. Ἡ ζωή περνᾶ, καί ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾽ αὐτή. Καί θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιά ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, ἐπειδή ἐνῶ ξέραμε τό καλό κάναμε τό κακό. Καταφρονώντας σ᾽ αὐτή τή ζωή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή Βασιλεία Του, προτιμήσαμε τή γῆ καί ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾽ αὐτή. Τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι δέν μᾶς σώζει ἀπό τή φοβερή φωτιά τῆς κολάσεως. Τά ὡραῖα ροῦχα καί ἡ καλοπέραση θά μᾶς καταδικάσουν.
Ὁ ἀδελφός δέν σώζει τόν ἀδελφό του, οὔτε ὁ πατέρας σώζει τό παιδί του, ἀλλά ὁ καθένας στέκεται ἐκεῖ πού κατατάχθηκε, δηλαδή στή ζωή ἤ στή φωτιά τῆς κολάσεως. Ὑπάρχουν πολλοί ἅγιοι, δίκαιοι καί ὅσιοι, πού ἐγκατέλειψαν τή ζωή καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν πρόσκαιρο τοῦτο βίο, γιά νά παραδοθοῦν καλοπροαίρετα στή δική Του ἐξουσία καί στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του. Καί αὐτό, γιατί βεβαιώθηκαν ὅτι θά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Πόθησαν τόν Χριστό καί Τόν προτίμησαν περισσότερο ἀπό ὅλα τά φθαρτά πράγματα. Γι᾽ αὐτό καθημερινά ἀγάλλονται «ἐν τῷ Θεῷ», φωτίζονται «ἐν Χριστῷ», χαίρονται διαρκῶς «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Ἀγάλλεται γι᾽ αὐτούς ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀγάλλεται γι᾽ αὐτούς ὁ Παράδεισος τῆς τρυφῆς. Ἀληθινά, αὐτοί εἶναι πάντοτε ἀξιέπαινοι, ἔνδοξοι καί μακάριοι. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι τούς μακαρίζουν, διότι προτίμησαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός ὁ Ἅγιος, ὁ δίκαιος καί ἀληθινός, τούς χάρισε τή Βασιλεία Του. Καί μάλιστα τούς ἔδωσε ὡς δῶρο, ἀκόμη μεγαλύτερη δόξα. Νά Τόν βλέπουν δηλαδή πάντοτε μέ χαρά, μαζί μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους. Πολλοί ὅμως ἀπό τούς ἀνθρώπους πόθησαν τή γῆ καί τά φθαρτά πού ὑπάρχουν σ᾽ αὐτήν. Ὁ νοῦς τους εἶναι προσηλωμένος πάντοτε στά φθαρτά, καί σχεδόν σάν ἄλογα ζῶα τρέφουν τά σώματά τους μέ τίς τροφές, σάν νά εἶναι ἀθάνατη αὐτή ἡ μάταια ζωή.
Τί κάνεις ἄνθρωπέ μου, ζώντας σάν ἄλογο ζῶο; Ὁ Θεός σέ δημιούργησε νά εἶσαι ἄνθρωπος συνετός, διακριτικός. Μήν ἐξομοιωθεῖς ἀπό μόνος σου ἀπό τήν ἀδιακρισία σου μέ τά ἀνόητα ζῶα (Ψαλ. 31, 9. 48, 13). Πρόσεξε, ἄνθρωπε, λιγάκι. Ἔλα στά σύγκαλά σου. Κατάλαβε σάν συνετός ἄνθρωπος, ὅτι γιά σένα ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό ὁ ὕψιστος Θεός. Γιά νά σέ ἀνυψώσει ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἦρθε. Ἔχεις προσκληθεῖ στούς γάμους τοῦ οὐράνιου Νυμφώνα. Γιά ποιό λόγο δείχνεις καταφρόνηση; Γιατί δυσανασχετεῖς; Πῶς θά ἀναχωρήσεις γιά τούς γάμους, πές μου, χωρίς νά ἔχεις τό πολύτιμο ἔνδυμα, πού πρέπει στούς γάμους; Δέν κρατᾶς λυχνάρι. Τότε πῶς θά μπεῖς στούς γάμους; Μπαίνεις περιφρονητικά; Θά ἀκούσεις ἀμέσως ἐκείνη τή φοβερή φωνή· «Φίλε, πῶς μπῆκες στούς γάμους, χωρίς νά ἔχεις ἔνδυμα γιά τό γάμο (Ματθ. 22, 11) τῆς βασιλείας μου;
Μπῆκες περιφρονητικά, γιά νά προσβάλλεις μέ τή γύμνια σου τό ἐπίσημο τραπέζι μου;». Καί θά πεῖ ὁ Βασιλιάς στούς ὑπηρέτες του· «Δέστε χειροπόδαρα τόν ἐλεεινό, καί ρίξτε τον μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς, γιά νά τιμωρηθεῖ αἰώνια. Διότι ἐγώ ὁ Ἴδιος ἦρθα πρίν ἀπό πολλά χρόνια, καί ὅλους τούς κάλεσα στούς γάμους. Αὐτός ὅμως περιφρονώντας τήν πρόσκλησή μου, δέν ἑτοίμασε γιά τόν ἑαυτό του ἔνδυμα, γιά νά ἔρθει στούς γάμους. Γι᾽ αὐτό σᾶς προστάζω νά τιμωρήσετε τόν ἄθλιο, διότι περιφρόνησε τή βασιλεία μου».
Ἄραγε, δέν τά φοβᾶσαι αὐτά; Δέν τρέμεις, ἄνθρωπέ μου, πού ἦρθε ἡ ὥρα καί ὁ Νυμφίος κοντεύει νά φανερωθεῖ καί νά λάμψει; Δέν ξέρεις ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα, καί ὅτι ἡ οὐράνια σάλπιγγα περιμένει τήν προσταγή γιά νά σαλπίσει; Τότε τί θά κάνεις ἐκεῖ, τήν ὥρα αὐτή, ἄν δέν προετοιμασθεῖς γιά τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ μακαρισμοῦ, πού θά ἀπευθύνει στούς δικαίους ὁ Θεός; Διότι ὁ μακαρισμός πού θά ἀπευθύνει ὁ Θεός ἀπονέμεται σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἀξίζουν. Ἡ οὐράνια σάλπιγγα σαλπίζει ἀπό τόν οὐρανό καί λέει· «Ἀναστηθεῖτε, ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ.
Νά, ἦρθε ὁ οὐράνιος Βασιλιάς γιά νά σᾶς δώσει ἀνάπαυση καί χαρά στήν αἰώνια ζωή, ὡς ἀνταμοιβή γιά κεῖνον τόν κόπο τῆς ἀσκήσεώς σας. Ἀναστηθεῖτε, δέστε τόν Βασιλέα Χριστό, τόν ἀθάνατο Νυμφίο, πού ἐσεῖς ποθούσατε. Γιατί, μέ τό νά Τόν ποθήσετε, ζήσατε σάν πάροικοι πάνω στή γῆ. Ἀναστηθεῖτε, δεῖτε τή βασιλεία Του, πού σᾶς ἔχει ἑτοιμάσει. Ἀναστηθεῖτε, δεῖτε τόν Κύριο, πού δέν χορταίνει κανείς νά Τόν βλέπει καί Τόν Ὁποῖο ἀγαπήσατε, γιά Τόν Ὁποῖο δοκιμάσατε θλίψεις, καί γιά Τόν Ὁποῖο κοπιάσατε. Ἐλᾶτε τώρα, καί δεῖτε μέ πολλή παρρησία τόν Ἴδιο τόν Κύριο πού πόθησε ἡ καρδιά σας, καί χαρεῖτε μαζί Του τήν ἀνέκφραστη χαρά, μέ τή χαρά πού κανείς δέν μπορεῖ νά σᾶς τήν ἀφαιρέσει (Ἰωάν. 16, 22).
Ἐλᾶτε, ἀπολαῦστε αὐτά, πού μάτι δέν τά εἶδε, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε, οὔτε νοῦς ἀνθρώπου τά συνέλαβε (Α΄ Κορ. 2, 9), αὐτά τά ὁποῖα μᾶς τά χαρίζει ὁ Ἴδιος ὁ Ποθούμενος». Διότι οἱ ἅγιοι θά ἁρπαχθοῦν μέσα σέ φωτεινές νεφέλες (Α΄ Θεσ. 4, 17) γιά τήν προϋπάντησή Του. Θά ἁρπαχθοῦν οἱ δίκαιοι καί οἱ ἄξιοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ψηλά στόν ἀέρα, μέσα σέ ἀπερίγραπτη δόξα, γιά νά δοῦν τόν οὐράνιο, ἀθάνατο Νυμφίο. Ποιός λοιπόν εἶναι ἄξιος νά ἁρπαγεῖ τήν ὥρα ἐκείνη μέσα σέ νεφέλες, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό μέ μεγάλη χαρά; Ὅλοι οἱ ἄξιοι δοῦλοι θά ἁρπαχθοῦν μέ δόξα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς θά παραμείνουν κάτω στή γῆ μέ μεγάλη ντροπή. Θά ἀκολουθήσουν μακαρισμοί καί χαρά, γιά κείνους πού ἔδειξαν προθυμία ἐδῶ, σ᾽ αὐτή τή ζωή, συγχρόνως μέλλεται τιμωρία καί ντροπή σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.
Εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού φρόντισε ἀπ᾽ αὐτή τή ζωή νά ἀποδειχθεῖ ἄξιος ἐκείνη τήν ὥρα. Καί εἶναι ἄθλιος ἐκεῖνος πού ἔκανε ἐπίσης τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά κείνη τήν ὥρα. Οἱ νεφέλες θά ἁρπάξουν ὅλους τούς ἁγίους καί θά τούς μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀντίθετα τούς ἀσεβεῖς θά ἁρπάξουν οἱ Ἄγγελοι, γιά νά τούς βάλλουν μέσα στό καμίνι τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς. Ποιός θά χύσει τότε στό κεφάλι μου ἄφθονο νερό νά δροσιστῶ; Καί ποιός πάλι θά προσφέρει στά μάτια μου πηγή πού νά ξεχύνει συνεχῶς δάκρυα;
Ὅσο εἶναι καιρός νά δεχθεῖ ὁ Θεός τά δάκρυά μου, ἔκλαψα τόν ἑαυτό μου μέρα καί νύχτα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μή βρεθῶ ἀνάξιος τήν ὥρα τῆς Παρουσίας Του, καί νά μήν ἀκούσω ἐκείνη τή φοβερή ἀπόφαση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ: «Φύγε ἀπό μπροστά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας (Ματθ. 7, 23) ,δέν σέ ξέρω ἀπό ποῦ εἶσαι» (Λουκ. 13, 25).
Ὁ Θεός ὁ Ὕψιστος, ὁ Μόνος ἀθάνατος, δώρισε σ᾽ ἐμένα τόν ἁμαρτωλό τούς πολλούς οἰκτιρμούς Σου, τήν ὥρα ἐκείνη, γιά νά μή φανερωθεῖ ἡ κρυμμένη ἀσέβειά μου μπροστά στούς θεατές Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Προφῆτες, Ἀποστόλους, Δικαίους καί Ἁγίους. Σῶσε με τόν ἀσεβή, μέ τήν Θεία Σου Χάρη καί μέ τούς οἰκτιρμούς Σου, καί βάλε με μέσα στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς μαζί μέ τούς τελείους καί τούς δικαίους. Δέξου τή δέησή μου, Δέσποτα, μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων, πού εὐαρέστησαν σ᾽ Ἐσένα. Δόξα πρέπει στόν Χριστό. Ἀμήν.
Comments
Post a Comment