ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ... ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΣΘΕ, ΕΠΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ, ΜΑΛΛΟΝ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ, ΔΙΟΤΙ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΙΣ, ΠΛΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ, ΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΓΥΜΝΗ ΤΗ ΚΕΦΑΛΗ, ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΙΚΙΑ ΤΕΛΟΥΝΤΟΣ ΙΕΡΟΜ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΑΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ... ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΜΕΝ.


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ... ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΣΘΕ, ΕΠΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ, ΜΑΛΛΟΝ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ, ΔΙΟΤΙ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΙΡΕΣΙΣ, ΠΛΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ, ΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΓΥΜΝΗ ΤΗ ΚΕΦΑΛΗ, ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ, ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΙΚΙΑ ΤΕΛΟΥΝΤΟΣ ΙΕΡΟΜ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΑΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ  ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ... ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΜΕΝ.

Η αίρεση και οι επιπτώσεις της




  Μαθητεία στο εκκλησιαστικο παρελθόν
Η ΑΙΡΕΣΗ

      
Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία μας πάντοτε ετίμησε τον αγώνα αγίων μορφών, Ομολογητών της Ορθοδοξίας κατά της ποικίλης αιρέσεως. Ο αγώνας αυτός καταλαμβάνει το πλείστον μέρος της εκκλησιαστικής ιστορίας και  ουσιαστικώς υπήρξε ο κυριώτερος,  ή μάλλον ο μόνος, παράγων διαμορφώσεως και εξελίξεως της λεκτικής διατυπώσεως των εκκλησιαστικών δογμάτων. Όμως, τί σημαίνει «αίρεση»; Γιατί η Εκκλησία πολεμεί τις αιρέσεις (και όχι βεβαίως τους αιρετικούς); Έως ποίου σημείου είναι ανεκτή η αίρεση; Σώζονται όσοι ακολουθούν τις αιρέσεις;
       Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές αφορμές ωφελίμου προβληματισμού πάνω στα θέματα αυτά.


Εισαγωγή
1. Τι είναι αίρεση
2. Δαιμονική προέλευση της αιρέσεως
3. Οι αιρετικοί κατηγορούν ακόμη και τους Αγίους
4. Αίρεση ίσως να είναι και η αλλαγή ενός «ιώτα» των εκκλησιαστικών δογμάτων
( ιστορικά παραδείγματα, διδασκαλία των Αγίων Πατέρων)
5. Σωτηριολογικές επιπτώσεις της αιρέσεως
    Α. Τα μυστήρια των αιρετικών, καθ΄ ότι άκυρα είναι αχαρίτωτα
Οι αιρετικοί δεν έχουν «αποστολική διαδοχή».
Το βάπτισμα των αιρετικών είναι «καθ’ εαυτό» άκυρο και χωρίς καμμία «διαδοχή»
Η αίρεση (και όχι ο αντι-αιρετικός αγώνας) δημιουργεί σχίσμα και εξάγει από την κοινωνία με το Σώμα Χριστού
    Β. Οι αιρέσεις αλλοιώνουν το ορθόν σέβας στη ζωή των πιστών
(Αρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εικονομαχία, λατινικός αντιη-συχασμός)
6. Οι αιρέσεις ποτέ δεν θα εκλείψουν έως της Β΄ Παρουσίας
Σύνοψη
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



Εισαγωγή

        Στη σημερινή εποχή, η λέξη «αίρεση» έχει εξοβελισθεί από το λεξιλόγιο των αθρώπων, ακόμη και των περισσοτέρων πιστών, και έχει περιορισθεί, χρωματισμένη μάλιστα και με κάποια ειρωνεία, στο χαρακτηρισμό φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων που παρεκκλίνουν από κάποια γνωστή «κύρια»  (‘mainstream”) κατεύθυνση.
        Υπό την επίδραση της προπαγάνδας της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου, η οποία διδάσκει να αγαπάμε όχι τόσο τον ίδιο τον πλησίον μας, όσο τις οποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις και ιδέες του, ο χαρακτηρισμός της «αιρέσεως» ακούεται στα ώτα πολλών, ως δήθεν φορτισμένος υπέρμετρα με άδικους αρνητικούς συνειρμούς και παραπέμπει δήθεν στο σκοτεινό μεσαίωνα και την «ιερά εξέταση». Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου η «αίρεση» είναι κίνδυνος που άπτεται καίρια της ιδίας της αιωνίου σωτηρίας μας και όχι κάποια απλώς φιλοσοφική απόκλιση από μια «γραμμή» μιας εξουσίας.
        Το θέμα της αιρέσεως είναι απέραντο, τόσο στην Πατερική Γραμματεία, όσο και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία. Θα αρκεσθούμε σε μερικά σημεία, επιφυλασσόμενοι για περισσότερες διευκρινίσεις στο μέλλον.


1. Τί είναι αίρεση

       

Σύμφωνα με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν» 1.
      Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
        Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: «Για να στοιχειοθετηθεί [κατά τους ι. Κανόνες] το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση  ή διαστροφή των κανόνων,  ήτοι 1) να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως  ή προσθήκης φράσεων  ή συμβολικών κινήσεων στο τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) να γίνει από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής  ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και 3) να επιμείνει στην πλάνη του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του. Καθ΄ όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό, επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος» 3.
        Πάντως, η αίρεση δεν κρίνεται βάσει κάποιας απλής αποκλίσεως στη φρασεολογία και την ορολογία, αλλά από την παρερμηνεία των αληθειών, την οποίαν παρερμηνεία εξυπηρετεί η συγκεκριμένη απόκλιση στην ορολογία· λέγει λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας την του αιρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση των υποστάσεων του Πατρός και του Υιού, μέσω της απάλειψης του συνδέσμου «και» από μερικά χωρία της Αγίας Γραφής «... τώρα όμως λόγος από αυτούς δεν γίνεται περί συλλαβών, ούτε για το πως ηχεί, έτσι  ή αλλιώς, η έκφραση, αλλά για πράγματα τα οποία έχουν μέγιστη διαφορά σε δύναμη και αλήθεια. Λόγω των οποίων, ενώ η χρήση των συλλαβών είναι αδιάφορη, αυτοί [οι αιρετικοί] προσπαθούν άλλες μεν να εισαγάγουν και άλλες να αποδιώξουν από την Εκκλησία. Εγώ δε, αν και από το πρώτο άκουσμα είναι φανερή η χρησιμότητα, ωστόσο θα παράσχω και την αιτία για την οποίαν οι Πατέρες μας, δεν συμπαρέλαβαν χωρίς λόγο την χρήση της προθέσεως αυτής» 4.
        Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση· «Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των αιρέσεων»5. Τούτο φαίνεται και από το αίνιγμα που κλήθηκε να επιλύσει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα δυσχερέστατο πρόβλημα.”Ποια αμαρτία, μου είπε, είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;” Και όταν εγώ του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”, εκείνος με ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
        Πλήν τούτων, μία και μόνη αίρεση μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές άλλες, οι οποίες θα ανατρέψουν ριζηδόν την περί Θεού διδασκαλία της Εκκλησίας, την κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, και θα οδηγήσουν μετά ταύτα και σε εσφαλμένη πράξη. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον αντι-ησυχαστή αιρεσιάρχη Γρηγόριο Ακίνδυνο φανέρωσε και ανέπτυξε, ότι όσοι αρνούνται τη «θεοπρεπή διάκριση» ουσίας και ενεργείας στο Θεό, περιπίπτουν κατά συνέπεια και σε άλλες πενήντα μέγιστες αιρέσεις7.
        Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής, ενός  ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την ονομασία “καθολική” που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία. Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. [...] Όχι μόνον οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. [...] Η πρώτη [η ορθοδοξία] διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη [η αίρεση] είναι νεωτεροποιΐα. Έτσι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη η αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας»8.
        Πρέπει να ενθυμούμαστε και δύο ακόμη σημαντικές παραμέτρους:
        (α) Η αίρεση αχίζει συνήθως με μορφή χονδροειδή και προϊόντος του χρόνου απολεπτύνεται. Οι μεταγενέστερες μορφές κάθε αιρέσεως ευρίσκονται συνήθως πλησιέστερα προς την Ορθοδοξία, αλλά για το λόγο αυτό είναι και πλέον επικίνδυνες, εφ’ όσον δεν διακρίνονται εύκολα απ΄ αυτήν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί τούτου είναι (1) ο ημι-αρειανισμός των «ομοιουσιανών» (οπαδών του δόγματος του «ομοιουσίου»), που φαίνεται να πλησιάζει το «ομοούσιον» των Ορθοδόξων, αλλ΄ όμως συνιστά αίρεση (βλ. παρακάτω) και  (2) ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός του Σεβήρου Αντιοχείας, ο οποίος λόγω πολύ λεπτής διαφοράς στις χριστολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο δυσδιάκριτος από τον πρώιμο μονοφυσιτισμό του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς9.
        (β)  Είναι σύνηθες στην πατερική αντι-αιρετική γραμματεία να αναζητούν-ται και να στηλιτεύονται οι προεκτάσεις των αιρετικών δογματικών διατυπώσεων10.
        Σημειωτέον δε, ότι κανονικώς οι αιρετικοί, ακόμη και οι Παπικοί  ή οι Προτεστάντες, δεν καλούνται Χριστιανοί, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, Χριστιανοί δεν δύνανται να είναι» 11.
        Η αίρεση, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποξενώνοντας τους οπαδούς της από τη Μυστική Άμπελο, τον Χριστό, και την προς Αυτόν Κοινωνία δια των Μυστηρίων, όπως και από την ορθή διδασκαλία, καθιστά τον άνθρωπο ξένο προς την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η αίρεση, όπως και η διάπραξη των έργων της αμαρτίας καθιστά  ή αποδεικνύει τον άνθρωπο ουσιαστικώς άπιστο: «Όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει ή Παράδοσις της Καθολικής [Ορθοδόξου] Εκκλησίας  ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος». Η αλλιώς, στο πρωτότυπο: «Ο γαρ μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων  ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν»12.
        Περί της αιρέσεως ως διαβρώσεως της ζωής και διδασκαλίας και ως εκπτώσεως (αποκοπής) από την εκκλησιαστική κοινότητα, γράφουμε παρακάτω.
2. Δαιμονική προέλευση της αιρέσεως

        Είναι βασική η διδασκαλία της Εκκλησίας, περί του ότι ο φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα· ο άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το αποστολικό λόγιο: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος· μωρία γαρ αυτώ εστι» [Α΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Και σε πολλά άλλα σημεία λέγει, ότι αιτία για τη μη αποδοχή των τελειοτέρων δογμάτων είναι η διαφθορά του βίου» 13. Η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας διασώζεται και στην παλαιά ελληνική παροιμία «Ο πίπτων ηθικώς, πίπτει και κατά τας ιδέας».    
        Περί της δημιουργίας των αιρέσεων ως απ’ ευθείας έργου των δαιμόνων, μας βεβαιώνουν οι Άγιοι Πατέρες· ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει · «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία  ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως»14.

 
3. Οι αιρετικοί κατηγορούν ακόμη και τους Αγίους

        Από την εμπειρία των αρχαίων Αγίων Πατέρων, γνωρίζουμε ότι η πτώση στην πλάνη πολλών πνευματικών αγωνιστών, διήλθε διαδοχικώς μέσα από την περιφρόνηση προς τους Πνευματικούς Πατέρες κατ’ αρχήν, έπειτα δε πολλάκις έφθασε και στη περιφρόνηση του Θεού.
        Το Λαυσαϊκόν, αρχαία συλλογή διηγήσεων περί των Μοναχών, μας διηγείται περί του ασκητού Ήρωνος, ο οποίος έπεσε σε υπερηφάνεια και καταφρονούσε όλους τους Πατέρες, ακόμη και τον Άγιο Μακάριο τον Πρεσβύτερο, καθώς και την Θεία Κοινωνία, κατέληξε δε να ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται άλλο διδάσκαλο παρά μόνο τον Χριστό15.
        Οι αιρετικοί αντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίται οπαδοί του Σεβήρου, βλέποντας καθαρώς, ότι η θεολογία των Αγίων Πατέρων που έζησαν προ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος δεν ευνοούσε τη δική τους πολεμική εναντίον της χαλκηδόνειας θεολογίας, έρριψαν την ευθύνη στους Αγίους Πατέρες, κατηγορώντας τους για υποχώρηση σε πιέσεις· ο Άγιος Εφραίμιος Πατριάρχης Αντιοχείας, σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Μεγάλου Φωτίου, απήντησε ως εξής στους αιρετικούς αντι-χαλκηδονίους· «Όποτε οι οπαδοί του Σεβήρου ελέγχονται από τα λόγια των θεοφόρων Πατέρων μας οι οποίοι διέλαμψαν προ της Συνόδου της Χαλκηδόνος και εκήρυξαν δύο φύσεις [του Χριστού] στην ένωση κατά την υπόσταση του Λόγου, αμέσως στρέφονται σε κατηγορία εναντίον τους [των Πατέρων], βάζοντας ευπρόσωπο -όπως νομίζουν- κάλυμμα στη διαβολή, αλλά διακωμωδώντας τους  έτσι, χειρότερα από εκείνους που θα τους εξύβριζαν ως απρόσωπους. Λέγουν, δηλαδή, ότι ομίλησαν περί δύο φύσεων όχι με τη γνώμη τους, ούτε εκουσίως, ούτε ομολογώντας την Πίστη, αλλ΄ αντιτιθέμενοι στην ψευδώνυμη γνώση και κατ’ οικονομίαν και πρόσκαιρα και κάτω από τη βία κάποιας πιέσεως από τους αιρετικούς. Και τί άλλο είναι αυτό από το να χαρακτηρίσει κανείς τους διδασκάλους ως υποκριτές και προδότες της αληθείας, οι οποίοι προτιμούν το ξένο και αιρετικό δόγμα από την πατροπαράδοτη ευσέβεια και οι οποίοι πιο πολύ ελκύσθηκαν προς το βάραθρο εκείνων [των αιρετικών], παρά ανείλκυσαν κάποιους από εκεί; Πώς είναι δυνατόν τέτοιοι άνθρωποι να πούν μαζί με τον Παύλο “Ο λόγος μας προς εσάς δεν έγινε ναί και όχι, αλλά έγινε ναί εν Χριστώ” [Πρβλ. Β΄ Κορ. 1, 18.19], εφ’ όσον αλλάζουν μυριάδες κατευθύνσεις στη ζωή και μιμούνται τις μεταβολές του Ευρίπου; Αλλά τι λέγει πάλι η αίρεση; Ας συγχωρήσουμε τους Πατέρες, διότι ο εκβιασμός επεκράτησε επί της γνώμης τους· σαν να έχη λάβει [η αίρεση] εξουσία να περιγελά και να κατακρίνη όταν θέλη και πάλι να συγχωρή το αμάρτημα· και μόνον που δεν λέγει “Τα χείλη μας είναι στη διάθεσή μας· και ποιος είναι ο Κύριός μας;”[Ψαλμ. 11, 5]. Παρά ταύτα, αν οι Πατέρες επειδή εμάχοντο εναντίον των αιρέσεων, ακόμη κι αν εξέπιπταν από την ευσέβεια, είναι για το λόγο τούτο άξιοι συγγνώμης, πώς δεν απήλαυσαν της ίδιας συμπάθειας εκ μέρους σας οι Πατέρες της Χαλκηδόνος, ακόμη κι αν φάνηκε ότι παραχάραξαν κάτι; Διότι και αυτοί εδογμάτισαν, καθώς εμάχοντο εναντίον δύο αιρέσεων, του Νεστορίου και του Ευτυχούς. Αλλά τόσο τυφλό και κωφό [πράγμα] είναι η ασέβεια σε κάθε περίπτωση και δεν μπορεί να βλέπη και να ακούη ούτε εκείνα που η ίδια προβάλλει»16.
        Ίδια υπήρξε και η αντιμετώπιση Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας από δυτικούς σχολαστικούς θεολόγους, όταν κατέστη φανερό, ότι η Πατερική Θεολογία δεν ευνοούσε την αυγουστίνεια και θωμιστική-σχολαστική εκδοχή περί θέας του Θεού, ως θέας της ουσίας του Θεού, διότι για τους Αγίους Πατέρες είναι αδιανόητη κάθε σχέση κτιστού όντος με την ουσία του Θεού· ο Ιησουΐτης Γαβριήλ Βάσκουεθ (1551-1604) απέδωσε εν προκειμένω την κατηγορία της πλάνης περί του θέματος τούτου, αν δηλαδή είναι ακατάληπτη η ουσία του Θεού, όχι μόνον στους Αρμενίους και τους Έλληνες, αλλά και στον Άγιο Ιωάννην τον Χρυσόστομον και άλλους Αγίους Πατέρας, τον Μέγαν Βασίλειον, τον Γρηγόριον Νύσσης, τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, Ιωάννην τον  Δαμασκηνόν,  τον Θεοδώρητον, και τους δυτικούς Αμβρόσιον, Ιερώνυμον, Πριμάσιον και Ισίδωρον της Σεβίλλης. Περαιτέρω ο Βάσκουεθ έγραψε δικαιώνοντας τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, τον οποίον κατεδίκασε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, με την πρόθεση να μεταφέρει την ορθολογιστική γνωσιολογία του Ευνομίου στο μυστικιστικό επίπεδο· «Ο Ευνόμιος δεν ήταν τόσον ανόητος, όταν υπεστήριζεν ότι η γνώσις του περί του Θεού ήτο ίση με την γνώσιν του Θεού περί του εαυτού του» 17.
    Είναι σαφές, ότι οι αιρετικοί, εφ’ όσον παρερμηνεύουν την ίδια την Αγία Γραφή, βάσει της οποίας ελέγχονται οι πλάνες τους, πολύ περισσότερο δεν θα φεισθούν ούτε και των Αγίων Πατέρων.


4. Αίρεση ίσως να είναι και η αλλαγή ενός «ιώτα» των εκκλησιαστικών δογμάτων

        Η αίρεση, μολονότι επιφέρει συνολικώς εσφαλμένη και επικίνδυνη Τριαδολογία  ή Χριστολογία  ή Πνευματολογία   ή Εκκλησιολογία κ.λπ., και συνεπώς και σωτηριολογία (πώς δηλαδή σώζεται ο άνθρωπος), εν τούτοις είναι ενδεχόμενο να περιλαμβάνεται και συνοψίζεται σε έστω και μία μόνον λέξη.

Μερικά παραδείγματα εκ της ιστορίας:

        Η διαφορά μεταξύ των όρων «ομοούσιος» και «ομοιούσιος» έγκειται φαινομενικώς μόνο σε ένα ιώτα· και όμως, σημασιολογικά είναι άπειρη. Από τα επίθετα αυτά, που αφορούν στον Υιόν και Λόγον του Θεού, χρησιμοποιήθηκαν το μεν πρώτο, «ομοούσιος», από τους Ορθοδόξους στο Σύμβολο Πίστεως των Α’ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, για να τονίσουν, ότι ο Υιος και Λόγος του Θεού είναι «εκ της ουσίας του Πατρός», δηλαδή μέτεχει στην ίδια με τον Θεό Πατέρα θεία ουσία, συνεπώς είναι τέλειος Θεός, ομότιμος, ομοδύναμος, ομόδοξος κ.λπ. με τον Πατέρα. Ο όρος «ομοιούσιος», τον οποίον παρουσίασε ο αιρετικών φρονημάτων Ευσέβιος Νικομηδείας κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και τον οποίον υπεστήριξαν οι μετριοπαθείς αιρετικοί ημι-αρειανοί που έλαβαν και την ονομασία «ομοιουσιανοί», χαρακτηρίζει τον Υιόν και Λόγον του Θεού, ως «ομοίας ουσίας» με τον Θεόν Πατέρα (όχι της ιδίας ουσίας)18, πράγμα που μπορεί να σημαίνει - αν δεν συμπληρωθή με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς «απαραλλάκτως, κατά πάντα» του Μεγάλου Βασιλείου - ότι ο Υιος είναι άλλης ουσίας («ετερούσιος») απ’ ό,τι ο Θεός Πατήρ, άρα είναι κτίσμα και όχι Θεός, πράγμα που συνιστά την αίρεση του αρειανισμού (περί των επιπτώσεων της οποίας βλ. κατωτέρω).   
        Παρομοίας σημασίας είναι και η διαφορά των περί του Υιού και Λόγου του Θεού θεολογικών όρων «γεννητός» και «γενητός», από τους οποίους ο μεν πρώτος προέρχεται από το ρήμα «γεννώ» και ο δεύτερος από το ρήμα «γίγνομαι» (δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι). Οι Ορθόδοξοι που αντιμετώπισαν την αρειανική αίρεση σαφώς διέκριναν μεταξύ των δύο. Ο Μέγας Αθανάσιος διετύπωσε χαρακτηριστικά: «Σχετικώς με το γεννητόν δεν διαφέρει και αν λέγη κανείς ότι “γέγονεν”   ή “πεποίηται”· όμως, τα γενητά είναι αδύνατον, αφού είναι δημιουργήματα, να λέγονται “γεννητά”, εκτός βέβαια, εάν μετά ταύτα, επειδή μετέσχον στον γεννητόν Υιόν, λέγεται ότι και αυτά “εγεννήθησαν”· όχι βέβαια, χάρις στη φύση τους, αλλά χάρις στην εκ μέρους τους μετουσία του Υιού εν τω Πνεύματι» 19.
       Οι Ορθόδοξοι εγνώριζαν, ότι ο Θεός Υιος και Λόγος είναι «αγένητος», καθώς και ο Θεός Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα (δηλαδή δεν «εγένετο», δεν «εκτίσθη», δεν δημιουργήθηκε), δεν είναι όμως και «αγέννητος», διότι γεννάται από τον Πατέρα, το οποίο χαρακτηρίζει τον τρόπο υπάρξεως της υποστάσεώς Του, κατά το «υποστατικό Του ιδίωμα», με Γεννήτορά Του τον Θεόν Πατέρα. Υπ’ αυτήν την έννοια, μόνος ο Θεός Πατήρ είναι, όχι μόνον αγένητος (αδημιούργητος), αλλά και αγέννητος (δηλ. δεν υπάρχει «γεννητώς», με γέννηση από κάποιο άλλο Πρόσωπο). Αντιθέτως, οι αρειανοί εταύτιζαν, την αγεννησία και την αγενησία με την ουσία μόνον του Θεού Πατρός, και συνεπέραναν ότι, εφ’ όσον ο Υιος είναι γεννητός εκ του Πατρός, τότε είναι ετερούσιος, διαφορετικής («ετέρας») ουσίας από τον Πατέρα, και συνεπώς και γενητός, δηλαδή κτίσμα, δημιούργημα20, που ήλθε στην ύπαρξη σε κάποια στιγμή. Και εδώ η διαφοροποίηση της Ορθοδοξίας από την αίρεση, διήλθε μόνον μέσω... ενός «ν»! Η διευκρίνηση στο Σύμβολο της Πίστεως, που και σήμερα απαγγέλλουμε, «γεννηθέντα, ου ποιηθέντα» έχει ακριβώς τη σημασία αυτής της διακρίσεως των δύο ομοήχων λέξεων· είναι το ίδιο σαν να λέγει «γεννηθέντα, ου γενηθέντα».
        Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα αφορά στον όρο «Χριστοτόκος» περί της Υπεραγίας Θεοτόκου· σε αυτή την περίπτωση, έχουμε ένα δογματικό όρο, τον όρο «Χριστοτόκος» περί της Θεοτόκου, ο οποίος νοηματικώς καθ΄ εαυτόν δεν είναι εσφαλμένος21· άλλωστε και η ορθόδοξος ιερά Υμνογραφία αναφερόμενη στη Υπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Χριστόν τον Θεόν ημών έτεκες»22. Ωστόσον, επειδή ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον αιρεσιάρχη Νεστόριο με πονηρό σκοπό, για να εξοβελίσει τον όρο «Θεοτόκος» - επειδή ο Νεστόριος δεν ταύτιζε το πρόσωπο του Χριστού με το πρόσωπο του Υιού και Λόγου, όπως οι Ορθόδοξοι – γι΄ αυτό η Εκκλησία απαγόρευσε την χρήση του όρου «Χριστοτόκος» περί της Παναγίας, ως μη επαρκούς όρου, και καθιέρωσε τον όρο «Θεοτόκος»23, περί της αγίας Παρθένου, ως όρου επαρκέστατα σαφούς χριστολογικώς,  εφ’ όσον κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, όλος ο τότε χριστολογικός αγώνας των Ορθοδόξων συνοψίζεται στον χαρακτηρισμό της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου:  «Σχεδόν ολόκληρος ο αγώνας περί της Πίστεως έχει συγκροτηθή από μας, αν διαβεβαιώνουμε, ότι είναι Θεοτόκος η αγία Παρθένος»24.

Τη διαπίστωση αυτή, περί της σημασίας των φαινομενικώς μικρών διαφορών δογματικής ορολογίας για τη διατήρηση   ή αλλοίωση της Πίστεως, εκφράζουν και γενικώς οι Άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους.
        Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Περί του Αγίου Πνεύματος, επισημαίνει: «Το ναί και το όχι είναι δύο συλλαβές· αλλ’ όμως το καλύτερο από τα αγαθά, η αλήθεια, και το έσχατο όριο της πονηρίας, το ψεύδος, πολλές φορές εμπεριέχονται σ’ αυτές τις μικρές λέξεις. Και τί λέγω αυτά; Ήδη, και μόνον να κινήση κανείς καταφατικά το κεφάλι για τα μαρτύρια χάριν του Χριστού, κρίθηκε εκπληρωτής ολόκληρης της ευσέβειας. Και εάν αυτά είναι έτσι, ποιές από τις θεολογικές εκφράσεις είναι τόσο μικρή, ώστε είτε καλή είναι είτε κακή, να μη παρέχηι μεγάλη ροπή για ένα από τα δύο; Εάν λοιπόν από τον Νόμο “ιώτα εν και μία κεραία δεν θα παρέλθη”[Ματθ. 5, 18], πώς θα ήταν δυνατόν σε μας να παραβαίνουμε και τα πιο μικρά;»25.
        Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «Τας δε βεβήλους καινοφωνίας περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δεν θα σταματήσουν μέχρι εδώ. Διότι όταν κάτι καινούργιο εισαχθή, πάντοτε τίκτει καινοτομίες· και είναι απέραντη η πλάνη αυτού που έχει εξέλθει από το εύδιο λιμάνι και δεν θα σταματήση πουθενά. Διότι λέγει “Επί πλείον προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Είναι ασταμάτητο κακό, που πια δεν μπορεί να περιορισθή από κάποια γιατρειά, αλλά καταστρέφει το παν. Δείχνει ότι η καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] είναι αρρώστια,   η μάλλον χειρότερη από αρρώστια» 26.
        Γράφει επίσης και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης για το πώς μία λέξη, ο χαρακτηρισμός «οικονομία» για την αμαρτία, μπορεί να γίνει πολλαπλώς ολέθριος: «Η μοιχο-σύνοδος αναμφιβόλως ολοκλήρωσε μιαν αίρεση, αρχίζοντας από τη μοιχεία, μολονότι στα μισά «καταλάγιασε» μόνο ... στο  να ονομάση   ή μάλλον να κηρύξη ότι η μοιχοζευξία [δηλ. ο γάμος μοιχευομένων προσώπων] αποτελεί οικονομία στην Εκκλησία του Θεού. Και μη θαυμάσης αν μια λέξη τίκτη αίρεση, ακούοντας τον Κύριο να λέγη “ Ιώτα εν   ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18]. Μήτε να σου φανή καλό να λέγης· “Πού είναι η ανάγκη να πολυπραγμονούμε, και με μια λέξη να ανάγουμε στην αρχή τους τις γνωστικές θεωρίες και να συμπεραίνουμε εκείνο και  το άλλο;”. Για να μη πέσης στη λεγομένη αίρεση των Γνωσιμάχων [των εχθρών της γνώσεως]».
        Και πάλι λέγει σε άλλο σημείο: «Αυτοί, όμως, που αντίθετα από αυτά εκήρυξαν την μοιχοζευξία ως σωτήρια οικονομία, τι διαφορετικό  έκαναν από το να αποφανθούν ότι οι εντολές του Θεού είναι τρεπτές [...] Δεν συμπεραίνεται  λοιπόν από αυτά, παρά μόνον το ότι, ο Θεός είναι τρεπτός και αλλοιωτός, καθώς εξομοιώνεται αυτός που ομιλεί με αυτά που λέγει, και το Ευαγγέλιον είναι αόριστο ως προς την σωτηρία και την απώλεια. Άρα, και για όλους τους ανθρώπους και για κάθε παράβαση εντολής, υπάρχει ... “οικονομία” !» 27.
        Ο Άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επί των ημερών του οποίου επιτεύχθηκε η πρώτη αναστήλωση των Αγίων Εικόνων (787 μ.Χ.), απευθυνόμενος στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, λέγει τα εξής: «Το να αμαρτάνη κανείς στα δόγματα είτε είναι μικρά, είτε είναι μεγάλα, είναι το ίδιο. Διότι και από τα δύο αθετείται ο νόμος του Θεού» 28.
        Παρομοίως και ο Άγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινου-πόλεως, σε επιστολή του προς τον Πάπα Νικόλαο, γράφοντας για το ποια θέσμια της Εκκλησίας είναι υποχρεωτικά για όλους και ποια όχι, επισημαίνει:  «Και πράγματι, υπάρχουν τα κοινά, τα οποία είναι ανάγκη να τα φυλάττουν όλοι, και βεβαίως πριν από τα άλλα, τα περί Πίστεως, όπου αν παρεκκλίνη ολίγον κανείς, αμαρτάνει αμαρτίαν προς θάνατον. Υπάρχουν και μερικά που ακολουθούνται από κάποιους ιδιαιτέρως, των οποίων η παράβαση είναι επιζήμια για εκείνους που τους παραδόθηκαν αυτά, για εκείνους όμως που δεν τα παρέλαβαν, το να μη τα τηρήσουν είναι απαλλαγμένο κατακρίσεως» 29.
        Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, καταφερόμενος κατά της λατινικής αιρέσεως του Filioque, παρατηρεί στο έργο του Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος τα εξής: «Ο όφις λοιπόν ο νοητός και δια τούτο και περισσότερον κατηραμένος, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός, που τρέφεται πάντοτε από την χαμερπή και γήινη πονηρία, ο ακούραστος παρατηρητής της πτέρνας, δηλαδή της απάτης, αυτός που είναι κάθε θεομίσητης δοξασίας εφευρετικώτατος σοφιστής και απίθανα ευμήχανος, χωρίς καθόλου να λησμονή τη δική του κακοτεχνία, εισάγει καινούργιες ορολογίες περί Θεού, μέσω των Λατίνων, που είναι πειθήνιοι σε αυτόν, και οι οποίες φαίνονται να έχουν μικρή παραλλαγή, αλλά είναι αφορμές μεγάλων κακών και φέρουν πολλά και δεινά έκφυλα και άτοπα της ευσεβείας, και οι οποίες δεικνύουν σε όλους φανερώς, ότι σε ό,τι αφορά στο Θεό, δεν είναι μικρό το έστω και ελάχιστα μικρό. Διότι εάν στο κάθε τι από τα δικά μας [τα ανθρώπινα] εάν ξεκινήση ένα άτοπο στην αρχή, μετά ταύτα γίνονται πολλά τα άτοπα, πως σε ότι αφορά στην κοινή Αρχή των πάντων και στις  σχετικές με αυτήν τρόπον τινά αναπόδεικτες αρχές, εάν προηγηθή κάτι άηθες με ασέβεια, δεν θα γίνουν πολλά τα ατοπήματα εκτός τούτου; Στα οποία θα είχε φανερώς περιπέσει το γένος των Λατίνων, αν δεν είχε αφαιρεθή το περισσότερο από την κακοδοξία, επειδή εμείς αντιλέγαμε στην καινοφωνία του δόγματος. Και μερικές φορές συστέλλονται τόσο πολύ, ώστε λόγω ελλείψεως επιχειρημάτων, να λέγουν ότι έχουμε το ίδιο φρόνημα, αλλά διαφωνούμε στις εκφράσεις· και βέβαια ψεύδονται υπέρογκα στον ίδιο τον εαυτό τους»30. Συνεπώς, και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «ου μικρόν εν τοις περί Θεού το παραμικρόν».
        Το φρόνημα αυτό της Εκκλησίας μας, ότι η παραμικρή απόκλιση από την Πίστη, συνιστά αίρεση, τεκμηριώνεται επαρκώς από τις παραπάνω λίγες παραπομπές στους Αγίους Πατέρες, μολονότι είναι δυνατόν να ευρεθούν και πολλές ακόμη. Μάλιστα, η συνείδηση αυτή πέρασε και στους περί Πίστεως πολιτικούς νόμους· όπως μας πληροφορεί ο «Νομοκάνων» -ο οποίος είναι συλλογή ιερών Κανόνων της Εκκλησίας και Νόμων της Πολιτείας- σε διάταξη του πολιτικού Κώδικος (α΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) υπάρχει ο εξής χαρακτηρισμός του νόμου της Πολιτείας: «είναι αιρετικός και υπόκειται στους νόμους κατά των αιρετικών αυτός που παρεκκλίνει και λίγο από την Ορθόδοξη Πίστη»31. Επίσης σε άλλη, παλαιότερη νομική διάταξη υπάρχει και η διατύπωση αυτή: «αιρετικός είναι ο καθένας που φάνηκε και με μικρή ένδειξη ότι παρετράπη από το δόγμα   ή την ευθεία της Καθολικής Εκκλησίας» 32.
        Δυστυχώς, στα πλαίσια της αιρέσεως του οικουμενισμού, ο οποίος τείνει, όση δύναμις, να αλλοιώσει την ορθόδοξη θεολογία, είναι δυνατόν να δεί κανείς την απαράδεκτη, ανεδαφική και αντι-παραδοσιακή διαίρεση των δογματικών διαφορών σε εκείνες που συνιστούν αίρεση και σε άλλες που δεν συνιστούν αίρεση33. Οπωσδήποτε, όμως, αυτό το οποίο φαίνεται στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας μας είναι το αντίθετο και είναι πολύ απλό και σωτήριο: όποιος (ονομαζόμενος «χριστιανός») πιστεύει μεν στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό ως Θεό, αλλ’ ενσυνειδήτως διαφέρει της Ορθοδοξίας έστω και κατ’ ελάχιστον, αυτός είναι αιρετικός και εκτός Εκκλησίας.

5. Σωτηριολογικές επιπτώσεις της αιρέσεως
  
Α. Τα μυστήρια των αιρετικών, καθ΄ ότι άκυρα, είναι αχαρίτωτα

       Η Εκκλησία είναι, προς λύπην Της, υποχρεωμένη να αποκόψει τα αμετανόητα αιρετικά μέλη της για να μη αλλάξει σταδιακά η εκκλησιαστική Πίστη και Παράδοση· η αποκοπή αυτή των αιρετικών, το γνωστόν «ανάθεμα»   ή«αφορισμός» των ιερών Συνόδων, ουσιαστικώς στερεί και επισήμως τους αιρετικούς από την Άμπελο, από το Σώμα και Αίμα του Χριστού, μολονότι οι αιρετικοί είχαν   ήδη διακόψει κάθε προσωπική εν Αγίω Πνεύματι σχέση με τον Χριστόν, αποδεχόμενοι ένα «αντίχριστο» φρόνημα.
        Αποδεικνύεται επαρκώς, βάσει της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και πλήθους ιστορικών περιστατικών, που αφορούν στον Άρειο (4ος αι. ), στον αντι-ησυχαστή Ακίνδυνο (14ος αι.), κ.α. ότι οι αιρεσιάρχες, όσοι εκκινούν μια καινουργή αίρεση, ακόμη και όταν είναι τυπικώς (εξωτερικώς) εντός Εκκλησίας, ουσιαστικώς είναι αποκομμένοι από την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστό34.
        Η Εκκλησία, παρά ταύτα, επειδή είναι εξ ορισμού «Μία», καθώς ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν διαιρείται, αλλά χαρακτηρίζεται από ταυτότητα Πίστεως, κοινή μετοχή στη Λατρεία και τα Μυστήρια και κοινή διοίκηση35· ώστε δεν μπορούμε να έχουμε δύο ομότιμες Εκκλησίες με διαφορετική Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθώς εσφαλμένως δογματίζεται λ.χ. περί δήθεν «δύο πνευμόνων» της Εκκλησίας, ανατολικού και δυτικού,  η περί των ετερόδοξων «Εκκλησιών» ως κλάδων του ενός δένδρου της αοράτου Εκκλησίας («θεωρία των κλάδων»)36· η απλή αλήθεια είναι, ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού παραμένει πάντοτε αδιαίρετη. Γράφει επί τούτου και ο Ομολογητής Αγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Επειδή από τους Αποστόλους και έπειτα, με πολλούς τρόπους πολλές αιρέσεις προσέκρουσαν πάνω της και άθεσμοι ρύποι αντίθετοι στους Κανόνες, όπως και τώρα, αλλά η ίδια [η Εκκλησία] με τον τρόπο που είπαμε έχει παραμείνει άσχιστη και αδιαίρετη, και θα διαμένη έτσι στον αιώνα, καθώς θα αφαιρούνται από αυτήν και θα αποδιώκονται αυτοί που εφρόνησαν και έπραξαν κακά, όπως απομακρύνονται από την άσειστη παράλια πέτρα, τα κύματα που καταπίπτουν  πάνω της» 37.
        Περί του κύρους των μυστηρίων και της διδαχής των αιρετικών ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύοντας βαθύτερα την επίπληξη του Προφήτου Μαλαχίου για την εγκατάλειψη της «γυναικός της νεότητος» (Μαλ. 2, 14.15), γράφει τα εξής: «Και αυτά μεν όσον αφορά στην εμφανή και πρόχειρη κατανόηση· αλλά πρέπει να προσέχουν όσοι έχουν κληθή προς αγιασμό μέσω της Πίστεως, μήπως με κάποιον τρόπο αποτραβηχθούν προς τις βέβηλες αιρέσεις, σαν προς κάποιες γυναίκες αλλογενείς, τις οποίες ο Θεός απεχθάνεται. Διότι τους αρκεί για πνευματική καρποφορία ή καθαρή και άμωμη παιδαγωγία των διδασκάλων της Εκκλησίας, και - τρόπος του λέγειν - τους καθιστά πατέρες τέκνων ευγενών, οι οποίοι τίκτουν νοητώς από αγαθή καρδία τα καυχήματα της προς Θεόν αγάπης» 38.
        Σε άλλο έργο του ο Άγιος Κύριλλος γράφει· «... αυτοί που συνάπτονται με τους ανοσίους αιρετικούς και μετέχουν στα θυσιαστήρια εκείνων, και για τους οποίους τα αγαπημένα τα Θυσιαστήρια έγιναν ξένα. Διότι επλήθυναν εναντίον του εαυτού των τις αμαρτίες, θυσιάζοντας τον Αμνόν, έξω της ιεράς και θείας αυλής, δηλαδή της Εκκλησίας» 39.
        Παρομοίως περί της απουσίας εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις εκτός Εκκλησίας κοινότητες αποφαίνεται και η Αγία Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, όπως φαίνεται στα Πρακτικά της: «Ιωάννης ο θεοφιλέστατος τοποτηρητής του αποστολικού θρόνου της ανατολής είπε· η αίρεση χωρίζει κάθε άνθρωπο από την Εκκλησία· η Αγία Σύνοδος είπε· τούτο είναι ολοφάνερο» 40.
        Λόγω της ελλείψεως της χάριτος του Θεού στους κόλπους των αιρετικών είναι σαφές στους Πατέρες της Εκκλησίας, ότι δεν μπορεί να υπάρξη αληθής αρετή σ΄ αυτούς· σημειώνουμε αντιπροσωπευτικώς μόνον τον άγιον Ιωάννην της Κλίμακος· «Είναι αδύνατον από το χιόνι να προέρχεται φλόγα· περισσότερον, όμως, αδύνατον είναι να υπάρχη ταπείνωσις εις τους ετεροδόξους· τούτο, λοιπόν, είναι κατόρθωμα των πιστών και ευσεβών, και μάλιστα όσων έχουν καθαρθή» 41.


Οι αιρετικοί δεν έχουν «αποστολική διαδοχή».

        Πολλοί σύγχρονοι οικουμενιστές, υπερασπιστές του κύρους των αιρετικών μυστηρίων, επικαλούνται την των αιρετικών «αποστολική διαδοχή», δηλαδή την αδιάσπαστη σειρά χειροτονιών η οποία κατέρχεται από την αποστολική εποχή μέχρι την χειροτονία των συγχρόνων μας αιρετικών Επισκόπων στους τόπους των δικαιοδοσιών των αιρετικών· όμως οι Άγιοι Πατέρες είναι σαφείς για την έλλειψη χάριτος σε όσους δεν ευρίσκονται σε ζωντανή κοινωνία (και όχι απλώς ιστορική-παρελθοντική) με το Σώμα του Χριστού.
        Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ομιλώντας περί του Μεγάλου Αθανασίου και της αναδείξεώς του στο Θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας Αλεξανδρείας, ως διαδόχου του Αποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, ότι σημασία για την αποστολική διαδοχή έχει η διαδοχή και εξακολούθηση της αποστολικής Πίστεως και όχι η διαδοχή του θρόνου καθ’ εαυτόν, άνευ της ορθής Πίστεως. Λέγει επί λέξει· «Ό,τι είναι ομόγνωμο είναι και ομόθρονο· ότι είναι αντίδοξο [δηλ. της αντιθέτου δόξης, πίστεως] είναι και αντίθρονο [του αντιθέτου θρόνου]· και η μεν [η διαδοχή στον θρόνο] έχει το όνομα της διαδοχής, αλλά η δε [η διαδοχή στην ευσέβεια] έχει την αλήθεια της διαδοχής. Διότι δεν είναι διάδοχος αυτός που έχει αντίθετη δόξα [πίστη], αλλ’ αυτός που έχει την ίδια πίστη. Αν κάποιος δεν παραδέχεται διάδοχο με αυτόν τον τρόπο, τότε [είναι]  σαν να λέγη την νόσο διάδοχο της υγείας, και τη ζάλη της γαλήνης και την τρέλλα της συνέσεως» 42.

Το βάπτισμα των αιρετικών είναι «καθ’ εαυτό» άκυρο και χωρίς καμμία «διαδοχή».

        Ο Μέγας Βασίλειος επίσης αναφέρει την αρχαία παράδοση, το βάπτισμα των αιρετικών να θεωρείται παντελώς άκυρο, των δε σχισματικών, επειδή προέρχονται από την Ορθοδοξη Εκκλησία (όπου είχαν στην αρχή βαπτισθή) να γίνεται δεκτό. «Εκείνο το βάπτισμα έκριναν οι παλαιοί να δέχονται, το οποίο καθόλου δεν παραβαίνει την Πίστη. [...] Απεφάσισαν λοιπόν οι αρχαίοι, το μεν βάπτισμα των αιρετικών παντελώς να το απορρίπτουν, των δε σχισματικών, επειδή είναι ακόμη από την Εκκλησία, να το αποδέχονται. [...]  Αυτοί που δεν εβαπτίσθηκαν σε αυτά που μας παραδόθηκαν, δεν εβαπτίσθηκαν»43.
       Περαιτέρω επεξηγεί, ότι μερικοί παλαιοί Πατέρες της «αυστηρότερης» γραμμής (άγιος Κυπριανός, άγιος Φιρμιλιανός κ.α.) προτίμησαν ακόμη και των σχισματικών τα μυστήρια, λόγω της εξόδου των σχισματικών από την Εκκλησία, να θεωρούνται άκυρα, διότι οι μεν πρώτοι των σχισματικών είχαν λάβει την χάρη, αλλά την έχασαν απομακρυνόμενοι της Εκκλησίας· «Αυτοί που απέστησαν από την Εκκλησία, δεν είχαν πια την χάρη του Αγίου Πνεύματος πάνω τους· διότι έλειψεήμετάδοση [του Αγίου Πνεύματος] επειδή διεκόπη η ακολουθία. Αυτοί που πρώτοι απεχώρησαν [από την Εκκλησία] είχαν τις χειροτονίες από τους Πατέρες, και με την τοποθέτηση των χειρών αυτών, έλαβαν το χάρισμα το πνευματικόν· εκείνοι όμως που απεκόπησαν [οι σχισματικοί], επειδή έγιναν λαϊκοί, δεν είχαν εξουσία  ούτε να βαπτίζουν, ούτε να χειροτονούν, ούτε ημπορούσαν να παρέχουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος, από την οποίαν άλλωστε αυτοί εξέπεσαν. Δια τούτο προσέταξαν, επειδή οι δικοί τους βαπτίζονται από λαϊκούς, όταν έρχονται στην Εκκλησία, να ανακαθαίρονται με το αληθινό Βάπτισμα της Εκκλησίας»
44.
        Αν λοιπόν τίθεται, όπως εδώ, σοβαρότατο θέμα εγκυρότητος των μυστηρίων των σχισματικών, πόσο μάλλον είναι μετά βεβαιότητος άκυρα τα μυστήρια των αιρετικών;
        Για το λόγο τούτο και ο ιερός Κανών της εν Καρχηδόνι αγίας Τοπικής Συνόδου (258 μ.Χ.) είχε νωρίτερα διαπιστώσει : «... αυτό και τώρα ορίζουμε, το οποίο πάντοτε ισχυρώς και ασφαλώς κρατούμε, ότι κανείς δεν μπορεί να βαπτισθή έξω της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή είναι ένα το Βάπτισμα και υπάρχει μόνο μέσα στην Καθολική [δηλ. Ορθοδόξη] Εκκλησία [...] στην Καθολική Εκκλησία ημπορεί να δοθή [άφεση αμαρτιών], αλλά πλησίον των αιρετικών, όπου δεν υπάρχει Εκκλησία, είναι αδύνατον να λάβη κανείς άφεση αμαρτιών [...] Ο αιρετικός δεν ημπορεί να αγιάση το έλαιον, επειδή δεν έχει ούτε θυσιαστήριο, ούτε Εκκλησία. Και δεν ημπορεί ολωσδιόλου να υπάρχη χρίσμα στους αιρετικούς [...] Και γι’ αυτό εμείς που είμαστε με τον Κύριο και κρατούμε την ενότητα του Κυρίου, κατά την αξία που μας χορηγείται, και λειτουργώντας την ιερατεία Του στην Εκκλησία, όσα κάνουν οι εναντίον Του αντικείμενοι, δηλαδή εχθροί και αντίχριστοι, οφείλουμε να τα αποδοκιμάσουμε και αποποιηθούμε και απορρίψουμε και να τα έχουμε ως βέβηλα 45.
        Σύγχρονες μελέτες, με ίσως πιο πλήρη και έγκυρη αυτήν του π. Γεωργίου Μεταλληνού «Ομολογώ εν Βάπτισμα», αποδεικνύουν, βάσει των ιερών Κανόνων (π.χ. 7ου της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και 95ου της Πενθέκτης)  ότι πάντοτε η Εκκλησία θεωρούσε ως καθ’ εαυτά άκυρα τα βαπτίσματα των αιρετικών κοινοτήτων, ασχέτως αν για πολλούς λόγους γίνονταν ενίοτε κατ’ οικονομίαν δεκτά, αλλά με την προϋπόθεση, ότι οι αιρετικοί επιστρέφουν στην Εκκλησία. Δηλαδή, αν δεν επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τα μυστήρια των αιρετικών λαμβάνονται ως παντελώς άκυρα «καθ’ εαυτά». Επίσης, η ίδια μελέτη αποδεικνύει, ότι προϋπόθεση για την (κατ’ οικονομίαν και όχι κατ’ ακρίβειαν) αποδοχή του βαπτίσματος ενός αιρετικού, αποτελεί το να είναι ο τρόπος του βατίσματος της εν λόγω αιρέσεως, ταυτόσημος με τον ορθόδοξο, δηλαδή τριπλή κατάδυση στο νερό, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος46. Αυτόν τον τύπο του Βαπτίσματος έχουν παντελώς εγκαταλείψει οι μεγαλύτεροι των συγχρόνων αιρετικών «χριστιανών», Παπικοί και Προτεστάντες, εφαρμόζοντας οι μεν ράντισμα (“aspersion”), και όχι βάπτισμα, οι δε αρκούμενοι στην ομολογία της «πίστεως στον Ιησού», άνευ αληθούς καταδύσεως στο νερό. 
       Επί τούτου προσμαρτυρεί και ο ιστορικός, Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, ότι ήταν η αποκλίνουσα εκκλησιολογία μόνον του ιερού Αυγουστίνου η οποία και σε αυτό το σημείο αλλοίωσε την μέχρι τότε παραδοσιακή εκκλησιολογία και αναγνώρισε κύρος στα μυστήρια εξω-εκκλησιαστικών κοινοτήτων, θέτοντας τις βάσεις για τη μεταγενέστερη δυτική «ελαστική» εκκλησιολογία των Παπικών και Προτεσταντών. Η κύρια αρχαία εκκλησιαστική «γραμμή» εν προκειμένω είναι αυτή η οποία εκφράζεται από τον ιερό Κυπριανό Καρχηδόνος: «Εκτός Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία» (“Extra Ecclesiam nulla salus”), όπως και από το ανάλογο χωρίο άλλου έργου του,  ότι «δεν μπορεί να έχει κάποιος πατέρα τον Θεό, αν δεν έχη μητέρα  την Εκκλησία» 47.
        Πιο συγκεκριμένα ο Καθηγητής Φειδάς: «Για να θεμελιώση όμως την καθολικότητα και το ακαταγώνιστο της θείας χάριτος έπρεπε να αντιμετωπίση [ο ι. Αυγούστίνος]: α) την προγενέστερη σχετική εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η θεία χάρη παρέχεται μόνο με τα μυστήρια και μόνο μέσα στους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας [...] Η αποσύνδεση αυτή της παροχής της θείας χάριτος τόσο από τον τελούντα, όσο και από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας έφερε τον ι. Αυγουστίνο σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούςήκαι σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” […] ... και οι αιρετικοί [κατά τη διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου] θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατά κάποιο τρόπο μέλη της Εκκλησίας, γιατί “πολλοί που φαίνονται ότι είναι έξω, στην πραγματικότητα είναι μέσα” στην Εκκλησία (De baptismo, 5, 28) […] Oι εκκλησιολογικές όμως συνέπειες [της διδασκαλίας του Αυγουστίνου] τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την προτεσταντική μεταρρύθμιση, επηρέασαν δε με καθοριστικό τρόπο την όλη εκκλησιολογία του δυτικού Χριστιανισμού. Τούτο φαίνεται όχι μόνο από την προτεσταντική διδασκαλία περί “αοράτου Εκκλησίας”, αλλά και από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία του πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) της Β’ Βατικανής Συνόδου» 48.

● Η αίρεση (και όχι ο αντι-αιρετικός αγώνας) δημιουργεί σχίσμα και εξάγει από την κοινωνία με το Σώμα Χριστού

        Η πρώτη και άμεση βλάβη της σωτηρίας των Χριστιανών από την αίρεση προέρχεται από το σχίσμα που δημιουργεί η αίρεση στο εκκλησιαστικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού.
        Το ότι η εισαγωγή και διδασκαλία αιρέσεως αποτελεί αρχή σχίσματος, είναι φανερόν ευκρινέστατα από τον 15ον ιερόν Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος επαινεί όσους Χριστιανούς αποστούν (απομακρυνθούν) από την κοινωνία με αιρετικό επίσκοπο, ακόμη και προ μιας  αποφάσεως Συνόδου κατά του επισκόπου τούτου. Ο ιερός αυτός Κανών διευκρινίζει ότι δεν είναι σχισματικοί όσοι Ορθόδοξοι διακόπτουν την (μυστηριακή και γενικώτερη) κοινωνία με τον Επίσκοπο, αν αυτός κηρύττει φανερώς αίρεση, αλλά είναι σχισματικός ο ψευδ-επίσκοπος εκείνος που εισάγει την αίρεση, οι δε αντιδρώντες εναντίον του, επαινούνται διότι πολεμούν το αιρετικό σχίσμα «[...] Διότι κατηγόρησαν  όχι Επισκόπους, αλλά ψευδ-επισκόπους και ψευδο-διδασκάλους, και δεν κατακομμάτιασαν την ένωση της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά μερίμνησαν να ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από σχίσματα και διαμερισμούς» 49.
        Και ο Άγιος ο Θεόδωρος ο Στουδίτης επισημαίνει : «Δεν είμαστε αποσχιστές, θαυμαστέ, της Εκκλησίας του Θεού (ποτέ να μη το πάθουμε αυτό!) μολονότι με άλλους τρόπους είμαστε μέσα σε πολλές αμαρτίες· αλλά είμαστε ομόσωμοι με Αυτή και τρόφιμοί Της, μαζί με τα θεία δόγματα, και επιθυμούμε σφόδρα να φυλάττονται οι Κανόνες και οι διατυπώσεις Αυτής.  Το να ταράζη και να αποσχίζεται κανείς από Αυτήν [την Εκκλησία] η οποία αληθώς δεν έχει καμμία κηλίδα  η ρυτίδα όσον αφορά στην Πίστη και τους ορισμούς των Κανόνων απ’ αρχής του αιώνος και μέχρι τώρα,  ανήκει σε εκείνους, που η πίστη τους έχει μέσα κάτι διάστροφο και η ζωή τους είναι σε αντίθεση με τους Κανόνες και τους θεσμούς [...]  Γι’ αυτό γνώριζε ότι δεν είναι σχίσμα της Εκκλησίας [ο ζήλος μας] αλλά επικράτηση της αληθείας και υπεράσπιση των θείων νόμων· το αντίθετο, όπως ήδη είπε και τιμιότητά σου, είναι διάσπαση της αληθείας και η παράλυση των Κανόνων [...]. Tό να μη έχη [η Εκκλησία] σπίλον  η ρυτίδα [Εφεσ. 5, 27], για να το ξαναπούμε, νοείται έτσι, το ότι δεν αποδέχεται τα ασεβή δόγματα και τα εναντίον των Κανόνων εγχειρήματα»50.
    

Β. Οι αιρέσεις αλλοιώνουν το ορθόν σέβας στη ζωή των πιστών

        Η αίρεση, λοιπόν, πλήν του ότι ως σχίσμα πίστεως, αποκόπτει ασθενή μέλη της Εκκλησίας από την κοινωνία με τον Ορθόδοξο Επίσκοπο και τη χάρη των ορθοδόξων Μυστηρίων, θέτοντας τη σωτηρία τους σε σχεδόν βέβαιη απώλεια, παραχαράσσει επίσης και τη σωτηριολογία της αιρετικής κοινότητας, δηλ. τη διδασκαλία περί του πως μετέχει ο άνθρωπος στη σωτηρία, ώστε να καθίσταται αδύνατη τουλάχιστον η διατήρηση μιας κάποιας ορθοπραξίας, μιας ορθής κατά πράξιν «θεραπευτικής αγωγής» στην αιρετική κοινότητα.
        Η έλλειψη ορθής σωτηριολογίας σε συνδυασμό με τα άκυρα (άνευ χάριτος) αιρετικά μυστήρια, είναι ολέθρια για τους αιρετικούς.
        Λέγει χαρακτηριστικώς ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν υπάρχει κανένα όφελος από τον καθαρό βίο, αν τα δόγματα είναι διεφθαρμένα· όπως πάλι και το αντίθετο, [δεν υπάρχει όφελος] από υγιή δόγματα, εάν ο βίος είναι διεφθαρμένος»51.
        Σημειώσαμε βέβαια παραπάνω, ότι πολλές φορές και ο φαύλος βίος «γεννά» διαφθαρμένες διδασκαλίες. Πάντως και αντιστρόφως, τα φαύλα δόγματα γεννούν φαύλο βίο. Το δεύτερο τούτο, τη συνέπεια των φαύλων δογμάτων στη ζωή μας, ως τρόπο προσεγγίσεως του Θεού, εξετάζουμε περισσότερο στην παράγραφο αυτή.
        Επεξηγεί σχετικώς - και ως πάντοτε ευστόχως - ο Πρωτοπρεσβύτερος και Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Στον Μεσαίωνα ήταν πάρα πολύ γνωστό, στους κυβερνώντες, ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως. Ποια είναι η διαφορά; Η διαφορά είναι απλουστάτη. Ότι στην αίρεση δεν υπάρχει θεραπεία του νού του ανθρώπου. Στην Ορθοδοξία όμως θεραπεύεται ο νους του ανθρώπου. Στην Ορθοδοξία υπάρχει θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος και απόδειξις είναι οι άγιοι. Οι αιρετικοί ήταν κάτι αντίστοιχο με τους κομπογιαννίτες και υπέσχοντο κάποια ζωή μετά θάνατον. Σ’ αυτήν όμως εδώ τη ζωή δεν έδιναν θεραπεία στους πιστούς τους ούτε προσέφεραν τίποτε παραπάνω από μία επί πλέον δεισιδαιμονία. Οι αιρέσεις ήταν και είναι θρησκείες για μετά τον θάνατο. Αιρετικός ήταν εκείνος του οποίου τα δόγματα δεν ήταν Ορθόδοξα· έτσι δεν του επέτρεπαν να φθάση στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Η Ορθοδοξία όμως προσφέρει αυτήν την θεραπεία και οδηγεί τον άνθρωπο στην κάθαρσι και στον φωτισμό [...] Η Ορθοδοξία ξεχωρίζει από ένα μοναδικό φαινόμενο, που δεν υπάρχει στις άλλες θρησκείες. Αυτό είναι ανθρωπολογικό και θεραπευτικό. Σ’ αυτό διαφέρει. Η Ορθοδοξία είναι μία θεραπευτική αγωγή που θεραπεύει την ανθρώπινη προσωπικότητα [...] Δεν τις έκαναν [οι Πατέρες τις διακρίσεις της δογματικής ορολογίας] για να κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, αλλά τις έκαναν για να πολεμήσουν εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι έκαναν εσφαλμένες ερμηνείες επάνω στα θέματα αυτά. Το έργο αυτό των Πατέρων, το να χρησιμοποιούν δηλαδή τέτοια ειδική ορολογία, δεν έγινε για την κατανόησι κανενός δόγματος, διότι ο σκοπός του δόγματος δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η κατάργησίς του, η οποία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ενωθή με το ίδιο το Μυστήριο που εκφράζει το δόγμα. Τότε καταργείται το δόγμα, το οποίο ούτως  η άλλως δεν έγινε ποτέ κατανοητό εξ επόψεως νοησιαρχικής. Καταργείται το δόγμα, εφ’ όσον υπάρχη πια ένωσις με το ίδιο το Μυστήριο»52.
        Είναι σαφές και εδώ, όπως προείπαμε, περί πάσης δογματικής διαμάχης, ότι η διαμάχη δεν αφορά στην ορολογία καθ’ εαυτήν, αλλά στα ίδια τα πράγματα τα οποία η ορολογία σημαίνει, ώστε να διατηρηθή ασφαλής ο δρόμος της ενώσεως με τον Θεό, ο οποίος κινδυνεύει από τις αιρέσεις. Όταν φθάσει κανείς στη θέωσι, όπως οι Άγιοι, διαπιστώνει, ότι ο Θεός είναι υπεράνω πάσης ορολογίας (δόγματος) όπως είναι επέκεινα και πάσης περιγραφής.
Δειγματοληπτικώς, αναφέρουμε τις πρακτικές, κατά το βίο, συνέπειες  μερικών σημαντικών αιρέσεων.

Αρειανισμός

        Το ποιές θα ήταν οι συνέπειες της αποδοχής της αιρετικής θεολογίας του Αρείου, μας αναφέρει συνοπτικώς στην Ιστορία Δογμάτων του, ο μακαριστός Καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου, βασιζόμενος στο Μέγα Αθανάσιο : «... ο Μέγας Αθανάσιος καταρρίπτει τη διδασκαλία του Αρείου, ακριβώς για τις αντιθρησκευτικές συνέπειες στις οποίες αυτή οδηγεί. Κατά τον Άρειο ο Λόγος ήταν τρόπον τινά κατά το ήμισυ Θεός, που προήλθε εν χρόνω, συνεπώς δεν είναι προαιώνιος. Αλλά έτσι τίθεται υπό αμφισβήτηση και η θεότητα του Πατρός· δεν υπήρξε προαιωνίως Πατήρ, δεν έφερε μέσα Του προαιωνίως Λόγον, Φως και Σοφίαν· επήλθε και σε Αυτόν μεταβολή και αλλοίωση, όταν έγινε Πατήρ του Λόγου, που δεν ήταν προαιώνιος. Με άλλες λέξεις η Αγία Τριάς παρουσιάζεται να εξαρτάται από τον χρόνο, όταν απορρίπτεται, όπως από τον Άρειο, το Άναρχον του δευτέρου προσώπου της με το [δόγμα] εκείνου: ”υπήρξε κάποτε στιγμή, όταν δεν υπήρχε [ο Λόγος]”. Μαζί με αυτά διέφθειρε ο Άρειος, σύμφωνα με την κριτική που άσκησε ο Μέγας Αθανάσιος στη διδασκαλία του, τη χριστιανική αλήθεια περί σωτηρίας, κατά την οποία η πλήρης και πραγματική θεότης του Ιησού Χριστού αποκαλύπτεται ακριβώς στις σωτηριώδεις ενέργειές Του. Ο Χριστιανισμός με κανένα τρόπο δεν ανέχεται την ιδέα περί «δευτέρου Θεού», περί κάποιου δευτερεύοντος Θεού. Ο -σύμφωνα με τον Άρειο - μεταγενέστερος εκείνος Λόγος δεν είναι σε θέση να μας δώσει ούτε την ορθή περί Θεού γνώση, ούτε άφεση αμαρτιών και αθανασία. Το βάπτισμα που γίνεται στο όνομά του δεν έχει καμμία αξία, αφού γίνεται στο όνομα κτίσματος. Είναι δε και αδύνατη  η ανάρμοστη η επίκλησή του δια της προσευχής και η απόδοση λατρείας σ΄ αυτόν, σε ένα, έστω και το πρώτο, από τα κτίσματα, διότι τούτο είναι ειδωλολατρία. Αλλά και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Θεού και κόσμου είναι άχρηστος ο - σύμφωνα με τον Άρειο κτιστός – Λόγος. Τον κόσμο ημπορούσε να δημιουργήσει ο Θεός αναλαμβάνοντας το έργο Του απ’ ευθείας. Αλλιώς, και ο ίδιος ο κτισθείς Λόγος θα είχε ανάγκη ενός όντος για να μεσολαβήσει για τη δημιουργία του»53.
        Ιδού, σε ποιές θεολογικές αντιφάσεις και συνέπειες επί της αληθούς σχέσεώς μας με τον Θεό, μπορεί να οδηγήσει μια αίρεση.


Νεστοριανισμός

       Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σημαίνων Θεολόγος του 20ού αιώνος, παρουσιάζοντας τις προεκτάσεις στη σύγχρονη εποχή του Δογματικού Όρου της Χαλκηδόνος περί του Χριστού ως «τελείου Θεού» και «τελείου ανθρώπου», σχολιάζοντας παραλλήλως και τον Νέο Μονοφυσιτισμό, που εκφράζεται ως παθητικότητα του ανθρώπου, σχολιάζει και τον Νέο Νεστοριανισμό, ως εξής: «Αποτελεί αυταπάτην, ότι αι χριστολογικαί διενέξεις του παρελθόντος είναι άσχετοι προς την σύγχρονον κατάστασιν. Εις την πραγματικότητα συνεχίζονται και επαναλαμβάνονται εις τας συζητήσεις των ημερών μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος σκοπίμως  η υποσυνειδήτως δελεάζεται από το Νεστοριανικόν άκρον, δηλαδή δεν δέχεται την ενανθρώπησιν ως αποφασιστικόν γεγονός. Δεν τολμά να πιστεύση ότι ο Χριστός είναι πρόσωπον θείον. Ζητεί ανθρώπινον λυτρωτήν, απλώς βοηθούμενον από τον Θεόν. Ενδιαφέρεται περισσότερον δια την ανθρωπίνην ψυχολογίαν του Λυτρωτού, παρά δια το μυστήριον της θείας αγάπης, διότι εις τελευταίαν ανάλυσιν, πιστεύει με αισιοδοξίαν εις την αξιοπρέπειαν του ανθρώπου» 54.
        Τούτο είναι μια χαρακτηριστική περιγραφή των συνεπειών της νεστοριανικής αιρέσεως, η οποία εδογμάτιζε περί του ανθρώπου Ιησού ως ιδιαιτέρου προσώπου, στο οποίο, χάρις στη δήθεν υπέρμετρη ανθρώπινη αρετή του, ήλθε και ενοίκησε έτερο, διαφορετικό, πρόσωπο, το Πρόσωπο του Θεού Λόγου. Είναι εμφανής η απόδοση βάρους του Νεστοριανισμού στην αξία της ανθρώπινης ηθικής και αρετής καθ’ εαυτήν, και η αντίληψη περί σωτηρίας του ανθρώπου ως επιβράβευσης του ανθρωπίνου ήθους από το Θεό και όχι ως πρόσληψης της ανθρωπίνης φύσεως και θεώσεώς της στην υποστατική (στο Πρόσωπο του Υιού και Λόγου) ένωση με τον Θεό. «Η ίδια η χριστολογική αίρεση που αποκρούσθηκε έθετε σε κίνδυνο και τη σωτηριολογική αλήθεια. Καθόσον προφανής συνέπεια της διδασκαλίας του Νεστορίου ήταν το ότι η σωτηρία δεν οφειλόταν στον  Θεάνθρωπον Ιησούν Χριστόν, αλλά στον – μέσα σε αυτόν [τον Χριστόν] - άνθρωπο, που ενισχύθηκε από τον Λόγο του Θεού, ο οποίος ήταν δυνατόν να χρησιμεύση έτσι και ως πρότυπο για την αυτοσωτηρία των ανθρώπων, που και αυτοί, απλώς ενισχύονται από τον Θεό (Πελαγιανισμός)» 55.
       Ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός του Νεστοριανισμού διαφέρει από τους αγίους Προφήτες, μόνο στο ότι σε εκείνους ενοίκησε το Άγιον Πνεύμα και είναι πνευματοφόροι, ενώ στον Χριστό ενοίκησε ο Υιος και Λόγος56· το πρόσωπο του Χριστού των νεστοριανών δεν είναι «ο ενανθρωπήσας Θεός».


Μονοφυσιτισμός

        Αλλά και ο Μονοφυσιτισμός, πρεσβεύοντας ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δήθεν δεν είναι  ομοούσια με τη δική μας, ούτε δε και η θέλησή και η ενέργειά Του φυσικώς ανθρώπινες, «μεταφράζεται» στο ανθρώπινο επίπεδο ως υποτίμηση της ανθρώπινης συνεισφοράς καθενός ανθρώπου στο έργο της προσωπικής του σωτηρίας, και ως παθητικότητα. Ο μακαριστός Καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου σημειώνει σχετικώς: «Ως κύριος όμως λόγος της εξαπλώσεως του Μονοφυσιτισμού στα προμνημονευθέντα μέρη πρέπει να θεωρηθή το ότι αυτή καθ’ εαυτήν η κεντρική μονοφυσιτική διδασκαλία εύρισκε ευκολότερα ανταπόκριση στο επίπεδο μορφώσεως και θρησκευτικότητας των λαών των μερών εκείνων. Ο Μονοφυσιτισμός παρουσιαζόταν πράγματι ως πλησιέστερος, και μάλιστα από ορισμένες πλευρές και συγγενέστερος, με προγενέστερες εκεί ειδωλολατρικές αντιλήψεις, εφ’ όσον μάλιστα περιέκλειε, τουλάχιστον στη βάση του, και ορισμένα πανθεϊστικά στοιχεία. Ο Λυτρωτής παρουσιάζεται να εκδηλώνεται σαν σε μια απλή θεοφάνεια, σύμφωνα με συναφείς ειδωλολατρικές παραστάσεις. Ο κύριος και τελικός σκοπός της λυτρώσεως, δηλαδή ο αγιασμός και η τελείωση του ανθρώπου ως ανθρώπου, απομακρύνεται από το οπτικό πεδίο του πιστού, εφ’ όσον η καθαρή, τέλεια και εκλαμπρυσμένη ανθρώπινη φύση στον Λυτρωτή δεν διακρίνεται πια κατά την ενανθρώπησή Του, αλλά απορροφάται στη θεία φύση Του και εξουδετερώνεται έτσι παντελώς το ανθρώπινο στοιχείο σ’ Αυτόν, μεταβαλλόμενο σε στοιχείο της θείας φύσεως. Αλλά με τη διαδικασία αυτή δεν μπορεί το ανθρώπινο στοιχείο του Λυτρωτού (του Θεανθρώπου) να προβληθή και να χρησιμεύση ως πρότυπο και ιδεώδες για τον ανακαινιζόμενο άνθρωπο. Από την άποψη αυτή ο Μονοφυσιτισμός μπορεί να θεωρηθή ότι διευκολύνη και την τάση προς ηθική χαλάρωση, σε αντίθεση ακριβώς με την ορθόδοξη χριστολογική αλήθεια και διδασκαλία. Αυτή η τελευταία επιβάλλει με πολύ περισσότερη συνέπεια και ένταση ηθικές επιταγές και εγείρει ηθικές αξιώσεις, διότι διαβλέπει μεν και αυτή στη λύτρωση και τη σωτηρία κατά πρώτο και κύριο λόγο βεβαίως ένα έργο θεϊκό, που όμως προσφέρεται στον άνθρωπο με τέτοιο τρόπο, ώστε τούτο  να αφορά στον αγιασμό και την τελείωση, στην ίδια τη θέωση, της κοινής σε όλους ανθρωπίνης φύσεως, σαν τέτοιας»57, δηλαδή σαν ανθρωπίνης φύσεως μη αλλοιωμένης.


Εικονομαχία


       Η φοβερή αίρεση της Εικονομαχίας οπωσδήποτε απαιτεί ειδική παρουσίαση· όμως, στο πλαίσιο τής συνοπτικής εδώ παρουσίασης, καταθέτουμε όσα γράφει περί των συνεπειών της νίκης της Οροδοξίας επί της εικονομαχικής αιρέσεως ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης · «Το βάρος πάντως της διδασκαλίας των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου πέφτει στην κατοχύρωση του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού και στις αγιαστικές και σωτηριώδεις επενέργειές του στο σώμα και στην ύλη. Ο αντι-μανιχαϊσμός της Συνόδου προφύλαξε την Εκκλησία από τη μονομέρεια των πνευματοκρατικών συστημάτων, που αρνούνται στην ύλη τη δυνατότητα να δεχθεί τον αγιασμό και τη Χάρη. Όλος ο κόσμος, υλικός και πνευματικός, και όλος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, μένουν κάτω από τη φροντίδα και πρόνοια του Θεού και τη ζωοποιό και αγιοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός προσέλαβε ολοκληρωμένη ανθρώπινη φύση, έδρασε ως ιστορικό πρόσωπο, δεν ήταν φανταστική ύπαρξη. Η απεικόνισή του επομένως υποδεικνύει την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως [...] Η ύλη δεν είναι κακή, θα διακηρύξει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τη διδασκαλία του οποίου αξιοποίησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος [...] Οι εικόνες μάλιστα των αγίων δεν είναι απλές αναμνηστικές παραστάσεις, όπως οι φωτογραφίες συγγενών και φίλων, αλλά μετέχουν και αυτές στη δόξα και στον αγιασμό, λόγω της μυστικής τους σχέσεως προς τα πρωτότυπα [...] Η Σύνοδος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη μεγάλη διδακτική και παιδαγωγική σπουδαιότητα των εικόνων, στηριγμένη και πάλι σε μαρτυρίες πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας [...] Η Ορθοδοξία πιστή στην παράδοση, απέφυγε να μεταβληθεί σε τελετουργία του λόγου με την κυριαρχία του κηρύγματος, όπως έγινε στη Δύση, ιδιαίτερα στον Προτεσταντισμό. Χωρίς να παραμελήσει τον λόγο, το κήρυγμα, διεμόρφωσε τον πλούτο και την ποικιλία της θείας λατρείας, όπου συνεργάζονται αρμονικά όλες οι τέχνες, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, για να μετέχει ο άνθρωπος ολόκληρος με όλες τις αισθήσεις του [...] Πρέπει γι΄ αυτό να τονισθεί ότι ο θρίαμβος εναντίον των εικονομάχων αποτελεί όχι μόνον νίκη εναντίον της μιας αιρέσεως, αλλά και ευρύτερα νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητος, όπως σημείωσε ήδη ο Gregoire λέγοντας ότι “η Βυζαντινή Εκκλησία διατηρεί άθικτη τη συνδιαλλαγή του τετάρτου αιώνος, κατά την οποίαν συμβιβάσθηκαν η τέχνη με την πίστη ... Ο πολιτισμός κερδίζει μία νίκη σε βάρος της βαρβάρου σκαιότητος των Ισαύρων”58. Υπάρχουν πράγματι θαυμάσιες θέσεις στα πρακτικά της συνόδου, με τις οποίες οι Πατέρες δείχνουν την νομιμότητα και αναγκαιότητα της τέχνης μέσα στην Εκκλησία, απέναντι στις κατηγορίες των εικονομάχων, που ήσαν επηρεασμένοι από τις ανεικονικές τάσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού, και που στην πραγματικότητα επεδίωκαν αφελληνισμό και εξανατολισμό του Χριστιανισμού» 59.
        Είναι εμφανές, πόσου αγιασμού και χάριτος θα εστερείτο η Εκκλησία δια της ενδεχομένης καθιερώσεως των εικονομαχικών απόψεων. Πέραν τούτου, θα ετίθετο σε αμφιβολία και η εναθρώπηση του Θεού Λόγου, εφ’ όσον άρνηση της απεικονίσεώς του σημαίνει δύο τινά: (α) η ότι η ανθρώπινη φύση Του δεν είναι σαν την ιδική μας, ώστε να μπορεί να απεικονισθεί, που συνιστά μονοφυσιτισμό  η και δοκητισμό (ότι ο Χριστός ήταν μόνο πνεύμα και η ανθρώπινη εμφάνισή του δόκηση=φαντασία), (β)  η ότι η υπόσταση (το πρόσωπο) της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού η οποία απεικονίζεται στις ι. Εικόνες, δεν είναι η υπόσταση του Θεού Λόγου, η οποία είναι προσκυνητή, το οποίο συνιστά νεστοριανισμό. Προφανώς για το λόγο τούτο η εικονομαχία είχε εμφανισθεί ενωρίς σε περιοχές με χριστολογικές αιρέσεις60.


Λατινικός αντι-ησυχασμός

        Πολύ αργότερα, η κατασυκοφάντηση της ησυχαστικής μεθόδου προσευχής των Ορθοδόξων Μοναχών και η άρνηση της οράσεως του ακτίστου φωτός από τους Αγίους, ως και η συναφής άρνηση της αναγνωρίσεως ακτίστων ενεργειών στον Θεό, εκ μέρους των αιρετικών αντι-ησυχαστών κάτω από την διαδοχική ηγεσία των Βαρλαάμ του Καλαβρού, Γρηγορίου Ακινδύνου και Νικηφόρου του Γρηγορά, έθεσε σε κίνδυνο όλη τη σωτηριολογία της Ορθοδοξίας.      
       Σημειώνει ευγλώττως ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος ο Διονυσιάτης για την λατινική άρνηση της υπάρξεως ακτίστου ενεργείας στην Αγία Τριάδα, ενεργείας που γίνεται ορατή ως φως στους Αγίους: «Δύναται κανείς να αποτολμήση μίαν εικονικήν σύγκρισιν. Ο Θεός των Ορθοδόξων, ομοιάζει με πάμφωτον ήλιον, εις του οποίου το φως και τας ακτίνας αναπαύονται εν μακαριότητι οι ποικίλης δεκτικότητος πιστοί. Ο δε Θεός των λατίνων και των φιλοσόφων, ομοιάζει με τον διαφαινόμενον δίσκον του μέσα από τα νέφη, όστις επειδή είναι, κατ’ αυτούς, ουσία, ευρίσκεται έξω της κτίσεως και επομένως αφήνεται αφώτιστος η κτίσις. Και ακριβώς αυτό είναι μία αληθής τραγωδία, η οποία εφόβιζε τον θείον Παλαμάν [...] Ιδού η συνέπεια της απουσίας του Θεού από την ζωήν των πιστών. Δι’ αυτό μέσα στο πένθιμον κλίμα της ορφανίας, μέσα εις τον παγετόν της απουσίας της θείας αγάπης, μέσα εις την αίσθησιν, ότι ο Θεός ευρίσκεται έξω από την ζωήν, η Δύσις εχρειάσθη κάποιον «παράκλητον», δια να καλύψη το κενόν. Μήπως η καθιέρωσις του πάπα, - εξ ου απορρέει πάσα χάρις- δύναται να ερμηνευθή εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων; Και μήπως η Ορθόδοξος Ανατολή ουδέποτε εχρειάσθη ένα ανθρώπινον ον ως μεσάζοντα, επειδή ευρίσκεται εις αδιάλειπτον και άμεσον σχέσιν μετά του Θεού δια των ακτίστων ακτίνων του;» 61.
        Πέραν τούτου, η υπερβολική εμπιστοσύνη του Βαρλαάμ προς την κοσμική σοφία και επιστήμη, η οποία, κατά τον Βαρλαάμ φέρνει τον άνθρωπο δια της διανοητικής εργασίας στον Θεό, καταργούσε τις παροτρύνσεις του Ευαγγελίου για λιτό και απλό βίο, προσευχή και άσκηση, και συμπόρευση με τον Χριστό στη σταυρική οδό του πολέμου κατά της αμαρτίας· παρουσιάζοντας με την «εις άτοπον απαγωγήν» την επιχειρηματολογία του Αγίου Παλαμά, γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης: «Αν η θύραθεν παιδεία συμβάλλει όντως στην τελειότητα, τότε οι Έλληνες σοφοί θα έπρεπε να είναι θεοπτικώτεροι και τελειότεροι των προφητών, οι οποίοι εκλήθησαν από το Θεό στο αξίωμά αυτό “εξ αγροικικού βίου”, από τους αγρούς των. Ο κορυφαίος των προφητών, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, εξ απαλών ονύχων ζούσε στην έρημο, όπου δεν υπάρχουν βέβαια σχολεία και πανεπιστήμια. Ασφαλώς, αν ήταν απαραίτητο στοιχείο της τελειότητος η ανθρώπινη σοφία, ο Χριστός δεν θα έλεγε “ει θέλεις τέλειος είναι, τα υπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοίς, τον σταυρόν άρον, ακολουθείν εμοί προθυμήθητι”, αλλά θα έλεγε “της έξω σοφίας επιλαβού [ανάλαβε την έξω σοφία], σπεύσον προς την των μαθημάτων ανάληψιν [σπεύσε  να αρχίσης τα μαθήματα], περιποίησαι σεαυτώ την επιστήμην των όντων [απόκτησε την επιστήμη που αφορά στα όντα]”. Θα εδίδασκε γεωμετρία και αστρονομία και τις άλλες επιστήμες, για να διώξει το σκοτάδι της αγνοίας. Δεν θα διάλεγε αγραμμάτους ψαράδες ως μαθητάς, αλλά σοφούς, ούτε θα εδίδασκε δια του Αποστόλου Παύλου, ότι η ανθρώπινη σοφία είναι μωρία»62.
        Και όμως, η διαστροφή αυτή του ευαγγελικού κηρύγματος από την αίρεση του Βαρλααμισμού και από τη δυτική της «έκδοση» (version), τον σχολαστικισμό, επικράτησε τελικώς στη Δύση, όπου η ελληνική φιλοσοφία και ιδίως του Αριστοτέλους, «η ελληνική μήτρα της αιρέσεως» θα λέγαμε63, έγινε κριτήριο για την αποτίμηση παντός πράγματος, ο δε ίδιος ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός, εντάχθηκε φανερώς στον Παπισμό και ανταμείφθηκε για τον αγώνα του κατά της Ορθοδοξίας, γινόμενος επίσκοπος Ιέρακος. Ο Βαρλαάμ δια της αγάπης του στην κλασσική αρχαιοελληνική παιδεία και κυρίως τον πλατωνισμό, συνετέλεσε μαζί με τους μαθητές του, Πετράρχη και Βοκκάκιο, στην ενίσχυση του ρεύματος που οδήγησε στη δυτική αναγέννηση64. Τα Πανεπιστήμια της Δύσεως ήδη προ της ησυχαστικής έριδος στην Ανατολή ήταν Μοναστήρια που υπηρετούσαν τη διδασκαλία της κοσμικής σοφίας, ακολουθούσαν πρόγραμμα βασισμένο σχεδόν αποκλειστικώς στις ανθρώπινες σπουδές, και όπου οι φοιτητές, οι μέλλοντες κληρικοί, στελέχη της δυτικής «εκκλησίας», από τις πέντε το πρωΐ επιδίδονταν στη μελέτη της κοσμικής σοφίας, με προαιρετική την πρωϊνή προσευχή, αλλά με έμφαση - πλήν της γραφής και αναγνώσεως- , στην αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία, τη ρητορική, την ιστορία και τη λατινική φιλολογία, αργότερα δε τη και γραμματική και τη λογική. «Υπό την επίδραση της ανανεωμένης σπουδής των κλασσικών έργων, που ήσαν αποτελεσματικώτερη κατά τον δωδέκατο αιώνα, η λογική άρχισε να εφαρμόζεται εναντικώτερα στα άρθρα της χριστιανικής πίστεως [...] η λογική εχρησιμοποιείτο για να δείξη λογικώς την εγκυρότητα αυτών των ήδη παραδεδεγμένων αληθειών [...]»65. Αργότερα, με την εμφάνιση των αριστοτελικών συγγραμμάτων στη Δύση «οι δυτικοί λόγιοι κυριολεκτικώς έμειναν έκθαμβοι από αυτή την αχανή συλλογή, διότι ο Αριστοτέλης είχε γράψει σχεδόν για το καθετί». Στις προσπάθειες συνθέσεως της εκκλησιαστικής διδασκαλίας με τον αριστοτελισμό, επικράτησε η θέση των Αλβέρτου του Μεγάλου και του Θωμά Ακινάτου που «προσπαθούσε, όπου ήταν δυνατό, να συμφιλιώση τις θεωρίες του [του Αριστοτέλους] με τις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως»66. Ο Δομινικανός μοναχός Θωμάς Ακινάτος, η φιλοσοφία του οποίου ήταν το υπόβαθρο της σκέψεως των αιρετικών αντι-ησυχαστών, επέτυχε πληρέστερα και αποτελεσματικώτερα τη «συστηματική ολοκληρωτική σύνθεση της καθολικής θεολογίας και της αριστοτελικής φιλοσοφίας» και παρά τις πρώτες αντιδράσεις, η θεολογία του χρησιμοποιήθηκε και καθιερώθηκε πολύ αργότερα από την παπική Σύνοδο του Τριδέντου (1563 μ.Χ.), προς απόκρουση της προτεσταντικής θεολογίας. Με ορισμένες αλλαγές η θεολογία του Θωμισμού,ή του Νεοθωμισμού όπως αποκαλείται σήμερα, έχει παραμείνει ως το κλασσικό σύστημα για τον παπισμό67.
       Η βαρλααμική πολεμική των λατίνων κατά του ησυχασμού και της νοεράς προσευχής πέρασε και στην ευσέβεια των απλών λατίνων λαϊκών, όπως μαρτυρείται από σχετικό περιστατικό στη θαυμασία διήγηση «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού» 68.
       Ιδού, ένα ακόμη πρόχειρο παράδειγμα, για το πως μια αιρετική αντίθεση προς το ευαγγελικό κήρυγμα, αλλοιώνει τη θεολογία, τον μοναχισμό και τη λαϊκή ευσέβεια.
        Για τους λόγους τούτους τονίζεται στην πατερική Γραμματεία σε πολλά σημεία, ότι πρέπει ο Χριστιανός να συνδυάζει την ορθή Πίστη (Ορθοδοξία) με την ενάρετη ζωή. Λέγει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Η πάλι αγνοεί η τιμιότητά σου, ότι επειδή ο Χριστιανισμός συνίσταται σε δύο πράγματα, εννοώ την Πίστη και τα έργα, εάν ένα από τα δύο λείπη, το άλλο από αυτά τα δύο, δεν ωφελεί αυτόν που το έχει; Ας έχει ζήλο, λοιπόν, η τιμιότης σου για τα θεία, και πρώτα μεν, εφ’ όσον είναι τέκνον του κοινού Πατρός [Θεού], ας συνανυψώνεται προς τα δέοντα· δεύτερον δε, επειδή εμαθήτευσε πλησίον του μακαριστού Σάβα, ας ασπάζεται την ακρίβεια όχι μόνο στην Πίστη, αλλά και στους Κανόνες· και τρίτον, ας έχει το ίδιο φρόνημα με εμάς, αφού είναι αδελφός μας» 69.


6. Οι αιρέσεις ποτέ δεν θα εκλείψουν έως της Β΄ Παρουσίας

        Είναι σαφές στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, ότι η ιστορική ευθεία που θα μας οδηγήσει στο τέλος της ιστορίας, θα διέρχεται συνεχή σχεδόν πνευματική επιδείνωση με κατάληξη την ολική σχεδόν πνευματική αποτελμάτωση κατά τον καιρό του Αντιχρίστου, ώστε να διερωτάται (κατά το φαινόμενον) ο Κύριος, εάν όταν έλθει θα εύρει ακόμη την πίστη επί της γής70. Σε άλλη παραβολή, αυτή των ζιζανίων του αγρού, τα οποία σύμφωνα όλες τις πατερικές ερμηνείες ερμηνεύονται ως οι αιρέσεις που αυξάνονται μαζί με τους πιστούς, γίνεται σαφώς λόγος, για το ότι ο Κύριος επιτρέπει οικονομικώς την ύπαρξη και δράση τους μέχρι τον «καιρό του θερισμού»71· παρά ταύτα, δεν θα ασχοληθούμε εδώ με αυτές τις αγιογραφικές επισημάνσεις, αλλά μόνο με μερικές αναφορές των αγίων Πατέρων με αφορμή αυτές.
        Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τις περί αποστασίας και καταστροφών προρρήσεις του Αποστόλου Παύλου σχετικώς με το τέλος των χρόνων, «Εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί»72, «Εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τινες της Πίστεως»73 και του Κυρίου περί των κακών των εσχάτων χρόνων74, λέγει «Έτσι και ο Παύλος, σαν ποιμήν άριστος, καθήμενος επάνω στο υψηλό μέρος του αξιώματος της προφητείας, και βλέποντας από πάνω με προφητικούς οφθαλμούς να επιτίθενται τα θηρία και κατά τη διάρκεια του καιρού της συντελείας με ορμή και κατεύθυνση εναντίον της ποίμνης, προλέγει και διακηρύσσει εκ των προτέρων [...] Και τόσο ισχυρό και άρρηκτο κατασκεύασε τον περίβολο αυτό και με κάθε ασφάλεια τον περιέφερε γύρω από όλη την οικουμένη, ώστε και τους τότε και τους μετά από εκείνους και τους τωρινούς και πάλι τους μεταγενεστέρους μέχρι την παρουσία του Χριστού να τους απαλλάξη από κάθε πολιορκία των εχθρών [...] επειδή πρόκειται η γνώμη των ανθρώπων να διαφθείρεται· διότι όλα αυτά είναι τιμωρίες των αμαρτιών και φάρμακα των ανθρωπίνων νοσημάτων. Διότι τότε τα ανθρώπινα νοσήματα θα επιταθούν. Και γιατί τότε θα επιταθούν; Λέγει. Μου φαίνεται, ότι επειδή καθυστερεί το δικαστήριον, και αφίενται στο μέλλον οι ευθύνες και δεν ήλθε ακόμη ο κριτής, γίνονται ραθυμότεροι αυτοί που πρόκειται να δώσουν λόγο» 75.
        Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύοντας τυπολογικώς τη διήγηση της Γενέσεως σχετικώς με τον Νώε και την κιβωτό του, ως προτύπωση της Εκκλησίας, αφού αναφέρει και το αποστολικό «Εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τινες της Πίστεως»76, αναφέρει την τρίτη περιστερά του Νώε, ως τύπον των πιστών που θα παραπλανηθούν από τους πλάνους ανθρώπους των εσχάτων καιρών· «Φιλόθεοι είναι λοιπόν οι κεκαθαρμένοι δια της Πίστεως και επειδή έχουν την πραότητα της ευαγγελικής πολιτείας είναι εκλεκτοί για τον Θεό. Όμως, ότι και από αυτούς κάποιοι στους εσχάτους καιρούς θα αποστατήσουν, όπως είπα πριν λίγο, το φανερώνει ο τύπος. Διότι στέλνεται τρίτη και τελευταία περιστερά και δεν σκέπτεται την επιστροφή, διότι εναπέμεινε [μακράν της Κιβωτού]»77.
        Σε διήγηση του Γεροντικού που αφορά στον Άγιο Αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα μαρτυρείται σαφώς η πλήθυνση των αιρέσεων κατά τους εσχάτους χρόνους· «Μετά ταύτα είδεν ο δούλος του Θεού Μωϋσής ότι νέφος και λαίλαψ, ομίχλη σκοτεινή πειρασμών φοβερωτάτων έπεσεν εις τους Μοναχούς από το μέρος της άρκτου [δηλ. του βορρά], και ότι εδιώκοντο οι Μοναχοί και το Μοναχικόν σχήμα από όλεθρον αιρέσεων»78.


● Σύνοψη

        Στο παρόν κείμενο, είδαμε, με τη βοήθεια του Θεού, τι είναι η αίρεση και τη δαιμονική προέλευσή της· επίσης, ότι συνίσταται και στην παραμικρή αλλοίωση του γράμματος της Ορθοδόξου Πίστεως (της «άπαξ παραδοθείσης»). Ακόμη, ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη αμαρτία- ως το κατ’εξοχήν σχίσμα, και ότι αποχωρίζει τους οπαδούς της αρχικά από το φρόνημα της Εκκλησίας, ύστερα δε και από το Σώμα της Εκκλησίας, οπότε τα μυστήρια των αιρετικών κοινοτήτων καθίστανται άκυρα και μη σωτηριώδη – δια τούτο και οι αιρετικοί δεν σώζονται. Το Βάπτισμα των αιρετικών, λόγω εξαιρέτων δυσκολιών που εμποδίζουν το Βάπτισμα, γίνεται κάποτε αποδεκτό κατ’ οικονομίαν (κατά συγκατάβαση) ως έγκυρο - οπότε και δεν βαπτίζονται, αλλά υφίστανται άγιον Χρίσμα - μόνον υπό τις προϋποθέσεις, ότι (α) οι αιρετικοί επιστρέφουν προς ένταξη στην Ορθοδοξία και (β) ότι έχουν υποστή - στο αιρετικό βάπτισμα - τριπλή κατάδυση στο ύδωρ, στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ο κατ’ ακρίβειαν τρόπος επιστροφής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ο βαπτισμός τους (κακώς λεγόμενος «αναβαπτισμός»). Μόνον η πεπλανημένη εκκλησιολογία του ιερού Αυγουστίνου, των Παπικών, των Προτεσταντών και των συγχρόνων αιρετιζόντων οικουμενιστών αποδέχεται το κύρος των αιρετικών μυστηρίων «καθ’ εαυτά» (ενώ διαρκεί η παραμονή των αιρετικών στην αίρεση). Η αίρεση αλλοιώνοντας την περί Αγίας Τριάδος, Χριστού  η θείας Χάριτος και γενικώς σωτηριολογίας διδασκαλία της  Εκλησίας, συνεπάγεται ριζικές αλλαγές και στη ζωή των οπαδών της, διαμορφώνοντας αλλοιωμένη και στρεβλή σωτηριολογία και πνευματικότητα, λόγος δια τον οποίον οι οπαδοί της δεν μπορούν να σωθούν. Οι αιρέσεις θα πολεμούν πάντοτε την Εκκλησία, με μεγαλύτερη ένταση κατά το τέλος των χρόνων.
        Πάντοτε πρέπει να ενθυμούμαστε τον προαναφερθέντα ορισμό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει η Παράδοσις της Καθολικής [Ορθοδόξου] Εκκλησίας  ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος»79.
      Ας προσέξουμε, ότι δεν χαρακτηρίζει την απόκλιση από την πίστη και τα παράνομα έργα απλώς ως «αίρεση», αλλ’ ως απιστία, πράγμα που σημαίνει για την αίρεση και ανάλογες με την απιστία επιπτώσεις στη σωτηρία.
Όμως, περί της εσωτερικής πάλης των αιρετικών και της σωτηρίας τους, θα εκθέσουμε τα δέοντα, συν Θεώ, σε άλλο κεφάλαιο στο μέλλον.

● ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

        Σημείωση: Ας μας συγχωρήσουν μερικοί αγαπητοί αναγνώστες για τη χρήση μεταγλωττίσεως των κειμένων όχι μόνον στα κείμενα των Αγίων Πατέρων στην αρχαία γλώσσα, αλλά κυρίως στα νεώτερα συγγράμματα της καθαρευούσης. Η μεταγλώττιση έγινε αφ’ ενός χάριν (α) των νεωτέρων, πλείστοι των οποίων αγνοούν πάρα πολλές λεπτές διακρίσεις στη σύνταξη της καθαρευούσης, αλλά και χάριν (β) της μεταφράσεως των κειμένων σε ξένες γλώσσες, η οποία, βασισμένη στην καθαρεύουσα μπορεί να αλλάξη λόγω λεπτού λάθους, το νόημα του κειμένου παντελώς. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι πλέον επακριβώς γνωστή η διαφορά της συντάξεως της ιδίας προθέσεως με διαφορετικές πτώσεις («κατά του εχθρού», «κατά Θεσσαλίαν»), όπως και φράσεις ή λέξεις ως «ο αυτός» (=ο ίδιος), «υπό τινος» (=από κάποιον, ποιητ. αίτιο κ.λπ.) «όλοι» (=ολόκληροι), «ικανός» (=επαρκής) κ.α.   



  • 1.    ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ, «Αίρεσις» εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1087 (μεταγλ.)
  • 2.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολή 188 (Κανονική Α΄) Αμφιλοχίω περί Κανόνων, 1, (α΄ Κανών) PG 32,  665Α. Το ίδιο κείμενο εν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 587ε. (μεταγλώττιση).
  • 3.    ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αίρεσις (Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον)» εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 1 (1962) 1089 (μεταγλώττιση).
  • 4.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί του Αγίου Πνεύματος 25, 59 PG 32, 177A (μεταγλώττιση).
  • 5.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ερμηνεία εις τον ρλη΄ Ψαλμόν, PG 27, 536Α (μεταγλώττιση).  
  • 6.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ΄, Περί αγνείας 44, εκδ. Ι. Μ. του Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 19946, σελ. 203.    
  • 7.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Προς Ιωάννην Γαβράν 30, επιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19942, τόμ. Β΄, σελ. 359. 
  • 8.    Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ορθοδοξία και αίρεση, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 19922, σελ. 34.99.102.103. Η παραπομπή στα έργα του μακαριστού και βαθύνου Καθηγητού Ν. Ματσούκα, δεν συνάγει αποδοχή σύνολης της διδασκαλίας του, η οποία «χωλαίνει» σε πολλά σημεία. Βεβαίως, τούτο εννοείται – σε μικρότερο, όμως, βαθμό- και σχετικά με τα έργα και των λοιπών ακαδημαϊκών θεολόγων (επειδή δεν είναι έγκριτοι Άγιοι Πατέρες).
  • 9.    Διόσκορος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικών διατριβών, εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σελ. 219ε.   
  • 10.    Αυτόθι, σελ. 215. 
  • 11.    De Praescriptionibus Haereticorum c. 37: «Si enim haeretici sunt, Christiani esse non possunt». 
  • 12.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.
  • 13.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις το κατά Ματθαίον 23, 3 PG 57, 311.
  • 14.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄,  Περί διακρίσεως Β΄, 36, ένθ’ ανωτ., σελ. 316.
  • 15.    Λαυσαϊκόν, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσαλονίκη, σελ. 96.
  • 16.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, Μυριόβιβλον  η Βιβλιοθήκη 229, PG 103, 1005A-D. (μεταγλώττιση).
  • 17.    ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΛΟΣΚΙ, Η θέα του Θεού, μετάφρασις Αρχιμ. Μελετίου Καλαμαρά, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 27-29.
  • 18.    ΣΟΦΟΚΛΗ ΛΩΛΗ, «Ομοιούσιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 9 (1966) 913ε. 
  • 19.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατά αρειανών λόγος Α΄, 56 PG 26, 129A.B. (μεταγλώττιση).
  • 20.    ΔΕΣΠΩ ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Ερμηνεία των Δογματικών και Συμβολικών Κειμένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Α΄, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 48ε. · «... οι αρειανοί δεν αρνούνταν την γέννηση του Υιού από τον Πατέρα αλλά ταύτιζαν γέννηση και δημιουργία, καθώς ταύτιζαν τους όρους «γέννημα» και «ποίημα». Φαίνεται επίσης ότι δεν διέκριναν τους όρους «αγένητος» και «αγέννητος» και με την ίδια λογική τους όρους «γενητός» και «γεννητός». Ο ταυτισμός των όρων «αγέννητος» και «αγένητος» από τους αρειανούς και στη συνέχεια από τους ευνομιανούς τους οδήγησε στην ενδιάμεση υπόθεση ότι, εάν ο Θεός είναι «αγέννητος» δεν είναι δυνατόν ο Υιος να γεννάται «εκ της ουσίας», γιατί αυτό θα συνεπήγετο μερισμό της ουσίας του Θεού, σε αγέννητη δηλ. και γεννητή. Κατά συνέπεια το «γέννημα» εθεωρείτο από τους αρειανούς κτίσμα».  
  • 21.    Βλ. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Κατά των μη βουλομένων ομολογείν Θεοτόκον την Αγίαν Παρθένον  9,  PG 76, 265· «ει δε μετά την ένωσιν κέχρισται, την δε ένωσιν ου βούλονται λέγειν πριν εκ της Παρθένου τεχθήναι, ουδέ Χριστοτόκος ουκέτι προς αυτών η Παρθένος ομολογηθήσεται· ει γαρ Χριστοτόκος, πάντως ότι και Θεοτόκος· ει δε ου Θεοτόκος, ουδέ Χριστοτόκος».Βλ. και τη μεθεπόμενη υποσημείωση.
  • 22.    Λ.χ. στον Όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής (Αγίων Παθών), Αντίφωνον Θ΄, Θεοτοκίον. Ήχος γ΄.
  • 23.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατά Νεστοριανών 43, PG 95, 224B.C.: «Χριστοτόκον δε αυτήν ίσμεν· Χριστόν γαρ εγέννησεν. Αλλ’ επειδή επ’ αναιρέσει της Θεοτόκου φωνής, ο θεήλατος Νεστόριος ταύτη κατεχρήσατο, ου Χριστοτόκον, αλλ’ εκ του κρείττονος αυτήν Θεοτόκον κατονομάζομεν. Χριστοτόκοι γαρ και άλλαι των προφητών και βασιλέων μητέρες, μόνη δε Θεοτόκος, η αγία Θεοτόκος Μαριάμ».
  • 24.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Επιστολή (39) προς Ιωάννην Αντιοχείας, PG 77,177C. (μεταγλ.)
  • 25.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί του Αγίου Πνεύματος  1, 2 PG 32, 69C. (μεταγλώττιση)
  • 26.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την Β’ Προς Τιμόθεον 5, 2, PG 62, 626. (μεταγλώττιση)
  • 27.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (48) Αθανασίω τέκνω,  PG 99, 1080 C.D. και PG 99, 1077C.D. (μεταγλώττιση)
  • 28.    Πράξις Α’. Mansi 12, 1031-1034· «Το γαρ επί δόγμασιν είτε μικροίς είτε μεγάλοις αμαρτάνειν, ταυτόν εστιν· εξ αμφοτέρων γαρ ο νόμος του Θεού αθετείται».
  • 29.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ, Επιστολή Β΄, Φωτίου προς Πάπαν Νικόλαον,  PG 102, 604 C.D. (μεταγλώτ.)
  • 30.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Λόγος αποδεικτικός Α΄ περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύ-ματος, πρόλογος, επιμελεία. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19882, τόμ. Α΄, σελ. 24. (μεταγλώττιση).
  • 31.    Γ. ΡΑΛΛΗ - Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων,  Αθήνησιν 1852, τόμ. Α΄, σελ. 261. Βλ. και ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 588, υποσημ. (3)· «αιρετικός εστι και τοις κατά των αιρετικών υπόκειται νόμοις, ο μικρόν γουν εκκλίνων της ορθοδόξου Πίστεως».
  • 32.    Βλ. τον εν Cod. Just. I, 5,2, Βασιλ. Α΄ 1, 22 νόμον των Αυτοκρατόρων Γρατιανού, Ουαλεντινιανού Α΄ και Θεοδοσίου, του έτους 370 μ.Χ.· «αιρετικός πας ος και μικρώ υποδείγματι παρά το της Καθολικής Εκκλησίας δόγμα ή της ευθείας εφάνη τραπείς». Παρά ΘΗΕ 1 (1962), 1090. 
  • 33.    Βλ. αυτή την απαράδεκτη διάκριση ως αποδεκτή στο άρθρο της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, ΓΕΩΡΓ. Δ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ, «Αίρεσις (Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον)» εν ΘΗΕ 1 (1962) 1090 · «Εν τούτοις, η παρά της Ορθοδόξου Εκκλησίας παλαιόθεν τηρουμένη πράξις δέχεται το αντίθετον. Δι’ ό δεν χαρακτηρίζει τους οπαδούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως αιρετικούς, αλλ’ ως σχισματικούς, καίτοι υφίστανται παρ’ αυτή και δογματικαί τινες διαφοραί προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όπως το filioque, το καθαρτήριον κ.λπ.». 
  • 34.    ΜΕΛΕΝΙΚΙΩΤΟΥ (;), «Οι Οικουμενισταί θέτουν όντως εαυτούς εκτός Εκκλησίας», Ορθόδοξος Τύπος 1799 [25-09-2009] σελ. 5. 
  • 35.    Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 349-354.    
  • 36.    Πρβλ. Αυτόθι, σελ. 353ε. 
  • 37.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (28) Βασιλείω Μονάζοντι,  PG 99, 1001D-1004A. (μεταγλώττιση)
  • 38.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εξήγησις υπομνηματική εις τον Προφήτην Μαλαχίαν 1, 30 PG 72, 325C.D (μεταγλώττιση).
  • 39.    ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Εξήγησις υπομνηματική εις τον Ωσηέ  8, 92, PG 71, 209B (μεταγλώττιση).
  • 40.    Mansi 12, 1022· «Ιωάννης ο θεοφιλέστατος τοποτηρητής του αποστολικού θρόνου της ανατολής είπεν· η αίρεσις χωρίζει από της εκκλησίας πάντα άνθρωπον. Η αγία σύνοδος είπε· τούτο εύδηλόν εστι».
  • 41.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄, Περί ταπεινοφροσύνης 31, ένθ’ ανωτ., σελ. 273 · «Αμήχανον εκ χιόνος προϊέναι φλόγα· αμηχανώτερον δε εν ετεροδόξοις ταπεινοφροσύνην υπάρχειν · πιστών και ευσεβών το κατόρθωμα λοιπόν, και τούτων κεκαθαρμένων».
  • 42.    ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΚΑ΄, Εις τον μέγαν Αθανάσιον επίσκοπον Αλεξανδρείας 8, PG 35, 1089Β. (μεταγλώττιση)
  • 43.    ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολή 188 (Κανονική Α΄) Αμφιλοχίω περί Κανόνων, 1, (α΄ Κανών) PG 32,  664C-669A. Το ίδιο κείμενο εν ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 587εε. (μεταγλώτ.)
  • 44.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 587.589 (μεταγλώττιση). 
  • 45.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, αυτόθι, σελ. 368Ε. (μεταγλώττιση).
  • 46.    Εκ της αγγλικής μεταφρασεως, ελλείψει του ελληνικού πρωτοτύπου παρ’ ημίν, από τον επίλογο του βιβλίου. FR. GEORGE D. METALLINOS, I confess One Baptism, translated by Priestmonk Seraphim, St. Paul’s Monastery, Holy Mountain 1994, σελ 109ε. 114· «Remaining faithful to Sts. Cyprian and Basil the Great, they side in favor of applying acrivia [= precision or rigorism] in receiving the various heretics; in other words, their (re)baptism. Of course, they do not deny the possible use of economia  [=concession or dispensation]. But, in the spirit of the Second (and Penthekte) Ecumenical Council, this is done “when it does not vitally harm” the Church, according to Oikonomos; in other words, when the irrevocable stipulation set  by these Ecumenical Councils is fulfilled: namely, that the sacrament of baptism has been administered in accordance with the Apostolic form […] They, too, apply the same Canon [7th of the Second Ecumenical Council] to the same heretics, only to arrive at the opposite conclusion, namely the rejection of economia in the case of the Latins. For in no way can their “aspersion” be considered baptism. And thus, faltering as regards the manner of the sacrament, they are classified under the proscriptive stipulation:  “with only one immersion”. […] Of course, such an acceptance of Latin baptism by economia would in no way signify the validity of it “in itself”, but only by virtue of the conversion of the Roman Catholic to Orthodoxy. Needless to say, the Papists’ obdurate (as shown above) persistence in their innovations makes the exercise of any economia in the future questionable».      
  • 47.    De catholicae ecclesiae unitate m. 4, 519 «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem».
  • 48.    ΒΛ. ΙΩ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 19942, σελ.  567ε.569.570.  
  • 49.    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 358. (μεταγλώττιση)
  • 50.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (28) Βασιλείω Μονάζοντι,PG 99, 997C.D και 1001C.D. (μεταγλώττιση)
  • 51.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Eις το κατά Ιωάννην 66, 3, PG 59, 369. (μεταγλώττιση)
  • 52.    ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 127.30. 168.
  • 53.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ιστορία των Δογμάτων, τόμ. Α΄, εκδ. Παν. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 216ε. (μεταγλώττιση).
  • 54.    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, Έργα 1, μετάφρασις Δ. Τσάμη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 20032, σελ.46.
  • 55.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β΄, εκδ. Παν. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 198 (μεταγλώττιση).
  • 56.    Αυτόθι.
  • 57.    ΙΩ. ΟΡ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ένθ’ ανωτ., σελ. 363ε.  (μεταγλώττιση).
  • 58.    H. BAYNES – H ST. L.B. MOSS, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, Αθήνα 1983, σελ. 175.
  • 59.    ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οι Εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 27ε. 30ε.
  • 60.    Πρβλ. αυτόθι, σελ. 69. 71.
  • 61.    ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του 1296-1359, εκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη 20013 , σελ. μζ΄ε. (εισαγωγή). 
  • 62.    ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 136. Εντός των αγκυλών [...], η μεταγλώττιση δική μας. 
  • 63.    Τον όρο χρησιμοποιεί προκειμένου γενικώς περί της ελληνικής φιλοσοφίας ο Καθηγητής Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ένθ’ ανωτ., σελ.133. Είναι, όμως, κοινή διαπίστωση των περισσοτέρων ερευνητών της Εκκλησιαστκής Ιστορίας και της Ιστορίας των Δογμάτων, ότι οι κυριότερες αιρέσεις (αρειανισμός, νεστοριανισμός, μονοφυσιτισμός-ευτυχιανικός και σεβηριανικός, αντι-ησυχασμός κ.α.) προήλθαν από την εισαγωγή αριστοτελικών κατηγοριών σκέψεως και ερμηνείας στην απλή ευαγγελική και πατερική θεολογία.
  • 64.    Πρβλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, ένθ’ ανωτ., σελ. 185.
  • 65.    ΚΩΝ. Ι. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικός δυτικός πολιτισμός και οι κόσμοι του Βυζαντίου και του Ισλάμ, μτφρ. Παν. Κ. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 405.408.409. 411.
  • 66.    Αυτόθι, σελ. 416. 417.
  • 67.    Αυτόθι, σελ. 418.421.
  • 68.    Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, μετάφρασις Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 19868, σελ. 75· «Ο επιστάτης, που ήταν Πολωνός, ενδιαφέρθηκε και ήλθε να μου ρίξη μια ματιά. Με βρήκε να διαβάζω τη “Φιλοκαλία” και άρχισε να με ρωτά τι ήταν αυτό που εδιάβαζα. “Α!” είπε “αυτό είναι η “Φιλοκαλία”, το έχω ξαναδή αυτό το βιβλίο εις το σπίτι των εφημερίων μας όταν ήμουν εις την Βίλνα. Πάντως μου είπαν ότι γράφει παράξενα πράγματα, σχήματα και σοφίσματα, σχετικά με την προσευχή, γραμμένα από Έλληνας μοναχούς. Είναι σαν αυτά που γράφουν οι φανατικοί εις τας Ινδίας και εις την Μποχάρα, που κάθονται κάτω και κάνουν εκπνοή κατά ένα ιδιότυπο τρόπο, προσπαθώντας να δημιουργήσουν κάτι σαν γαργάλισμα εις την καρδιά τους και με ηλιθιότητα πιστεύουν ότι αυτό το σωματικό αίσθημα είναι προσευχή, το θεωρούν δε δώρο του Θεού”».                
  • 69.    ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Επιστολή (28) Βασιλείω μονάζοντι, PG 99, 1000D-1001A. 
  • 70.    Λουκ. 18,8
  • 71.    Ματθ. 13, 24-30. 36-43.
  • 72.    Β΄Τιμ. 3, 1
  • 73.    Α΄Τιμ. 4, 1
  • 74.    Ματθ. 24, 6 και εξής. Μάρκ. 13, 5 και εξής.
  • 75.    ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις το αποστολικόν ρητόν το λέγον· «Τούτο δε γινώσκετε, ότι εν εσχάταις ημέραις έσονται καιροί χαλεποί» 3. 6, PG 56, 274.278. (μεταγλώττιση).
  • 76.     Α΄Τιμ. 4, 1
  • 77.    ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Γλαφυρά εις την Γένεσιν 2, 8 PG 69, 72B.C. (μεταγλώττιση). 
  • 78.    Εκ του ανθολογίου Περί συντελείας, Αντιχρίστου και Β΄ Παρουσίας του Χριστού, επιμελεία Στυλ.Ν. Κεμεντζετζίδη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 132. 
  • 79.     ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 4, 10, PG 94, 1128A.

Comments

Popular posts from this blog

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΕΝ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΑΣΑ Α.Π. 673 ‘Εν ‘Αχαρναῖς τῆ 15/28.6.2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΗΜΟΥΣΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ Προλογικόν-Εἰσαγωγικόν τῆς Ὀρθοδόξου Πνοῆς ΣΥΝΕΚΛΗΘΗ ΤΗΝ 15ην ΙΟΥΛΙΟΥ 2014 ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΑΓ. ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΗΣ Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ Ι. ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Τήν Τρίτην 15ην Ἰουλίου, καθ' ἥν ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε τήν μνήμην τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰουλίτης καί Κηρύκου, ἦγεν τά ὀνομαστήριά του καί ὁ Σεβ/τος Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκος. Τήν πρωίαν εἰς τόν Μητροπολιτικόν ἱερόν Ναόν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἰς Κορωπίον Ἀττικῆς, ἐγένετο πανηγυρικόν θεῖον Συλλείτουργον, κατά δέ τό ἑσπέρας τῆς ἰδίας ἡμέρας συνῆλθεν, ἡ ἐνδημοῦσα Ἱερά Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔχουσα ὡς κύριον θέμα τό βαρύτατον ἔργον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί μέ δεδομένην τήν ὑπό τῶν συγχρόνων ὀργανωμένων κέντρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλεπαλλήλους σκευωρίας κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐμελέτησε καί κατεπόνησεν σχέδιον ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΩΣ-ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ, τό ὁποῖον ὡς ἐπίσημον κείμενον τῆς ἱερᾶς Συνόδου θά τεθῆ δημοσίως ὑπ' ὄψιν πρός ἅπαντας καί πρωτίστως πρός τόν πιστόν Λαόν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖται τῆς ἐν Ἑλλάδι Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆ κ. Κήρυκος, Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἀμφιλόχιος καί τῆς ἐν Κύπρω Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Σεβ/τος Μητροπολίτης Κιτίου κ. Παρθένιος, παρισταμένου καί συμμετέχοντος καί τοῦ Αἰδεσιμωτάτου π. Μιχαήλ Ἰωάννου, καθώς καί μοναχῶν καί θεολόγων, συνεδριάσαντες τήν 15ην Ἰουλίου 2014 εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἰς Κορωπίον Ἀττικῆς, ὡς ἡ ἐνδημοῦσα Ἱ.Σ. τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπελήφθησαν τῆς συγχρόνου ἀποκαλυπτικῆς ἐποχῆς καί ἰδιαιτέρως, τῶν ἀφ' ἑνός εὐρυτέρων παρατηρουμένων ἐκδηλώσεων τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀφ' ἑτέρου τῶν παραλλήλως ἰδίων παρατηρουμένων τάσεων καί ἐκδηλώσεων τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ τοιούτου! Ἐπί τούτοις ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν καί τό ἄκρως ἀνησυχητικόν φαινόμενον, καθ' ὅ ἡ συντριπτική πλειοψηφία καί τῶν φερομένων ὡς Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν δέν γνωρίζει καί δέν συνειδητοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξίαν οὔτε ἐνδιαφέρεται νά μάθη καί ἁπλῶς μόνον θρησκεύει, ὅπως ὅλοι οἱ ὀπαδοί ὅλων τῶν θρησκειῶν! Τό κείμενον εἶναι ἐκτενές ἀλλά ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρον ἀπ' ἀρχῆ μέχρι τέλους. ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΗΜΟΥΣΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ Α.Π. 673 Ἐν Ἀθήναις τῆ 15/28.6.2014 Πατέρες καί ἀδελφοί, Τέκνα ἐν Κυρίω ἀγαπητά, «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου», ἵνα εἰς τάς ἐσχάτας ταύτας ἡμέρας, Χάριτι Χριστοῦ, ὁμολογήσωμεν τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί ὁμολογίαν τῶν ἀπ' ἀρχῆ Ἁγίων Πατέρων μέχρι καί τῶν πρό ἡμῶν καί παραδώσωμεν ταύτην εἰς τάς ἐπερχομένας γενεάς ἀμήν, Γένοιτο. Πατέρες καί ἀδελφοί ἐν Χριστῶ, πιστά μέλη τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τά πρῶτα καί βασικά ΔΟΓΜΑΤΑ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως διετυπώθησαν, ὡμολογήθησαν καί ἐκηρύχθησαν ἐν Ἁγίω Πνεύματι, διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων καί ἰδιαιτέρως διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά ὁποῖα ἰσχύουν εἰς τούς αἰῶνας, ἤτοι ἐν τῶ παρόντι καί τῶ μέλλοντι, εἶναι: 1ον Πιστεύω εἰς Ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα... 2ον Και εἰς Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ... 3ον Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον... 4ον Καί εἰς μίαν Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν... και 5ον Ὁμολογῶ ἐν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Αὗται αἱ θεῖαι Δογματικαί ἀλήθειαι, ἤτοι τοῦ ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ ἱερώτατος θεσμός τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποίαν ἀπ' ἀρχῆ, ἤγουν ἀπό τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, συγκροτεῖ καί συνέχει ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὗται, λέγομεν, αἱ Θεῖαι ἀλήθειαι ἐπολεμήθησαν ἀπ' ἀρχῆ ἐν τῶ Προσώπω τοῦ Χριστοῦ, ὑπό τῶν πολλῶν ἀντιχρίστων αἱρετικῶν, διά τοῦτο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐν ταῖς Ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς καί ὅλαις ταῖς Ὀρθοδόξοις Συνόδοις, καθοδηγούμενοι ὑπό τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὑπό τοῦ δι' Αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας) παρατεινομένου εἰς τούς αἰῶνας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀντιμετώπισαν τούς πολλούς ἀντιχρίστους αἱρετικούς, ἤδη ἀκόμη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους! (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 18 καί 22 καί δ΄ 1-3). Ὅλοι αὐτοί «οἱ πολλοί ἀντίχριστοι», πρωτίστως ἠθέλησαν καί ἐπεχείρησαν νά ἀμφισβητήσουν καί διαστρέψουν τήν ἀλήθειαν ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας, Κηρύξας, Σταυρωθείς καί ἀναστάς ΙΗΣΟΥΣ, εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, εἶναι ὁ ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ Πατρός! Τό μίσος ἀδιακρίτως ὅλων τῶν αἱρετικῶν κατά τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ δέν διεκόπη μέ τήν Σταύρωσιν, ἀλλ' ἀντιθέτως ἡ Ἀνάστασις τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς ἔκαμε νά τόν πολεμήσουν καί ἀναστάντα, διότι ἀκριβῶς εὑρίσκοντο καί ἐκινοῦντο εἰς τό σκότος τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἐπαύσατο νά μεθοδεύη τήν ἀπάτην, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦτο ὁ προφητευμένος Μεσσίας-Σωτήρ, ἀλλά «θά ἔλθη»!!! Ἐντεῦθεν ξεκινᾶ κάθε αἱρετικός, τό ἀντίχριστον ἔργον τοῦ Διαβόλου, χωρίς νά κατανοῆ ὅτι ἔχει συντριβεῖ ὁ Πονηρός ἤ μᾶλλον θέλει νά διασκεδάζη τήν συντριβή του μέ τό νά πλανᾶ τούς ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ καί νά τούς ἀποκόπτη ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ!! Ἀπό τό 1054, ὅτε ὁ Παπισμός ἤδη εἶχεν βουτηχθεῖ εἰς τά αἱρετικά «πιστεύω» του, καί ἰδιαιτέρως ἐπί τοῦ Τριαδολογικοῦ Δόγματος, εἰς τήν συνέχειαν δέ, ἀφοῦ κατέλυσεν καί τό Ἐκκλησιολογικόν Δόγμα, μετατρέψας τήν ἀλήθειαν περί τοῦ μεγάλου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἕν Πολιτικοθρησκευτικόν μέγεθος, ἔκτοτε, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων, τάς ὁποίας ἐπενόησεν μέχρι καί τήν μωρίαν «περί τοῦ ἀλαθήτου» αὐτοῦ, δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι καταφανῶς ἀποτελεῖ τήν διαχρονικήν παρουσίαν τοῦ ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό 1054 ἐν τῶ Προσώπω τοῦ κάθε Πάπα ἀντιποιεῖται τήν Ἐκκλησίαν, καί ἑπομένως καί τόν Χριστόν, ἐσχάτως δέ μετά τῶν Προτεσταντῶν καί διά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί Ταύτην τήν «κατήργησεν» ὑπόσχεται δέ ὅτι θά τήν «ἐπανασυστήση»!!!... Ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ 20ου αἰῶνος (1900 κ.ἑ.) καί ὀλίγον ἐνωρίτερον ἀκόμη(*), ὁ ἀντίχριστος Σιωνισμός διά τῆς Μασονίας καί τῆς αἱρεσιοβριθοῦς Δύσεως (Παπισμοῦ-Προτεσταντισμοῦ), συνέλαβεν καί ἐμεθόδευσεν ὅπως παντί τρόπω προσβάλη τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Τό γεγονός αὐτό ἐπεχείρησεν, κατά τήν ἐν λόγω περίοδον τῆς συμβολῆ καί ἡμετέρων ἐπιλησμόνων, ἐπιόρκων καί ἀναξίων Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων!!! Ἡ μεγαλυτέρα κατάρα εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας, καί κατά τήν περίοδον εἰς τήν ὁποίαν ἀναφερόμεθα καί πάντοτε δυστυχῶς, ἐστάθησαν οἱ ἐπίορκοι καί ἀνάξιοι ρασοφόροι περί τῶν ὁποίων ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηριστικῶς λέγει: «Οὐδένα δέδοικα ως τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ὀλίγων»! Ναί! Αὐτοί διεδραμάτισαν τόν ρόλον τοῦ ἀντιχρίστου καί κατά τόν 20ον αἰῶνα καί τόν συνεχίζουν, ὥστε νά ἰσχύη ἀπολύτως καί σήμερον τό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου: «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι...» (Α΄ Ἰωάννου 2, 18). Καί «...πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον. Ἐν τούτω γινώσκετε τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί. καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι. καί τοῦτο ἐστί τό τοῦ ἀντιχρίστου, ὅ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται καί νῦν ἐν τῶ κόσμω ἐστίν ἤδη» (Αὐτόθι 4, 1-3). Καί ἐν τῆς Β΄ ἐπιστολῆ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν: «Ὅτι πολλοί πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τόν κόσμον, οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί. οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καί ὁ ἀντίχριστος». (Β΄ Ἰωάννου 7). Εἶναι βέβαιον ὅτι ὅτε ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔγραφεν τάς ἐπιστολάς αὐτάς, (κατά τό 85-95 μ.Χ.), ὑπῆρχον πολλοί οἱ ὁποῖοι ἠμφισβήτουν ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός! Δηλαδή ὁ ἀντίχριστος ἐνεφανίσθη ἀπ' ἀρχῆ διά νά ἀμφισβητήση καί προσβάλη τό Πρόσωπον καί τό ἔργον τοῦ ἐνανθρωπήσαντος, κηρύξαντος, Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ καί ἑπομένως καί τό σωτηριῶδες ἔργον του, τό ὁποῖον ἀφῆκεν νά συνεχίζεται ἐν Ἁγίω Πνεύματι διά καί ἐν τῆς Ἐκκλησία Του. Κατανοουμένου καί βιουμένου τούτου εἶναι ἑπόμενον πᾶς Ὀρθόδοξος Χριστιανός καί ζῶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά συνειδητοποιῆ ὅτι οἱ ἴδιοι ἀντίχριστοι τῆς ἀποστολικῆς ἐκείνης περιόδου, ἕως σήμερον, οὐδ' ἐπί στιγμήν ἐπαύσαντο νά μεθοδεύουν καί νά ἐπιχειροῦν ἀκριβῶς τό ἴδιον ἀντίχριστον ἔργον των, ὥστε νά εἶναι καταφανής ἡ διαχρονική συνεχής ἀντιπαράθεσίς των, κατά τοῦ Χριστοῦ καί πλέον εὐθέως καί κατά τῆς Ἐκκλησίας Του! Ὅλοι αὐτοί ἀντιπαρέρχονται ἤ καί ἀγνοοῦν τό γεγονός ὅτι τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἕναν Οὐράνιον καί ἐπίγειον Θεσμόν, τόν συγκροτεῖ καί τόν συνέχει Αὐτό τοῦτο τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὅτι ἐν Αὐτῆς παρατείνεται ὁ ἀναστάς Χριστός συνεχίζων τό σωτηριῶδες ἔργον του. Δι' αὐτό ἀκριβῶς σήμερον ὅλοι οἱ ἀντίχριστοι αἱρετικοί πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν, διότι ἐφαντάσθησαν, ὅτι προσβάλλοντες Αὐτήν θά προσβάλουν ὅλην τήν ἀποκεκαλυμμένην ἀλήθειαν καί ὁλόκληρον τό σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν τόν Χριστόν! Ἡ μεγαλυτέρα δέ καί φοβερωτέρα ἐπίθεσίς των κατά τοῦ Χριστοῦ καί κατά τῆς Ἐκκλησίας Του εἰς τάς ἡμέρας μας, συντελεῖται διά τῶν Παλαιοημερολογιτικῶν σχισματοαιρέσεων, τάς ὁποίας οἱ ὠργανωμένοι αἱρετικοί προεκάλεσαν, καί μέ λύσσαν προκαλοῦν, ὡς μή δυνάμενοι νά προσβάλουν εὐθέως τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΕΛΘΟΝΤΑ 20όν ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 21ΟΝ ; Ἤδη ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ μόλις ἀπελθόντος 20ου αἰῶνος, Προτεστάνται, Παπικοί καί ἐπίορκοι Ὀρθόδοξοι, ὠργανωμένοι ἐδέχθησαν, ὡμολόγησαν καί διεκήρυξαν ἀπό κοινοῦ τό «δόγμα» τοῦ συγχρόνου ἀντιχρίστου Οἰκουμενισμοῦ, κατά τό ὁποῖον «μετά ἀπό τά διαχρονικῶς προκληθέντα πλεῖστα σχίσματα, πλέον δέν ὑπάρχει Αὑτή ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, διότι Αὕτη διεμελίσθη καί ἐσκορπίσθη δι' αὐτῶν εἰς πολλάς ἐπί μέρους «Ἐκκλησίας»! Ἑκάστη δέ ἐξ αὐτῶν τῶν πολλῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει μόνον μέρος ἐκ τῆς ἀληθείας καί ὄχι τήν καθολικήν ἀλήθειαν». Δηλαδή πρωτίστως καί οὐσιωδῶς βλασφημεῖται ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας καί θεωροῦνται ὡς ἐπί μέρους «Ἐκκλησίαι» ὅλαι αἱ Σχισματοαιρέσεις! Ἑπομένως σαφῶς ἔχομεν πλήρη ἄρνησιν καί βλασφημίαν κατά τῆς Ἐκκλησίας! Πέραν τούτων λέγουν περαιτέρω ὅτι, «ἔχουμε καθῆκον νά ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ὥστε διά τῆς ἑνώσεώς μας αὐτῆς, νά προκύψη πάλιν αὐτή ἡ διά τῶν Σχισμάτων ἀπωλεσθεῖσα μία Ἐκκλησία»!!! Καί ἐπάγονται: «Εἰς αὐτήν τήν ἕνωσιν δέν θά ληφθοῦν ὑπ' ὄψιν αἱ Δογματικαί διαφοραί, (δηλαδή αἱ αἱρέσεις), διότι αὗται χωρίζουν, ἀλλά θά γίνη μέ βάσιν τήν χριστιανικήν ἀγάπην, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τήν ἑνότητα»!!! Αὐτοί πλέον διά τῶν ἀνωτέρω ἐσχάτων βλασφημιῶν των, εὐθέως καί ἀπροκαλύπτως κραυγάζουν ὅτι εἶναι πρόδρομοι τοῦ ἀναμενομένου ἀντιχρίστου μέ τό «σφράγισμα» κ.λπ.!!! Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ Αὕτη ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς γνωστόν, προέκυψεν καταφανῶς καί ἐπισήμως κατ' ἀρχάς τό 1920, διά τῆς ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗΣ «Ἐγκυκλίου τῆς Πατριαρχικῆ Συνόδου τῆς Κων/λεως», ἐμεθοδεύθη δέ καί προωθήθη τό 1923 διά τοῦ λεγομένου «Πανορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κων/λεως», οὐσία ὅμως Μασονικοῦ-Οἰκουμενιστικοῦ, καί ἐπεβλήθη διά τῆς δικτατορικῶ τῶ τρόπω ἐπιβολῆ τοῦ Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου τό 1924, ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Ἀπορεῖ καί ἐξίσταται κάθε Ὀρθόδοξος, πῶς ταῦτα ἀπετολμήθησαν κατά τό 1920-1924 ὑπό Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί Συνόδων, ὑποτίθεται Ὀρθοδόξων μέχρι τότε!!! Βεβαίως, κάθε ἄλλο παρά Ὀρθόδοξοι ἦσαν, δεδομένου ὅτι πρό πολλοῦ εἶχον διαφθαρεῖ ὑπό τῆς Παναιρετικῆς Δύσεως (Παπισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ) καί ἰδιαιτέρως ὑπό τῆς ἑβραιομασονίας, ἡ ὁποία κατηύθυνεν τά πράγματα ἀκόμη καί διά Μασόνων Πατριαρχῶν καί Ἐπισκόπων!!! Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι προκειμένου νά διατυπωθῆ, ἀποφασισθῆ καί ὑπογραφῆ ἡ περιβόητος παναιρετική «Συνοδική-Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920», προηγήθη μακρά κοινή προεργασία Παπικῶν Προτεσταντῶν καί Ὀρθοδόξων καί δή εἰς τόν χῶρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καθ' ἥν διετυπώθησαν ἰδιαιτέρως σχέδια αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου ὑφ' ὅλων, (αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξων), καί κατά τό προβλεπόμενον, κατόπιν θά ἐπελέγετο μεταξύ ὅλων τό καλύτερον, τό ὁποῖον θά διετυπώνετο εἰς ἐγκύκλιον ὑφ' ὅλων ἀποδεκτήν!... Παράδοξον τό ἀποτέλεσμα ἀλλά πραγματικόν! Ὅτε ἀνεγνώσθησαν καί ἐμελετήθησαν τά συντεταγμένα σχέδια αὐτῆς τῆς πρός ἔκδοσιν ἐγκυκλίου, (τά ὁποῖα, ὅπως ἐλέχθη, συνετάγησαν ἰδιαιτέρως παρά τῶν Παπικῶν, Προτεσταντῶν καί Ὀρθοδόξων), ἀπερρίφθησαν ὅλα καί μέ ἐνθουσιασμόν οἱ Παπικοί καί Προτεστάνται ἐνέκριναν τό κείμενον τοῦ «Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου», ὡς τήν καλυτέραν ἔκφρασιν τοῦ Σατανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!! Τό κείμενον αὐτῆς τῆς ὑπογραφείσης «Πατριαρχικῆς-Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου», ἐκτυπωθέν ἐν τοῖς Τυπογραφείοις τοῦ Πατριαρχείου, ἐπισήμως, πλήν μυστικῶς, ἀπεστάλη εἰς τούς Προκαθημένους ὅλων ἀδιακρίτως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἤτοι Ὀρθοδόξων καί σχισματοαιρετικῶν!... Τό ἐν λόγω κείμενον ἔχει δημοσιευθεῖ, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ πρωτοτύπου, εἰς τό βιβλίον, «ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ τοῦ κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ», Ἀθῆναι 1985. Εἰς τό ἴδιον βιβλίον ἐκτίθενται καί τά περί τοῦ λεγομένου «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ 1923», οὐσία ὅμως, ὡς προελέχθη, Μασονικοῦ ἐκτρώματος! Ἐπίσης ἐκτίθεται καί ἡ μέ βάσιν τό ψεῦδος, τήν ἀπάτην καί ἰδιαιτέρως τήν δολιότητα, ἐπιβολή τοῦ Παπικοῦ νέου ἡμερολογίου, ὑπό τοῦ μόλις πρός τόν σκοπόν αὐτόν, ἐκλεγέντος (Ἰούνιος 1923) εἰς Μητροπολίτην Ἀθηνῶν, τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί ἀμέσως μετωνομασθέντος εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν. Ταῦτα πάντα ἐκτίθενται καί εἰς τό βιβλίον τοῦ Θεοκλήτου Στράγκα «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ» Τόμος Β΄. Η ΑΜΕΣΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ἡ ἄμεσος, ἀλλά καί σθεναρά ἀντίδρασις, ὑπό τοῦ πιστοῦ λείμματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δι' ἧ ἀντιμετωπίσθη ὅλη αὕτη ἡ ΕΣΧΑΤΗ καί ΜΕΓΙΣΤΗ Προδοσία-Αἵρεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἱστορική καί ἀποτελεῖ σημαντικόν σταθμόν εἰς τήν νεωτέραν ἱστορικήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο τό πιστόν λεῖμμα τῆς Χάριτος, μέ μόνα δεδομένα τήν Ὀρθόδοξον συνείδησίν του καί τό ὑπό τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος, ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ καί ΑΠΕΡΙΜΜΕΝΟΝ τοῦ Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, ἐν τέλει δέ καί τήν διάχυτον δυσωδίαν ἐκ τῶν ἀθλίων πράξεων καί γεγονότων τοῦ 1920, 1923 καί 1924, εἶπεν καί πάλιν ΟΧΙ εἰς τήν καταδεδικασμένην Παπικήν Καινοτομίαν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ. Κατ' ἀρχάς τό ΟΧΙ αὐτό ὑπό τοῦ πιστοῦ λείμματος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐστηρίχθη ἐπί τοῦ δεδικασμένου τῆς Καινοτομίας ὑπό τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, ἐπί Ἱερεμίου τοῦ Β΄ τοῦ Τρανοῦ (κατά τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593), καί ἐπί τοῦ γεγονότος ὅτι ἐπί ὁλόκληρα 342 ἔτη (1583-1924), ἡ Ὀρθοδοξία ἐσεβάσθη αὐτάς τάς καταδικαστικάς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Ἁγίων Συνόδων! Οὕτω τό πιστόν τοῦτο λεῖμμα αὐθημερόν, ναί, αὐθημερόν(!), ὡμολόγησεν καί διεκήρυξεν ὅτι δέν δέχεται, ἀλλά καί καταδικάζει τήν ἐπιβολήν τῆς Καινοτομίας, συνωδά ταῖς ἀνωτέρω Ἁγίαις Πανορθοδόξοις Συνόδοις, τάς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων ἐθεώρησεν καί ἀξιολόγησεν ὡς ἀποφάσεις ἐχούσας τό κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀφοῦ καί αἱ ἐν λόγω Πανορθόδοξοι Σύνοδοι ἐλειτούργησαν καί ἐνήργησαν ὡς ἀδιάκοπος συνέχεια ἐκείνων, ἐν τῶ ἰδίω πνεύματι τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἄς ἔλθουν κἄν σήμερον οἱ καινοτόμοι, ὅπως ἄλλωστε ἀδιαλείπτως τούς καλοῦμεν, νά διαλεχθῶμεν δημοσίως, δηλαδή ΕΠΙΣΗΜΩΣ, ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ καί ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ, διά νά προκύψη τί ἔγινε τόν 16ον αἰῶνα, διατί ὄχι μόνον δέν ἐγένετο δεκτή τότε ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Παπική Νεοημερολογιτική Καινοτομία τοῦ 1582, (τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ ΙΓ΄), ἀλλά καί κατεκρίθη καί κατεδικάσθη! Διατί ὅμως αὗται αἱ καταδικαστικαί ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, ὅπως ἐλέχθη, ἔγιναν σεβασταί ἐπί περίπου 4 αἰῶνας, καί ἀπό τό 1920-1924 τά πάντα διεγράφησαν. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός, ἀνεξέλεγκτος πλέον, ἄλλοτε ὡς πονηρά ἀλώπηξ καί ἄλλοτε ὡς λυσσασμένος λύκος, τρέχει, πλανᾶ καί κατασπαράσσει Ὀρθοδόξους. Οὕτω θά ἴδη πᾶς τις ἐνδιαφερόμενος καί ποίας συνεπείας ἔσχεν καί ἔχει ἐξ ἀρχῆ ἡ Παπική καινοτομία, ἡ «διορθοσούλα» ὅπως τήν ἀποκαλοῦν, καί ποῦ εὕρηται σήμερον ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δηλαδή εἰς τόν Παπικόν-Νεοημερολογιτικόν Οἰκουμενισμόν, ἤ εἰς τό Πιστόν Λεῖμμα τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁποῖον τό 1924 δέν ἐκοινώνησε τῆς Καινοτομίας των, ἀλλά καί τήν ἐνέπτυσεν τρίς καί τήν ἀπέκλεισεν συνωδά τῶν ἀποφάσεων τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἄς μήν βιασθῆ οὐδείς νά εἴπη αὐτό τό ὁποῖον ἰσχυρίζεται ὁ Νεοημερολογιτισμός: «μετά ποίου νά διαλεχθῶμεν, καθ' ἥν στιγμήν δέν ἐλέγχεσθε ἀπό τάς διαιρέσεις σας, δηλαδή τά παλαιοημερολογιτικά σχίσματα, τά ὁποῖα ἕκαστον βλασφημεῖ ὅτι εἶναι Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ.»; Ὄχι, λέγομεν πρός ὅλους αὐτούς, διότι «αἱ Παλαιοημερολογιτικαί αὗται Ἐκκλησίαι», εἶναι ἐκτρώματα τῶν ἐγκαθέτων Νεοημερολογιτῶν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μέ τά σχίσματα ἐνήργησαν καί ἐνεργοῦν καί ταύτην τήν ἐσχάτην ἱεροσυλίαν διά λογαριασμόν τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ!... Προεκάλεσεν λοιπόν τά σχίσματα αὐτά ὁ Νεοημερολογιτισμός, διά τῶν ἐγκαθέτων του, καί μέ πρῶτον τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον Καβουρίδην τό 1937, διότι δέν ἦτο καί δέν εἶναι καί σήμερον εἰς θέσιν νά παρακαθήση εἰς ἕνα Κανονικόν καί Ὀρθόδοξον Διάλογον καί νά ἀντιμετωπίση τά αἴτια, τούς σκοπούς, καί ἐν γένει τήν ἱστορικήν καί ἀναμφισβήτητον πραγματικότητα, ἀπό τό 1920, 1923 καί 1924 καί κατόπιν καί μέχρι σήμερον!... Ἡμεῖς ὡς Ἱερά Σύνοδος καί σήμερον, χάριτι Χριστοῦ, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει ζητῶμεν ὅπως κατ' ἀρχάς ἐξετασθῆ τό Σχίσμα τοῦ 1924, καί κατόπιν καί ὅλα τά ὑπό τῶν ἐγκαθέτων προκληθέντα «Παλαιοημερολογιτικά» Σχίσματα, ἤτοι τοῦ 1937, γνωστοῦ ὡς Φλωρινικοῦ, μεθ' ὅλων τῶν θυγατρικῶν του, καθώς καί αὐτά τοῦ 1995 καί τοῦ 2005. Ἀμφότερα καί ταῦτα προκληθέντα ὑπό ἐπιόρκων πρώην ἐπισκόπων μας βεβαιοῦν ὅτι εἰς τάς ἡμέρας μας κατεληστεύθη ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική συνείδησις ὄχι μόνον τοῦ πιστοῦ Λαοῦ, καί πλέον, ὡς ἤδη προείρηται, Νεοημερολογῖται καί Παλαιοημερολογῖται εἰς τήν πλειονότητά των ἁπλῶς ΘΡΗΣΚΕΥΟΥΝ, ὅπως οἱ ὀπαδοί ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἤτοι τῶν διαφόρων ἀνθρωπίνων θρησκευτικῶν κατασκευασμάτων!... Σήμερον εἰς τούς περισσοτέρους «Παλαιοημερολογίτας» ἐπικρατεῖ μία νοσηρά θρησκευτικότης καί ὄχι ἡ Χριστιανική Ὀρθόδοξος Πίστις! Χριστιανός Ὀρθόδοξος εἶναι ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος ἔχει μυστικήν σχέσιν καί κοινωνίαν μετά τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, καί προσωπικῶς μετά τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ μυστικῶς καί ὑπό ὑποκειμενικάς προϋποθέσεις, ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὡς Ἱερά Σύνοδος, ταῦτα προτάσσομεν, προκειμένου νά ἀκολουθήση ἡ ἀνάλυσις καί ὁ ἔλεγχος τῆς μόλις τελευταίας περιόδου, καθ' ἥν διά τῶν πολλῶν ἐνσκυψασῶν Παλαιοημερολογιτικῶν ψευδοσυνόδων καί ψευδοεκκλησιῶν, πλέον προωθεῖται καί ὁ χείρων τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή ὁ Παλαιοημερολογιτικός, ὁ ὁποῖος καταφανῶς ἐξυπηρετεῖ τό ἔργον τοῦ ἀντιχρίστου, ἀφοῦ δι' αὐτῶν τῶν ψευδοσυνόδων καί ψευδοεκκλησιῶν, ἐπιχειρεῖται καί ἐνεργεῖται ἡ μεγίστη σύγχυσις καί κορυφώνεται ἡ μεγίστη καί ἐσχάτη βλασφημία κατά τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου ἐπιβάλλεται ἡ ἔκθεσις καί ἔλεγχος ὅλων αὐτῶν τῶν ψευδοεκκλησιῶν, ὡς εὐθέως βαλλουσῶν κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΦΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω εἶναι προφανές ὅτι ζῶμεν εἰς ἀποκαλυπτικούς χρόνους, ἡ δέ εὐθύνη μας εἶναι μεγίστη! Ὡστόσον δέν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῆ καί νά μᾶς προβληματίζη τό γεγονός ὅτι σήμερον ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τήν Ἑλλάδα ἀλλά καί γενικώτερον ἐκπροσωπεῖται καί ἐκφράζεται ὑπό ἐλαχίστων, ταπεινῶν καί ἀδυνάμων κατά κόσμον, διό πρωτίστως δέον ὅπως μᾶς διακρίνη ἡ χριστιανική ταπείνωσις καί ἔχωμεν ζῶσαν ἀγάπην, Πίστιν καί ὁμολογοῦμεν αὐτήν. Ὑπ' αὐτάς τά προϋποθέσεις δυνάμεθα νά ἐλπίζωμεν καί νά πιστεύωμεν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὅπως προελέχθη, παρατείνεται εἰς τούς αἰῶνας διά τῆς Ἐκκλησίας Του, θά μᾶς ἀξιώση, κατ' αὐτάς τάς πολύ δυσκόλους ἡμέρας, νά φανῶμεν ἄξιοι Διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων εἰς τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καί γενικώτερον ὅλοι ἄξια μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅσα ἀκροθιγῶς ἤδη ἐξεθέσαμεν διά τήν ἀποκαλυπτικήν Ἐκκλησιαστικήν περίοδον 1920-1924 καί ἐντεῦθεν, εἶναι ἀσφαλῶς ὀλίγα ἐκ τῶν πολλῶν, ὡστόσον ὅμως, σημαντικά καί ἱκανά διά κάθε εὐλαβῆ, ὥστε νά προβληματισθῆ καί ἀναζητήση νά μελετήση τήν περίοδον αὐτήν περισσότερον, προκειμένου νά πάρη θέσιν ὡς πρόσωπον, τό ὁποῖον ἀναζητεῖ τήν Σωτηρίαν του. Συνεχίζοντες τήν μελέτην-ἔκθεσιν τῶν σημαντικῶν σταθμῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν, καθ' ἥν ἐπιμελῶς, προεκλήθησαν μισητά Σχίσματα ἤ μᾶλλον Σχισματοαιρέσεις καί Ψευδοεκκλησίαι, καλούμεθα νά ἐπιδείξωμεν τήν δέουσαν ἀνησυχίαν καί προσοχήν, δεδομένου ὅτι δέν πρόκειται περί ὡρισμένων θεμάτων τά ὁποῖα ἔκλεισαν, ἀλλά συνεχίζονται καί πρό πάντων ἀποτελοῦν προπετάσματα αὐτοῦ τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Εἰς τό σημεῖον αὐτό ὡς Ἱερά Σύνοδος ἐπαναλαμβάνομεν τήν μεγάλην ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἤδη διετυπώθη καί ἐτονίσθη, ὅτι γενικῶς ὁ Νεοημερολογιτικός-Οἰκουμενισμός, δέν ἠδυνήθη ποτέ ἐλεύθερα καί βάσει τῆς ἀληθείας καί τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν γεγονότων νά συζητήση, δηλαδή δέν ἐτόλμησε νά διαλεχθῆ ἐπί τοῦ θέματος «Τό σχίσμα τοῦ 1924», ὅπως ἐπανειλημμένως, ἀλλά καί πάλιν ἐπισήμως διά τοῦ παρόντος τοῦ ζητεῖται! Ἄν, ὡς διατείνεται, ἐκπροσωπῆ καί ἐκφράζη τήν Ἐκκλησίαν, ἰδού νά παρακαθήση ἐπί τῆς κοινῆ τραπέζης διά νά ἐξετάσωμεν τό θέμα καί ὅπου προκύψη ἡ ἀληθής Ἐκκλησία, ἐκεῖ ἐν ταπεινώσει νά ὑποταχθῶμεν ὅλοι! Πῶς καί διατί μέχρι σήμερον ὁ Νεοημερολογιτισμός ἐν τῶ συνόλω του σιωπῶν ἐπί τῆς οὐσίας, κάκιστα δέ ἀμυνόμενος ἐξαντλεῖται εἰς ὅλως ψευδεῖς διαστροφάς, προκαλεῖ σχίσματα καί μονίμως θρασύτατα ἀντιποιεῖται τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος; Εἶναι σοβαρά, ἀλλά καί ἀπολύτως καθαρά εἰς τήν ἔρευνά των, τά θέματα καί δέν ἐπιδέχονται διαστροφάς, ψεύδη καί ἀπάτας. Ἡ ἱστορική καί ἡ πραγματική ἀλήθεια διά τάς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ 1583, 1587 καί 1593 δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβητήσεις! Νά ἐξετασθῆ ἑπομένως ἀπό ἱστορικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ἡ ἀλήθεια καί τό κῦρος τῶν ἀποφάσεων, Αὐτῶν τῶν Ἁγίων Πανορθοδόξων Συνόδων. Διατί αἱ ἐν λόγω ἀποφάσεις ἔγιναν σεβασταί ἀπό τότε καί μέχρι τό 1924, καί διατί τό 1924 κατελύθησαν; Ὑπό ποίας δεοντολογίας καί τίνι τρόπω ἐπεβλήθη ὁ Παπικός Νεοημερολογιτισμός; Εἶναι Οἰκουμενισμός ἤ ὄχι, ὁ ἐπιβληθείς τό 1924 Νεοημερολογιτισμός; Εἶναι τό πρῶτον πραγματικόν βῆμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας, καθώς ἀναφέρεται εἰς τήν ἐγκύκλιον τοῦ 1920 καί ὅπως ἔκτοτε διαχρονικῶς προκύπτει ἐν τῆς πράξει ἤ ὄχι; Ὡς ἐκ τούτων καί μόνον, δέν εἶχον καθῆκον νά τόν ἀρνηθοῦν τό 1924 καί νά παραμείνουν ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν οἱ Πατέρες μας καί ἀκολούθως καί ἡμεῖς; ΕΥΛΟΓΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΧΟΝ! Τό 1924 προκύπτουν «Παλαιοημερολογῖται» ἤ οἱ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ; Ἰδού διατί ἐπιβάλλεται ἡ ἐπί τῶν πηγῶν καί τῶν πραγματικῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἐντριβή καί πραγματικός διάλογος ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία. Ἐν προκειμένω ἀπαιτεῖται, ὅσον εἶναι δυνατή, ἡ ἀναφορά εἰς χαρακτηριστικούς σταθμούς τῆς πορείας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό 1924 μέχρι σήμερον, καί κυρίως πῶς καί διατί προέκυψαν αἱ Παλαιοημερολογιτικαί Σχισματοαιρέσεις-ψευδοεκκλησίαι, ἐνῶ προηγουμένως δέον νά τεθῆ καί πάλιν τό ἐρώτημα: Ἡδύνατο τό 1924 καί ἐδικαιοῦτο ἀπό Ὀρθοδόξου καί Κανονικῆ ἀπόψεως τό Πιστόν Λεῖμμα τῆς Χάριτος νά ἀπορρίψη καί ἀποκηρύξη ὡς σχισματοαίρεσιν τόν Νεοημερολογιτισμόν, μέ μόνον δεδομένον τό ὑπό τῆς Ὀρθοδοξίας ΚΑΤΑΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ τοῦ Παπικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ ἤδη ἀπό τόν 16ον αἰῶνα; Ἐκεῖναι αἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι τοῦ 16ου αἰῶνος καί αἱ ἀποφάσεις των, ἦσαν καί παρέμειναν ἀλλά καί παραμένουν εὐθυγραμμισμέναι μέ τήν Καθολικήν Ὀρθοδοξίαν, τῶν Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγίων Συνόδων, ἤ ὄχι; Πῶς λοιπόν, ὑπό ποίων καί διατί κατελύθησαν; Ποίας συνεπείας ἔσχεν διά τούς καινοτόμους ἐκείνους καί τούς μέχρι σήμερον, τό μοιραῖον γεγονός τοῦ 1924, τό ὁποῖον ἔλαβεν τεραστίας διαστάσεις, ἀφοῦ σημειωθήτω ὅτι ἐν μικρᾶ παρόδω τοῦ χρόνου, ἐγένετο καί ἡ ἀποκάλυψις, α) Τῆς «Ἐγκυκλίου τοῦ 1920», β) Τοῦ Ὀρθῶς χαρακτηριζομένου «Μασονικοῦ Συνεδρίου τοῦ 1923» καί γ) Τῆς δικτατορικῶ τῶ τρόπω ἐπιβολῆ τοῦ Παπικοῦ ἡμερολογίου, «ὡς πρώτου βήματος πρός τόν Οἰκουμενισμόν»! Ὡς ἐκ τούτου ὡς Ἱερά Σύνοδος κρίνομεν ὅλως ἀπαραίτητον καί πάλιν νά τονισθῆ ὅτι μέχρι καί σήμερον οἱ Καινοτόμοι Σχισματοαιρετικοί, ὄχι μόνον δέν κατεδέχθησαν νά διαλεχθοῦν, ἀλλά δέν ἔπαυσαν καί νά ψεύδωνται, νά ἐξαπατοῦν καί νά βλασφημοῦν, καί τοῦτο ἀποκλειστικῶς διά νά ἐπιβιώνη ἡ ἐσχάτη σχισματοαίρεσις τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ καί Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ! ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΚ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΨΕΥΔΩΝ ΤΩΝ Κατονομάζωμεν ὡρισμένα ψεύδη τῶν ἀμετανοήτων Καινοτόμων, τά ὁποῖα ἀναμασῶνται διαχρονικά: α) «Δέν εἶναι, λέγουν, γνήσιαι αἱ Πανορθόδοξοι ἀποφάσεις τοῦ 16ου αἰῶνος»! Τοῦτο εἶναι γελοῖον ψεῦδος καί ἀνάξιον τούτη τήν ὥρα νά ἀναθεωρηθῆ, διότι αἱ πηγαί εἶναι ἀπολύτως ἀξιόπιστοι, τό δέ συγκεκριμένον γεγονός μαρτυρεῖται καθολικῶς ἀπ' ὅλους τούς ἱστορικούς, ἀκόμη καί ἀπ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τολμοῦν νά ψεύδωνται, ἐνῶ ταυτοχρόνως δέν ἐντρέπονται διότι αὐτοδιαψεύδονται, ὑπό τῶν ἰδίων των συγγραμμάτων των, ὅπως ὁ ἡγηθείς καί ἐπιβαλών τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν, τόν Μάρτιον τοῦ 1924 Χρυσόστομος Παπαδόπουλος! Ἰδού λοιπόν τό πρῶτον, καθ' ἡμᾶς, ψεῦδος των νά ἐξετασθῆ. β) Εἶναι «σχισματικοί» λέγουν, οἱ «Παλαιοημερολογῖται»! Ὄχι, δέν εἴμεθα οὔτε «σχισματικοί», οὔτε «Παλαιοημερολογῖται», διότι τόσον οἱ Πατέρες μας τό 1924, ὅσον καί ἡμεῖς ἔμειναν καί ἐμμένομεν πιστοί, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι εἰς τήν ὑπερδισχιλιετῆς ζῶσαν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διό εἴμεθα μόνον ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ. Ἀντιθέτως σχισματοαιρετικοί κατεστάθησαν τό 1924 οἱ δεχθέντες τόν καταδικασμένον Παπικόν καί κατ' ἐπέκτασιν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Δηλαδή οἱ Πατέρες μας μέχρι τό 1924 ἦσαν «Παλαιοημερολογῖται»; γ) «Δέν ἔχουν οἱ Παλαιοημερολογῖται Ἀποστολικήν Διαδοχήν», «δέν ἔχουν μυστήρια»! Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, αὕτη δέν διεκόπη καί δέν ἐξέλιπεν οὔτε λεπτόν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καίτοι ἀπό τό 1924 ἕως τό 1935 ἔλειπεν ὁ ἐπισκοπικός βαθμός, διότι ὁ Δικτάτωρ-Παποκαῖσαρ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἄλλους ἐκ τῶν ἐπισκόπων τῆς Συνόδου του, τούς ἠξηπάτησεν καί ἄλλους τούς ἐφίμωσεν. Παρέμεινεν δέ καί θά παραμείνη εἰς τούς αἰῶνας ὡς ἡ μεγίστη ἐκτροπή τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἡ σχετική Ε΄ Ἱεραρχία τῆς 24-30 Δεκεμβρίου 1923! Ὡστόσον οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς κατά τήν ἀπό τό 1924-1935 περίοδον ἦσαν ἀρκετοί καί ὅλα τά Μυστήρια, ἐκτός τῆς χειροτονίας Κληρικῶν, ἐτελοῦντο ΚΑΝΟΝΙΚΩΤΑΤΑ καί ΕΓΚΥΡΩΤΑΤΑ. Ἑπομένως οὐδέποτε διεκόπη ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, εἰς τούς ἐμμένοντας εἰς τήν δισχιλιετῆς Παράδοσιν, ἐνῶ τό 1935 ἡ Ἐκκλησία ἐπανέκτησεν καί τόν ἐπισκοπικόν βαθμόν, τοῦ ὁποίου ἐπί δεκαετίαν ἐστερήθη, διότι «ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε» ἡ Οἰκουμενιστική Παναίρεσις!... ΕΠΑΝΑΚΤΑΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ Ἀφοῦ λοιπόν τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί, ἐδοκιμάσθησαν ἐπί ὁλόκληρον δεκαετίαν, τόν Μάϊον τοῦ 1935, μετά ἀπό 10ετεῖς σκληράς καί ἀδιακόπους διαμαρτυρίας, αἱ ὁποῖαι ἐλάμβανον σοβαράς διαστάσεις καθ' ὅλας τάς Συνοδικάς συνεδριάσεις τῆς ἐξηπατημένης καί καταδυναστευομένης Νεοημερολογιτικῆ Ἱεραρχίας, τό 1935 τρεῖς Ἀρχιερεῖς ἀποκηρύσσουν τήν καινοτόμον Νεοημερολογιτικήν Ἱεραρχίαν καί διακηρύσσουν, κατά τόν πλέον ἐπίσημον καί σαφῆ τρόπον ἐνώπιον 25.000 περίπου Ὀρθοδόξων, τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν ἐπισήμως καί οὔτω ἐπιστρέφουν εἰς τήν πρό τοῦ 1924 Ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν ἀδιακόπως ἐξεπροσώπουν καί ἐξέφραζον οἱ Γ.Ο.Χ. Μετά τήν ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ καί τήν πανηγυρικήν ἕνωσιν, οἱ τρεῖς οὗτοι Ἀρχιερεῖς μετέβησαν αὐθημερόν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης παρά τήν Κερατέαν, ὅπου ἐπεκύρωσαν καί τρανώτατα διεκήρυξαν τήν Ὁμολογίαν των, προβάντες χωρίς τήν παραμικράν καθυστέρησιν καί εἰς χειροτονίας ἑτέρων τεσσάρων Κληρικῶν εἰς Ἀρχιερεῖς! Τοῦτο τό γεγονός ὑπῆρξεν ἡ μεγίστη καί ἡ ἰσχυροτέρα ΟΜΟΛΟΓΙΑ, ἡ ὁποία εἰς τήν κυριολεξίαν, ἀπεγοήτευσεν καί ἐτσάκισε τόν Νεοημερολογιτικόν-Οἰκουμενισμόν, ὁ ὁποῖος ἐπερίμενεν, ἐλλείψει Ἀρχιερέων, νά σβήση ἡ Ὀρθοδοξία! Διό, ἀμέσως ἐν μιᾶ νυκτί, ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τῆς συμβολῆς καί τοῦ πολιτικοῦ καθεστῶτος, ἔλαβεν τοιαῦτα μέτρα, ὥστε εἰς ἐλάχιστον χρόνον (αὐθημερόν) διέλυσεν τήν μόλις συγκροτηθεῖσαν Κανονικήν καί Ὀρθόδοξον Ἱεράν Σύνοδον, διώξας καί ἐξωρίσας τούς ὁμολογητάς Ἀρχιερεῖς! Ὡστόσον τήν Συνοδικήν ὁμολογίαν τοῦ 1935 καί πρό πάντων τάς ἐπισκοπικάς χειροτονίας, ἤγουν τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, παρά τάς ἀπεγνωσμένας ἐνεργείας τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί ὅλων τῶν διαδόχων του, δέν κατώρθωσαν ποτέ νά τήν διακόψουν καί νά τήν ἐξαλείψουν. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τό ὁποῖον ἀπεγνωσμένως, ἀναιδῶς καί ἱεροσύλως ψεύδονται, συκοφαντοῦν καί ἀπατηλῶς ἀγωνίζονται νά αὐτοδικαιωθοῦν! Κηρύττοντες μέ ὅλα τά μέσα πού διαθέτουν ὅτι οἱ Γ.Ο.Χ. δῆθεν «δέν ἔχουν Ἀποστολικήν Διαδοχήν»(!) ὁμολογοῦν λαμπρότερον τοῦ ἡλίου ὅτι οἱ ἴδιοι μέ τόν Νεοημερολογιτισμόν των δέν ἔχουν Ἀποστολικήν Διαδοχήν. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΘΕΤΩΝ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Πρό αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ὁ Χρ. Παπαδόπουλος καί εὐρύτερον τά σκοτεινά κέντρα τοῦ Παπικοῦ, Προτεσταντικοῦ καί Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤδη ἀπό τό 1932 ἤρχισαν νά ἀποστέλλουν ἐγκαθέτους των, οἱ ὁποῖοι εἰσεχώρησαν καί εἰς τό Διοικητικόν σῶμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆ Κοινότητας τῶν Ὀρθοδόξων, ἤτοι εἰς τήν «Πανελλήνιον Θρησκευτικήν Ἐκκλησιαστικήν Ὀρθόδοξον Κοινότητα», (Π.Θ.Ε.Ο.Κ.), ὥστε κατ' αὐτόν τόν τρόπον νά περιέλθη εἰς χεῖρας των ἡ διοίκησις ὅλων τῶν ἀνά τό Πανελλήνιον 800 ἐνοριῶν καί Παραρτημάτων, καί κατόπιν σύν τῶ χρόνω νά σβήση καί ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πρό πάντων νά ἐκλείψη ἡ Γνησία καί ἀδιάκοπος ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ εἰς Αὐτήν. Τήν ἰδίαν ἀκριβῶς περίοδον ἔχομεν σαφῆ τήν τάσιν νά μετατρέψουν τήν ἐν διωγμῶ εὑρισκομένην Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς ἕναν ἀνώδυνον κενόν «Παλαιοημερολογιτισμόν»! Δηλαδή ὁ Νεοημερολογιτισμός ἐπέτρεπε καί προωθοῦσε (καί συνεχίζει νά προωθῆ) μίαν ψευδοπαλαιοημερολογιτικήν ΚΕΝΗΝ Ἐκκλησιαστικήν Κοινότητα «δεκατριμεριτῶν» καί πάντως ἐξηρτημένην Πνευματικῶς καί Διοικητικῶς ἀπό αὐτόν. Τοῦτο πρέπει νά δεχθῶμεν ὅτι τό ἐπέτυχον ἐν πολλοῖς, ἀλλά καί ἀπέβη καί ἀποβαίνει μοιραῖον κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐξαιρέτως εἰς τάς ἡμέρας μας! Διά τόν λόγον αὐτόν εἶναι μεγίστης σημασίας ὅτι «θέτομεν τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων»! Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Τό ἔργον τοῦτο κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό τέλος τοῦ 1935, ὑπευθύνως ἀνέλαβεν ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ὅστις ἐσκεμμένως παρέμεινεν εἰς τό Παλαιόν καί μετά τό 1935 καί τό 1937, ὡς ἐγκάθετος «Παλαιοημερολογίτης» τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ! Δηλαδή ἔμεινεν ὄχι μόνον ἕνας κενός παλαιοημερολογίτης, ἀλλά καί ὄργανον, τό ὁποῖον θά ἐξετέλει ὅσα δέν ἡδύνατο νά ἐκτελῆ ὁ Νεοημερολογιτισμός. Ὁ ρόλος του ἐν προκειμένω ἦτο νά στηρίξη ἕναν «παλαιοημερολογιτισμόν», ὑπό τήν πνευματικήν καί διοικητικήν ἐξάρτησιν τῆς Καινοτόμου Σχισματοαιρετικῆ Συνόδου. Ἕναν Παλαιοημερολογιτισμόν χωρίς ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ-ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ καί χωρίς ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ, ἀλλά καί ἀπολύτως ἐξηρτημένον διοικητικῶς καί πνευματικῶς ἀπό τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ!... Τά πράγματα καταβοοῦν ὅτι τοῦτο ἀκριβῶς εἰς τάς ἡμέρας μας κατέστη αὐτοσκοπός καί ἐνεργεῖται πυρετωδῶς!... Ἐν πάση συντομία, πρέπει νά εἴπωμεν ὅτι ὁ ἐν λόγω πρώην ὁμολογητής, λόγοις καί ἔργοις, (βεβαίως, καί τοῦτο μόλις δι' ὀλίγους μῆνας, ἤτοι ἀπό τοῦ Μαΐου τοῦ 1935 καί μέχρι τοῦ Φθινοπώρου τοῦ ἰδίου ἔτους), προσέφερεν ὅ,τι ἱερώτερον, πολυτιμώτερον καί Ἐκκλησιαστικώτερον ἠδύνατο νά προσφέρη, καί αὐτό ἦτο ἡ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ! Δυστυχῶς ὅμως διά τόν ἴδιον, ἀπό τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 1935, εὑρισκόμενος εἰς τήν ἐξορίαν, ἐπισήμως πλέον ἤρχισεν νά ἀρνῆται καί νά ἐμπτύη κατά τῆς ἀπό τοῦ Μαΐου τοῦ 1935 καλῆς Ὁμολογίας καί ἐπί τῶν ἱστορικῶν ἐκείνων Ἐπισκοπικῶν Χειροτονιῶν! Ἐνήργησεν ὡς νά ὥμοσεν εἰς τόν Πονηρόν νά διακόψη καί ἐξαλείψη γενικῶς τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί κυρίως, πάση θυσία, νά μήν γίνη πλέον νέα χειροτονία οὔτε ἐπισκόπου, οὔτε ἱερέως ἤ Διακόνου! Οὕτω ἐπίστευεν ὅτι θά ἐξέλιπεν σύντομα καί ἡ ἀρχιερωσύνη καί ἡ Ἱερωσύνη καί οἱ Ὀρθόδοξοι θά ἀνεζήτουν κληρικούς ἀπό τόν Νεοημερολογιτισμόν ὁπότε δολίως θά ἐξηρτῶντο ἀπό πάσης ἀπόψεως, Διοικητικῆ καί Πνευματικῆ ἀπό αὐτόν, κατ' αὐτόν δέ τόν τρόπον τό «Παλαιοημερολογιτικόν» ἤδη θά ἦτο πολύ γρήγορα λελυμένον! Αὐτό ἀκριβῶς τό ἔργον ἀνέλαβεν νά ἐκτελέση καί ὁλοκληρώση ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καββουρίδης! Τά γεγονότα σήμερον καταβοοῦν αὐτάς τάς ἀληθείας, διότι ἰδιαιτέρως σήμερον κραυγαλέως ἐνεργοῦνται συστηματικώτερον. Περιττόν νά τονίσωμεν τό γεγονός ὅτι τό προκληθέν Φλωρινικόν Σχῖσμα, δέν παρέμενεν μόνον ὡς χαίνουσα πληγή εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προεκάλεσε καί ἕτερα «θυγατρικά» τοιαῦτα... ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΡΟΣΚΡΟΥΟΥΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΟΥ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟ 1948 Ἐν ἀντιθέσει πρός τόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον, ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος, παραμείνας εἰς τήν ἀπό τό 1924 Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί ἐνδιαφερόμενος νά μήν ἐκλείψη καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἐποίησεν τό πᾶν ἵνα φέρη εἰς τήν ἀρχικήν του ὁμολογίαν τόν πρ. Φλωρίνης καί πρό πάντων νά προβοῦν ἀπό κοινοῦ εἰς νέας ἐπισκοπικάς χειροτονίας πλήν δέν τό ἐπέτυχεν, διότι αἱ σκοτειναί δυνάμεις δέν ἔπαιζον!... Ἐπίσης καί ὁ ἐπαμφοτερίζων Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος, (ὁ ὁποῖος ἐχειροτονήθη εἰς ἀρχιερέα τό 1935), ἄλλοτε ὡμολόγει καί ἄλλοτε ἐσιώπα, ἐνῶ μονίμως ἠρνεῖτο νά συμμετάσχη εἰς νέαν χειροτονίαν ἐπισκόπου, ὡς τοῦ προέτεινεν καί τόν παρεκάλει ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος! Οὗτος ἐν τέλει, καί ἐπισήμως περί τό 1947, συνεμάχησεν καί ἡνώθη μετά τοῦ πρ. Φλωρίνης... Πρό αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζετο περισσότερον ἀπό μίαν δεκαετίαν (1937-1947), καί ἐνῶ ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος πλέον εὑρίσκετο εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου του, (τόν ἐχώριζεν μόνον ἑνάμισυ ἔτος περίπου ἀπό τῆς ὁσίας καί ὁμολογιακῆ Κοιμήσεώς του († 15.5.1950), ἤτοι τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1948, κατόπιν ὁμοφώνου ἀποφάσεως σύμπαντος τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τῶν Μοναχῶν, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὗτος ἐπαναλαμβάνομεν ὁ κατ' ἐξοχήν ἀπό τήν πρώτην ὥραν ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Βρεσθένης ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ΥΠΕΡΒΑΣ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗΝ ΤΑΞΙΝ, ΕΧΕΙΡΟΤΟΝΗΣΕΝ ΜΟΝΟΣ ΑΥΤΟΣ ΤΟΝ ΠΑΝΟΣΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΕΙΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ! Κατόπιν τούτου, ἀπό κοινοῦ οἱ δύο αὐτοί Ἀρχιερεῖς, ἀνέδειξαν 5μελῆ Ὀρθόδοξον Ἱεράν Σύνοδον. Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος ἔχων βαθεῖαν καί ζῶσαν συνείδησιν περί τῆς Ἐκκλησίας, Ὀρθώτατα τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1948 ΥΠΕΡΕΒΗ τήν Κανονικήν Τάξιν, διά νά μήν ἐκλείψη ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ὡς ἐπεδίωκον οἱ πάντες (Νεοημερολογιτικός καί Παλαιοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός) καί εὑρεθῆ ὁ πιστός λαός ὑποχείριος τῶν προδοτῶν. Δηλαδή ἐν προκειμένω κατά παράλληλον ρῆιν τοῦ Κυρίου, εἶπεν καί ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Βρεσθένης ὅτι, «ἡ Κανονική Τάξις ἐγένετο διά τήν Ἐκκλησίαν καί ὄχι ἡ Ἐκκλησία διά τήν Κανονικήν Τάξιν...»!!! Ὁ μεγαλύτερος Διώκτης συκοφάντης καί ἱερόσυλος καί αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρέτου γεγονότος, προέκυψεν καί πάλιν ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καββουρίδης, διότι εἶδεν ὅτι δι' αὐτῶν τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν, ὁ ἀοίδιμος Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Ματθαῖος, συνέτριβεν κυριολεκτικῶς τόν Παλαιοημερολογιτικόν Οἰκουμενιστικόν Φλωρινισμόν, ἀλλά καί τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Διό αἱ ἐν λόγω χειροτονίαι τοῦ 1948 ἐστάθησαν ἡ μεγίστη αἰτία καί ἀφορμή νά συνεχίσουν ἀπό κοινοῦ ὁ πρ. Φλωρίνης καί ὁ Νεοημερολογιτισμός καί ἐν γένει ὁ Οἰκουμενισμός, λυσσαλέον διωγμόν, κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στηριζόμενοι ἐπί τῆς διαστροφῆ κάθε ἀληθείας διά τοῦ ψεύδους, τῆς ἀπάτης καί τῆς συκοφαντίας! ἀπό κοινοῦ ἀμφότεροι ἐσυκοφάντησαν καί ἱεροσύλησαν ὅσον ἠδύναντο κατά τῶν συγκεκριμένων ἱστορικῶν ἀποβασῶν χειροτονιῶν! Ὅπως τό 1935 ὁ Νεοημερολογιτισμός ψευδέστατα ἐκήρυξεν ὡς δῆθεν «ἀντικανονικάς» καί «ἀκύρους» ἐκείνας τάς ἐπισκοπικάς χειροτονίας, οὕτω καί τώρα ἀπό κοινοῦ ἀμφότεροι ἐπαναλαμβάνουν τάς ἰδίας διαστροφάς καί ψεύδη! Τό ἀπολύτως ἀληθές εἶναι ὅμως ὅτι τό 1935 οἱ ἐπιστρέψαντες τρεῖς Ἀρχιερεῖς ἐχειροτόνησαν, ἀφοῦ πρῶτον ὡμολόγησαν καί ἐπέστρεψαν εἰς τήν πρό τοῦ 1924 Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀπεκήρυξαν τόν Νεοημερολογιτισμόν καί πάντως πρό τῆς ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ), «καθαιρέσεώς» των! Εἶναι ἀπολύτως σαφές καί ἱστορικῶς ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΟΝ, ὅτι τό 1935 ἤδη εἶχον προηγηθεῖ Κανονικῶς καί Ὀρθοδόξως αἱ χειροτονίαι καί μετά ἠκολούθησεν ἡ ἀνόητος πρᾶξις τῆς «καθαιρέσεως» ἀλλά καί τῆς ἐξορίας, ἀποκλειστικῶς, διότι ΕΧΕΙΡΟΤΟΝΗΣΑΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ!!! Βεβαίως καί ἄν ἀκόμη, καθ' ὑπόθεσιν λέγομεν, αἱ ἐπισκοπικαί ἐκεῖναι χειροτονίαι τοῦ 1935 εἶχον γίνει ὑπό «καθηρημένων», ἡ τοιαύτη πρᾶξις «καθαιρέσεως» ὑπό τοῦ ἀποκεκηρυγμένου Σχισματοαιρετικοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, καί ὑπό τό φῶς τῆς Ὁμολογίας Ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΟΥΔΕΝ θά ἐκέκτητο κῦρος καί ΟΥΔΕΜΙΑΝ συνέπειαν θά εἶχεν ἐπί τῶν ἐπισκόπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτόνησαν, καθώς καί ἐπί τῶν χειροτονηθέντων!... Η ΠΕΡΙ ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΣ ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΤΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ Ἐπαναλαμβάνομεν, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβεν παντί σθένει καί τρόπω νά «ἀκυρώση» τάς χειροτονίας καί τοῦ 1948, ὑπῆρξεν ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος! Οὗτος ἐνῶ συστηματικῶς ἠρνεῖτο τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅμως ὅλως ἱεροσύλως ἀντεποιεῖτο τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ., ἀποκαλῶν ὡς τοιαύτην τήν ἀπό τό 1937 σχισματοαίρεσίν του! Ναί, ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΣ, ΑΡΝΗΤΗΣ καί ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ἀποβάς κατ' Αὐτῆς, συκοφαντεῖ τόν Ἐπίσκοπον Βρεσθένης καί τήν ὑπ' αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον ὡς δῆθεν σχισματικῶν (ἔναντι τοῦ ἰδίου!), τό δέ ἀδιανόητον εἶναι ὅτι τό 1950 διακηρύσσει ὅτι «ἐάν τις τῶν Ματθαιϊκῶν Ἐπισκόπων καί Κληρικῶν, θελήση κάποτε νά ἐπιστρέψη (ποῦ; εἰς τό σχίσμα του(!), τό ὁποῖον ἀθεολογήτως καί ὅλως, ἐπαναλαμβάνομεν, κακοήθως ἐχαρακτήριζεν ὡς «Ἐκκλησίαν», ἐκ τῆς ὁποίας τό 1937 ἀπεκόπη δῆθεν ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος), θά ἔδει ὁπωσδήποτε νά χειροθετηθῆ ὡς πρώην σχισματικός»!!! Πρόκειται ἀσφαλῶς περί συνειδητῆς καί πάντως κακοήθους ἱεροσυλίας, τήν ὁποίαν ὅμως ἀποθανόντος τοῦ πρ. Φλωρίνης τό 1955, συνέχισαν οἱ πολύ χείρονες ἐκείνου ὀπαδοί του. Κενοί καί τυφλοί «παλαιοημερολογῖται», παρέλαβον τήν ἀπό 1950 γραπτήν «παρακαταθήκην» τοῦ πρ. Φλωρίνης, καί ἐμεθόδευσαν νά ἐφαρμόσουν τήν περί «χειροθεσίας» ἐντολήν, ἐπί τῶν ἐπισκόπων καί Κληρικῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία «χειροθεσία», ἐπαναλαμβάνομεν καί τονίζομεν, προβλέπεται μόνον διά τούς ἐπιστρέφοντας εἰς τήν Ἐκκλησίαν πρώην σχισματικούς!!! Ὁ ἐντελῶς σκοτισθείς νοῦς τοῦ ἀρνητοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί διά λογαριασμόν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ προκαλέσαντος τό 1937 τό πρῶτον σχῖσμα-Σχισματοαίρεσιν εἰς τό Σῶμα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διενοήθη μέ αὐτόν τόν τρόπον νά προσβάλη τόσον τάς χειροτονίας τοῦ 1935, ὅσον καί κυρίως τοῦ 1948, ὥστε κατόπιν μοιραίως νά αὐτοκαταλυθῆ καί ἐκλείψη καί ἡ Ὁμολογία- Ἐκκλησιολογία, καί καταστήση ὁλόκληρον τό σῶμα τῶν ἀπό τό 1924 πιστῶν «σχισματικούς», ὅπως εἶχον καταστεῖ σχισματικοί ὁ ἴδιος καί οἱ ὀπαδοί του ἐπισήμως ἀπό τό 1937!!! Εἶναι ἔργον ἀντίχριστον καί ἀντιεκκλησιαστικόν ὅλον τοῦτο ἤ ὄχι; Ὅσον ὅμως τό σχέδιον τοῦτο ἐμεθοδεύθη καί ὅλως ΙΕΡΟΣΥΛΩΣ ἐπεχειρήθη ὑπό τῶν ὀπαδῶν του, τόσον ΑΠΕΤΥΧΕΝ, διότι ἐπιχειρηθέν τό συνέτριψεν ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου!... Ἄς τό παρακολουθήσωμεν ὅπως διεδραματίσθη ἀπό τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1971 καί συνεχίζεται μέχρι σήμερον. Τήν σύνοψιν τῶν συμβάντων κατά τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1971 τήν ἐπιχειροῦμεν ὡς Ἱερά Σύνοδος, διότι οἱ πλείονες ἐξ ἡμῶν εἴμεθα αὐτόπται καί αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν γεγονότων. Θεωροῦμεν δέ ὡς εὐλογίαν Θεοῦ τήν παροῦσαν Συνεδρίασιν, διότι τόσον ἡμεῖς σήμερον ὡς Μητροπολῖται Μεσογαίας Κήρυκος καί Λαρίσης Ἀμφιλόχιος, ὅσον καί ὁ ἐλλογιμώτατος θεολόγος κ. Ἐλευθέριος Γκουτζίδης, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία ἀπό τότε εἰς τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, διεδραμάτιζεν σπουδαῖον ρόλον, ὁμιλοῦμεν καί γράφομεν ὡς αὐτόπται καί γνῶσται τῶν τότε γεγονότων. Ὡς γνῶσται λοιπόν, κυρίως ἀπό τήν 3ην Ὀκτωβρίου 1971, ὅτε ἐπέστρεψεν ἡ ἐξαρχία, διαβεβαιοῦμεν ὅ,τι καί ὅσα ἀκριβῶς καί ἐπανειλημμένως πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν καί ἐξαιρέτως ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν συνεδρίαν τῆς 8ης Ὀκτωβρίου 1971, ἡ ἐπιστρέψασα ἐξαρχία μας, ἐν ΩΜΟΦΟΡΙΩ και ΕΠΙΤΡΑΧΗΛΙΩ, διαβεβαίωνεν καί διετράνωνεν τήν μαρτυρίαν της, καθ' ἥν ἡ Ἱεραποστολή εἰς τήν ἐν Ἀμερικῆ Σύνοδον τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἐπέτυχεν ἀπολύτως διότι: 1) Ἡ Ρωσική Σύνοδος μετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος καί προσοχῆ ἤκουσεν τήν Ἔκθεσιν Πίστεως καί τά ἀφορῶντα εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἰδιαιτέρως τήν ἀπό τό 1924, Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν Αὐτῆς, καί θαυμάσασα τήν ἐπεκρότησεν καί τήν ἀπεδέχθη. 2) Βάσει αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆ τῆς Ὁμολογίας-Ἐκκλησιολογίας, ἐκηρύχθη ἡ Ἕνωσις καί ἀνεγνωρίσθη ἡ ὑφ' ἑνός ἐπισκόπου Χειροτονία τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος καί ὅλαι ὅσαι κατόπιν ἠκολούθησαν ὡς ἀπολύτως πλήρεις καί ἔγκυροι. Δηλαδή ἀνεγνωρίσθησαν ὡς Κανονικαί καί Ὀρθόδοξοι πράξεις, διακονήσασαι ἀποκλειστικῶς τήν Ἐκκλησίαν. Εἰς τήν συνέχειαν, καί διά νά εἰρηνεύσουν οἱ Φλωρινικοί, οἱ ὁποῖοι ἐμαίνοντο κατά τῆς ἀναγνωρίσεως, ὥρισεν ὅπως, διά νά ἐπέλθη ἀγάπη, πραγματοποιηθῆ καί ἡ περιβόητος «Συγχωρητική Εὐχή», ὑπό τόν βασικόν ὅρον ὅτι αὕτη δέν καθήπτατο οὐδαμῶς τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948. Ἀντιθέτως τοῦτο ἐγένετο διά νά εἰρηνεύσουν καί Ὀρθοδοξήσουν οἱ Φλωρινικοί καί ἑνωθοῦν ἐν τῆς Ἐκκλησία, διότι δέν ἦτο δυνατόν νά εἶναι ἡνωμένη ἡ Ρωσική Σύνοδος μετά τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας καί νά διασαλεύεται ἡ ἕνωσίς της μετά τῶν Φλωρινικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν προκειμένω πρωτίστως δέν εἶχον τήν ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, ἐπί τῆς ὁποίας ἐκηρύχθη ἡ ἕνωσις μετά τῆς Ρωσικῆ Συνόδου! Ταῦτα πάντα βάσει τῶν ἐπανειλημμένων καί ρητῶν δηλώσεων τῆς ἐξαρχίας μας!... Διά τούς λόγους αὐτούς, ἤτοι διά τήν ἀγάπην, εἰρήνην καί ἕνωσιν καί τῶν Φλωρινικῶν ἐν τῆς ἰδία Πίστει καί Ὁμολογία, ὁ Πρόεδρος τῆς Ρ.Σ. Φιλάρετος, ἠγνόησεν τήν ἐν «Σχεδίω ἀπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν» καί ἰδιαιτέρως τήν παράγραφον, αὐτῆς ἡ ὁποία ἀντιφατικῶς καί ὅλως ἀνοήτως ἀνέφερεν τήν περί «χειροθεσίας» ἀπόφασίν της, ἐνῶ προηγουμένως, εἰς τό αὐτό σχέδιον τῶν Φλωρινικῶν, φέρεται ρητῶς ὡς ἀναγνωρίσασα ἐγκύρους ταύτας. Διά τοῦτο ὥρισεν προφορικῶς νά ἀναγνωσθῆ μιά ἁπλῆ συγχωρητική εὐχή, ἡ ὁποία σαφέστατα ΔΕΝ ΣΥΝΕΙΧΕΤΟ μέ τήν ἀναγνώρισιν τῆς ὑφ' ἑνός χειροτονίας τοῦ 1948. Ἡ συγχωρητική εὐχή, ἡ ὁποία ἐγένετο δεκτή ὑπό τῆς ἐξαρχίας μας εἰς τήν Ἀμερικήν, ἐγένετο κατ' ἄκραν οἰκονομίαν δεκτή καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἰς τήν Ἑλλάδα, πάντοτε ὑπό τήν βασικήν προϋπόθεσιν ὅτι δέν εἶχεν ἀπολύτως καμμίαν σχέσιν μέ τάς χειροτονίας τοῦ 1948. Δηλαδή ἡ Συγχωρητική Εὐχή δέν ἀπετέλει παράγοντα διά τήν ἀναγνώρισιν ἀλλά ἠκολούθησεν ὑπό τήν ἀποκλειστικήν δεοντολογίαν νά εἰρηνεύσουν οἱ Φλωρινικοί, ὁμολογήσουν τήν καλήν ὁμολογίαν καί ἐπέλθη καί αὐτῶν ἡ ἐν τῆς Ἐκκλησία Ἕνωσις. Σημειωτέον ὅτι κατά τάς ρητάς δηλώσεις τῆς ἐξαρχίας ἡ Ρωσική Σύνοδος ἐθεωρήθη ὡς Ὀρθόδοξος καί ἕνεκα τούτου κατέστη δυνατή ἡ μετ' αὐτῆς ἕνωσις καθώς καί ἀποδοχή τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Ἀπό τῆς 8ης Ὀκτωβρίου ἕως τήν 15ην/28ην Ὀκτωβρίου 1971 συνέβησαν πολλά γύρω ἀπό τό θέμα «Συγχωρητική Εὐχή», τό κυριώτερον δέ ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος κατ' ἀρχάς ἐφέρετο διχασμένη, διότι δύο Ἐπίσκοποί μας ὁ Μακαριστός Τρίκκης καί Σταγῶν Βησσαρίων καί ὁ τότε Μεσσηνίας Γρηγόριος, ἠρνοῦντο νά ἀποδεχθοῦν καί αὐτήν τήν συγχωρητικήν εὐχήν, ἔστω ὡς πρᾶξιν ἀγάπης καί εἰρήνης! Ὅτε ὅμως κατά τόν Ὄρθρον τῆς 15/28 Ὀκτωβρίου 1971, οἱ δύο αὐτοί ἀρχιερεῖς ἐτέθησαν πρό τοῦ διλήμματος καθ' ὅ: «Ἀπόρριψις τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς συνεπάγεται τήν ἐκδίκασιν τῶν δύο Ἐπισκόπων τῆς Ἐξαρχίας καί προφανῶς τήν καθαίρεσίν των», καί ὅτι «ἀπειλεῖται σχῖσμα ἐσωτερικόν», ἐνῶ, ὅλως ἰδιαιτέρως, ἐτονίσθη καί ὑπεγραμμίσθη καί πάλιν ὅτι «ἡ συγκεκριμένη ἄκρα οἰκονομία περί ἀποδοχῆ τῆς Συγχωρητικῆ, δέν ἔχει ΚΑΜΜΙΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ-ΑΝΑΦΟΡΑΝ εἰς τό Μυστήριον τῆς χειροτονίας καί δέν θίγει τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, τήν ὁποίαν κέκτηται ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἀπολύτως ἐγκύρων Χειροτονιῶν τοῦ 1935 ὅσον καί τοῦ 1948». Κατόπιν τούτων, κατά τήν συγκεκριμένην ἡμέραν καί ὥραν, οἱ δύο Ἀρχιερεῖς ὑπανεχώρησαν καί δέχθησαν καί ἀνεγνώσθη τύποις ἡ «συγχωρητική εὐχή». Οὕτω τό ἀπό τό 1950 καταχθόνιο σχέδιον τοῦ πρ. Φλωρίνης, νά διακόψη τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί δι' αὐτῆς καί τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, μέσω καί διά τῆς «χειροθεσίας» κατά τόν Η΄ Κανόνα, δηλαδή νά συντρίψη τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί νά καταστήση τούς Γ.Ο.Χ. ἁπλῶς θρησκολήπτους καί ἀρρωστημένους «Παλαιοημερολογίτας», αὐτό λέγομεν τό ἄκρως ἱερόσυλον σχέδιον, δέν ΑΠΕΤΥΧΕΝ ἁπλῶς ἀλλά καί ΣΥΝΕΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΕΚΟΝΙΟΡΤΟΠΟΙΗΘΗ ὑπό τῆς δεξιᾶς τοῦ Κυρίου. ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗΝ ΕΥΧΗΝ. ΑΠΟΠΕΙΡΑΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΟΥΝ ΤΑΥΤΗΝ ΙΕΡΟΣΥΛΩΣ ΩΣ «ΧΕΙΡΟΘΕΣΙΑΝ»! Ἐπίσης τονίζομεν καί δέον ὅπως ληφθῆ σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν, τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστρέψασα ἐξαρχία μας ἀφοῦ εὐηγγελίσθη τά περί Ὁμολογίας, τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς περί ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν καί τῆς κατ' ἄκραν οἰκονομίαν καί ὑπό ρητούς ὅρους «συγχωρητικῆς εὐχῆς», ὄχι ἁπλῶς δέν ἐνεφάνισεν οὐδέν ἐπίσημον γραπτόν σχετικόν κείμενον, ἀλλ' οὔτε καί αυτήν τήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, τήν ὁποίαν ἀπό μακροῦ ἡτοίμαζον εἰς τε τήν Ἑλλάδα καί τήν Ἀμερικήν! Τοῦτο δε καταφανῶς ἐπειδή δέν ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Ρωσικῆ Συνόδου καί κυρίως, διότι δέν ὑπεγράφη! Αὕτη μόνον ἀπό τό τέλος τοῦ Νοεμβρίου 1971, ὅταν τά πάντα εἶχον τελειώσει, τότε μόνον δημοσιεύεται πρῶτον ὑπό τῶν Φλωρινικῶν καί ἀμέσως κατόπιν καί ὑπό τοῦ Εὐγενίου Τόμπρου, ἐννοεῖται ἀνυπόγραφος ὑπό τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, φέρουσα μόνον τήν ὑπογραφήν τοῦ συμμετέχοντος εἰς τήν ὅλην σκευωρίαν Γραμματέως αὐτῆς, ἤτοι τοῦ Μανχάταν Λαύρου)(1), διά νά μείνη ἔκθετος εἰς τόν αἰῶνα, διότι ὑπέγραψεν ἄθλιον, ἱερόσυλον, ἀντιφατικόν, ψευδές καί ἐπαίσχυντον ἔγγραφον τῶν Φλωρινικῶν ὡς δῆθεν «ἀπόφασιν» τῆς Ρωσικῆ Συνόδου! Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἱερά Σύνοδος δέν ἠσχολήθη μέ αὐτήν τήν «ἀπόφασιν», ἐνῶ ζωηρῶς καί ἀποκλειστικῶς ἠσχολήθη μέ τήν Ὀρθόδοξον ὁμολογίαν διότι οὐδόλως αὕτη προέκυπτε, οὐδέ κἄν ἀνεφέρετο εἰς τήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, ἀλλά καί διότι ἐξετίθετο ἡ Ἐξαρχία μας! ὡς ἐκ τούτου ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐποίησε τό πᾶν δι' αὐτήν τήν ὁμολογίαν καί διά νά μή διασαλευθῆ ἡ κηρυχθεῖσα ἕνωσις, μεθ' ὅ θά ἠκολούθει καί τό περί ἀναγνωρίσεως ἤ «χειροθεσίας» ὡς ἄκρως ἀντιφατικόν θέμα. Δυστυχῶς ὅμως οἱ Φλωρινικοί, ἀλλά καί οἱ συμπράξαντες ἡμέτεροι (Εὐγένιος Τόμπρος, Καλλιόπιος κ.λπ.) ἀνέλαβον νά πραγματοποιήσουν νέον Σατανικώτερο σχέδιον! Δηλαδή, χωρίς θορύβους, ἀλλά καί ἄκρως δολίως καί ὑπούλως, ἐφαντάσθησαν ὅτι ἠδύναντο καί διά τῆς Γκεμπελιστικῆ μεθόδου νά μεταποιήσουν τήν δεδομένην πλέον «Συγχωρητικήν εὐχήν», τήν ὁποίαν ὑπό ρητούς ὅρους καί προϋποθέσεις ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν Ἑλλάδι, εἰς «Χειροθεσίαν» ὡς ἐπί σχισματικῶν κατά τόν Η΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆ Συνόδου! Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἤτοι τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἀποστολικῆς μας Διαδοχῆς ἐκ τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς καί δι' αὐτῶν ἐκ τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, θά «ἐλύετο τό Παλαιοημερολογιτικόν», διότι θά «κατελύετο» καί ἡ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ, ἀλλά καί ἡ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ! Δέν θά ἀπαριθμήσωμεν ὅλας τάς σχετικάς ἀποπείρας των, ἀλλά θά ἀναφέρωμεν μόνον ὡρισμένας χαρακτηριστικάς, τάς ὁποίας Κλῆρος καί Λαός πρέπει νά ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν. 1) Ἤρξαντο τήν συγχωρητικήν εὐχήν, τήν ὁποίαν ὑπό ρητάς προϋποθέσεις καί ὅρους ἔκαμε δεκτήν ἡ Ἱερά Σύνοδος, νά τήν ἀποκαλοῦν καί νά τήν προπαγανδίζουν συστηματικῶς ὡς δῆθεν «χειροθεσίαν», βασιζόμενοι ἀποκλειστικῶς εἰς τό ἐκ τῶν ὑστέρων ἐμφανισθέν ἀνυπόγραφον, ἐλεεινόν καί τρισάθλιον «σχέδιον ἀποφάσεως τῶν Φλωρινικῶν», τό ὁποῖον, ὡς εἴπομεν, ἀναισχύντως καί ὅλως δολίως ἐνεφάνιζον ὡς δῆθεν ἀπόφασιν τῆς Ρωσικῆ Συνόδου, ἐνῶ εἴς τινας δυσκόλους περιπτώσεις μετεχειρίζοντο καί τήν «διευκρίνισιν» ὅτι «ἡ Ρ.Σ. ὑπό τόν ὅρον «χειροθεσία» ἐννοεῖ τήν Συγχωρητικήν εὐχήν καί ὄχι τήν κατά τόν Η΄ Κανόνα προβλεπομένην χειροθεσίαν»!!! 2) Ὁ Εὐγένιος Τόμπρος ἐν συνεννοήσει μετά τοῦ τότε (1972) ἀκόμη Πρωθυπουργοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου καί μέ πρόφασιν νά στηριχθῆ τό δοκιμαζόμενον Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, δεδομένης δέ καί τῆς ἀντιθέσεως καί διαστάσεως τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου (τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας), πρός τόν Γ. Παπαδόπουλον, ἀπεφάσισαν ὅπως ὑπαχθῆ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ἀναγνωρισθῆ καί ὑπό τοῦ Κράτους ὡς δευτέρα ἐν Ἑλλάδι ἐπίσημος Ἐκκλησία! Τό θέμα προωθεῖτο διακριτικώτατα, πλήν μέ γρήγορον ρυθμόν, καί δέν θά ἐλάμβανεν ἐπισήμως διαστάσεις, ἀλλά σιωπηλῶς καί ἀθορύβως θά ἐκηρύσσετο ἡ ἕνωσις, μέ τό ὡς ἄνω Πατριαρχεῖον μέ βάσιν ὅμως τήν «ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν», ἡ ὁποία ἐνεφάνιζεν τήν ἁπλῆν Συγχωρητικήν Εὐχήν εὐθέως ὡς χειροθεσίαν ἐπί σχισματικῶν!... Τόν Ἰανουάριον τοῦ 1973 τό ἐν λόγω σχέδιον περί ἀναγνωρίσεως καί ὑπαγωγῆ τῆς «Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἐν Ἑλλάδι», εἰς τό Πατριαρχεῖον-Ἱεροσολύμων, προωθεῖται ἀποφασιστικά καί προκειμένου νά ὁλοκληρωθῆ, ἐσπευσμένως συγκροτεῖται 12μελής Ἱερά Σύνοδος, (ἐξ ὦν τινές, ἦσαν μυημένοι καί σαφέστατα ἐγνώριζον τό σχέδιον), ὅπως διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναγνωρισθῆ ἡ ψευδοαπόφασις καί ἀποκτήση κῦρος, ὁπότε ἡ Συγχωρητική Εὐχή πλέον θά ἐλογίζετο ἐπισήμως ὡς «χειροθεσία»! Ὅλον τοῦτο τό σχέδιον ἐναυάγησεν πρίν ὁλοκληρωθῆ, διότι οἱ πρωτεργάται Εὐγένιος Τόμπρος καί Γεώργιος Παπαδόπουλος τό 1974 ἐξέπεσον καί... ἔσβησαν! Ἰδού ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου καί πάλιν ἐπενέβη καί συνέτριψεν καί αὐτό τό σχέδιον!... 3) Ἡμέτεροι καί Φλωρινικοί, συνεχῶς συνήρχοντο καί ἐμελέτων τά σχέδια εἰς τήν Μονήν τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν τοῦ Κορινθίας Καλλίστου εἰς τά Ἀθίκια, ἐνῶ ἐθεωρεῖτο ὡς καλή σύμπτωσις τό ὅτι ὁ κ. Γκουτζίδης κατά τήν συγκεκριμένην περίοδον, ἦλθεν εἰς τρόπον τινά εὐγενῆ ἀντίθεσιν πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν, διότι δέν ἐδέχθη τήν πρότασίν του νά χειροτονηθῆ Κληρικός καί νά συνεργασθῆ μετά τοῦ τότε ἀκόμη Πρωθιερέως Εὐγενίου Τόμπρου, διό ἀπό τό τέλος τοῦ 1972 καί ἀρχάς τοῦ 1973 διακριτικώτατα ἀπετραβήχθη καί μέχρι τά μέσα τοῦ 1977, δέν συμμετεῖχεν ἐπισήμως εἰς τόν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, παρά μόνον ὡς θεολόγος προσωπικῶς διηκόνει τόν Ἀρχιεπίσκοπον. Αὐτό ὑπό τῶν ἐπιβούλων ἐθεωρήθη ὡς «εὐτυχές» γεγονός, διά τήν εὐκολωτέραν προώθησιν τῶν σχεδίων ὅλων τῶν συνασπισμένων Προδοτῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά περάσουν τήν Συγχωρητικήν Εὐχήν ὡς «χειροθεσίαν»!... 4) Ὅσον καί ἄν ἀποτυγχάνουν καί ματαιώνονται τά συγκεκριμένα σχέδια, τό ὅλον θέμα παρηκολούθει μέ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον ὁ Νεοημερολογιτισμός, ἐνῶ εἰς τινα βαθμόν διακριτικῶς ἤρχετο συνεργός καί ἡ πολιτεία! Τά ἔτη 1973 καί 1974 μέχρι 1976 εἶναι ἀποκαλυπτικά! Ὁ τότε Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης κατά τήν περίοδον 1974-1976, ἀναλαμβάνει ὅπως, μέσω τῶν Δικαστηρίων, ἀναγνωρισθῆ ἡ ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν, ἡ ὁποία ἐνῶ «τηρεῖ Φλωρινικήν σιγήν» ὡς πρός τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν, εἶναι ὅμως ρητή ὡς πρός τό θέμα «χειροθεσία τῶν Ματθαιϊκῶν»!!! Ἐν προκειμένω ὁ Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης, μηνύει εἰς τό Πολυμελές Πλημμελειοδικεῖον Πειραιῶς τόν ἡμέτερον μόλις χειροτονηθέντα ὡς ἐπίσκοπον Πειραιῶς Νικόλαον Μεσσιακάρην ὡς «ἀντιποιούμενον τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου, ψευδεπίσκοπον ὄντα», διό ἐζήτει νά ἐπιληφθῆ καί ἀποφανθῆ ἡ Δικαιοσύνη! Ἡ κατηγορία βεβαίως ἦτο βαρυτάτη καί ἀπαιτοῦσε πίστιν καί γενναῖον φρόνημα, ἅτινα ὅμως ἔλειπον ἀπό τόν τότε Πειραιῶς Νικόλαον! Οὗτος ἐμφανισθείς εἰς τούς ἀνακριτάς, ἀπολογούμενος ἰσχυρίζετο ὅτι εἶναι Κανονικός καί ὄχι ψευδεπίσκοπος, καί δέν ἀντιποιεῖται λειτούργημα Ἐκκλησιαστικόν. Μή δυνάμενος δέ νά σηκώση περαιτέρω τόν σταυρόν τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διωγμοῦ, ἐμφανίζει, (ὁ ἴδιος ἤ ὁ συνήγορός του, εἶναι χωρίς σημασίαν, ἀφοῦ ὁ Συνήγορος ὁμιλεῖ καί ἐνεργεῖ ἐξ ὀνόματος τοῦ πελάτου του), καί καταθέτει τήν «ψευδοαπόφασιν» τῶν Φλωρινικῶν ὡς ἐπίσημον ἀπόφασιν τῆς Ρωσικῆ Συνόδου, εἰς τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζεται ὡς Κανονικός ὁ Πειραιῶς Νικόλαος, ἀλλά κατόπιν τῆς χειροθεσίας!!! Οὕτω εἰς τό 54/76 ἐκδοθέν ἀπαλλακτικόν Βούλευμα, ὁ μέν Πειραιῶς σαφῶς ἀρνεῖται τήν ἀρχιερωσύνη του, μεθ' ὅ ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Πολυμελές ἀνακριτικόν τμῆμα, τοῦ Συμβουλίου τῶν Πλημμελειοδικῶν Πειραιῶς, ὡς Ἐπίσκοπος, ἡ δέ ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν προβάλλεται ὡς δῆθεν ἐπίσημον Ἐκκλησιαστικόν ἔγγραφον, καί λαμβάνει καί «νομικήν» θά ἐλέγομεν ὑπόστασιν!!! Πλέον ὁ μέχρι τό 1971 ἐγκαλούμενος ὡς «ψευδοκληρικός» καί ἀπό τόν Ἰανουάριον τοῦ 1973 καί «ψευδεπίσκοπος», δυνάμει αὐτῆς τῆς ἀδιανοήτου ἱεροσυλίας περί χειροθεσίας του, τήν ὁποίαν ἐμφανίζει ἡ ἀναφερθεῖσα «ψευδοαπόφασις τῶν Φλωρινικῶν», ὄχι ἁπλῶς «ΕΔΙΚΑΙΩΘΗ», ἀλλ' ὡς ἐκαυχᾶτο, ἔλαβεν καί τά «συγχαρητήρια» τῶν ἀνακρινόντων..., ἐνῶ, προσοχή(!), προέκυψεν ὡς δῆθεν «ἡττημένος» καί «συντετριμμένος» ὁ Νεοημερολογίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης!... Τοῦτο ἀσφαλῶς ἀποκλειστικῶς ἐπεδίωκεν καί ὁ ἴδιος καί εὐρύτερον ὁ Νεοημερολογιτικός Οἰκουμενισμός, δηλαδή μέσω αὐτῆς τῆς συμπαιγνίας νά λάβη κῦρος ἡ ψευδοαπόφασις καί ἀποκλειστικῶς ἡ περί «χειροθεσίας» παράγραφος! Γίνεται, λοιπόν, ἀπολύτως σαφές ὅτι πλέον ἡ Ἀποστολική Διαδοχή ἐπιχειρεῖται νά πληγῆ ἀπροκαλύπτως ὑπό τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ καί τῆς Πολιτείας μέσω τῆς Δικαιοσύνης!!! Τοῦτο τό ἐκδοθέν 54/76 Ἀπαλλακτικόν Βούλευμα τοῦ Συμβουλίου Πλημμελειοδικῶν ὑπέρ τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, ἐνεφανίσθη τό 2003, ὅτε ἡ ἤδη σχισματοαιρετική του ὁμάς, (τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος πλέον ἡγεῖτο ὡς «Ἀρχιεπίσκοπος», μετά τήν ἀναγκαστικήν παραίτησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου ὑπέρ αὐτοῦ), εἶχεν εἰσέλθει εἰς τήν τελικήν της εὐθεῖαν προκειμένου «ἱεροσυνοδικῶς» νά διακηρύξη τήν ἄκρως ψευδῆ καί ἱερόσυλον σκευωρίαν-ἀπάτην, ἤτοι περί «ἀποκηρύξεως» καί «καταδίκης» τῆς δῆθεν «χειροθεσίας» καί «ἐπαναφορᾶς των εἰς τόν Ἅγιον Πατέρα»!!! Ὅλως ἰδιαιτέρας σημασίας εἶναι ὅτι διά τῆς οὔτω μετατροπῆ τῆς Συγχωρητικῆς εὐχῆς εἰς τήν ἀνυπόστατον «χειροθεσίαν» των, καί τῆς «Συνοδικῆς» των καταδίκης καί ἀποκηρύξεως αὐτῆς τό 2007, οὐσία τήν ΥΠΕΣΤΑΣΙΑΣΑΝ διά τούς ἰδίους τούς ἑαυτούς των καί τήν ἐπεκάθησαν ἐπί τῶν κεφαλῶν των! Σαφέστατα δέ ἡ θρασυτάτη αὐτή πρᾶξις ἀποτελεῖ τήν ἐσχάτην ἄρνησιν, βεβήλωσιν καί ἱεροσυλίαν κατά τῶν ἀπό τό 1935 καί 1948 ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν των, καί πλέον κατά τήν ἀκρίβειαν τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναγνωρίζωνται ὡς ἐπίσκοποι!... 5) Παραλλήλως πρός τόν Νικόλαον καί προφανῶς καί πρό αὐτοῦ, (1974-1976) καί ὁ τότε Ἀργολίδος Παχώμιος Ἀργυρόπουλος, προετοιμάζων, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό τόν ἴδιον, τήν ἐπίσημον μετατροπήν τῆς Συγχωρητικῆς Εὐχῆς, εἰς δῆθεν «χειροθεσίαν»(!), πρῶτος αὐτός ἐγγράφως, ὑπό ἄκραν μυστικότητα, γράφει καί ὑπογράφει ἀπόρρητον «ἐξομολογητικήν ἐπιστολήν», εἰς τήν ὁποίαν ἀποφαίνεται ψευδῶς πλήν ρητῶς ὅτι ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἱερά Σύνοδος καί προηγουμένως ἡ Ἐξαρχία ἐν Ἀμερικῆ, «προσέτρεξαν» καί «ἐδέχθησαν "ἀγαλλομένω ποδί" ὅλοι ὄχι "Συγχωρητικήν Εὐχήν" ἀλλά "Χειροθεσίαν" ὡς ἐπί σχισματικῶν»! Ὁμοίως καί οὗτος, ὅπως ὁ Νικόλαος, τό κείμενόν του, τό ὁποῖον ἐχαρακτήρισεν ἐξ ἀρχῆς ὡς «ἐξομολογητικήν του ἐπιστολήν», τό ἐκράτησεν μυστικόν καί μόνον περί τό 2003 ἐπισήμως τό ἐκυκλοφόρησεν καί μάλιστα ὑπερημύνθη αὐτοῦ, γράψας καί δεύτερον ἴδιον ἀκριβῶς ψευδές καί ἱερόσυλον κείμενον τό 2004! Αὐτή εἶναι ἡ ἐπί ὁλόκληρον 30ετίαν συνεχιζομένη προδοσία κατά τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948, δυστυχῶς καί παρά ἡμετέρων πρώην Ἐπισκόπων!... 6) Εἰς τά ἴδια πλαίσια, ὁ ἴδιος ἐσωτερικός μηχανισμός, τοῦ ὁποίου, μετά τόν Εὐγένιον Τόμπρον, ἡγεῖται ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος Μακρῆ, ἀλλά καί οἱ λοιποί ἐγκάθετοι, οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς οἱ Καλλιόπιος Γιαννακουλόπουλος, ὁ Κων/νος ἤ Καλλίνικος Σαραντόπουλος, σήμερον ἐμφανιζόμενος ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Φλωρινικῶν, καί πλεῖστοι ἄλλοι, εἰς τά πλαίσια τῆς προετοιμασίας των νά μεταλλάξουν καί νά κηρύξουν τήν συγχωρητικήν εὐχήν εἰς χειροθεσίαν των, ἐχρησιμοποίησαν καί τόν τότε Κορινθίας Κάλλιστον Μακρῆν! Τοῦτον ἔπεισαν καί ἐδήλωσεν τό 1975, μετά 5 ὁλόκληρα ἔτη ἀπό τῆς εἰς Ἀμερικήν μεταβάσεως τῆς ἐξαρχίας μας, ὅτι «τήν 17ην Σεπτεμβρίου εἰς τήν Ἀμερικήν εἰς τόν ἴδιον δέν ἀνεγνώσθη «Συγχωρητική Εὐχή» ἀλλ' ἐγένετο «Χειροθεσία ἐπί σχισματικοῦ, διό προσχωρεῖ εἰς τήν Φλωρινικήν Παράταξιν»!!! Πάντως οὗτος, δέν διενοήθη νά εἴπη ὅτι καί εἰς τήν Ἑλλάδα ἔκαμαν «χειροθεσίαν» ἐπί τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὅπως, ἤδη πρό αὐτοῦ, ἀπετόλμησαν οἱ Παχώμιος καί Νικόλαος, οἱ ὁποῖοι, παρά ταῦτα, ἔφθασαν εἰς τό σημεῖον κατά μέν τό 1976 νά ὑπογράψουν τήν καθαίρεσιν τοῦ Καλλίστου(!), ὅταν, ΠΡΟΣΟΧΗ(!), ἀμφότεροι οὖτοι ἐν κρυπτῶ εἶχον ἤδη γράψει τά δόλια φληναφήματά των «περί χειροθεσίας ὡς ἐπί σχισματικῶν καί ἐν Ἀμερικῆ καί ἐν Ἑλλάδι καί τό χεῖρον ὅτι ἐν τέλει τήν «ἀποκηρύσσουν καί τήν καταδικάζουν» τό 2007, μέ συνέπειαν τήν ὑποστασιοποίησιν αὐτῆς! Ὅλα αὐτά ἐλάμβανον χώραν, διότι συνεχῶς ἐπί ὅλην 30ετίαν εἰργάζοντο καί προσεδόκουν ὅτι τήν Συγχωρητικήν εὐχήν, τήν ὁποίαν ἐδέχθη ἡ Ἱερά Σύνοδος τήν 15ην/28ην Ὀκτωβρίου 1971, προϊόντος τοῦ χρόνου, θά τήν μετέτρεπον καί θά τήν ἐπέβαλον ὡς «χειροθεσίαν» ἐπί σχισματικῶν, ὁπότε ἡ προδοσία θά ἦτο καθολική καί «πανηγυρική»! 7) Καθ' ὅλα τά ἔτη ἀπό τό 1971 ἕως καί τό 1975 ὑπό τῆς Ἱ. Συνόδου κατεβλήθησαν ἀπεγνωσμέναι προσπάθειαι ὅπως ἡ Ρ.Σ. δεχθῆ καί διακηρύξη τήν ἀπό τό 1924 Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί κηρυχθῆ πραγματική ἑνότης, πλήν κατέστη ἀδύνατον! Παρά ταῦτα ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ρ. Συνόδου Φιλάρετος διεβεβαίωνεν ὅτι δέν ἐγένετο χειροθεσία ἐπί τῆς Ἐξαρχίας μας, ἀλλά ἁπλῆ συγχωρητική εὐχή. Τό ἀληθές ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι ἡ Ρ.Σ. τό 1971 μᾶλλον ἐφέρετο καί ἤγετο ὑπό τῶν Φλωρινικῶν, τῶν ὁποίων σαφῶς εἶχεν καί τό «πιστεύω»! Παρά τό συστηματικῶς προωθούμενον σχέδιον περί δῆθεν «χειροθεσίας», τοῦτο ἀπό τοῦ Φεβρουαρίου 1976, ἐφάνη ὅτι ἔληξεν, διότι ἡ Ἱερά Σύνοδος διά τοῦ ὑπ' Α.Π. 1158/20.2.1976 ἐγγράφου της πρός τήν Ρωσικήν Σύνοδον ἀνεκοίνωσεν τήν διακοπήν πάσης κοινωνίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετ' αὐτῆς. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΑΛΛΑ Η ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ 1995 ΚΑΙ ΤΟΥ 2005 Κατόπιν αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καί ὅλων ὅσων προηγήθησαν ἀπό τό 1971 τό συγκεκριμένον σχέδιον δέν ἐπαύθη, ἀλλά ἐτέθη ἐπί ἄλλης βάσεως! Μέ δεδομένον ὅτι τήν Ἱεράν Σύνοδον ἀπό τό 1977 ἐπλαισίωναν δύο θεολόγοι, (Ἐλ. Γκουτζίδης καί Μηνᾶς Κοντογιάννης) γνωστοί ἀμφότεροι διά τόν ζῆλον καί τήν ἐργατικότητά των, τοῦτο ἔλαβεν σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος, ὅστις συνειδητοποιήσας ὅτι τά σχέδια του περί «χειροθεσίας» θά προσέκρουον σκληρά ἐπ' αὐτῶν, κατ' ἀρχάς ἐποίησεν τό πᾶν νά τούς προσεταιρισθῆ καί νά τούς παρασύρη εἰς τάς μεθοδεύσεις του περί χειροθεσίας, πάντοτε ἐμμέσως καί σιωπηλῶς! Τοῦτο ὡς θά προκύψη δέν τό κατώρθωσεν! Συγκεκριμένως ὁ τότε Ἀττικῆς Ματθαῖος, ἀνεβίωσεν τό κατά τάς ἀρχάς τοῦ 1974 διακοπέν καί ματαιωθέν σχέδιον τοῦ Εὐγενίου Τόμπρου, ἤτοι νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ὑπαχθῆ εἰς αὐτό! Πάλιν ὅμως ἐπειδή τοῦτο τό σχέδιον θά ἐπεχειρεῖτο μέ ἀποκλειστικήν βάσιν τήν γνωστήν ψευδοαπόφασιν τῶν Φλωρινικῶν, ἡ ὁποία ψευδέστατα διεκήρυσσεν τήν «χειροθεσίαν» ὡς ἐπί σχισματικῶν, τό θέμα καθίστατο δυσχερές! Μέ αὐτό τό δεδομένον, καθ' ὅλην τήν δωδεκαετίαν ἀπό τό 1977 ἕως καί τό 1989, ὁ τότε Ἀττικῆ Ματθαῖος, ἔφερε τούς δύο θεολόγους τρεῖς φοράς εἰς ἀπ' εὐθείας σύσκεψιν μετά παραγόντων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων εἰς τάς Ἀθήνας, μέ ἀποκλειστικόν ἐπιχείρημα ὅτι: «Ἔχουμε ἱεράν ὑποχρέωσιν καί καθῆκον νά στηρίξωμεν τό δοκιμαζόμενον Πατριαρχεῖον τῶν Ἱεροσολύμων καί ἐφ' ὅσον τοῦτο γίνη θά τύχωμεν ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως καί θά ἀπολαμβάνωμεν ὅλα τά δικαιώματα, τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ «λειτουργοί» ὅλων τῶν ἐπισήμως ἀναγνωρισμένων Ἐκκλησιῶν, ἤτοι: μισθούς, συντάξεις καί πλῆθος ἄλλων προνομίων, ὡς δωρεάν αὐτοκίνητα κ.λπ., κ.λπ.»!!! Ἡ ἀπάντησις τῶν δύο Θεολόγων καί κατά τάς τρεῖς συναντήσεις ἦτο ἡ ἴδια: «Κρατεῖστε ὅλα αὐτά δέν τά θέλωμεν! Ἕν μόνον θέλομεν καί αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ὁμολογία-Ἐκκλησιολογία! Αὐτήν ζητοῦμεν ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων καί ἀμέσως θά ἑνωθῶμεν»... Ἀφοῦ ἀπέτυχεν καί ἡ τρίτη ἐπίσημος συνάντησις, (τήν φοράν αὐτήν εἰς τό Γραφεῖον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἰς Περιστέριον), τότε ὁ Ματθαῖος Μακρῆ ἀπεφάσισεν νά ἀνοίξη μέτωπον πρός ἀπομάκρυνσιν τῶν δύο θεολόγων, καί ἐν ἀνάγκη καί τῶν συνεργαζομένων μετ' αὐτῶν Κληρικῶν, μέ πρῶτον τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν καί τόν Ἱερομόναχον Ἀμφιλόχιον καί βεβαίως ὄχι μόνον αὐτῶν! Συνεκρότησεν ὁμάδα ἐπιθέσεως, ἡ ὁποία πρωτίστως ἐφρόντισε νά διακοπῆ ὁ λαμπρός θεολογικός Διάλογος, μετά τῶν Φλωρινικῶν 1988-1991, καί ὁ ὁποῖος εἶχεν φθάσει εἰς θαυμαστόν σημεῖον, διό ἀμέσως ἐκήρυξεν τήν δῆθεν «ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΝ», ἡ ὁποία ἐν τέλει καί αὕτη δέν εἶχεν τά ἀποτελέσματα τά ὁποῖα ἐφαντάζετο, διό καί προεκάλεσεν μέ ἄλλους 4 ἐπισκόπους τό σχῖσμα του κατά τό 1995, ἐνῶ ἤδη πρό ἔτους(;) περίπου εἶχεν ἀποστείλει τούς Πειραιῶς καί Ἀργολίδος διά νά πλαισιώνουν καί ἐλέγχουν τόν Ἀρχιεπίσκοπον, ὅστις εἶχεν ἀπομείνει μόνος του, καί πρό πάντων νά ἀντιμετωπίσουν τούς δύο θεολόγους!... Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπό τό 1937 βλάσφημοι Σχισματικοί Φλωρινικοί, αὐτοί εἶναι οἱ ἐπίσης ἀπό τό 1995 πέντε Σχισματοαιρετικοί, οἱ ὑπό τόν τότε Ἀττικῆς Ματθαῖον, αὐτοί εἶναι καί οἱ περισσότερον ὅλων Σχισματοαιρετικοί ἀπό τό 1997 καί μέχρι τό 2005 καί 2007, οἱ «Νικολαΐται», οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐλέχθη, μέχρι τό 1994 ἦσαν ὀργανικά ἡνωμένοι καί ὁμόφρονες μετά τῶν πέντε, ἐνῶ ὀλίγον πρό τοῦ σχίσματός του 1995, ἐξῆλθον καί ἐπλαισίωσαν τόν μόνον του ἐναπομείναντα Ἀρχιεπίσκοπον Ἀνδρέαν καί ἐστάλησαν διά νά συνεχίσουν τό περί «χειροθεσίας ἔργον»!!! Οὗτοι ἤδη ἀπό τό 1997 κατέλυσαν κάθε ἔννοιαν Κανονικῆ Τάξεως καί Συνοδικοῦ θεσμοῦ, καί ἀποβάντες τυφλά καί ἄβουλα ὄργανα τοῦ Φλωρινισμοῦ καί Νεοημερολογιτισμοῦ, ἱεροσύλησαν κατά παντός ὁσίου καί ἱεροῦ, πρωτίστως δέ κατ' Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἔθεσαν ἀργίας, ἔκαμαν ἀφορισμούς, ἀπεσχημάτισαν, διέλυσαν ἀδελφότητας, ἐδίχασαν καί πλανώμενοι ἐπλάνησαν, ἐνῶ ἥρπασαν Ναούς καί Μονάς καί προεκάλεσαν τήν τρίτην μεγάλην Σχισματοαίρεσιν! Φερόμενοι καί ἀγόμενοι ὑπό τῶν ἀδελφῶν Τσακίρογλου καί κυρίως ὑπό τοῦ Μοναχοῦ Μαξίμου Τσακίρογλου, τοῦ Δημητρίου Κάτσουρα, ἀλλά καί τοῦ γνωστοῦ διά τήν ἀπό τό 1971 συμπεριφοράν του ἐπί τοῦ θέματος τῆς δῆθεν «χειροθεσίας», Βασιλείου Σακκᾶ, καί πρό πάντων ὑπό τοῦ ἐν Ἀθήναις Φλωρινικοῦ κέντρου ὑπό τούς κ. Καλλίνικον Σαραντόπουλον, (νῦν «Ἀρχιεπίσκοπον» τῶν Φλωρινικῶν), τόν κ. Ἀθανάσιον Σακαρέλλον καί ἄλλους βεβαίως, διέπραξαν τέρατα καί σημεῖα ἀπό Κανονικῆ, Ὀρθοδόξου καί ἐν γένει Ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως. Ἀναφέρομεν χαρακτηριστικῶς τήν δολίαν μεθόδευσιν κατά τοῦ θεολόγου Ἐλευθ. Γκουτζίδη, μέ ἀφορμήν τήν ὁμολογιακήν καί ἀπό πάσης ἀπόψεως Ὀρθόδοξον ὁμιλίαν του, κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1997, εἰς τήν Θεσσαλονίκην, ἡ ὁποία εἶχεν ὡς θέμα τήν ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ. Ἐκ τοῦ μή ὄντος ἐχάλκευσαν ζήτημα περί «ἀνάρχου Ἐκκλησίας» καί περί «μή κοινωνίας τῶν τριῶν Θείων Προσώπων», ἀποβάντες οἱ ἴδιοι ΑΚΡΩΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ἐπί τε τοῦ Ἐκκλησιολογικοῦ καί προηγουμένως τοῦ Τριαδολογικοῦ Δόγματος! Μέ βάσιν δέ αὐτά προέβησαν εἰς ὅλως ἀντικανονικάς καί ἀπολύτως ληστρικάς «καθαιρέσεις», «ἀφορισμούς» καί ἄλλας διώξεις μέ θλιβεράν κατάληξιν τό σχῖσμα τοῦ 2005. Ταῦτα πάντα εἶναι γνωστά, διότι πληθωρικῶς καί ἐπανειλημμένως ἐδημοσιεύθησαν εἰς τά περιοδικά «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων» καί «Ὀρθόδοξος Πνοή». Ἐπίσης ταῦτα πάντα ἐν πολλοῖς ἔχουν ἐκδικασθεῖ καί ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, τά δέ Πρακτικά καί αἱ ἀποφάσεις αὐτοῦ ἔχουν δημοσιευθεῖ εἰς τούς τόμους τῆς «Ὀρθοδόξου Πνοῆς» τῶν ἐτῶν 2009, τεῦχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου σελ. 451-494 καί Τόμος 2010, τεῦχος Ἰανουαρίου-Φεβρουαρίου σελ. 3-59 καί τεῦχος Μαρτίου-Ἀπριλίου σελ. 103-141. Διά τοῦτο ἐξ ἀρχῆ ἐμνημονεύσαμεν τό τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, «Καί νῦν πολλοί ἀντίχριστοι ἐληλύθασιν», διότι καί εἰς τάς ἡμέρας μας, ὅλα τά κέντρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί τό Φλωρινικόν σχῖσμα μεθ' ὅλων τῶν θυγατρικῶν του, καί ἐπί πᾶσι τούτοις αἱ σχισματοαιρέσεις τοῦ 1995, ὑπό τούς πέντε πρώην ἐπισκόπους μας, ἰδιαιτέρως δέ ἤ πολύ χείρων αὐτῆς, μεγίστη καί ἐσχάτη σχισματοαίρεσις τοῦ 2005, ἐποίησαν τά πάντα ἀφ' ἑνός νά πλήξουν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀφ' ἑτέρου νά ἐπιτύχουν μίαν ἕνωσιν εἰς τά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅλων τῶν «Παλαιοημερολογιτικῶν», ψευδοεκκλησιῶν πρός «λύσιν τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ προβλήματος»! Τοῦτο ὅλον ἤδη ἐνεργεῖται!... Διό, Πατέρες καί ἀδελφοί, πρόσχωμεν! Στῶμεν καλῶς, Στῶμεν μετά φόβου καί ἄν χρειασθῆ ἄς χύσωμεν καί τό αἷμα μας, ἐνῶ ὁ ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία Χριστοῦ Διάλογος καί σήμερον εἶναι τό αἴτημα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός ὅλους αὐτούς. Πατέρες καί ἀδελφοί, Ὅλαι αἱ ἀπό τό 1924 καί μέχρι σήμερον παλαιοημερολογιτικαί ψευδοσύνοδοι καί ψευδοεκκλησίαι, σκοπόν εἶχον καί ἔχουν νά ἐκκλείψη ἡ ἀπό τό 1935 καί 1948 γνησία καί ἀνόθευτος παραμένουσα Ἀποστολική Διαδοχή καί ἐν ταυτῶ ἡ ἀπό τό 1924 ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ! Ἐπί τῶ σκοπῶ τούτω ὅλαι αἱ σχισματικαί, αἱρετικαί Παλαιοημερολογιτικαί ψευδοσύνοδοι καί ψευδεκκλησίαι, ἔχει ἀποφασισθεῖ νά ἑνωθοῦν εἰς μίαν μεγάλην Παλαιοημερολογιτικήν Ψευδοεκλησίαν, ἐξηρτημένην ἀπό πάσης ἀπόψεως πνευματικῆ καί διοικητικῆ, ὑπό τόν Οἰκουμενιστικόν Νεοημερολογιτισμόν! Αὐτό εἶναι τό προκεχωρημένον σχέδιον, τό ὁποῖον ἐνεργεῖται ὑπό τοῦ ἀντιχρίστου, εἰς τάς ἡμέρας μας, καί προσδοκοῦν νά τό ἐπιτύχουν. Ἤδη ὅπως ἐλέχθη ἔχουν πραγματοποιηθεῖ αἱ πρῶται Παλαιοημερολογιτικαί ἑνώσεις καί θά συνεχισθοῦν, ἐνῶ πρόβλημα, ὅπως ἔλεγεν καί ὁ ἀποβιώσας Χριστόδουλος, ἀποτελοῦν συγκεκριμένα πρόσωπα, κατωνόμαζεν δέ τόν Ἐπίσκοπον Κήρυκον καί τόν Ἐλευθέριον Γκουτζίδη. Σήμερον οὐσιαστικόν καί μεγάλο πρόβλημα, δι' ὅλους αὐτούς, ἀποτελεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι καί ἰδιαιτέρως ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, τήν ὁποίαν ἡ δεξιά τοῦ Κυρίου ἀνέδειξαν τό 2008!!! Ἐδῶ εὑρίσκεται σήμερον τό ὅλον πρόβλημά τους(!), ἤτοι πῶς θά μολύνουν καί θά ἀκυρώσουν τήν Ὁμολογίαν-Ἐκκλησιολογίαν καί τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν τῶν ὀλίγων ἐναπομεινάντων Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων! Διά τοῦτο σήμερον ὅλαι αἱ δυνάμεις τοῦ ἀντιχρίστου εἶναι ἐστραμμέναι κατά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί τῆς ἐν Κύπρω καί ἐν Ρωσία καί ἐν Ρουμανία καί ἐν Κένυα. Διό μετέρχονται κάθε ὑποκρισίαν καί καταβάλλουν τάς μεγίστας προσπαθείας νά εὕρουν τρόπον ὥστε νά καταρρίψουν τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πατέρες καί ἀδελφοί διερχόμεθα ἐσχάτους καιρούς, κινδυνεύομεν νά πλανηθῶμεν καί οἱ «ἐκλεκτοί», διό ἔχομεν χρέος καί καθῆκον νά φυλάξωμεν τήν Παρακαταθήκην τῆς ΠΙΣΤΕΩΣ, ἀλλά καί νά τήν διακηρύξωμεν μέχρις ἐσχάτης μας ἀναπνοῆ. Ἔχομεν χρέος νά ἐντείνωμεν τόν ἀγῶνα, διά τοῦ ὁποίου θά βοηθήσωμεν καί ὅλους τούς πρώην Πατέρας καί ἀδελφούς, ὡς ἀνωτέρω ἐπεσημάναμεν, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ἐξέπεσον εἰς τάς φοβεράς παλαιοημερολογιτικάς σχισματοαιρέσεις, ἵνα, χάριτι Χριστοῦ, ἐπανέλθουν εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὅθεν, ἀπαιτεῖται νά ἔχωμεν καί νά κηρύσσωμεν γνησίαν καί καθαράν τήν ὁμολογίαν, ἀλλά νά ἔχωμεν καί χριστιανικήν ταπείνωσιν, ἀγάπην καί προσευχήν, δηλαδή νά εἴμεθα γνήσια καί ζῶντα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κλείοντες τήν παροῦσαν Συνοδικήν Ἔκθεσιν τῶν συμβαινόντων σήμερον ἀπευθύνομεν ἰδιαιτέρως θερμοτάτην ΕΚΚΛΗΣΙΝ πρός ὅλους τούς πρώην ἀδελφούς μας λέγοντες: Πρώην ἐν Χριστῶ Πατέρες καί ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι συνεχίζετε καί ἐκπροσωπεῖτε τάς ἀπό τό 1937, 1995 καί τό 2005 δεινάς σχισματικάς καταστάσεις, ὡς ἐνδημοῦσα Ἱερά Σύνοδος τόσον τῆς ἐν Ἑλλάδι, ὅσον καί τῆς ἐν Κύπρω, ἀλλά καί τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σᾶς ἀπευθύνομεν θερμοτάτην Ἔκκλησιν, ὅπως παύσωμεν τάς οἱασδήποτε προφάσεις ὡς ἐκ τοῦ Πονηροῦ προερχομένας καί μή παρικωλύωμεν τόν ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία Χριστοῦ Διάλογον «προφασιζόμενοι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», διότι ἄν οἱ αἴτιοι ἑνός σχίσματος εἶναι μίαν φοράν εἰς τήν ἀπώλειαν, οἱ ἀνεχόμενοι καί ἰδιαιτέρως οἱ παντί σθένει συντηροῦντες αὐτό εἶναι μυριάκις εἰς τήν ἀπώλειαν!... Ὅθεν ἐρχόμενος ἕκαστος εἰς ἑαυτόν, δεῦτε νά ταπεινωθῶμεν καί προσπίπτοντες τῶ Κυρίω, ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους διά νά καταστῶμεν ὅλοι ἀπό κοινοῦ γνήσια μέλη τοῦ ἑνός Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν Γένοιτο. Η ΕΝΔΗΜΟΥΣΑ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Διά τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος Οἱ Μητροπολῖται: † Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Τ.Υ. ΚΗΡΥΚΟΣ † Λαρίσης καί Τυρνάβου Τ.Υ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ Διά τήν Γνησίαν ὈρθόδοξονἘκκλησίαν τῆς Κύπρου Ὁ Μητροπολίτης: † Ὁ Κιτίου καί πάσης Κύπρου Τ.Υ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Τ.Υ. ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΗΜΟΥΣΑΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ † Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ @ ΓΟΕΕ 2014 + Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΘΕΙΣΑ ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΙΝ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ