Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ


Ο ΚΗΡΥΞ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗΝ
ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ


ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ  ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ, ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Ε ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΜΗΝΑ ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ  ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ:  ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 25 ΚΑΙ ΟΡΦΕΩΣ 40 ΚΑΤΩ ΗΛΙΟΥΠΟΛΙΣ

ΤΕΥΧΟΣ   1071                     ΜΑΡΤΙΟΣ 2019

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΙΑΙΡΕΙΤΑΙ, ΟΠΩΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

@ 2010-07-22 23:51:00

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ΔΕΝ ΔΙΑΙΡΕΙΤΑΙ

Ο ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΔΙΕΤΥΠΩΣΕ ΤΗΝ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΘΕΣΙΝ ΟΤΙ "Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΑ ΔΙΗΡΗΜΕΝΗ".  ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΑΥΤΑΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΗΝΤΗΣΕΝ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙΝ, ΔΙΟΤΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ ΕΤΟΠΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΑ ΞΕΝΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2002 ΕΙΣ ΤΗΝ "ΓΡΑΦΙΔΑ" ΕΙΣΗΓΗΣΙΝ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΝΥΝ ΔΕ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΨΕΥΔΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ., ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ (ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ)  ΟΙ ΝΙΚΟΛΑΙΤΑΙ, 12 ΕΤΗ ΤΩΡΑ (2002 -  2012) ΕΝΩ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΝ (ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΑ ΞΕΝΑ ΚΕΝΤΡΑ) ΝΑ ΑΠΟΚΗΡΥΞΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΟΥΝ...:

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

Πέμπτη, 22 Ιουλίου 2010
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ
ΣΤΟΝ ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Με μία θεολογικότατη καί άκρως τεκμηριωμένη πατερικά ο Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απαντά στις αντορθόδοξες θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, που υποστηρίζει ότι η Εκκλησία σεν είναι πλέον ΜΙΑ όπως την ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά διηρρημένη!

Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο της επιστολής του Καθηγητή, το οποίο κοινοποιήθηκε προς όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Θεσσαλονίκη, 7-7-2010
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
-----------
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
Οἰκ. 2310-342938


Πρός
τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το
Μη­τρο­πο­λί­τη Μεσ­ση­νί­ας
κ. Χρυ­σό­στο­μο
Μη­τρο­πο­λί­του Με­λετίου13
24100 ΚΑ­ΛΑ­ΜΑ­ΤΑ


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Μοῦ γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ ἐ­πι­στο­λή σας πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο μέ κοι­νο­ποί­η­σή της πρός ὅ­λους τούς Μη­τρο­πο­λί­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­ριθ. πρωτ. 311/17-6-2010.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή ἀ­να­φέ­ρε­σθε καί στό ὄ­νο­μά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐ­δάφ. α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, γρά­φε­τε τά ἑ­ξῆς:

«Τήν ἐ­πι­φύ­λα­ξη τοῦ Σεβ. Κυ­θή­ρων δέν τήν ἔ­χει ἐκ­φρά­σει μέ­χρι σή­με­ρα οὔ­τε προ­φο­ρι­κά οὔ­τε γρα­πτά ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τήν ἐ­πι­στο­λή, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λεῖ­ται ὁ Σεβ. Κυ­θή­ρων, καί μέ τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τ’ ἀν­τί­λη­ψιν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σα τό­σο τη­λε­φω­νι­κά ὅ­σο καί διά ζώ­σης, ἐξ ἀ­φορ­μῆς πα­νε­πι­στη­μια­κῶν θε­μά­των καί ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων.

Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τόν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καί Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί ἀ­σχο­λί­α­στο;».

Νά ση­μειώσω δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, ὅ­τι τό ἐ­πί­μα­χο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή θέ­ση, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε σέ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐ­μέ, καί ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς:
«Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι μί­α καί­ ἀ­δι­αί­ρε­τη πρίν τό σχῖ­σμα, σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, ἀ­φοῦ βρι­σκό­μα­στε σέ σχῖ­σμα, αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας».

Ἐ­πει­δή δέν θέ­λω, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, νά καλ­λι­ερ­γοῦν­ται καί νά δι­αδ­ίδον­ται ἐ­σφαλ­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν το­πο­θέ­τη­σή μου σέ ἕ­να τό­σο σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό θέ­μα, ἀ­ναγ­κάζ­ομαι πλέ­ον τώ­ρα νά σᾶς γρά­ψω.

Κα­ταρ­χήν, νά σᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σω, για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σα τό­τε στήν ἀ­πό 01-10-2009 ἐ­πι­στο­λή σας. Τήν ἐ­πι­στο­λή σας αὐ­τή τήν ἔ­λα­βα, ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως, μό­λις τήν πα­ρα­μο­νή τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού μέ ἐμ­πό­δι­σε κα­τε­ξο­χήν νά προ­χω­ρή­σω τό­τε σέ ἀ­παν­τη­τι­κή ἐ­πι­στο­λή ἦ­ταν τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στο­λή σας ἐ­κεί­νη κοι­νο­ποι­ή­θη­κε στόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο καί στούς Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.

Σκέ­φτη­κα τό­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι τό συγ­κλη­θέν σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας εἶ­ναι τό πλέ­ον ἁρ­μό­διο νά κρί­νει τό ὀρ­θό ἤ τό ἐ­σφαλ­μέ­νο τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα δι­α­τυ­πώ­σε­ώς σας.

Ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἤ λει­τουρ­γεῖ μέ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά κρι­τή­ρια καί παίρ­νει θέ­ση στό θέ­μα –σκέ­φτη­κα– ἤ ἁ­πλῶς τό ἀν­τι­πα­ρέρ­χε­ται. Για­τί, δη­λα­δή, θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­παν­τή­σω ἐ­γώ, ὅ­ταν αὐ­τό τό καί­ριο πρό­βλη­μα ἦ­ταν ἤ­δη ἐκ­πε­φρα­σμέ­νο ἐγ­γρά­φως ἐ­νώ­πιόν της; Πί­στε­ψα, δη­λα­δή, συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­τι ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Πρό­ε­δρος καί τά Μέ­λη τῆς Δια­ρκοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου θά ἔ­θε­ταν ὡς πρῶ­το θέ­μα στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού συγ­κλή­θη­κε τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2009, «τό σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα», ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό χα­ρα­κτη­ρί­σα­τε στήν ἐ­πι­στο­λή σας, καί ὅ­τι θά σᾶς κα­λοῦ­σε νά δώ­σε­τε τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ευ­κρι­νί­σεις, καί νά τό ἀ­να­κα­λέ­σε­τε. Καί τοῦ­το, για­τί ὡς δογ­μα­το­λό­γος γνω­ρί­ζω, ὅ­τι ἐκ­πί­πτει ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ κά­θε πι­στός –καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ κλη­ρι­κός– πού συ­νει­δη­τά ἀμ­φι­σβη­τεῖ ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει με­ρι­κῶς ἤ ὁ­λι­κῶς τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ ἀ­κρί­βεια στούς Ὅ­ρους τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Για­τί, ἀ­σφα­λῶς, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λύ­ει οὔ­τε νά σχε­τι­κο­ποι­εῖ τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή κα­νείς δέν βρί­σκε­ται ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τῆς.

Δυ­στυ­χῶς, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τό­τε δέν ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό αὐ­τό θέ­μα, πού ἀ­φο­ρᾶ καί­ρια τήν ταυ­τό­τη­τα καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Με­τά ἀ­πό τίς πα­ρα­πά­νω ἐ­ξη­γή­σεις γιά τήν ἕ­ως τώ­ρα σι­ω­πή μου, θά πε­ρι­ο­ρι­στῶ νά ἀ­παν­τή­σω μέ τήν πα­ρού­σα ἐ­πι­στο­λή μό­νο στήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, πού δι­α­τυ­πώ­σα­τε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή σας (01-10-2009). Καί αὐ­τό τό κά­νω γιά τρεῖς κυ­ρί­ως λό­γους: Πρῶ­τον, γιά χά­ρη τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Δεύ­τε­ρον, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ση­μα­σί­ας πού ἔ­χει ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­λή­θεια στόν ἤ­δη δι­ε­ξα­γό­με­νο Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Κα­τά σύμ­πτω­ση, τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό ἡ Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τοῦ Δι­με­ροῦς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν μή ὁ­λο­κλή­ρω­σή του πέρυ­σι στήν Κύ­προ θά συ­νε­χι­στεῖ τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 στή Βι­έν­νη. Στήν πα­ρού­σα πε­ρί­στα­ση τό εὔ­λο­γο καί καί­ριο ἐ­ρώ­τη­μα πού τί­θε­ται εἶ­ναι: Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁ­γί­α, κα­θο­λι­κή καί ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους; Τρί­τον –μέ ὅ­λο τό σε­βα­σμό πρός τό πρό­σω­πο καί τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἀ­ξί­ω­μά σας– σᾶς γρά­φω αὐ­τήν τήν ἐ­πι­στο­λή, ἐ­πει­δή θε­ω­ρῶ ὅ­τι μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ἀλ­λοι­ώ­νε­ται οὐ­σι­ω­δῶς ἡ δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­δι­κεῖ­ται κα­τά­φω­ρα ὁ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός νοῦς σας, ἐ­νῶ δι­και­ώ­νε­ται ὁ κά­θε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλ­λά καί ὁ κά­θε ἁ­πλός πι­στός πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται, ὡς ὀ­φεί­λει, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.

Τώ­ρα, ὡς πρός τό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἐ­ρώ­τη­μα –ἄν δη­λα­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό σχῖ­σμα τοῦ 1054 εἶ­ναι ΜΙΑ καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἤ δι­η­ρη­μέ­νη– ἔ­χω νά κα­τα­θέ­σω ἀ­πε­ρι­φρά­στως τά ἑ­ξῆς:

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς μί­αν, .­.. Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τός του σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της ὅ­σο καί τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ΜΙΑ κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό­τε μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ ΜΙΑ καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­το­τε– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ μυ­στη­ρια­κῶς «δι’ ὕ­δα­τος καί Πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της, δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους (Ὀρ­θό­δο­ξες) Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. ἐν­δει­κτι­κῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να ΜΙΑ καί δι­η­ρη­μέ­νη. Για­τί ἡ δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη (βλ. Λε­ξι­κό, Γ. Μπαμ­πι­νι­ώ­τη). Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κατά περίπτωση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή.

Στήν ἐ­πι­στο­λή σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἐ­πι­χει­ρεῖ­τε νά θε­με­λι­ώ­σε­τε τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή το­πο­θέ­τη­σή σας ὄ­χι στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ἀλ­λά στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς παρ. 41 τοῦ Κει­μέ­νου τῆς Ρα­βέν­νας, τό ὁ­ποῖ­ο κά­νει λό­γο γιά τήν «ἐ­πο­χή τῆς ἀ­δι­αί­ρε­της Ἐκ­κλη­σί­ας». Ἔ­τσι, δί­νε­τε τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πο­δί­δε­τε με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α σέ ἕ­να Κοι­νό Κεί­με­νο μιᾶς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο, συ­νι­στα­μέ­νης ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἀ­να­ζη­τοῦν τήν ἀ­λή­θεια, πα­ρά σέ ἀ­πο­φά­σεις καί Ὅ­ρους Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­φαί­νον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πάν­τως, ἀ­πό τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Κοι­νοῦ Κει­μέ­νου γί­νε­ται, πράγ­μα­τι, σα­φές ὅ­τι γιά τά Μέ­λη τῆς Μι­κτῆς Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­τρο­πῆς δέν ὑ­φί­στα­ται σή­με­ρα ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δη­λα­δή σή­με­ρα εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά τήν δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με λε­κτι­κά στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ώς μας. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­χει ὡς συ­νέ­πεια τήν ἀ­πο­κο­πή ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λων ἐ­κεί­νων, πού συ­νει­δη­τά ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­σα δι­α­λαμ­βά­νει τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐμ­μέ­σως πλήν σα­φῶς δέν ἀ­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.

Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως κεί­με­νο δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­φό­σον αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, στόν Ὅ­ρο δη­λα­δή τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.[1]

Τέ­λος, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στήν ἐ­πι­στο­λή σας γιά τήν ἑ­νό­τη­τα καί ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρω­το­γε­νῆ αἰ­τί­α τῆς σύγ­χρο­νης πρα­κτι­κῆς τῶν συμ­προ­σευ­χῶν ὁ­ρι­σμέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων -κλη­ρι­κῶν καί λα­ϊ­κῶν- μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Για­τί, ἔ­τσι ἑρ­μη­νεύ­ε­ται θε­ο­λο­γι­κῶς ἡ σα­φής πα­ρα­βί­α­ση Κα­νό­να Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (2ου τῆς Πεν­θέ­κτης, μέ ἀ­να­φο­ρά στόν 10ο Κα­νό­να τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων), πού ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τήν συμ­προ­σευ­χή, μέ ἐ­πι­τί­μιο τόν ἀ­φο­ρι­σμό ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό
ἀ­σπά­ζο­μαι τήν δε­ξιά σας

Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Κοι­νο­ποί­η­ση:
1. Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο
2. Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
3. Σε­βα­σμι­ω­τά­τους Μη­τρο­πο­λί­τες, Μέ­λη τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος


[1] Γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, βλ. στήν Εἰ­σή­γη­σή μου μέ τί­τλο: «Ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ λαν­θα­σμέ­νες θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου»­, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Ἡ­με­ρί­δα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Πει­ραι­ῶς (28-4-2010) μέ θέ­μα: « ʻΠρω­τεῖ­ον’, Συ­νο­δι­κό­της καί Ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»

 ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΚΗΡΥΚΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ".
Συμπληρώνω τήν παρούσαν ανάρτησιν καί μέ τά παρακάτω τά οποία ειχον δημοσιευθεί από τού ετους 2008 καί εχουν σχέσιν μέ τό θέμα μας::

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΟΥΝ: «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ"
Ὀ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ

Εἰς ἕνα ἀντιοικουμενιστικόν κείμενον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἀλλά καί προηγουμένως εἰς τήν εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» (της 13.7.1979) εἶχον ἀναγνώσει μίαν ἐν ἔτει 1971 προλαλιάν τοῦ Ἀθηναγόρου, ὅταν μία ομάδα Ελλήνων Κληρικών (είκοσι εξ Αμερικής και δέκα εκ Δυτικής Γερμανίας), μαζί με τις συζύγους και άλλα πρόσωπα, τόν ἐπεσκέφθησαν, ὁ ὁποῖος, τούς εἶπε τά ἐξῆς τρομερά:

«… Εδώ την 15ην Ιουλίου του 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγίαν Τράπεζαν της Αγιάς Σοφιάς, που θα επισκεφθήτε αύριον, ένα λίβελλο, κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω καλά αν έκαμε να απαντήση η όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Και αυτοί οι δυο λίβελλοι, αυτά τα δυο γράμματα, ωνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμην, ούτε από την Ανατολήν, αλλά το εζήσαμεν 900 χρόνια. Με πολλάς συνεπείας, με πολλάς καταστροφάς. Το εζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρίς να έχης αδελφόν να του λες πόσο τον αγαπάς! Και ξαφνικά μίαν ημέραν του Δεκεμβρίου του 1963, ανέγνωσα εις τον Τύπον, ότι ο πάπας απεφάσισε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, και χοροστατών εις μίαν Εκκλησίαν εδώ γειτονικήν, ανεκοίνωσα, ότι θα ζητήσω να τον συναντήσω. Ήλθα εδώ (και) εξέδωκα ανακοινωθέν δια του Associated Press να συναντηθώμεν. Ο σταθμός του Βατικανού απήντησε, και την 5ην Ιανουαρίου του 1964 συνηντήθημεν εις τα Ιεροσόλυμα, την 9ην της νυκτός, εις την κατοικίαν του Πάπα. Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δυο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δυο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα! Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν. Και έπειτα εκαλέσαμεν τας συνοδείας ημών, ανεγνώσαμεν ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιον, και είπαμεν το «Πάτερ ημών» και προσεφώνησα εγώ πρώτος. Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς, και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κυριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Παπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Αγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Αγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος. Το ’65 εσηκώσαμεν το Σχίσμα, εις την Ρωμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ. Και τον Ιούλιον του ’67 ήλθεν ο Πάπας εδώ. Ευκολώτερον να μετεκινείτο ένα βουνό από την Ιταλίαν, λ.χ. τα Απέννινα, και να έλθουν εδώ, παρά να έλθη ο Πάπας εδώ. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν. Ήλθον και άλλοτε Πάπαι, αλλά αιχμάλωτοι. Εγένοντο τελεταί εις τον πατριαρχικόν ναόν, τον υπεδέχθην επάνω εις το Γραφείον μου, το οποίον θα το δήτε, και εκεί είχαμεν άλλην ομιλίαν και συνεφωνήσαμεν να συναντηθώμεν μίαν ημέραν εκεί, όθεν εξέβημεν».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀθηνναγόρας:
«Εως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το φιλιόκβε. Η προσθήκη εις το «Πιστεύω» έγινε τον 6ον αι. και το εδέχθημεν, επί 6 αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τωρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 54, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον; Υπάρχουν δυο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον - δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα - δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος. Εγώ έζησα επτά πολέμους. Και είδα πολλάς καταστροφάς, πολύ αίμα, να χυθή. Και όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι, αδελφικοί… Και η έλευσίς σας ενταύθα μου ενισχύει αυτήν την πίστιν, ότι η μεγάλη ημέρα και επιφανής του Κυρίου, η συνάντησις εις το ίδιον άγιον Ποτήριον θα έλθη…».

Ο ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ.

Ἡ οἰκουμενιστική ἀποστασία ἀπό τότε μέχρι σήμερον προχώρησε τόσον πολύ καί ἡ φθορά ἔγινε τόσον ἀποτελεσματική, ὥστε κατώρθωσαν νά παρασύρουν εἰς τόν οἰκουμενιστικόν των κατήφορο, καί νά διαφθείρουν τάς συνειδήσεις ὄχι μόνον ὅλων σχεδόν τῶν νεοημερολογιτῶν, ἀλλά καί Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ὅπως συνέβη μέ τήν ὁμάδα τῶν Ἀρχιερέων τοῦ ψευδαρχιεπισκόπου Νικολάου, οἱ ὁποῖοι ἐν τέλει ὡδηγήθησαν εἰς τό σχίσμα τό 2005, καί δι’ ἄλλους πολλούς λόγους, ἀλλά κυρίως διότι ἡμεῖς ὁ Μητροπολίτης Μεσογαίας Κήρυκος καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Λαρίσης Πανάρετος δέν ἀπεδέχθημεν, ἀλλά καί ἐπολεμήσαμεν, τό παναιρετικόν, ὠς τό ἐχαρακτηρίσαμεν καί ὡς εἶναι πράγματι, φρόνημα, τό ὁποῖον διεκήρυξε «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» ἐν ἔτει 2002, ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, (καί ἐμμένει εἰς αὐτό μέχρι σήμερον), ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος. Κατά τό οἰκουμενιστικόν του φρόνημα, «ἡ Ἐκκλησία ἦτο κάποτε διηρημένη, ἤ μπορεῖ κάποτε νά διαιρεθῆ» καί τοῦτο διότι ἡ λέξις «Ἐκκλησία» σημαίνει «κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», τοῦτο δέ συνεπάγεται ὅτι «ἐάν χαρακτηρίσωμεν τήν Ἁγία Τριάδα ὡς Ἐκκλησία, προσβάλλομεν τήν ἐνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἰδού τί ἀκριβῶς εἰσηγήθη τό 2002 καί τί «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ» διακηρύττουν ἀμετανοήτως μέχρι σήμερον ὁ κ. Νικόλαος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ:
«Δέν γνωρίζει ὁ θεολόγος Ἐλ. Γκουτζίδης ὅτι εἰς τήν περίπτωσιν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχομε ἐκ φύσεως ἕνωσιν, λόγω τῆς ὁμοουσιότητος καί ἅρα εἶναι ἀδύνατον ἡ Ἁγία Τριάς νά εἶναι (χαρακτηρίζεται), Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐξ’ ὁρισμοῦ σημαίνει κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων; Δέν κατανοεῖ ὅτι ἄν δεχθοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα ὡς ‘Εκκλησία προσβάλλεται τό ἀδιαίρετον τῆς Παναγίας Τριάδος, διότι τότε θεωρητικῶς εἶναι ἀνοικτόν τό ἐνδεχόμενον ὡς Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Τριάς νά ἦτο κάποτε χωρισμένη ἤ καί ἡ δυνατότης νά χωρισθῆ εἰς τό μέλλον».
Δηλαδή κατά τόν κ. Νικόλαον, δέν δυνάμεθα νά χαρακτηρίσωμεν τήν ἐν τῆ ὁμοουσιότητι κοινωνίαν τῶν τριῶν θείων Προσώπων ὡς Ἐκκλησία, διότι κατ’ αὐτόν «Ἡ Ἐκκλησία ἦτο κάποτε διηρημένη καί μπορεῖ κάποτε νά διαιρεθῆ». Καί ναί μέν ἡ λ. ἐκ-κλησία σάν λέξις σημαίνει «κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν τό πρίν διεστώτων» (διατύπωσις τοῦ Νικολάου) ἀφοῦ ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπό τήν λέξιν καλέω - καλῶ, προσκαλῶ, καί τοῦτο μέ τήν ἔννοιαν τήν ὁποίαν εἶχε τό «κάλεσμα» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ὁμως ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ σάν Σῶμα Χριστοῦ, δέν σημαίνει «κλῆσιν πρός ἑνότητα τῶν πρίν διεστώτων», διότι Αὕτη ποτέ δέν ἦτο διηρημένη, οὔτε εἶναι δυνατόν ποιτέ νά διαιρεθῆ, ὅπως οἰκουμενιστικῶς καί βλασφήμως, διακηρύσσει ὁ ποτέ Πειραιῶς Νικόλαος. ‘Εκκλησία σημαίνει ΕΝΟΤΗΤΑ καί ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ἐν τῶ ΕΝΙ ΣΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ἡ ὁποία (ενότης) ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τῶν πρίν ἀπεσχισμένων σχισματικῶν καί αἱρετικῶν διά τῆς ἐντάξεως αὐτῶν εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐπαναλαμβάνομεν, ΔΕΝ ΔΙΑΙΡΕΙΤΑΙ, οὔτε εἶναι δυνατόν νά διαιρεθῆ, εἶναι ἡ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, εἶναι τό ΕΝ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ οἰκουμενιστική καί παναιρετική διδασκαλία, καθ’ ἥν «ἡ Ἐκκλησία διαιρεῖται ἤ εἶναι δυνατόν κάποτε νά διαιρεθῆ», ὅπως ἀκριβῶς τήν διετύπωσε ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος, καί ἐπί τῆς ὁποίας ἐμμένει, ἐκηρύχθη προηγουμένως ὑπό τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀθηναγόρου, κηρύσσεται ὑπό τοῦ Βαρθολομαίου, καί εἶναι ἡ ἐπίσημος «Ὁμολογία» ὄλων τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν νεοημερολογιτῶν καί παλαιοημερολογιτῶν. Εἶναι αὐτουσία ἡ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ» καθ’ ἥν ἡ Ἐκκλησία διηρέθη εἰς πολλούς κλάδους, (τά πρίν δειστῶτα) τῆς ὁποίας κάθε κλάδος ἔχει ἀπό ὀλίγην ἀλήθειαν. Αὐτή ἡ θεωρία εἰς μίαν τελευταίαν διακήρυξιν τῶν οἰκουμενιστῶν, ἔλαβε τήν μορφήν: «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ». Δηλαδή, παραδέχονται καί ὁμολογοῦν ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ Μία Ἐκκλησία (διότι ἐχωρίσθη εἰς πολλούς κλάδους) καί καλοῦνται ὅλοι αὐτοί νά τήν ἀναστήσουν μέσα ἀπό τούς διαλόγους των καί τάς συμπροσευχάς των. Καί μόνη της αὐτή ἡ διατύπωσις «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» εἶναι βλασφημία, παρομοία μέ ἐκείνην τήν ὁποίαν διετύπωσε τό 2002 ὁ τότε Πειραιῶς Νικόλαος. «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΙΝ ΔΙΕΣΤΩΤΩΝ».
Πέραν αὐτοῦ, ὅταν διακηρύσσουν οἱ Οἱκουμενισταί, ὅτι «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ποίαν ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν ἐννοοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἐννοῦν τήν ΣΥΝΑΓΩΓΗΝ τοῦ ἀντιχρίστου. Καί πρός αὐτήν βαδίζουν. Μᾶλλον τήν ἔχουν ὁλοκληρώσει ... Τί διδάσκει ὅμως ἐπ’ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ὅτι ἄν θέλουν οἱ ἀπεσχισμένοι αἱρετικοί καί ἐκτός Ἐκκλησίας, νά ἑνωθοῦν εἰς τό Σῶμα Της, ὀφείλουν πρῶτον νά ἀποκηρύξουν τάς πλάνας των καί νά προσέλθουν διά τῆς μετανοίας εἰς τήν ὄντως ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ καί ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, νά βαπτισθοῦν εἰς τό ἕν βάπτισμα Της, καί νά ἐνταχθοῦν οὕτω εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν Κιβωτόν τῆς Χάριτος πρός σωτηρίαν αἰώνιον. Πᾶσα ἄλλη διδασκαλία εἴτε αὐτή προέρχεται ἀπό τούς δεδηλωμένους Οἰκουμενιστάς, Νεοημερολογίτας καί λοιπούς αἱρετικούς, εἴτε ἀπό παλαιοημερολογίτας Οἰκουμενιστάς, ὡς τόν ποτε Πειραιῶς Νικόλαον, εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.
Posted on Sep. 26th, 2008

Δημοσιεύτηκε 21st September 2012 από τον χρήστη Unknown
Ετικέτες: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΔΙΑΙΡΕΙΤΑΙ
1 Προβολή σχολίων

    ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ24 Σεπτεμβρίου 2012 - 2:35 π.μ.

    Ἡ οἰκουμενιστική καί παναιρετική διδασκαλία, καθ’ ἥν «ἡ Ἐκκλησία διαιρεῖται ἤ εἶναι δυνατόν κάποτε νά διαιρεθῆ», ὅπως ἀκριβῶς τήν διετύπωσε ὁ τότε (2002) Πειραιῶς Νικόλαος, καί ἐπί τῆς ὁποίας ἐμμένει, ἐκηρύχθη προηγουμένως ὑπό τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀθηναγόρου, κηρύσσεται ὑπό τοῦ Βαρθολομαίου, καί εἶναι ἡ ἐπίσημος «Ὁμολογία» ὄλων τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν νεοημερολογιτῶν καί παλαιοημερολογιτῶν. Εἶναι αὐτουσία ἡ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ» καθ’ ἥν ἡ Ἐκκλησία διηρέθη εἰς πολλούς κλάδους, (τά πρίν δειστῶτα) τῆς ὁποίας κάθε κλάδος ἔχει ἀπό ὀλίγην ἀλήθειαν. Αὐτή ἡ θεωρία εἰς μίαν τελευταίαν διακήρυξιν τῶν οἰκουμενιστῶν, ἔλαβε τήν μορφήν: «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

Διά την διαδικτυακήν Εφημερίδα «Ο ΚΗΡΥΞ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ»
Ὁ ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις + ‘Επίσκοπος Κήρυκος Κοντογιάννης
Μητροπολίτης ΓΟΧ Μεσογαίας Λαυρεωτικῆς και Αχαρνων .


Comments

Popular posts from this blog

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ,

ΠΕΡΙ ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΥΣΕΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ (Α. ΒΑΒΟΥΣΚΟΥ)