Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΤΑΒΑΣ ΩΣ ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΩΝ

Αρχιεπίσκοπος Πολτάβας και ΠερεσλάβλΘεοφάνης (Μπιστρόφ) Τη σύντομη βιογραφία του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη τη μεταφέρουμε σύμφωνα με το έργο του κελιώτη και πνευματικού του τέκνου, του μοναχού Επιφανίου (Τσερνόφ), που τιμούσε βαθιά τον πνευματικό του πατέρα, από το βιβλίο «Ο Πνευματικός της Βασιλικής Οικογένειας» των Ρίτσαρντ (Τόμας) Μπατς και ΒιατσεσλάβΜάρτσενκο, καθώς και από το βιβλίο του Μητροπολίτη Βενιαμίν (Φεντσένκοφ) «Σημειώσεις ενός Επισκόπου». Παρά τη συνηθισμένη άποψη ότι όλοι οι επίσκοποι της ρωσικής Εκκλησίας προέρχονταν από την αριστοκρατία, ο μελλοντικός Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης δεν είχε καθόλου ευγενική καταγωγή. Γεννήθηκε σε χωριό, σε μια πολύτεκνη και απλή οικογένεια που γνώρισε τη φτώχεια. Οι γονείς του ήταν βαθιά ευσεβείς άνθρωποι, και αυτή τους η ευσέβεια ήταν ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Ο πατέρας του, Δημήτριος Μπιστρόφ, ήταν εφημέριος στο χωριό Ποντμόσιε της επαρχίας Νόβγκοροντ. Για την ευσεβή μητέρα του, το γένος Μαρία Ραζούμοφσκαγια, γνωρίζουμε ελάχιστα. Όμως το κύριο χαρακτηριστικό των γονιών - και το σπουδαιότερο δώρο τους προς την Εκκλησία του Χριστού - ήταν πως κατάφεραν να αναθρέψουν και να διαμορφώσουν, με σταθερά θεμέλια πνευματικής ζωής, έναν τέτοιο αρχιερέα και ποιμένα όπως ο Άγιος Θεοφάνης. Το παιδί γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1873 (παλαιό ημερολόγιο), ή στις 13 Ιανουαρίου 1874 (νέο ημερολόγιο). Στο Άγιο Βάπτισμα του δόθηκε το όνομα του πλησιέστερου εορταζόμενου Αγίου, του Μεγάλου Βασιλείου, ενός από τους τρεις Μεγάλους Οικουμενικούς Διδασκάλους και Ιεράρχες. Με τους γονείς του ως δασκάλους, είχε βαθιά επίγνωση ότι ο μεγάλος και αόρατος Θεός βρίσκεται παντού, βλέπει τα πάντα, ακούει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα, γνωρίζει και τις σκέψεις και τις πράξεις κάθε ανθρώπου. Αυτή η κατανόηση δόθηκε στο μικρό αυτό παιδί προφανώς με την ευλογία του Θεού, κάτι που επιβεβαιώνεται και από ένα θαυμαστό όνειρο που είδε ο μικρός Βασίλειος στα πρώτα του χρόνια. Ήταν ένα αξιοθαύμαστο και προφητικό όνειρο, δοσμένο από ψηλά. Με παιδικά λόγια το διηγήθηκε στους γονείς του, χωρίς να καταλαβαίνει πως επρόκειτο για όνειρο, ούτε τι μπορεί να σήμαινε. Αμέσως μετά, το ξέχασε τελείως, και όσο οι γονείς προσπαθούσαν να τον ρωτήσουν, το όνειρο είχε εξαφανιστεί από τη μνήμη του. Και τι είχε δει; Είδε τον εαυτό του «μεγάλο» (ενήλικα), ντυμένο με αρχιερατικά άμφια και με «χρυσό καπέλο». Στεκόταν μέσα στο ιερό, στην Άνω Καθέδρα κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, και ο ιερέας - ο ίδιος του ο πατέρας - τον θυμίαζε όπως έναν Αρχιερέα. Το όνειρο αυτό, από μόνο του, δεν ήταν απλώς αξιοσημείωτο• ήταν προφητεία του μέλλοντος του. Μόνο όταν το όνειρο πραγματοποιήθηκε, οι γονείς το διηγήθηκαν στον γιο τους, που τότε ήταν ήδη επίσκοπος. Και πραγματοποιήθηκε μέχρι και η λεπτομέρεια ότι ο ίδιος ο πατέρας του, που είχε κληθεί από την Ιερά Σύνοδο για τη χειροτονία του γιου του, συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία και όντως τον θυμίασε, ενώ εκείνος στεκόταν στην Άνω Καθέδρα. Κανείς όμως τότε δεν γνώριζε τον βαθύτερο συμβολισμό, γιατί το όνειρο δεν είχε ειπωθεί ούτε στον Άγιο Θεοφάνη ούτε στους αρχιερείς που τελούσαν τη χειροτονία. Ωστόσο, ο μικρός Βασίλειος στα παιδικά του χρόνια δεν είχε κάνει κάτι ξεχωριστό ενώπιον του Θεού, ούτε είχε προσωπικές αρετές ώστε να αξίζει τέτοια προαγγελία της μελλοντικής του αρχιεροσύνης. Για ποιες λοιπόν «αξίες» του δόθηκε αυτό το όνειρο; Αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός γνωρίζει εκ των προτέρων τον δρόμο κάθε ανθρώπου, αυτό δεν αρκεί ως απάντηση. Διότι σε αυτή την εκ των προτέρων εκλογή αντανακλάται πρώτα απ’ όλα η ενάρετη ζωή των γονιών του, αλλά και όλων των προγόνων του. Με σοφία ο Θεός όρισε πως η ζωή ενός ανθρώπου επηρεάζεται όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους προγόνους του, ακόμη και από εκείνους που δεν γνώρισε ποτέ. «ἐγώεἰμιΚύριοςὁΘεόςσου, Θεὸςζηλωτής, ἀποδιδοὺςἁμαρτίαςπατέρωνἐπὶτέκναἐπὶτρίτηνκαὶτετάρτηνγενεὰντοῖςμισοῦσίμε.Καὶποιῶνἔλεοςεἰςχιλιάδαςτοῖςἀγαπῶσίμεκαὶτοῖςφυλάσσουσιτὰπροστάγματάμου.» (Δευτ. 5:9-10). Εδώ βρίσκεται η κρυμμένη αιτία• αυτοί είναι οι «υπαίτιοι» του ελέους του Θεού στη ζωή του μικρού δούλου του Θεού Βασιλείου: όλοι οι ευσεβείς πρόγονοί του.Λένε πως ο μικρός Βασίλειος προσευχόταν στον Θεό από πολύ μικρή ηλικία, όταν ακόμη δεν ήξερε να διαβάζει και δεν γνώριζε καμία προσευχή απ’ έξω. Γονάτιζε μπροστά στην αγία εικόνα, έπεφτε μέχρι τη γη και έλεγε με συντριβή: «Κύριε, Κύριε, Εσύ είσαι τόσο μεγάλος, κι εγώ είμαι τόσο μικρός…» Το μικρό παιδί αναστέναζε βαθιά και επαναλάμβανε ξανά και ξανά την απλή, αλλά θαυμαστή προσευχή του. Και μέσα σε αυτή την παιδική προσευχή, στην αίσθηση της μικρότητάς του μπροστά στον Θεό, αντικατοπτρίζεται ο ίδιος αγώνας της ενάρετης ζωής, της ταπεινής αυτογνωσίας και της προσευχής των γονιών και των ευσεβών προγόνων του, που αγάπησαν το Θεό και τήρησαν τις εντολές Του (Δευτ. 5:9-10,Ψαλμ. 102:17-18). Ο ευλογημένος νεαρός Βασίλειος ζούσε εξωτερικά μια ήσυχη, μάλλον απομονωμένη ζωή, όμως η ψυχή του ήταν προσεκτική και εσωστρεφής. Ήταν ήρεμος, εσωτερικά συγκεντρωμένος, προσεκτικός, αλλά ταυτόχρονα είχε φωτεινότητα και χαρά μέσα του. Η χάρη της αληθινής προσευχής, που του είχε δοθεί από τον Θεό, τον κρατούσε μακριά από τη συνηθισμένη παιδική ζωηράδα, τις αταξίες και το πάθος για παιχνίδι. Ήταν παιδί στο σώμα, μα στο πνεύμα ήταν σαν γέροντας. Η προσευχή τον καθοδηγούσε• έδειχνε στον νου του τι «επιτρέπεται» και τι «δεν επιτρέπεται». Δεν μπορεί κανείς να περάσει ξαφνικά από τέτοια προσευχή στα παιδικά παιχνίδια, ούτε από παιχνίδια σε τέτοια προσευχή. Κι επειδή εκτιμούσε την προσευχή που θρέφει την ψυχή, απέφευγε ό,τι μπορούσε να τη διαταράξει. Γι’ αυτό και οι συνομήλικοί του δεν τον προσέλκυαν ιδιαίτερα. Ο ίδιος ο Άγιος το εξέφρασε αργότερα, με τα λόγια που είπε πριν από τη χειροτονία του σε Επίσκοπο: «Από μόνος μου δεν είμαι τίποτα• τα πάντα για μένα είναι ο Κύριος. Αυτός είναι η ζωή μου, Αυτός είναι η δύναμή μου, Αυτός είναι η χαρά μου…» Ακόμη από τα παιδικά του χρόνια, ο Βασίλειος είχε βρει εκείνον τον ύψιστο «θησαυρό», εκείνο το πολύτιμο «μαργαριτάρι», για το οποίο, όπως λέει ο Χριστός, ο άνθρωπος που αναζητεί τη Βασιλεία των Ουρανών δίνει τα πάντα και ακόμη και τη ζωή του (Ματθ.13:44-46). Ο προστατευμένος από το Θεό νεαρός Βασίλειος γεύτηκε από μικρός «ὅτιχρηστὸςὁΚύριος» (Ψαλμ. 33:9). Γεύτηκε το δώρο της αληθινής προσευχής, που δίνεται από τον Θεό για να έχει ο άνθρωπος κοινωνία με Αυτόν, και αυτή η προσευχή έγινε ο δάσκαλος όλης του της ζωής. Τον δίδαξε να καλλιεργεί προσεκτικά την ηρεμία που κατέβαινε στην ψυχή μαζί με την προσευχή. Έτσι ξεκίνησε τη ζωή του πολύ προσεκτικά, με προσοχή και σύνεση, γιατί στην ψυχή του άκουγε τη φωνή του αληθινού, αδέκαστου Κριτή, που του έλεγε καθαρά τι είναι καλό και τι κακό στη συμπεριφορά του. Όποτε χανόταν η προσευχητική του διάθεση και διαταρασσόταν η ειρήνη της ψυχής του, καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε εξέταζε τον εαυτό του και έβρισκε την αιτία αυτού του εσωτερικού ταραγμού: είτε κάποιο άκαιρο λόγο, είτε κάποιο κρυφό συναίσθημα ή σκέψη που δεν συμφωνούσε με το Ευαγγέλιο, είτε κάποια πράξη που δεν άρεσε στον Θεό. «Άρα, αυτό δεν είναι αρεστό στον Κύριο!» έλεγε μέσα του. Κι όταν έβρισκε μέσα στην ψυχή του κάτι ακατάλληλο, βυθιζόταν σε μετάνοια και ικέτευε το Θεό να τον συγχωρέσει.Και αυτό συνεχιζόταν μέχρι που η συνείδησή του ηρεμούσε και η εσωτερική φωνή σταματούσε να τον ελέγχει. Έτσι καταλάβαινε ότι ο Θεός είχε συγχωρέσει το σφάλμα, και η ειρήνη της ψυχής του επανερχόταν. Έτσι, η προσευχή της καρδιάς και η εσωτερική ειρήνη έγιναν οι αμετακίνητοι οδηγοί της ζωής του, κάθε μέρα και ώρα. Ό,τι και αν απειλούσε να τα διαταράξει, είτε ως παιδί, είτε ως νέος, είτε ως ενήλικας, του έδινε αμέσως μια εσωτερική «προειδοποίηση», γιατί αυτός ο εσωτερικός οδηγός πάντα του έδειχνε τον δρόμο της ζωής. Αγαπώντας τον Θεό με όλη τη δύναμη της καθαρής του ψυχής, το αγόρι αγαπούσε και τη φύση, το μεγάλο έργο του Θεού. Ιδιαίτερα αγαπούσε τη σκληρή, βόρεια φύση μέσα στην οποία μεγάλωσε. Η φύση του μιλούσε σαν ζωντανή για τον Δημιουργό της. Έβλεπε καθαρά σε αυτήν τον Αόρατο Θεό: «τὰγὰρἀόρατααὐτοῦ (και η αιώνια δύναμη και Θεότητα Του)ἀπὸκτίσεωςκόσμουτοῖςποιήμασινοούμενακαθορᾶται» (Ρωμ. 1:20). Ο Κύριος χάρισε στον Βασίλειο εξαιρετικές ικανότητες στα γράμματα. Αυτές φάνηκαν τόσο στο ενοριακό σχολείο όσο, ακόμη περισσότερο, στη Θεολογική Σχολή (Σεμινάριο) και στη Θεολογική Ακαδημία. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης θυμόταν κάποτε για τα μαθητικά του χρόνια: «Στο σεμινάριο μου ήταν πολύ εύκολο να μαθαίνω. Μου αρκούσε να διαβάσω μία σελίδα και μπορούσα να την αναδιηγηθώ σχεδόν λέξη προς λέξη. Στις τάξεις ήμουν ο πιο κοντός στο ύψος και ο πιο μικρός στην ηλικία. Οι δάσκαλοι πρόσεξαν τις ικανότητές μου και με προήγαγαν τάξεις. Αυτό έγινε τρεις φορές στο σεμινάριο. Έμπαινα σε μία τάξη στην αρχή του χρόνου και μετά τα Χριστούγεννα ήδη με ανέβαζαν στην επόμενη. Τα θεωρητικά μαθήματα δεν με δυσκόλευαν καθόλου. Με τέτοια μνήμη, κανένα μάθημα δεν μου ήταν δύσκολο. Μόνο στα μαθηματικά ο δάσκαλος μου έδινε εκ των προτέρων το βιβλίο της επόμενης τάξης για να το διαβάσω. Μετά με εξέταζε. Έκανε μερικές ερωτήσεις και ασκήσεις, και βλέποντας ότι τα καταλάβαινα όλα, με προήγαγε. Έτσι συνέβη που τελείωσα το σεμινάριο τρία χρόνια νωρίτερα από τους συμμαθητές με τους οποίους είχα μπει στην πρώτη τάξη… Αλλά σε όλα αυτά υπήρχε για μένα ένας μεγάλος κίνδυνος. Όλοι με επαινούσαν, με θαύμαζαν. Και εγώ πολύ εύκολα θα μπορούσα να υπερηφανευτώ και να νομίσω πως ήμουν κάτι σπουδαίο. Όμως ο Φύλακας Άγγελός μου με προειδοποίησε, και κατάλαβα πόσο μεγάλη άβυσσος άνοιγε μπροστά μου. Άρχισα να παρακαλώ θερμά τον Κύριο να μου αφαιρέσει αυτή την οξεία μνήμη. Γιατί πολύ εύκολα θα μπορούσα να πέσω σε φοβερή πλάνη, αποδίδοντας στον εαυτό μου όσα μου είχε δώσει ο Θεός. Όλα εξαρτώνται από Εκείνον• δικό μας δεν έχουμε τίποτα. Και δεν είναι τρέλα να καυχιέται κανείς για αυτά που του έδωσε ο Κύριος;» Το πόσο βαθιά ήταν η ταπείνωση του Αγίου Θεοφάνηπου ήταν πραγματικά εκπληκτική. Αν και ο ίδιος ήταν «σκεύος της χάριτος του Θεού», σε όλη τη ζωή του αναζητούσε και έβρισκε αληθινούς πνευματικούς γέροντες. Το έκανε - όπως έλεγε - με πλήρη συναίσθηση της δικής του «μηδαμινότητας», χωρίς να χρειάζεται να πιέσει τον εαυτό του να ταπεινωθεί.Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι «δεν ήταν τίποτα». Αυτό είναι μεγάλο δώρο από το Θεό. Διότι ο πνευματικός νόμος λέει: «πᾶςὁὑψῶνἑαυτὸνταπεινωθήσεταικαὶὁταπεινῶνἑαυτὸνὑψωθήσεται.» (Λουκ. 14:11).Με αυτή την εσωτερική διάθεση αναζητούσε ειλικρινά αγιασμένους ανθρώπους, ακολουθώντας τον λόγο: «τῇταπεινοφροσύνῃἀλλήλουςἡγούμενοιὑπερέχονταςἑαυτῶν» (Φιλ. 2:3). Από νεαρή ηλικία, ο μελλοντικός επίσκοπος ζητούσε πνευματική καθοδήγηση από «έμπειρους», όπως λένε οι Πατέρες. Ο ΒασίλειοςΜπιστρόφ μπήκε στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης το 1891 και την τελείωσε το 1895, στα είκοσι ένα του χρόνια. Ο ίδιος θυμόταν: «Τη χρονιά που τελείωσα την Ακαδημία, σε ηλικία είκοσι ενός ετών (τότε ήμουν 20 ετών και 8 μηνών), άρχισα να διδάσκω στην ίδια την Ακαδημία…» Το 1896 ο ΒασίλειοςΔημητρίεβιτς διορίστηκε υφηγητής (λέκτορας) της Ακαδημίας στην έδρα της Βιβλικής Ιστορίας και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Θεοφάνης, προς τιμήν του Οσίου Θεοφάνη του Ομολογητή, Επισκόπου Σιγριανής, και σε ευλαβική μνήμη του Επισκόπου Θεοφάνη (Γκορόβοφ), του ερημίτη της Βισένσκ. Την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ιερομόναχος. Το 1901 έγινε αρχιμανδρίτης και ορίστηκε να ασκεί καθήκοντα επιθεωρητή (προϊσταμένου σπουδών) της Ακαδημίας. Στο πλαίσιο αυτού, πρέπει να αναφέρουμε μια ιδιαίτερη πλευρά της μοναχικής του ζωής. Στον κανονισμό της Ακαδημίας αναφερόταν ότι ο επιθεωρητής έπρεπε να έχει τον τίτλο του «μαγίστρου» (μεταπτυχιακή βαθμίδα). Η απόκτηση αυτού του τίτλου απαιτούσε την κατάθεση επιστημονικής μελέτης. Όμως ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ως μοναχός που είχε δώσει όρκο φτώχειας και ταπείνωσης, δεν μπορούσε μόνος του να υποβάλει το έργο του για αναγνώριση. Γιατί θα έμοιαζε σαν να «επιδιώκει» δόξα και αναγνώριση - κάτι αντίθετο με τη μοναχική του συνείδηση. Έτσι, η εργασία του έμεινε στο συρτάρι για χρόνια. Ήταν μια κλασική περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων (collisioofficiorum), ανάμεσα στις ηθικές υποχρεώσεις ενός μοναχού και ενός ακαδημαϊκού. Τελικά, ένας άλλος καθηγητής, εν απουσία του, πήρε το έργο και το υπέβαλε στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο. Το θέμα της διατριβής ήταν: «Το Τετραγράμματο- το βιβλικό όνομα του Θεού Ιεχωβά (Γιαχβέ)». Το έργο έγινε δεκτό ως διατριβή μάστερ στη Βιβλική Ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Εκδόθηκε το 1905 και έλαβε πολύ υψηλή επιστημονική αναγνώριση τόσο στη Ρωσία όσο και στο εξωτερικό. Μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως «το περίφημο Τετραγράμματο». Αλλά όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία, ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης νοίκιασε αμάξι, γύρισε όλα τα βιβλιοπωλεία και τις αποθήκες της πρωτεύουσας, αγόρασε όλα τα αντίτυπα και τα έκαψε. Έτσι πολεμούσε μέσα του κάθε τάση προς ματαιοδοξία.Τον Νοέμβριο του 1905 ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης έγινε για πρώτη φορά δεκτός από τον Αυτοκράτορα Νικόλαο Β’. Λίγο μετά από αυτή τη συνάντηση, προτάθηκε στον πατέρα Θεοφάνη να γίνει πνευματικός/εξομολόγος της Βασιλικής Οικογένειας. Την 1η Φεβρουαρίου 1909 ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης διορίστηκε πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, και τρεις εβδομάδες αργότερα - την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στη δεύτερη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής - τελέστηκε στον καθεδρικό της Λαύρας Αλεξάνδρου Νέβσκι η χειροτονία του σε Επίσκοπο Γιαμβούργου, Βικάριος της μητρόπολης Αγίας Πετρούπολης. Χαρακτηριστική είναι η συμβολική σημασία που απέδωσαν οι ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας σε αυτή τη χειροτονία. Προεξάρχων ήταν ο πρώτος τη τάξει της Αγίας Συνόδου, ο Μητροπολίτης Αγίας Πετρούπολης και Λάντογκας Αντώνιος (Βαντκόφσκυ), μαζί με τα μέλη της Συνόδου και άλλους ιεράρχες που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα. Συνολικά συμμετείχαν δεκατρείς, και ο νεοχειροτονημένος Επίσκοπος Θεοφάνης ήταν ο δέκατος τέταρτος, με πλήθος συλλειτουργών ιερέων και διακόνων. Σχεδόν είκοσι χρόνια, από το 1891 έως το 1910, ο Θεοφάνης έζησε στους χώρους της Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης. Στην αρχή ως νεαρός φοιτητής, μετά ως μεταπτυχιακός υπότροφος και ταυτόχρονα υφηγητής, έπειτα ως κύριος, κατόπιν έκτακτος καθηγητής και αναπληρωτής επιθεωρητής. Από το 1905 ήταν επιθεωρητής της Ακαδημίας και από το 1909 πρύτανης. Παράλληλα με τις ακαδημαϊκές του θέσεις, προχωρούσαν και τα πνευματικά του αξιώματα: ιεροδιάκονος, ιερομόναχος, αρχιμανδρίτης και Επίσκοπος - κάτι που ταίριαζε απόλυτα στο έργο του, που ήταν ταυτόχρονα επιστημονικό, ποιμαντικό και μοναχικό-ασκητικό. Το 1910, υπό τη φροντίδα της Βασιλικής Οικογένειας, ο Θεοφάνης μετατέθηκε στην Κριμαία και έγινε Επίσκοπος Συμφερουπόλεως και Ταυρικής. Αυτό έγινε λόγω της αδύναμης υγείας του και επειδή τότε η βασιλική οικογένεια περνούσε μεγάλα διαστήματα στην Κριμαία. Ο Θεοφάνης έλεγε ότι η σύντομη παραμονή του εκεί ήταν η πιο άμεση και γνήσια περίοδος εγγύτητάς του με την Αυτοκρατορική Οικογένεια. Ανέφερε επίσης ότι λάμβανε σταφύλια από τους βασιλικούς αμπελώνες για ειδική θεραπευτική αγωγή, και ότι η οικογένεια του διέθετε το αυτοκίνητό της - πράγμα σπάνιο για την εποχή - ώστε να μπορεί να ανεβαίνει στα βουνά, να απολαμβάνει τη φύση και να αναπνέει τον καθαρό, μεθυστικό ορεινό αέρα. Ο ίδιος θυμόταν τις λειτουργίες που τελούσε στο παλάτι, και πώς η Αυτοκράτειρα με τις κόρες της έψαλλαν στον χορό: «Με πόσο υψηλή, ιερή ευλάβεια έψαλαν και διάβαζαν στη διάρκεια της ακολουθίας! Σε όλα αυτά υπήρχε ένα γνήσιο, υψηλό, καθαρά μοναστηριακό πνεύμα. Και με πόσο δέος, με πόσα φωτεινά δάκρυα πλησίαζαν στο Άγιο Ποτήριο…» Θυμόταν επίσης την πίστη και ευλάβεια του ίδιου του Αυτοκράτορα: «Κάθε καθημερινή εργάσιμη ημέρα ο Τσάρος πάντα άρχιζε με προσευχή στον ναό. Ακριβώς στις οκτώ το πρωί έμπαινε στο παρεκκλήσι του παλατιού. Μέχρι τότε ο ιερέας είχε κάνει την Πρόθεση και είχε διαβάσει τις Ώρες. Με την είσοδο του Τσάρου ο ιερέας έλεγε το “Ευλογημένη η Βασιλεία…” Και στιςεννιά ακριβώς η Λειτουργία τελείωνε. Χωρίς παραλείψεις ή συντομεύσεις. Και χωρίς την αίσθηση ότι ο ιερέας ή ο χορός βιάζονταν. Το μυστικό ήταν πως δεν υπήρχαν καθόλου παύσεις στη Θεία Ακολουθία.» Η παραμονή του Θεοφάνη στη Κριμαία αποδείχθηκε σύντομη. Σύντομα έπεσε σε δυσμένεια της Αυτοκράτειρας, επειδή της εξέφρασε τη γνώμη του για τη στενή παρουσία του Γρηγορίου ΕφίμοβιτςΡασπούτιν στο παλάτι. Αυτό συνέβη το 1911. Η συνέπεια ήταν ουσιαστικά εξορία: τον Ιούνιο του 1912 μετατέθηκε από την Κριμαία στο Αστραχάν, όπου αρρώστησε από τροπική ελονοσία και από φυματίωση του λαιμού. Στο Αστραχάν ο Θεοφάνης είχε μια σύγκρουση με τον Πρέσβη της Περσίας, ο οποίος παραβίασε τους κανόνες συμμετοχής σε εκκλησιαστική ακολουθία που ήταν αφιερωμένη στη γιορτή του Αυτοκράτορα. Ο Επίσκοπος έδειξε αρχοντική στάση και θάρρος, κάτι που εκτιμήθηκε θετικά από τον Τσάρο. Πιστεύεται ότι αυτό το γεγονός οδήγησε στη μετάθεσή του από το Αστραχάν στην Πολτάβα, όπου το κλίμα ήταν πιο ήπιο. Οι κάτοικοι της Πολτάβα θυμούνταν πάντα ότι οι προσευχές του Επισκόπου Θεοφάνη, με τη χάρη του Θεού, θεράπευαν ασθενείς. Θυμούνταν πως με τις προσευχές του απέτρεψε πολλούς από την αμαρτία, ενώ όσοι δεν τον άκουγαν, έφερναν μόνοι τους συμφορά πάνωτους.Ακολουθεί ένα από τα περιστατικά που διηγούνταν: Οι βαθιά πιστοί γονείς ενός νεαρού στην Πολτάβα, που είχαν πνευματική σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη, του παραπονέθηκαν ότι ο μοναχογιός τους, τον οποίο αγαπούσαν πολύ, είχε ξεφύγει εντελώς. Γυρνούσε σπίτι συχνά αργά τη νύχτα και μεθυσμένος.Είχε σταματήσει να πηγαίνει στην εκκλησία, ενώ κάποτε ήταν ευλαβικό παιδί. Τον παρακαλούσαν να προσεύχεται για τη σωτηρία του γιου τους. Και λίγο καιρό μετά, ο γιος γύρισε ένα βράδυ βαριά μεθυσμένος, έκανε φασαρία στο σπίτι, έβριζε άσχημα και το πρωί δεν σηκώθηκε καθόλου. Τον έπιασε μια περίεργη αρρώστια, ακατανόητη για τους γιατρούς. Δεν έτρωγε, δεν μιλούσε, παραληρούσε στο κρεβάτι σαν τρελός και είχε πολύ υψηλό πυρετό. Οι γονείς έχασαν κάθε ελπίδα. Πήγαν πάλι στον Αρχιεπίσκοπο και τον ικέτεψαν να προσευχηθεί. Η κατάσταση του νεαρού ήταν πολύ βαριά. Και τότε, είτε στον ύπνο είτε στον ξύπνιο του, είδε έναν μοναχό, ο οποίος του είπε αυστηρά: «Αν δεν αλλάξεις ζωή, αν δεν αφήσεις τον δρόμο της αμαρτίας στον οποίο βαδίζεις, θα πεθάνεις.» Ο άρρωστος τον παρακαλούσε με δάκρυα, υποσχόμενος πως θα αλλάξει. Ύστερα από αυτό άρχισε να νιώθει καλύτερα: άρχισαν να επιστρέφουν οι δυνάμεις του, του άνοιξε η όρεξη, επανήλθε η ομιλία του. Η παράξενη αρρώστια τον άφησε και η ανάρρωσή του ήταν γρήγορη. Μόλις στάθηκε στα πόδια του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στον καθεδρικό ναό• προσευχόταν θερμά και μετανοούσε με δάκρυα. Μετά τη Λειτουργία πλησίασε, όπως όλοι, να πάρει ευχή από τον Αρχιερέα. Και τότε έμεινε άφωνος• γιατί αναγνώρισε στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον γέροντα που του είχε μιλήσει τη νύχτα και στον οποίο είχε υποσχεθεί να διορθωθεί. Από τότε αυτός ο νεαρός άλλαξε τελείως. Ερχόταν συχνά στον Άγιο Θεοφάνη, τον ευχαριστούσε για τις προσευχές του, έκλαιγε, ζητούσε συγγνώμη και ανανέωνε την υπόσχεσή του να ζει χριστιανικά. Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο ευγνωμονούσαν οι γονείς τον Αρχιεπίσκοπο. Ο ίδιος, όμως, έλεγε ξεκάθαρα ότι ο ίδιος «δεν είχε κάνει τίποτα», αλλά ο Θεός ήταν Εκείνος που τον λυπήθηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο Επίσκοπος Θεοφάνης, κατόπιν παράκλησης των πιστών, τους πληροφορούσε για την κατάσταση της ψυχής ενός αποθανόντος συγγενή τους. Στην Πολτάβα ζούσε μία ευλαβική οικογένεια, σύζυγοι, απόλυτα αφοσιωμένοι στον Άγιο Θεοφάνη. Ο άντρας πέθανε και η χήρα, μέσα στη θλίψη της και με απλότητα καρδιάς, ρώτησε τον Αρχιεπίσκοπο: «Βλαδίκα (Δέσποτα), σας παρακαλώ για χάρη του Χριστού• αν ο Θεός σας το φανερώσει, πείτε μου ποια είναι η μοίρα του αγαπημένου μου συζύγου;» Ο Αρχιεπίσκοπος της απάντησε ότι, αν είναι θέλημα Θεού, ίσως μετά από λίγο καιρό θα μπορούσε να της πει, με την προϋπόθεση να προσεύχονται και οι δύο γι’ αυτό. Ο Θεοφάνης προσευχήθηκε για τον κεκοιμημένο και έδωσε στη θλιμμένη γυναίκα μια παρηγορητική απάντηση: «Ο πολυεύσπλαχνος Κύριος τον συγχώρεσε και τον ελέησε!» Κάποτε, κάποιοι εύποροι άνθρωποι είχαν δύο υπηρέτριες. Η μία πέθανε ξαφνικά. Μετά τον θάνατό της εξαφανίστηκε μια ποσότητα χρημάτων. Οι ιδιοκτήτες κατηγόρησαν τη δεύτερη ότι τα είχε κλέψει. Η κατηγορούμενη αρνιόταν κατηγορηματικά, αλλά όλα τα δεδομένα έμοιαζαν να δείχνουν εκείνη. Η δύστυχη έκλαιγε και προσευχόταν θερμά στην Παναγία να αποκαλύψει την κρυμμένη αλήθεια. Και η Υπεραγία Θεοτόκος αποκάλυψε το μυστικό. Η πεθαμένη υπηρέτρια παρουσιάστηκε θαυματουργικά στον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη και του έδειξε πού βρίσκονταν τα χρήματα. Τα είχε κρύψει για περισσότερη ασφάλεια, αλλά επειδή πέθανε ξαφνικά, δεν είχε προλάβει να πει πού τα είχε βάλει. Τα χρήματα βρέθηκαν ακριβώς στο σημείο που υπέδειξε ο Θεοφάνης, και έτσι η αθώα γυναίκα σώθηκε από τη συκοφαντία. Ο Άγιος Θεοφάνης δεν είχε πάει ποτέ σε αυτό το σπίτι και οι ιδιοκτήτες δεν τον γνώριζαν προσωπικά. Τον Ιούλιο του 1914 άρχισε ο πόλεμος με τη Γερμανία και τα γεγονότα συγκλόνισαν βαθιά τον Αρχιεπίσκοπο. Μετά από δική του έκκληση, η Πολτάβα άνοιξε πρόθυμα στρατιωτικά νοσοκομεία για τραυματίες. Ο ίδιος ο Θεοφάνης πήγε να ζήσει στη Θεολογική Σχολή, ενώ το σπίτι του το μετέτρεψε και το παρέδωσε ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Στα τέλη Ιουνίου 1916 ο Αρχιεπίσκοπος έζησε και χαρές και λύπες. Στην Πολτάβα έφτασε απροσδόκητα ο Αυτοκράτορας, ο οποίος τότε ήταν Ανώτατος Διοικητής του ρωσικού στρατού. Μετά τις συνεχείς υποχωρήσεις στην πρώτη γραμμή λόγω έλλειψης πυρομαχικών, η Ρωσία είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις της και ετοιμαζόταν για γενική αντεπίθεση από τη Βαλτική μέχρι τον Καύκασο. Ο Αυτοκράτορας έφτασε γεμάτος ελπίδα για επιτυχία. Επέλεξε την Πολτάβα, τον τόπο της παλιάς νίκης εναντίον του βασιλιά Καρόλου ΙΒ, για να ζητήσει από τον Θεό νέα νίκη για τη Ρωσία μέσω των προσευχών του Αρχιερέα στον οποίο είχε εμπιστοσύνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης τέλεσε τη δέηση, παρουσία του Τσάρου, στον καθεδρικό ναό της Πολτάβας. Η επίσκεψη αυτή έδειχνε ξεκάθαρα ότι η παλιά εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα προς τον Θεοφάνη είχε αποκατασταθεί. Αυτό ήταν πολύ παρήγορο για τον Άγιο και ευχαριστούσε τον Κύριο για το έλεός Του. Από τότε ο Θεοφάνης έλαβε τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Πολτάβας και Περεγιασλάβ. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1917 ο Αυτοκράτορας Νικόλαος Β΄ καθαιρέθηκε με δόλιο και προδοτικό τρόπο. Και στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους πήραν την εξουσία άνθρωποι που ανοιχτά ομολογούσαν αντιχριστιανικές ιδέες και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να επιβάλουν το αθεϊστικό τους σύστημα σε όλο τον πληθυσμό της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Την αντικατάσταση των θεμελιωδών χριστιανικών αξιών στη Ρωσία από αντιχριστιανικές αξίες με την άνοδο των μπολσεβίκων, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης τη θεωρούσε τρομερή πνευματική καταστροφή για τον ρωσικό λαό. Και πώς μπορούσε να θεωρηθεί αλλιώς; Εκείνο που πριν ήταν καλό, έγινε κακό• το άσπρο έγινε μαύρο, και το μαύρο άσπρο. Η αποδοχή αυτών των νέων «αξιών» σήμαινε βαθιά αναστάτωση της ψυχής του ανθρώπου. Οι αθεϊστικές διδασκαλίες, όταν τις δεχόταν κάποιος, τον έκοβαν από τον Θεό και τον καταδίκαζαν σε μια ψυχοσωματική ύπαρξη χωρίς δυνατότητα πνευματικής ανόδου - και άρα χωρίς ελπίδα να κληρονομήσει τη Βασιλεία των Ουρανών μετά από αυτή τη ζωή. Πώς θα μπορούσε να μη θλίβεται για μια τέτοια πνευματική προοπτική ένας αληθινός Ορθόδοξος Ιεράρχης; Τα πρώτα χρόνια μετά το μπολσεβικικό πραξικόπημα, σε πολλούς στη Ρωσία φαινόταν ότι η εξουσία των μπολσεβίκων σύντομα θα έπεφτε. Αλλά, όπως φαίνεται, οι αμαρτίες του λαού - και ιδιαίτερα των ανθρώπων της εξουσίας: αριστοκρατών, κλήρου, κρατικών λειτουργών - ήταν τόσο βαριές, ώστε ο Πανάγαθος Κύριος δεν εισάκουσε τις προσευχές των πιστών παιδιών Του της εποχής εκείνης, και άφησε την εξουσία στα χέρια των αποστατών από τον Θεό. Το 1917-1918 στη Μόσχα συνεκλήθη η Τοπική Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης συμμετείχε στις συνεδρίες της. Καμιά φορά ο Αρχιεπίσκοπος μοιραζόταν τις εντυπώσεις του από αυτή τη Σύνοδο. Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό με τη συνάντηση του Θεοφάνη με μια ομάδα κληρικών του «ανακαινιστικού» ρεύματος και ορισμένους φιλελεύθερους καθηγητές των θεολογικών ακαδημιών. Αυτοί οι «φιλελεύθεροι-μοντερνιστές» φαίνεται πως αποφάσισαν, όπως λέει η Γραφή, να τον «παγιδεύσουν στα λόγια του» (Λουκ. 11:54, 20:20). Για τέτοιους λέει και ο Απόστολος: «Ἐγένοντοδὲκαὶψευδοπροφῆταιἐντῷλαῷ, ὡςκαὶἐνὑμῖνἔσονταιψευδοδιδάσκαλοι… πλαστοῖςλόγοιςὑμᾶςἐμπορεύσονται» (ΒΠέτρ. 2:1-3). Άρχισαν, λοιπόν, με μια «κολακεία», για την οποία λέει ο Ψαλμωδός: «καὶἤγγισαναἱκαρδίαιαὐτῶν·ἡπαλύνθησανοἱλόγοιαὐτοῦὑπὲρἔλαιον, καὶαὐτοίεἰσιβολίδες.» (Ψαλμ. 54:22). «Σας σεβόμαστε, σας τιμούμε, Σεβασμιώτατε»,του έλεγαν. «Γνωρίζουμε την αρχοντιά σας, τη σταθερότητά σας, τη σοφία σας στα εκκλησιαστικά. Βλέπετε κι εσείς πόσο γρήγορα τρέχουν τα κύματα των καιρών, αλλάζοντας τα πάντα, αλλάζοντας κι εμάς… Υπήρχε μοναρχία, υπήρχε απόλυτος Τσάρος• τώρα δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Κι εμείς, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αλλαγές, αναγκαστικά πρέπει κάπου να υποχωρήσουμε. Όπως λέει κι ένας μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μερικές φορές, για να οδηγηθεί με ασφάλεια το καράβι της Εκκλησίας στο λιμάνι, το καράβι πρέπει να υποχωρεί λίγο στα κύματα. Έτσι και τώρα, η Εκκλησία οφείλει λίγο να υποχωρήσει…» «Όλο το ζήτημα είναι: σε τι να υποχωρήσει;», απάντησε ο Αρχιεπίσκοπος. «Να είναι με την πλειοψηφία! Αλλιώς, με ποιον θα μείνετε; Πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις, αυτό το απαιτεί η «εκκλησιαστική σύνεση». Αλλιώς, αυτοκαταδικάζεστε στην πλήρη μοναξιά.» «Η πλειοψηφία μπορεί να με τρομάξει, αλλά δεν μπορεί να με πείσει»,απάντησε ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης, παραθέτοντας λόγια του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.«Και ως προς το με ποιον θα μείνουμε, αν δεν ενωθούμε με εκείνους που είναι έτοιμοι να κάνουν “επανάσταση” και μέσα στην Εκκλησία, αυτό είναι τελείως ξεκάθαρο. Θα μείνουμε ακλόνητοι μαζί με εκείνους που, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, οικοδομούν με το ίδιο τους το είναι το μεγάλο σώμα της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» σ’ όλη την οικουμένη· Εκκλησίας που βρίσκεται στη γη, αλλά είναι ουράνια. Σε αυτή την άνω Εκκλησία μπήκαμε κι εμείς, κατά κάποιο τρόπο, μαζί με αμέτρητες χορείες Αγίων, με πρώτο τον Φωτιστή της αρχαίας Ρωσίας, τον Ισαπόστολο Άγιο Βλαδίμηρο, και τις αναρίθμητες στρατιές φανερών και άγνωστων Αγίων, αρχίζοντας από τη Μονή των Σπηλαίων του Κιέβου, τον Όσιο Αντώνιο και τον Όσιο Θεοδόσιο, και τους άλλους Αγίους σε όλες τις περιοχές της Πατρίδας μας· με τον Όσιο Σέργιο του Ραντονέζ, τον θαυμαστό Σεραφείμ του Σάρωφ, με τους Ρώσους ιεράρχες και μάρτυρες, κάτω από τον μανδύα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Προστασίας μας… Τέτοιες ‘υποχωρήσεις’ όπως αυτές που σκέφτεστε, εμείς δεν μπορούμε να τις κάνουμε!» Οι συνομιλητές κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να αλλάξουν τη γνώμη του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη και σταμάτησαν τη συζήτηση. Μετά τη Σύνοδο, επιστρέφοντας στην Πολτάβα, ο Θεοφάνης αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες, συγκρουόμενος με τους Ουκρανούς αυτονομιστές, τους Πετλιουριστές. Αφού ο Πετλιούρα και οι οπαδοί του κατέλαβαν την εξουσία στο Κίεβο, απαίτησαν από τον Επίσκοπο Πολτάβας να τελέσει επίσημο μνημόσυνο για τον πρώην ετεμάν (εθνάρχη) της Ουκρανίας Ιβάν Μαζέπα, ευνοούμενο του Τσάρου Πέτρου, ο οποίος όμως στη μάχη της Πολτάβας τον πρόδωσε και πέρασε στο πλευρό των εχθρών - των Σουηδών - και γι’ αυτό είχε αναθεματιστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Σ’ αυτή την απαίτηση, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε: «Δεν μπορώ από μόνος μου, δεν έχω κανένα δικαίωμα να το κάνω, έστω και μόνο επειδή ο πρώην ετεμάν Ιβάν Μαζέπα έχει αναθεματιστεί από την Εκκλησία για την προδοσία του. Κι εγώ, ως Αρχιεπίσκοπος Πολτάβας, δεν μπορώ να άρω αυτό το ανάθεμα. Έχουν περάσει πάνω από διακόσια χρόνια. Και αυτότο ανάθεμα επιβλήθηκε από την ανώτατη εκκλησιαστική διοίκηση της Ρωσίας εκείνης της εποχής. «Μα αυτό το έκαναν οι ‘Μοσχοβίτες’ στη Σύνοδο!» «Όχι, λανθάνετε βαθιά. Τότε ακόμα δεν υπήρχε Σύνοδος, αλλά ούτε και Πατριάρχης. Την Εκκλησία τότε την διοικούσε ο Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου. Και αυτός ο Τοποτηρητής ήταν ο Μητροπολίτης Στέφανος Γιαβόρσκι, καταγόμενος από τη Δυτική Ουκρανία. Γενικά, ο Τσάρος Πέτρος ευνοούσε τους Ουκρανούς, τους οποίους θεωρούσε πιο μορφωμένους: τον Μητροπολίτη Θεοδόσιο Γιανόφσκι, τον Μητροπολίτη Θεοφάνη Προκόποβιτς και άλλους…» Για αυτή τη γενναία άρνηση να κάνει κάτι παράνομο και αντικανονικό, οι αυτονομιστές έβαλαν τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη στη φυλακή, από όπου βγήκε μόνον όταν οι δυνάμεις των αυτονομιστών εκδιώχθηκαν από την Πολτάβα.Οι ελπίδες για το τέλος των αδικιών των μπολσεβίκων στη χώρα είχαν συνδεθεί με το Λευκό Στρατό. Αλλά, μετά από κάποιες σύντομες επιτυχίες, υποχώρησε κάτω από τα χτυπήματα των «κόκκινων». Πολλοί κληρικοί τον ακολούθησαν στη νότια Ρωσία. Ο Λευκός Στρατός, καθώς υποχωρούσε, πρότεινε στην Ιεραρχία να «απομακρυνθεί προσωρινά», γιατί οι κόκκινοι σκότωναν επισκόπους. Έτσι οι ιεράρχες του Νότου άφησαν τις έδρες τους, θεωρώντας ότι το κάνουν προσωρινά. Από άποψη κανονικού δικαίου, αυτό ήταν πλήρως επιτρεπτό, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς νόμους, λόγω «κινδύνου βαρβαρικής εισβολής». Αρχικά η ομάδα των εκτοπισμένων αρχιερέων, μαζί με τα υπολείμματα του Λευκού Στρατού, βρέθηκαν στην Κριμαία. Εκεί οι επίσκοποι κατέφυγαν στη μονή του Αγίου Γεωργίου στη Σεβαστούπολη. Και τρεις μήνες αργότερα άφησαν κι αυτή τη γη και βρέθηκαν εκτός Ρωσίας, στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τους άλλους αρχιερείς, ο Αρχιεπίσκοπος Πολτάβας και ΠερεγιασλάβΘεοφάνης δέχτηκε τον πικρή μοίρα της εξορίας. Συγκλονισμένος από τα «εσχατολογικά» γεγονότα στην πατρίδα, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης είχε βυθιστεί ολόκληρος στην αδιάλειπτη προσευχή, ικετεύοντας για όλους τους βασανισμένους και σφαγμένους από το «κόκκινο θηρίο», και για όσους βρίσκονταν στην εξουσία του… Καμιά φορά λειτουργούσε σε διάφορα μετόχια των αγιορειτικών μονών στην Κωνσταντινούπολη. Ο καθηγητής Ν.Μ. Ζερνόφ, στα απομνημονεύματά του «Στο σημείο καμπής», δίνει, με λίγα λόγια, ένα πνευματικό πορτρέτο του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη: «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης της Πολτάβας ήταν ένας λόγιος ασκητής, αποκομμένος από τον κόσμο. Με το κεφάλι σκυμμένο, με σχεδόν ανεπαίσθητη φωνή, λειτουργούσε κάποιες φορές σε ένα από τα αγιορειτικά μετόχια. Έμοιαζε σαν να μην πρόσεχε καθόλου τους γύρω του κι ήταν ολόκληρος βυθισμένος στην προσευχή. Από αυτόν όμως εξέπεμπε μια ιδιαίτερη δύναμη, μοναδική, που αιχμαλώτιζε την προσοχή σε αυτόν τον σωματικά αδύναμο γέροντα.» Αφού έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, οι Ρώσοι ιεράρχες εγκαταστάθηκαν στο βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (μετέπειτα Γιουγκοσλαβία), επειδή ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος είχε βαθιά, συγκινητική αγάπη για τη χαμένη Ρωσία. Οι ιεράρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας βρήκαν καταφύγιο σε αυτή τη χώρα, φτωχή από τον πόλεμο αλλά γεμάτη ευγνωμοσύνη. Τον Νοέμβριο του 1921, στο ΣρέμσκιΚάρλοβτσι, έγινε το Ρωσικό Πανδιασπορικό Εκκλησιαστικό Συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι 34 Ρώσοι επίσκοποι που βρίσκονταν έξω από τη Ρωσία, η οποία τότε ήταν υπό δουλεία των μπολσεβίκων. Το 1922 ιδρύθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Αντώνιο (Χραποβίτσκι). Ο Άγιος Θεοφάνης μετακόμισε στη Γιουγκοσλαβία και εγκαταστάθηκε σε ένα από τα μοναστήρια που είχαν δοθεί στη ρωσική κοινότητα• εκεί θεωρούνταν ηγούμενος. Όμως αργότερα άφησε αυτό το μοναστήρι και πήγε σε άλλο. Γι’ αυτό μίλησε ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος (Μιλκόφσκι), που ζούσε εκεί και είχε χειροτονηθεί ιερομόναχος από τον Θεοφάνη. Ο π. Αμβρόσιος έλεγε πως υπήρξε περίοδος στη ζωή του Θεοφάνη όπου τηρούσε πολύ αυστηρή νηστεία. Η ημερήσια τροφή του ήταν ένα πρόσφορο με νερό. Επιπλέον φορούσε και σιδερένιες αλυσίδες ασκήσεως. Όμως, βλέποντας από την ίδια του την εμπειρία ότι με έναν αδύναμο οργανισμό μια τέτοια άσκηση οδηγεί μόνο σε κατάρρευση της υγείας, ακολούθησε τη συμβουλή των Αγίων Πατέρων. Εγκατέλειψε την υπερβολική άσκηση και ακολούθησε τη «βασιλικήοδό» της μέτριας, ισορροπημένης πρακτικής. Έδινε όλες του τις δυνάμεις στην «νοερά εργασία», στην κατάκτηση της αδιάλειπτης προσευχής, η οποία νικούσε μέσα του τον «αόρατο πόλεμο». Ο Κύριος τον ευλόγησε και του χάρισε αυτό το σπάνιο δώρο. Ανέλαβε το αξίωμα του ηγουμένου, αλλά πνευματικά έμεινε αυτό που ο Θεός τον είχε καλέσει να είναι. Γι’ αυτό δεν έτρωγε μαζί με όλους, και λόγω της μεγάλης αδυναμίας του δεν συμμετείχε στις εξωτερικές εργασίες. Αυτό προκάλεσε παρεξήγηση στην ανώτερη αδελφότητα. Γόγγυζαν, τον κατηγορούσαν και προτιμούσαν τον Επίσκοπο Βενιαμίν, που ήταν πιο «κοινωνικός» τύπος μοναχού. Όμως οι νεότεροι μοναχοί ήταν στο πλευρό του Θεοφάνη. Οι μεγαλύτεροι δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Όταν εκείνος - άνθρωπος προσευχής - έγινε ηγούμενος, το μοναστήρι άλλαξε• πολλοί, ιδιαίτερα οι νέοι, τον είχαν ως παράδειγμα.Καταλαβαίνοντας όμως ότι δεν μπορούσε να σβήσει την αναταραχή του μοναστηριού και έχοντας μεγάλη επιθυμία για πιο ερημητικό, κλειστό τρόπο ζωής, αποφάσισε να φύγει από τη Μονή Πετκόβιτσα. Άλλωστε, ένα μικρό ρωσικό μοναστήρι ήταν έτοιμο να τον δεχτεί με χαρά. Πριν φύγει, την 1η Οκτωβρίου 1923, ημέρα της πανήγυρης της εκκλησίας της Πετκόβιτσα, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και στη διάρκεια της χειροτόνησε τον ιεροδιάκονο Αμβρόσιο σε ιερομόναχο. Σε εκείνη τη λειτουργία συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός: κάποιοι αξιώθηκαν να δουν μέσα στο ιερό, δίπλα στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται και να προσεύχεται η Αγία Μεγαλομάρτυς Παρασκευή (η γνωστή στον λαό ως Αγία Πέτκα).Έτσι έλαβε τέλος η δυσαρέσκεια και η έριδα των μοναχών απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο–ηγούμενο, διότι η παρουσία της Αγίας Παρασκευής έδειχνε ότι ίσως ακόμη κι εκείνη θα «έφευγε» μαζί του από την Πετκόβιτσα. Αυτό προκάλεσε μεγάλη ταραχή σε μερικούς. Ακόμη κι ο Μητροπολίτης Αντώνιος χρειάστηκε να επέμβει για να καθησυχάσει την αδελφότητα, διαβεβαιώνοντάς τους ότι το μοναστήρι θα συνέχιζε να ευημερεί. Αλλά μετά την αποχώρηση του Θεοφάνη, το μοναστήρι άρχισε να μαραίνεται. Οι λίγοι μοναχοί του άλλου μοναστηριού δέχτηκαν τον άρρωστο Αρχιεπίσκοπο. Η ασθένειά του χειροτέρευε. Από την αδυναμία δυσκολευόταν να κινηθεί. Η άρρωστη φωνή του τον εξουθένωνε ολοένα και περισσότερο. Μέρα με τη μέρα γινόταν πιο αδύναμος. Λόγω της μικρής αδελφότητας, δεν τελούνταν ακολουθίες στο μοναστήρι, αφού δεν υπήρχαν αρκετοί ιερείς. Λίγο παραπέρα υπήρχε ένα σερβικό ορθόδοξο μοναστήρι. Μια μέρα, χτύπησαν οι καμπάνες για τον Εσπερινό. Ο άρρωστος Θεοφάνης αποφάσισε - ίσως για τελευταία φορά - να πάει στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Ετοιμάστηκε, έκανε κουράγιο και πήγε προς το μοναστήρι. Με δυσκολία έφτασε. Και τι είδε; Έναν ιερομόναχο να παίζει χαρτιά έξω από τον φράχτη.Το επιτραχήλιο του ήταν κρεμασμένο σε ένα δέντρο εκεί κοντά, και ο ναός ήταν κλειδωμένος.Ο Θεοφάνης τον πλησίασε και ρώτησε: «Έχει ήδη τελειώσει ο εσπερινός; «Όχι, απλώς χτυπήσαμε την καμπάνα για να ξέρει ο κόσμος ότι αύριο είναι γιορτή», απάντησε ο ιερομόναχος. «Και ο εσπερινός;» «Δεν κάνουμε εσπερινό• μόνο την κωδωνοκρουσία.» Ο Αρχιεπίσκοπος υποκλίθηκε χωρίς να πει τίποτα και έφυγε βυθισμένος σε βαριά σκέψη: «Να, αυτός είναι ο πνευματικός κατήφορος για τον οποίο είπε ο Χριστός: “πλὴνὁυἱὸςτοῦἀνθρώπουἐλθὼνἆραεὑρήσειτὴνπίστινἐπὶτῆςγῆς;” (Λουκ. 18:8). Στη Ρωσία καταστρέφουν την πίστη με τη βία, εδώ σβήνει μόνη της, και στους ποιμένες και στους πιστούς. Και δεν το είχε άραγε προφητεύσει ο Κύριος; “ὁἥλιοςσκοτισθήσεταικαὶἡσελήνηοὐδώσειτὸφέγγοςαὐτῆς, καὶοἱἀστέρεςπεσοῦνταιἀπὸτοῦοὐρανοῦ” (Ματθ. 24:29). Αυτό είναι αλληγορία. Ο Θεός είναι ο Αιώνιος Ήλιος του σύμπαντος. Αλλά θα έρθει καιρός - και ήδη έρχεται - που οι άνθρωποι δεν θα βλέπουν αυτόν τον Ήλιο λόγω της πνευματικής τύφλωσης. Ω, φτωχή ανθρωπότητα! Ω, φοβερή τύφλωση! Ο αιώνιος Ήλιος θα λάμπει πάντα, αλλά η συνείδηση του ανθρώπου θα σκοτεινιάζει τόσο που δεν θα μπορεί να δει το φως Του…Και τότε η επίγεια Εκκλησία, όπως η σελήνη που λάμπει από το φως του αιώνιου Ηλίου - του Θεού - δεν θα μπορεί πια να δίνει την παλιά λάμψη της, επειδή τα “αστέρια”, οι ποιμένες της Εκκλησίας, “θα πέσουν από τον ουρανό”… Πρέπει να είμαστε όχι γήινοι αλλά ουράνιοι• αλλά εμείς έχουμε ξεχάσει τελείως τον ουρανό και έχουμε γίνει μόνο γήινοι…» Με τέτοιες θλιμμένες σκέψεις ο Αρχιεπίσκοπος γύρισε στο κελί του. Τις επόμενες μέρες άρχισε γρήγορα να χάνει τις δυνάμεις του. Ο λαιμός του πονούσε αφόρητα. Δεν έτρωγε τίποτα και δεν είχε καθόλου όρεξη. Καταλάβαινε ότι το τέλος πλησιάζει… Πλησίαζε η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δυνάμεις δεν είχε πια. Προσευχήθηκε στην Βασίλισσα των Ουρανών με δάκρυα αδυναμίας και έβαλε τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ψιθυρίζοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου!» Από κει και πέρα δεν θυμόταν τίποτα… Η μικρή αδελφότητα του μοναστηριού ήταν τρομερά ανήσυχη. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ξαπλωμένος σαν νεκρός, όμως η ανάσα του τρεμόπαιζε αχνά στο ακίνητο σώμα του. Έμεινε έτσι δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Μόνο την τρίτη μέρα συνήλθε και ένιωσε μέσα του μια τεράστια αλλαγή. Άνοιξε τα μάτια του και με χαρά αναγνώριζε τα πράγματα γύρω του: ήταν προφανές ότι είχε ξαναγυρίσει στη ζωή! Και δάκρυα χαράς, δάκρυα άπειρης συγκίνησης, έτρεξαν από τα μάτια του. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε τα προφητικά λόγια της θαυμαστής δούλης του Θεού, της διά Χριστόνσαλής και μυστικής μοναχής ΠάσιαςτουΣαρώφ, που του είχε πει όταν είχε επισκεφθεί τη Μονή Ντιβέεβο: «Η Μητέρα του Θεού θα σε λυτρώσει!.. Η Παναγία Δέσποινα θα σε σώσει!..»Ο Αρχιεπίσκοπος ένιωσε μέσα του εντελώς καινούριες δυνάμεις. Σηκώθηκε ζωηρά και άρχισε να προσεύχεται θερμά, ευχαριστώντας την Υπεραγία Θεοτόκο, την Βασίλισσα των Ουρανών, για το μεγάλο έλεός Της, για το ολοφάνερο θαύμα της διάσωσής του από τον θάνατο: «Κατάλαβα ολοκάθαρα, με όλο μου το είναι, ότι Εκείνη ακριβώς, η Παναγία, η Πανάχραντη και Υπερευλογημένη Βασίλισσα και Δέσποινα, η Μεγάλη Προστάτιδα του χριστιανικού γένους, φανέρωσε επάνω μου, στον ανάξιο, το ανέκφραστο έλεος του Θεού• με λύτρωσε, ενώ πέθαινα, από βέβαιο θάνατο… Πώς να Σε ευχαριστήσω, Παναγία μου; Είμαι αδύναμος άνθρωπος και δεν μπορώ να πω κάτι αντάξιο. Ακόμη κι αν χύνω την ευγνωμοσύνη μου σαν άφθονο νερό, νιώθω ότι κι αυτό θα είναι πολύ μακριά από αυτό που Σου οφείλω…» Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης ζούσε σε ένα από τα «ρωσικά» μοναστήρια της Γιουγκοσλαβίας. Κοντά βρισκόταν η πόλη ΈρτσεγκΝόβι. Εκεί είχε παραχωρηθεί στους Ρώσους πρόσφυγες ένα μικρό εκκλησάκι, όπου λειτουργούσε ένας νέος, μοναχικός ιερέας. Η οικογένειά του είχε μείνει στη Ρωσία, γιατί δεν μπόρεσε να φύγει μαζί του. Εκείνος υπέφερε πολύ και πονούσε γι’ αυτό.Ήρθε το Άγιο Πάσχα, και ο ιερέας, σύμφωνα με το ρωσικό έθιμο, βγήκε να επισκεφθεί τους πρόσφυγεςενορίτες, να τους ευχηθεί για τη μεγάλη γιορτή και να προσευχηθεί σε κάθε σπίτι στον Αναστημένο Χριστό για την αγαπημένη τους Πατρίδα. Σε όλους ευχόταν για τη χαρμόσυνη μέρα της Ανάστασης, αλλά στην ψυχή του είχε τρομερή βαριά θλίψη. Μόλις θυμόταν την οικογένειά του στο πασχαλινό τραπέζι, ξεσπούσε σε κλάματα. Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, χωρίς να το καταλάβει, μέθυσε λίγο. Μαζί του είχε και τα χρήματα της Εκκλησίας, όλο το ταμείο της ενορίας. Όταν ξεμέθυσε, κατάλαβε ότι τα χρήματα είχαν χαθεί. Τι να κάνει; Πού να ψάξει; Είχε πάει σε τόσα σπίτια, ίσως κάπου τα ξέχασε, κάπου τα έριξε…Ο ιερέας αισθανόταν ηθικά συντετριμμένος, και μάλιστα τέτοια μέρα… Ένιωθε ένοχος, χωρίς να μπορεί να φανταστεί πού να βρει τα χαμένα χρήματα. Κι ο διάβολος, «ο φονιάς των ψυχών», όπως πάντα, αμέσως του έβαζε στο νου σκέψεις απελπισίας. Ο ιερέας πήρε σταθερή απόφαση: αν δεν έβρισκε τα χρήματα, θα αυτοκτονούσε. Δεν έβλεπε άλλη διέξοδο… Φανταζόταν τον εαυτό του μέσα στο φέρετρο και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Με αυτές τις σκοτεινές σκέψεις, εξουθενωμένος και κουρασμένος, αποκοιμήθηκε. Και βλέπει στον ύπνο του τον Αρχιεπίσκοπο ΠολτάβαςΘεοφάνη. Ο Άγιος του λέει: «Πήγαινε στον ναό του Θεού και εκεί θα βρεις αυτό που έχασες!» Με τα λόγια αυτά ξύπνησε αμέσως, ψιθυρίζοντας προσευχές και δοξολογώντας τον Θεό. Και πριν ακόμη χαράξει, όχι απλώς πήγε, αλλά όσο άντεχαν τα πόδια του έτρεξε στον ναό. Προσευχόμενος, με δάκρυα, άνοιξε τρέμοντας τις πόρτες. Κάνοντας το σημείο του σταυρού, μπήκε μέσα, άναψε ένα κερί και άρχισε να ψάχνει προσεκτικά. Και ξαφνικά βλέπει πάνω σ’ ένα πάγκο στο πλάι να βρίσκεται το δέμα με τα χρήματα.Τότε, με φωνή που έσπαγε από τη συγκίνηση, μέσα στα δάκρυα, άρχισε να ψέλνει:«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιζωήν χαρισάμενος!»Μέσα στη συγκίνηση επαναλάμβανε αμέτρητες φορές τον αναστάσιμο ύμνο, λουσμένος στα δάκρυα της ευγνωμοσύνης. Και μόλις ξημέρωσε, έτρεξε στο μοναστήρι, στον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη, για να του εκφράσει τις ευχαριστίες του για τη σωτηρία του.Έπεσε μπροστά του κατά γης και άρχισε να κλαίει από χαρά. Ζητούσε συγγνώμη για την ολιγοπιστία και την απελπισία του. Ο Αρχιεπίσκοπος, απορημένος, τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει, πάτερ; Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Για ποιο λόγο με ευχαριστείτε;» Τότε ο ιερέας του διηγήθηκε όλα όσα είχαν γίνει την πρώτη μέρα του Πάσχα, χωρίς να σταματά να τον ευχαριστεί.Ο Αρχιεπίσκοπος του απάντησε: «Ηρεμήστε, πάτερ, ηρεμήστε, και σε όλη σας τη ζωή να ευχαριστείτε τον Κύριο, που σας έσωσε από τέτοιο βαρύ αμάρτημα στις Άγιες μέρες του Πάσχα. Εμένα δεν έχετε λόγο να με ευχαριστείτε. Αυτό είναι έλεος του Θεού προς εσάς. Ο Προφήτης Δαβίδ λέει: «μὴἡμῖν, Κύριε, μὴἡμῖν, ἀλλ᾿ἢτῷὀνόματίσουδὸςδόξαν, ἐπὶτῷἐλέεισουκαὶτῇἀληθείᾳσου» (Ψαλμ. 113:9). Για μένα τέτοιες ευχαριστίες δεν είναι μόνο επικίνδυνες, αλλά και πνευματικά θανατηφόρες. Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστείτε. Εγώ δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτά. Να ευχαριστείτε τον Πολυεύσπλαχνο Κύριο και την κατά σάρκα Μητέρα Του, την Πανάχραντη Θεοτόκο, για το μεγάλο αυτό έλεος που σας έδειξε. Βλέπετε μόνος σας ότι βρισκόσασταν στο χείλος της καταστροφής, και της πρόσκαιρης και της αιώνιας, και σ’ εκείνη τη στιγμή ήρθε σε εσάς η βοήθεια του Θεού. Έτσι γίνεται πάντα: όταν όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες αποδεικνύονται μάταιες και όλα τα μέσα εξαντληθούν, τότε έρχεται η βοήθεια από ψηλά.Τη δε υπερβολική θλίψη για την οικογένειά σας, που δεν είναι ευάρεστη στον Θεό, πρέπει να την κόψετε με σταθερή ελπίδα στον Κύριο. Γι’ αυτό ούτε να πέφτετε σε μελαγχολία, ούτε σε απόγνωση. «ὁΚύριοςἐγγύς»στον καθέναν από εμας, όπως λέει η Γραφή (Φιλ. 4:5). Πρώτα απ’ όλα πρέπει πάντα να καταφεύγουμε με θερμή προσευχή στον Κύριο, και τότε θα βρούμε περισσότερα απ’ όσα ζητούσαμε.Θυμηθείτε τα λόγια που ακούσατε: ‘Πήγαινε στον ναό του Θεού και εκεί θα βρεις αυτό που έχασες!’ Δεν τα είπα εγώ, τα είπε ο ίδιος ο Κύριος. Με άλλα λόγια, εξέφρασε αυτή την άγια αλήθεια: ότι σε κάθε ανάγκη πρέπει να στρεφόμαστε στο Θεό για βοήθεια, και από Αυτόν να ζητάμε αυτό που χρειαζόμαστε. Αλλά στον Κύριο πρέπει να προστρέχουμε με πλήρη πίστη ότι θα λάβουμε αυτό που ζητούμε: «πάντα ὅσαἐὰναἰτήσητεἐντῇπροσευχῇπιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21,22). Κι αν κάποιες φορές δεν πάρουμε αυτό που ζητάμε, λένε οι Άγιοι Πατέρες, αυτό είναι είτε από ολιγοπιστία, είτε γιατί δεν είναι η κατάλληλη ώρα, είτε γιατί αυτό που ζητάμε δεν μας ωφελεί, είτε γιατί ο Θεός θα μας δώσει κάτι πολύ πιο ωφέλιμο. Σταθερός είναι ο λόγος του Χριστού Σωτήρα: «κατὰτὴνπίστινὑμῶνγενηθήτωὑμῖν» (Ματθ. 9,29). Στην περίοδο της παραμονής του στη Γιουγκοσλαβία, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, δεχόταν τα πάντα χωρίς γογγυσμό και με μεγάλη υπομονή, ελπίζοντας μόνο στο έλεος του Θεού. Και αυτή η ελπίδα δεν τον ντρόπιασε. Ό,τι συμβούλευε στους άλλους, το εφάρμοζε πρώτος ο ίδιος, ακολουθώντας τις νουθεσίες των Αγίων Πατέρων. Και τότε η χάρη του Θεού φανερώθηκε απροσδόκητα. Το 1925 ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης έλαβε πρόταση από την Ιερά Σύνοδο της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να μετακομίσει και να εγκατασταθεί στη Σόφια. Ο λόγος ήταν ότι τόσο ο πρόεδρος της Συνόδου, ο Μητροπολίτης Κλήμης, όσο και μερικά άλλα μέλη της Συνόδου, υπήρξαν μαθητές του - φοιτητές της Θεολογικής Ακαδημίας της Πετρούπολης.Στον Άγιο Θεοφάνη παραχωρήθηκαν δύο δωμάτια με ξεχωριστό διάδρομο, μέσα στο κτίριο της Συνοδικής Αίθουσας, στο νοτιοδυτικό τμήμα του κτηρίου, στον δεύτερο όροφο. Η Συνοδική Αίθουσα βρισκόταν στην πλατεία του Αγίου Μεγάλου Ηγεμόνα Αλεξάνδρου Νιέφσκυ.Επιπλέον, και ο επίσκοπος που είχε την ευθύνη των ρωσικών ναών στη Βουλγαρία, ο Επίσκοπος Λουμπένσκυ Σεραφείμ (Σομπολέφ), βοήθησε όσο μπορούσε τη μετακόμιση του Θεοφάνη στη Βουλγαρία. Ο Επίσκοπος Σεραφείμ είχε χειροτονηθεί από τον Θεοφάνη ως βοηθός (βικάριος) της Μητροπόλεως Πολτάβας. Ο Αρχιεπίσκοπος έφθασε στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας το 1925. Στην αρχή υπήρχε μεταξύ αυτού και του βοηθού του πλήρης ενότητα σκέψεων και μια αληθινή πνευματική φιλία. Αλλά - πράγμα λυπηρό - ο βικάριος Επίσκοπος έπεσε κάτω από την επιρροή ανθρώπων που τον απομάκρυναν από τη σταθερή και αδιάλλακτη γραμμή του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη. Υπό την επιρροή ορισμένων «προνοητικών συμβούλων», ο Επίσκοπος Σεραφείμ σταμάτησε να εκφωνεί κηρύγματα, όπως είχε κάνει στα μέσα της δεκαετίας του 1920, για ευαίσθητα θέματα της πατρίδας του που υπέφερε υπό τον ζυγό του αθεϊσμού, δυστυχώς, με μακροπρόθεσμο στόχο να γίνει αποδεκτός από τις σοβιετικές αρχές. Έτσι, η σταθερότητα και το ομολογιακό ήθος της Εκκλησίας άρχισαν να αντικαθίστανται από δειλία και προσαρμοστικότητα στη γραμμή που ακολουθούσε τότε το Πατριαρχείο Μόσχας. Με αυτόν τον τρόπο προετοιμαζόταν και η μελλοντική υπαγωγή του υπό την αρχή και την καθοδήγηση του Πατριάρχη Μόσχας Αλεξίου (Σιμάνσκυ). Το περιβάλλον του Επισκόπου Σεραφείμ ακολουθούσε συνειδητά μια τακτική απομάκρυνσής από τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη. Μία μάλιστα «μορφωμένη κυρία» προσπάθησε να φέρει και τον Θεοφάνη υπό την άμεση επιρροή της, προσπαθώντας να μάθει τη θέση του για την επερχόμενη σύνοδο. Ο Αρχιεπίσκοπος της απάντησε ως εξής: «Ο Άγιος Απόστολος Παύλος απαγορεύει στη γυναίκα να επεμβαίνει στη διοίκηση της Εκκλησίας! Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι, αν η γυναίκα διοικεί την Εκκλησία, αυτό σημαίνει πως το καράβι της Εκκλησίας έχει αναποδογυρίσει. Διότι στη γυναίκα έχει δοθεί θέση στο πιο χαμηλό μέρος του πλοίου. Και αν ο κάτω χώρος βρεθεί από πάνω, αυτό σημαίνει ότι το καράβι έπαθε καταστροφή, αναποδογύρισε και βούλιαξε…» Μία λεπτομέρεια είναι αξιοπερίεργη: Ένας Βούλγαρος, στενός συνεργάτης του ΜονσινιόρΡονκάλι - τότε παπικό νούντσιο και μελλοντικό Πάπα Ιωάννη τον ΚΒ’ - επισκεπτόταν τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη. Του είπε ότι είχε δει στο γραφείο του Ρονκάλι ένα αρχείο καρτελών, όπου υπήρχε και δελτίο με το βιογραφικό του Θεοφάνη. Αυτό σήμαινε ότι ο Θεοφάνης βρισκόταν υπό ειδική παρακολούθηση από την πλευρά των καθολικών – και βέβαια όχι με καλή διάθεση. Κάποτε, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σόφιας, περιμένοντας το τρένο για Γιουγκοσλαβία, ο Θεοφάνης πρόσεξε έναν νέο, με ρόδινα μάγουλα, ντυμένο με καθολικό ράσο και πορφυρό μπερέ. Αργότερα αποδείχθηκε ότι αυτός ήταν ο ίδιος ο παπικός νούντσιο, ο Αρχιεπίσκοπος ΆντζελοΡονκάλι. Από απόσταση έσπευσε να ευλογήσει τον Θεοφάνη. Ο Άγιος, διηγούμενος το γεγονός με χαμόγελο, σχολίασε πως εκείνος ήθελε να δείξει το «πρωτείο» του. Στα μέσα Απριλίου του 1931, την Τετάρτη 29 του μηνός με το νέο ημερολόγιο, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης αναχώρησε οριστικά από τη φιλόξενη Βουλγαρία, όπου είχε ζήσει πέντε χρόνια. Μετακόμισε στη Γαλλία, μετά από επίμονη παράκληση παλιών του γνωστών από την Πετρούπολη, της οικογένειας Πόροχωφ, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στην περιοχή Κλαμάρ, στην οδό Πασκάλ 2. Οι άνθρωποι αυτοί, ο ΦιοντόρΒασίλιεβιτς και η ΛύντιαΝικολάγεβναΠόροχωφ, είχαν φύγει από τη Ρωσία μετά την επανάσταση, το 1918, και ήταν στενά συνδεδεμένοι με την Αυλή, ιδίως με την Αυτοκράτειρα Μαρία Θεοδώροβνα, σύζυγο του Αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Γ΄ και μητέρα του τελευταίου Ρομανώφ, του Αυτοκράτορα Νικολάου Β’. Πνευματικά, οι Πόροχωφ καθοδηγούνταν από τον γνωστό χαριτωμένο Γέροντα, τον ιερομόναχο Βαρνάβα, που ασκήτευε στη σκήτη Γεθσημανή της Λαύρας της Αγίας Τριάδος του Αγίου Σεργίου. Λίγο μετά τη μετακόμιση του Θεοφάνη στο Παρίσι, έγινε φανερό ότι βρισκόταν υπόπαρακολούθηση. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές συνήθιζε να πηγαίνει τακτικά στην αποκαλούμενη Εκκλησία της Καλλίπολης στην οδό Οδησσού. Ήρθε στο φως ότι κάποιοι όχι μόνο τον παρακολουθούσαν, αλλά και του έστηναν παγίδες στον δρόμο. Έγιναν μερικές προσπάθειες να τον συλλάβουν, αλλά, δόξα τω Θεώ, όλα τα σχέδιά τους έπεσαν στο κενό. Για όλα αυτά ειδοποιήθηκε ο πρόεδρος της αστυνομίας του Παρισιού, κ. Ζ. Κιαπύ, και εκείνος πήρε μέτρα προστασίας του Αρχιεπισκόπου. Ωστόσο, βάσει των στοιχείων που μαζεύτηκαν, προτάθηκε στον Θεοφάνη να σταματήσει εντελώς τις μετακινήσεις του για να παρακολουθεί ακολουθίες, γιατί αυτό έκανε εύκολο να γνωρίζουν οι επίδοξοι διώκτες πότε θα βρίσκεται στην εκκλησία. Από τότε άρχισε να τελεί τη Θεία Λειτουργία στο σπίτι του. Το 1936, την Τρίτη μέρα του Αγίου Πάσχα, όλη η οικογένεια των Πόροχωφ, μαζί με τον Θεοφάνη, έφυγαν από το Παρίσι και εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό μέρος που λεγόταν Μον, κοντά στην πόλη Αμπουάζ στον Λίγηρα. Λίγο μετά τη μετακόμιση, το 1936, πέθανε ξαφνικά ο στρατηγός ΦιοντόρΒασίλιεβιτςΠόροχωφ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1939, πέθανε και η σύζυγός του. Μετά τον θάνατό της, ο Θεοφάνης έμεινε με την ανιψιά τους, την Αναστασία Βασίλιεβνα. Η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, ιδίως επειδή είχε ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γαλλία πολεμούσε με τη Γερμανία από τον Σεπτέμβριο του 1939. Δεν υπήρχαν ουσιαστικά μέσα διαβίωσης.Όμως ο Κύριος δεν τους άφησε χωρίς την πρόνοιά Του. Μια πρώην γαιοκτήμονας από την Πολτάβα, που γνώριζε τον Θεοφάνη από την Πολτάβα και από την Πετρούπολη, η Μαρία ΒασίλιεβναΦεντσένκο, πρότεινε στον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη και στην Αναστασία Βασίλιεβνα να μετακομίσουν κοντά της, στο Λιμερέ, όπου ζούσε στο μικρό της κτήμα. Κι έτσι, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, έφυγαν από το Μον και πήγαν στο Λιμερέ, όπου ο Θεοφάνης είχε ξαναβρεθεί πολλές φορές παλιότερα, τελώντας εκεί Θεία Λειτουργία σε έναν ιδιαίτερο ναό–σπήλαιο, που είχε διαμορφωθεί σε εκκλησία. Δεν ήταν τυχαίο το ότι ο δρόμος αυτός στο Λιμερέ όπου έφτασε, λεγόταν «Φωλιές της Αλεπούς». Το κτήμα φυλασσόταν από μια μεγάλη αγέλη αστυνομικών σκύλων, ικανών να κατασπαράξουν άνθρωπο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η ιδιοκτήτρια εξηγούσε στους ξένους ότι ζούσε από την εκτροφή και πώληση αυτών των σκύλων. Αλλά η πραγματική αιτία ήταν προφανώς άλλη: οι σκύλοι ήταν η μόνη διαθέσιμη προστασία του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη από τους πολλούς εχθρούς του. Την ημέρα οι σκύλοι ήταν δεμένοι, ενώ τη νύχτα έτρεχαν ελεύθερα στο κτήμα για φύλαξη. Το οικόπεδο ήταν κλεισμένο με υψηλή μεταλλική περίφραξη. Και ένα αξιοσημείωτο γεγονός: αμέσως μετά την κοίμηση του Θεοφάνη, όλοι οι σκύλοι πουλήθηκαν και αγοράστηκαν αγελάδες. Ο 20ος αιώνας υπήρξε για τους ορθόδοξους ανθρώπους ένας αιώνας όχι μόνο των πιο μαζικών και πιο σκληρών διωγμών για την πίστη, αλλά και αιώνας όπου η ίδια η Ορθόδοξη Πίστη δέχθηκε την πιο ισχυρή επίθεση από τον εχθρό του ανθρώπινου γένους, μέσω διαφόρων μοντερνιστικών ρευμάτων εντός της Εκκλησίας, με σκοπό να αλλοιώσουν στο μυαλό των πιστών το ορθόδοξο δόγμα και να τους στερήσουν τη σωστική του δύναμη. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης, σχεδόν μόνος μέσα στη Ρωσική Εκκλησία, αντιστάθηκε αδιάλλακτα σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής καινοτομιών στο Ορθόδοξο δόγμα. Έτσι αντιτάχθηκε στην «σταυρομάχο» αίρεση του Προέδρου της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, του Μητροπολίτη Αντωνίου. Ο Αρχιεπίσκοπος έγραφε: «Η διδασκαλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντωνίου περί του Εξιλασμού διαφέρει από την κοινώς αποδεκτή εκκλησιαστική διδασκαλία σε δύο σημεία: Α) Μεταφέρει το κέντρο βάρους του λυτρωτικού έργου του Χριστού από τον Γολγοθά στη Γεθσημανή• Β) το έργο του Εξιλασμού δεν το κατανοεί ως Εξιλαστήρια Θυσία για το ανθρώπινο γένος, αλλά ως έργο συμπάσχουσας αγάπης.» Με πιο απλά λόγια: στο έργο του «Το Δόγμα του Εξιλασμού» (ΣρέμσκιΚάρλοβτσι, 1926), ο Μητροπολίτης Αντώνιος παύει να αποδίδει τον λυτρωτικό χαρακτήρα στον Σταυρό και στην Εξιλαστική Θυσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως δίδασκε η Εκκλησία επί δύο χιλιετίες. Αν το δέχονταν οι πιστοί αυτό, θα άνοιγαν οι πόρτες σε ενώσεις με διάφορα ετερόδοξα ρεύματα που δεν αποδίδουν στον Σταυρό το ίδιο νόημα που δίνει η Ορθοδοξία. Αυτό θα άνοιγε τις πόρτες για τη διείσδυση του πνεύματος του αντίχριστου- που αρνείται τον Σταυρό - και τελικά του ίδιου του αντίχριστου, η εμφάνιση του οποίου θα ήταν η λογική κατάληξη του σύγχρονου οικουμενικού κινήματος. Δυστυχώς, η Ιεραρχία της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς δεν βρήκε το θάρρος να πει εγκαίρως στον Μητροπολίτη Αντώνιο ότι η διδασκαλία του ήταν ριζικά λανθασμένη. Και μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης (μαζί με λίγους αρχιερείς που συμφωνούσαν μαζί του) βγήκε ανοιχτά εναντίον της διδασκαλίας του Αντωνίου, υπερασπιζόμενος την πίστη της Εκκλησίας. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε ως «τρελός» και διώχθηκε.Εδώ βρισκόταν η ρίζα της αρρώστιας και της μετέπειτα διάλυσης της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Διασποράς: μια οργανωμένη μειοψηφία επιχειρούσε να επιβάλει λανθασμένη διδασκαλία, η οποία, αν επικρατούσε, θα έφερνε τρομερές συνέπειες για την Ορθοδοξία.Η αποφασιστική θέση του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη δεν επέτρεψε στη Σύνοδο της Διασποράς να υιοθετήσει τη διδασκαλία του Μητροπολίτη Αντωνίου -κάτι που σκόπευαν να κάνουν για να ευχαριστήσουν τον Πρόεδρό τους, όχι επειδή συμμερίζονταν τις απόψεις του για το Δόγμα της Εξιλέωσης.Γενικά, η προσαρμοστικότητα στις κοσμικές και εκκλησιαστικές εξουσίες - ακόμη και σε βάρος του Ορθοδόξου δόγματος - έγινε χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών ιεραρχών του 20ού αιώνα. Σε απάντηση των παραπόνων ενός ιερομόναχου, ο Θεοφάνης γράφει: «Παραπονιέστε για όσα συμβαίνουν στη δική σας εκκλησιαστική ζωή. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες. Αλλά νομίζω πως ούτε στις άλλες ορθόδοξες χώρες τα πράγματα είναι καλύτερα• ίσως είναι και χειρότερα. Μπορώ με βεβαιότητα να μιλήσω για τη Ρωσία υπό ζυγό και για τη Ρωσία της διασποράς. Για τη Ρωσία έχω τεράστιο υλικό: περίπου 700 σελίδες. Το ίδιο ισχύει και για εδώ. Η συνολική εικόνα είναι φοβερή.Αλλά, βέβαια, μέσα σε αυτό το σκοτάδι υπάρχει και ένα “χαριτωμένο υπόλοιπο”, με το οποίο κρατιέται ακόμα η Ορθόδοξη πίστη, και εκεί και εδώ.Οι εποχές μας μοιάζουν με τις έσχατες. Το αλάτι χάνει τη δύναμή του. Στους ανώτερους ποιμένες της Εκκλησίας έχει μείνει μια αδύναμη, σκοτεινή, συγκεχυμένη και λανθασμένη κατανόηση του γράμματος, που σκοτώνει την πνευματική ζωή του χριστιανικού λαού. Είναι τραγικό να βλέπεις σε ποιους έχει εμπιστευτεί ο Χριστός τα πρόβατά Του. Αλλά αυτό είναι παραχώρηση του Θεού.“ΟἱἐντῇἸουδαίᾳφευγέτωσανἐπὶτὰὄρη!”» Και συνεχίζει: «Περίπου εξήντα χρόνια πριν, έτσι χαρακτήριζαν την κατάσταση της Εκκλησίας μεγάλοι Ρώσοι Άγιοι - ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Μόσχας και ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. Δεν δικαιούμαστε περισσότερο να επαναλάβουμε αυτά τα φοβερά λόγια σήμερα;»(Επιστολή από 9.12.1931, Κλαμάρ) Πέντε χρόνια αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος εξηγεί: «Όσον αφορά την εκκλησιαστική ζωή, ο Σωτήρας μας είπε ότι στα έσχατα χρόνια “οἱἀστέρεςπεσοῦνταιἀπὸτοῦοὐρανοῦ” (Ματθ. 24:29).Κατά την ερμηνεία του Ίδιου του Χριστού, οι“αστέρες” είναι οι “Άγγελοι των Εκκλησιών”, δηλαδή οι επίσκοποι (Αποκ. 1:20).Η θρησκευτική και ηθική πτώση των επισκόπων είναι, λοιπόν, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία των εσχάτων καιρών. Η πτώση αυτή γίνεται τρομερή όταν οι επίσκοποι απομακρύνονται από τα δόγματα της πίστεως ή, όπως λέει ο Απόστολος, όταν “θέλοντεςμεταστρέψαιτὸεὐαγγέλιοντοῦΧριστοῦ” (Γαλ.1:7). Γι’ αυτούς διατάζει ο Απόστολος να αναφωνήσουμε: “Ανάθεμα!”. Λέγει,“ἀλλὰκαὶἐὰνἡμεῖςἢἄγγελοςἐξοὐρανοῦεὐαγγελίζηταιὑμῖνπαρ᾿ὃεὐηγγελισάμεθαὑμῖν, ἀνάθεμαἔστω!” (Γαλ. 1:8). Και δεν πρέπει να διστάζουμε: “αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ,εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.” (Τίτ. 3:10-11). Αλλιώς, για την αδιαφορία σας προς την απομάκρυνση από την αλήθεια, μπορεί να σας βρει η κρίση του Θεού: “οὕτωςὅτιχλιαρὸςεἶ, καὶοὔτεζεστὸςοὔτεψυχρός, μέλλωσεἐμέσαιἐκτοῦστόματόςμου.” (Αποκ. 3:16).Τα σύννεφα στον παγκόσμιο ορίζοντα πυκνώνουν• πλησιάζει η κρίση του Θεού επάνω στα έθνη και στους υποκριτές χριστιανούς, αρχίζοντας από τους αιρετικούς και χλιαρούς ιεράρχες.»(Επιστολή από 31.3.1936) Η αναγνώρισητης αντιχριστιανικής σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία από τους πιστούς ως «θεόσταλτης», όπως έλεγε ο Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγκορόντσκι) στη Διακήρυξή του τον Ιούλιο του 1927, σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη, αποτελούσε βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος - μια βλασφημία που, κατά τα λόγια του Χριστού, «οὐκἀφεθήσεταιαὐτῷοὔτεἐντῷνῦναἰῶνιοὔτεἐντῷμέλλοντι» (Ματθ. 12:31-32 / Λουκ. 12:10). Τον Αύγουστο του 1927, μετά τη δημοσίευση στις εφημερίδες της Διακήρυξης στη Σοβιετική Ένωση, ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης απαντά σε ερώτηση για το πώς βλέπει το «μήνυμα» του Μητροπολίτη Σεργίου: «Μεγάλη ανησυχία, λέτε, προκάλεσε στην εκκλησιαστική μας οικογένεια - και γενικότερα στην ρωσική αποικία του εξωτερικού – το τελεσίγραφο του Μητροπολίτη Σέργιου Νιζεγκορόντσκυ. Τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνουμε;Να θεωρήσουμε το μήνυμα του Μητροπολίτη Σέργιου δεσμευτικό για μας είναι απολύτως αδύνατο. Η πρόσφατα συνελθούσα Σύνοδος των Επισκόπων το απέρριψε. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων για το ποια εξουσία πρέπει ο Χριστιανός να θεωρεί ως νόμιμη και άξια υπακοής.Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, αφού δείχνει τον Θεϊκό κανόνα της υποταγής που υπάρχει σε όλα τα έλλογα και άλογα όντα, καταλήγει: “Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι η ίδια η εξουσία, δηλαδή η βασιλική και κρατική αρχή, έχει τεθεί από τον Θεό.Αν όμως κάποιος κακοποιός άθεος αρπάξει αυτή την εξουσία, δεν θα πούμε ότι τον έστησε ο Θεός, αλλά ότι του επιτράπηκε, όπως και στον Φαραώ, για να τιμωρηθεί αυστηρά, ή για να σωφρονιστούν εκείνοι για τους οποίους χρειάζεται αυστηρότητα, όπως ο βασιλιάς της Βαβυλώνας σωφρόνισε τους Εβραίους.”(Έργα του, μέρος Β΄, επιστολή 6).» Και συνεχίζει: «Η μπολσεβίκικη εξουσία, από τη φύση της, είναι αντιχριστιανική• και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναγνωριστεί ως “θεόσταλτη”.»(Επιστολή 31.8–1.9.1927, Σόφια) Η αντίθεσή του στη διδασκαλία του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ περί «Σοφίας»: Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης εργάστηκε πολλά χρόνια πάνω στην αντίκρουση της μη ορθόδοξης διδασκαλίας του πρωτοπρεσβυτέρου Σεργίου Μπουλγκάκοφ για τη Σοφία, την οποία ο Μπουλγκάκοφ παρουσίαζε ως μια «τέταρτη θηλυκή υπόσταση μέσα στον Θεό».Σε επιστολές του προς ιδιώτες, ο Θεοφάνης εξηγεί: «Ζητάτε να σας εκθέσω συνοπτικά τη διδασκαλία του π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ για τη Σοφία και να δείξω σε τι αντιτίθεται προς την Ορθοδοξία.Όλα γίνονται σαφή, αν γνωρίζει κανείς την προέλευση αυτής της διδασκαλίας.Ο Μπουλγκάκοφ βασίζεται στο έργο του π. Φλωρένσκυ “Στύλος και εδραίωμα της Αληθείας”. Ο Φλωρένσκυ παίρνει την ιδέα της Σοφίας από τον Βλαντιμίρ Σολοβιόφ.Και ο Σολοβιόφ από τους μεσαιωνικούς μυστικιστές.Στον Σολοβιόφ, η Σοφία είναι το θηλυκό στοιχείο του Θεού, το “άλλο Του”.Ο Φλωρένσκυ προσπαθεί να αποδείξει ότι η Σοφία ως θηλυκή αρχή του Θεού είναι ένα ξεχωριστό ον. Προσπαθεί να βρει ηχώ αυτής της διδασκαλίας στον Άγιο Αθανάσιο τον Μέγα και αναζητά επιβεβαίωση των σκέψεών του στη ρωσική εικονογραφία.Ο Μπουλγκάκοφ αποδέχεται τις θέσεις του Φλωρένσκυ, αλλά αλλάζει εν μέρει το σχήμα.Κατά την πρώτη εκδοχή του, η Σοφία είναι ξεχωριστή υπόσταση, αλλά όχι ομοούσια με την Αγία Τριάδα (στο έργο “Το Άδυτο Φως”).Αργότερα, δεν είναι “υπόσταση” αλλά “υποστατικότητα”- δηλαδή μια ενέργεια της Θεότητας, που προέρχεται από την ουσία του Θεού μέσω της Υπόστασης της Θεότητας προς τον κόσμο, και βρίσκει την υψηλότερη “κτιστή ένωση” της στην Παναγία.Δηλαδή τελικά η Σοφία ταυτίζεται με την Παναγία.Αλλά σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας - η οποία αποκαλύπτεται ιδιαίτερα σαφώςαπό τονΆγιο Αθανάσιο το Μέγα - η Σοφία, η Θεία Σοφία, είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός.» Και συνεχίζει: «Είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσουμε οποιαδήποτε φιλοσοφική διδασκαλία, και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να συνοψίσουμε τη Σοφιανή διδασκαλία για τη Σοφία. Αυτή η διδασκαλία γίνεται σαφής μόνο σε σχέση με ολόκληρο το φιλοσοφικό τους σύστημα. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί, είναι ότι η φιλοσοφία των “Σοφιανών” είναι φιλοσοφία πανθεϊσμού, στην ήπια μορφή του, και θεμελιωτής αυτής της τάσης στη Ρωσία είναι ο Βλαντιμίρ Σολοβιόφ.»(Επιστολή 5.8.1930) Αγώνας κατά του μασονισμού και άλλων εκτροπών: Ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφάνης πολέμησε και την είσοδο του μασονισμού στη Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς, παρόλο που ο Πρόεδρος της Συνόδου, ο Μητροπολίτης Αντώνιος, επέτρεπε σε χριστιανούς, ακόμη και κληρικούς, να γίνονται μασόνοι μέχρι και την 18η βαθμίδα, και μάλιστα επαινούσε την μασονική νεολαιίστικη οργάνωση YMKA.Ο Θεοφάνης απέρριπτε επίσης την καινοτομία να περάσει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Γρηγοριανό ημερολόγιο.Στο σημείο αυτό παραθέτουμε ολόκληρο το έργο του Θεοφάνη του 1926 για το ημερολόγιο. Αρχιεπίσκοπος ΘεοφάνηςΠολταβίας και Περεγιασλάβλ Σύντομες κανονικές σκέψεις για το ημερολόγιο Ερώτηση: Τι είναι ο παλαιός και ο νέος τρόπος υπολογισμού του ημερολογίου; Απάντηση:Ο παλαιός τρόπος (παλαιό ημερολόγιο) είναι ο αρχικός, ο γνήσιος, ο αρχαίος χριστιανικός τρόπος. Κληρονομήθηκε από την Αποστολική εποχή μέσω της Ιεράς Παράδοσης της αρχαίας Εκκλησίας και τέθηκε ως θεμέλιο τόσο για το Χριστιανικό ημερολόγιο από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), όσο και για τον καθορισμό του εορτασμού του Αγίου Πάσχα και όλων των άλλων εορτών και νηστειών που εξαρτώνται από αυτό.Η προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 16ο αιώνα, επί πάπα Γρηγορίου, να εισαγάγει ένα νέο «επιστημονικό» ημερολόγιο, οδήγησε στην δημιουργία ενός ψευδο-επιστημονικού και αντικανονικού συστήματος. Διότι το ζήτημα του ημερολογίου δεν μπορεί να λυθεί επιστημονικά. Έτσι, ο παλαιός τρόπος είναι σύμβολο ενότητας των Χριστιανών, ενώ ο νέος τρόπος είναι σύμβολο επαναστάσεως, ανατροπής και διαίρεσης των Χριστιανών. Αποδείξεις: «Οι παραδόσεις θεσπίστηκαν για μας είτε γραπτώς είτε άγραφες· και τα παραδοθέντα δόγματα έχουν την ίδια ισχύ με τα γραπτά» (Βιβλίο Κανόνων, Αλφάβητος). «Τηρούμε αμετάβλητες όλες τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, είτε είναι γραπτές είτε άγραφες» (Δογματικός Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου). «Πιστεύω ότι είναι Αποστολικό το να κρατούμε και τις άγραφες παραδόσεις» (Μ. Βασιλείου καν. 91-92 / Α’ Κορ. 11:2 / Β’Θεσ. 2:15& 3:6). Οι ιεροί κανόνες δηλώνουν ότι είναι: «σταθεροί και απαραχάρακτοι» (Στ’ Οικ. Συν. Καν.2), «ακράδαντοι και ασάλευτοι» (Ζ’ Οικ. Συν. Καν.1), Και μαρτυρούν τελεσίδικα την ανάγκη σεβασμού τους, ιδίως από τους ποιμένες(Δ’ Οικ. Συν. Καν. 1). Η αταξία μέσα στην Εκκλησία δεν θεραπεύεται με παραβίαση αυτών των κανόνων. Ο μεγάλος Μητροπολίτης Πέτρος Μογίλα έλεγε ότι ούτε Πατριάρχης ούτε Άγγελος από τον ουρανό μπορεί να τον αναγκάσει να πράξει κάτι που είναι ενάντια στους ιερούς κανόνες. Έτσι σκέφτεται και ενεργεί ένας αληθινός Ιεράρχης. «Η Εκκλησία, σύμφωνα με τα θεμέλια της ύπαρξής της και τον θείο χαρακτήρα των νόμων της, δεν έχει το δικαίωμα να αλλάζει τις θεσπίσεις της, όσο παραμένει Εκκλησία. Αν η Εκκλησία δεν είναι έργο ανθρώπων αλλά ίδρυμα της Θείας Βουλής, τότε δεν έχουμε το δικαίωμα να τροποποιούμε τις βασικές αρχές της ζωής και της δομής της, όπως εκφράζεται σαφώς στον 2ο Κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου» (Πρακτικά της Ρωσικής Προσυνοδικής Συνελεύσεως του 1906.Εκκλησιαστικά Νέα. Τεύχος 21, 1906). Ερώτηση: Πώς πρέπει οι πιστοί να αντιμετωπίζουν τους δύο τρόπους, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες; Απάντηση:Τον παλαιό τρόπο οφείλουμε να τον διατηρούμε με κάθε τρόπο, ενώ από τον νέο τρόπο οφείλουμε να απέχουμε σταθερά. Αποδείξεις: «Αν επιχειρήσουμε να απορρίψουμε τις άγραφες παραδόσεις ως δήθεν ασήμαντες, θα βλάψουμε αναπόφευκτα το ίδιο το Ευαγγέλιο» (Μ. Βασιλείου καν. 91). «Δεν πρέπει να εισάγονται καινοτομίες αντίθετες στις Γραφές και την Εκκλησιαστική Παράδοση» (Βιβλίο Κανόνων Αλφάβητος). «Στην Εκκλησία πρέπει να υπάρχουν όλα όσα παραλάβαμε από τις Γραφές και τις Αποστολικές Παραδόσεις» (Συν. Γάγγρας καν. 21, και Α’ Οικ. Συν. Καν. 2). Ερώτηση: Η εισαγωγή του νέου ημερολογίου έχει μεγάλη ή μικρή σημασία; Απάντηση:Έχει πολύ μεγάλη σημασία, ειδικά σε σχέση με το Πασχάλιο, και αποτελεί ακραία αταξία και εκκλησιαστικό σχίσμα.Απομακρύνει από την ενότητα με ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού, στερεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, κλονίζει το δόγμα της ενότητας της Εκκλησίας και, όπως ο Άρειος, σχίζει τον άρραφο χιτώνα του Χριστού.Διακόπτει τη συνέχεια με την Ιερή Παράδοση και υπόκειται σε συνοδική καταδίκη, σύμφωνα με τον δογματικό όρο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αποδείξεις: «Αιρετικούς ονόμαζαν οι Πατέρες όσους αποκόπηκαν και ξέφυγαν από την ορθή πίστη· σχισματικούς όσους διαφωνούσαν σε εκκλησιαστικά θέματα. Όμως, όσοι αποκόπηκαν από την Εκκλησία δεν έχουν πάνω τους τη χάρη του Αγίου Πνεύματος» (Μ. Βασιλείου καν. 1). Ερώτηση: Πώς πρέπει οι Ορθόδοξοι να αντιμετωπίζουν τους νεοημερολογίτες-σχισματικούς; Απάντηση:Δεν πρέπει να έχουν καμία προσευχητική κοινωνία μαζί τους, ακόμη και πριν από πιθανή συνοδική τους καταδίκη. Αποδείξεις: «Δεν πρέπει να προσευχόμαστε με αιρετικό ή σχισματικό» (Λαοδ. Συν. Καν. 33). Το ίδιο λένε και πολλοί άλλοι κανόνες: Αποστ. 45, 46 / Λαοδ. 6, 9, 32, 37 / Καν. 9 Τιμοθέου Αλεξανδρείας κ.ά. Ερώτηση: Ποια τιμωρία επιβάλλεται από τους ιερούς κανόνες σε όσους προσεύχονται μαζί με τους νεοημερολογίτες-σχισματικούς; Απάντηση:Υπόκεινται στην ίδια καταδίκη με αυτούς. Αποδείξεις: «Όποιος προσευχηθεί με κάποιον που έχει αποκοπεί από την Εκκλησία, ακόμη και στο σπίτι, να αποκόπτεται κι αυτός» (Αποστ. Καν. 10). «Για προσευχή με αποκομμένους, επιβάλλεται αφορισμός, καθαίρεση ή ανάθεμα - τόσο στους ίδιους όσο και σε όσους προσεύχονται μαζί τους» (Ερμηνεία στον 9ο Καν. Καρθαγένης). Ερώτηση: Έχουν ισχύ τα επιτίμια των νεοημερολογιτών κληρικών πάνω σε Ορθοδόξους που δεν τους υπακούουν και απομακρύνονται από αυτούς; Απάντηση:Καμία απολύτως. Αποδείξεις: Το δεύτερο μισό του 15ου κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, το οποίο αφορά τους αιρετικούςποιμένες, εφαρμόζεται επίσης και στους νεοημερολογίτες-σχισματικούς. Η ερμηνεία του 29ου (98ου) κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης, στο «Σύνταγμα» του Ματθαίου Βλάσταρη στη ρωσική μετάφραση, στην επιστολή Ά, κεφάλαιο 17, σελ. 56, λέει: «χωρίς κίνδυνο μπορεί να περιφρονήσει το επιτίμιο». Η ερμηνεία στον 31ο κανόνα των Αποστόλων στο Ελληνικό Πηδάλιο, σελ. 19, λέει: «εκείνοι που αποχωρίζονται από τον επίσκοπο, πριν από συνοδική εξέταση, επειδή αυτός δημόσια κηρύττει οποιοδήποτε βλάσφημο λόγο ή αίρεση, τέτοιοι όχι μόνο δεν υπόκεινται στα επιτίμια που αναφέρονται στον 31ο Αποστολικό κανόνα, αλλά και είναι άξιοι της τιμής που αρμόζει στους Ορθοδόξουςκατά τον 15ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου». Ερώτηση: Μήπως έχει εκφραστεί από ποιμένες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη βάση των ανωτέρω εκκλησιαστικών κανόνων, κάποια ιδιαίτερη γνώμη σχετικά με το ημερολόγιο; Απάντηση: Έχει εκφραστεί πολλές φορές - με αφορμή την εισαγωγή του νέου ρωμαϊκού (γρηγοριανού) ημερολογίου - τόσο σε ιδιωτικές συγκεντρώσεις όσο και συνοδικά. Απόδειξη αυτού αποτελεί το εξής: Πρώτα απ’ όλα ένας σύγχρονος της ρωμαϊκής μεταρρύθμισης του ημερολογίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’, αμέσως το 1582 καταδίκασε μαζί με τη Σύνοδό του το νέο ρωμαϊκό ημερολόγιο ως ασυμβίβαστο με την Παράδοση της Εκκλησίας.Τον επόμενο χρόνο (1583), με τη συμμετοχή των Πατριαρχών: Αλεξανδρείας Σιλβέστρου και Ιεροσολύμων Σωφρονίου ΣΤ’, συγκάλεσε εκκλησιαστική σύνοδο.Αυτή η Σύνοδος αναγνώρισε το γρηγοριανό ημερολόγιο ως ασύμφωνο με τους κανόνες της Καθολικής (Οικουμενικής) Εκκλησίας και με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της ημέρας του Αγίου Πάσχα. Τα έργα αυτής της Συνόδου ήταν: Ο Συνοδικός Τόμος, που αποκαλύπτει την εσφαλμένη και απαράδεκτη φύση του γρηγοριανού ημερολογίου για την Ορθόδοξη Εκκλησία, και η Κανονική Συνοδική Απόφαση - το Σιγίλιο- της 20ής Νοεμβρίου 1583. Σε αυτό το Σιγίλιο και οι τρεις Πατριάρχες με τις Συνόδους τους καλούν τους Ορθόδοξους να κρατούν σταθερά και αμετάκλητα - ακόμη και μέχρι χύσεως του αίματός τους - το Ορθόδοξο εορτολόγιο και το Ιουλιανό Πασχάλιο, απειλώντας τους παραβάτες με ανάθεμα, με αποκοπή από την Εκκλησία του Χριστού και από τη σύναξη των πιστών.Για αυτήν την απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης στάλθηκε παγκόσμια επιστολή:Σε όλες τις Ανατολικές Εκκλησίες, στον Μητροπολίτη Μόσχας Διονύσιο, στην Εκκλησία των Ιονίων Νήσων, στον περίφημο υπερασπιστή της Ορθοδοξίας στη Δυτική Ευρώπη, πρίγκιπα Κωνσταντίνο Οστρόζσκι, στον Δόγη της Βενετίας Ν. Ντοκόντε και στον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’, τον βασικό υπαίτιο της εκκλησιαστικής αναστάτωσης και των σκανδάλων. Εκείνον τον καιρό ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σιλβέστρος (1566–1590), σε εγκύκλιο προς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Δυτικής Ευρώπης, λέει: «Ακολουθώντας τους Πατέρες και Ηγέτες μας της Ανατολής και της Δύσης, δικαίως θα προτιμήσουμε το αρχαίο από το νέο, διότι έχει αποφασιστεί μια για πάντα από την Ορθόδοξη Εκκλησία να μη δεχθεί κανένα απολύτως νεωτερισμό και να μην απομακρυνθεί από τίποτε αρχαίο». Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών αιώνων (17ου, 18ου και 19ου), μια ολόκληρη σειρά Οικουμενικών Πατριαρχών εξέφραζε αποφασιστικά τη θέση τους ενάντια στο γρηγοριανό ημερολόγιο και, αξιολογώντας το στο πνεύμα της συνοδικής αποφάσεως του Πατριάρχη Ιερεμία Β’, συμβούλευαν τους Ορθόδοξους να το αποφεύγουν. Οι ακόλουθοι Πατριάρχες:Κύριλλος Α’, ο οποίος κατείχε τον θρόνο έξι φορές και δέχθηκε από τους Ιησουίτες το 1639 μαρτυρικό θάνατο, Παρθένιος Α’ (1639-1644), Καλλίνικος Β’ (1688-1693, 1694-1702), Παΐσιος Β’ (1726-1733), Κύριλλος Ε’ (1748-1757), Αγαθάγγελος (1826-1830), Γρηγόριος ΣΤ’ (1835-1840, 1867-1871) και Άνθιμος ΣΤ’ (1845-1848,1853-1855), καταδίκαζαν το γρηγοριανό ημερολόγιο ως εχθρικό προς την Ορθόδοξη Ανατολή, αξιολογώντας αυτόν τον νεωτερισμό στο πνεύμα του Πατριάρχη Ιερεμία Β’. Για παράδειγμα, ο Πατριάρχης Καλλίνικος Β’ μαζί με τον Πατριάρχη Αντιοχείας Αθανάσιο (1686-1728) διευκρίνιζαν στην ποίμνιο της Αντιόχειας ότι ο ταυτόχρονος εορτασμός του Πάσχα με τους Λατίνους αποτελεί εγκατάλειψη των αποφάσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας περί των νηστειών, εφαρμογή των διατάξεων της παπικής Εκκλησίας, προδοσία της Ορθοδοξίας και απομάκρυνση από τις πατερικές παραδόσεις, καταστροφική για τα τέκνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Γι’ αυτό κάθε αληθινός Χριστιανός πρέπει να είναι σταθερός στα θεσπίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να εορτάζει το Πάσχα και τις συνδεδεμένες με αυτό εορτές και χρόνους σύμφωνα με την πρακτική της Ορθόδοξης Ανατολής και όχι της ετερόδοξης Δύσης, ξένης προς εμάς στην πίστη. Ανάλογο - και ακόμη πιο αυστηρό - ήταν η εγκύκλιος επιστολή του Πατριάρχη Κυρίλλου Ε’ το 1756, στην οποία λέγεται ότι όποιος ακολουθεί τον «μη μυστικό» Παύλο, ο οποίος είπε στην προς τους Γαλάτες επιστολή του, «ἀλλὰκαὶἐὰνἡμεῖςἢἄγγελοςἐξοὐρανοῦεὐαγγελίζηταιὑμῖνπαρ᾿ὃεὐηγγελισάμεθαὑμῖν, ἀνάθεμαἔστω.» (1:8), τότε αυτός: Είτε ιερέας είτε λαϊκός, ας είναι αποκομμένος από τον Θεό, καταραμένος και μετά τον θάνατο να μη διαλυθεί το σώμα του και να παραμείνει στα αιώνια βάσανα...Ας κληρονομήσει τη λέπρα του Γιεζή και τον στραγγαλισμό του Ιούδα, ας είναι στη γη όπως ο Κάιν, που στενάζει και τρέμει, και ο θυμός του Θεού να είναι πάνω στο κεφάλι του, και η μοίρα του να είναι με τον προδότη Ιούδα και τους θεομάχους Ιουδαίους...Άγγελος Θεού ας τον καταδιώκει με σπαθί σε όλες τις ημέρες της ζωής του και ας υποβάλλεται σε όλες τις κατάρες των Πατριαρχών και των Συνόδων, υπό αιώνιο αφορισμό και στα βάσανα του αιώνιου πυρός. Αμήν. Γένοιτο! Το 1827 ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος απέρριψε την πρόταση Ρώσων επιστημόνων για μεταρρύθμιση του εκκλησιαστικού ημερολογίου.Το 1848 ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ’, μαζί με τους λοιπούς Ανατολικούς Πατριάρχες - τον Αλεξανδρείας Ιερόθεο, τον Αντιοχείας Μεθόδιο και τον Ιεροσολύμων Κύριλλο - στο εγκύκλιο μήνυμα της Μίας Καθολικής Εκκλησίας προς όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, μαρτυρεί τα εξής: «Σε εμάς, ούτε Πατριάρχες ούτε Σύνοδοι θα μπορούσαν ποτέ να εισαγάγουν κάτι νέο, επειδή ο φύλακας της ευσεβείας σε εμάς είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πάντοτε επιθυμεί να διατηρήσει την πίστη του αμετάβλητη και σύμφωνη με την πίστη των πατέρων του...Ας κρατήσουμε την ομολογία που λάβαμε από τέτοιους ανθρώπους, τους Αγίους Πατέρες, και ας αποστρεφόμαστε κάθε νεωτερισμό ως διαβολική έμπνευση...Και αν κάποιος τολμήσει να το κάνει είτε με πράξη, είτε με συμβουλή, είτε με σκέψη, τέτοιος έχει ήδη αρνηθεί την πίστη του Χριστού, έχει ήδη εκούσια υποβληθεί στο αιώνιο ανάθεμα για βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, Το Οποίο δήθεν μίλησε ατελώς στην Αγία Γραφή και στις Οικουμενικές Συνόδους.Έτσι, όλοι οι νεωτεριστές - είτε είναι αιρετικοί είτε σχισματικοί - εκούσια “ἐνεδύσαντοκατάρανὡςἱμάτιον” (Ψαλμ. 108:18), έστω κι αν είναι Πάπες, έστω Πατριάρχες, έστω κληρικοί, έστω λαϊκοί. “Αν ακόμη και άγγελος από τον ουρανό (κηρύξει κάτι άλλο) - ΑΝΑΘΕΜΑ σ’ αυτόν!”» Συνεπώς, κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, από τον καιρό της ρωμαϊκής μεταρρύθμισης του ημερολογίου, πολλοί επικεφαλής Εκκλησιών - όπως Πατριάρχες - απέρριπταν τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου (στην Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου κ.λπ.), και προστατεύοντας τα ποίμνιά τους μέσω επιστολών και εγγράφων, τους εξηγούσαν την αληθινή σημασία του Γρηγοριανού ημερολογίου, τονίζοντας τη σύνδεσή του με μια σειρά παπικών νεωτεριστικών επινοήσεων.Κατά τα έτη 1902 - 1904 οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών - της Κωνσταντινουπόλεως, των Ιεροσολύμων, της Ελλάδος, της Ρωσίας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου - επίσημα εξέφρασαν τη γνώμη τους σχετικά με τη μεταρρύθμιση του εκκλησιαστικού ημερολογίου.Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του ζητήματος ήταν υπέρ της απόρριψης της μεταρρύθμισης του ημερολογίου τόσο για λόγους πίστεως, όσο και από φόβο για εκκλησιαστική αναστάτωση, η οποία θα μπορούσε να κλονίσει το κύρος της Εκκλησίας. Η Πανρωσική Εκκλησιαστική Σύνοδος 1917 - 1918 εξέτασε το ζήτημα προσαρμογής του νέου ημερολογίου στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς και ενός νέου, ενδεχομένως καλύτερου, ορθόδοξου εκκλησιαστικού ημερολογίου.Μετά από επιμελή εξέταση και έρευνα αυτού του ζητήματος, για λόγους εκκλησιαστικο-κανονικούς, επιστημονικο-αστρονομικούς και τεχνικούς, αυτή η Σύνοδος κατηγορηματικά θεμελίωσε την επιζήμια φύση κάθε προσεγγίσεως προς το γρηγοριανό σύστημα, δίνοντας υψηλή προτίμηση στο ιουλιανό.Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η Σύνοδος αποφάσισε να διατηρήσει τον παλαιό τρόπο εκκλησιαστικού υπολογισμού. Το 1923 η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαίωσε εκ νέου την απόφαση της Συνόδου 1917 - 1918 και αρνήθηκε να δεχθεί στις εκκλησιαστικές ακολουθίες το γρηγοριανό ημερολόγιο, παρά την επιτακτική πίεση της άθεης εξουσίας των μπολσεβίκων που την είχε αιχμαλωτίσει.Σε αυτή την άρνηση την παρακίνησε όχι μόνο η απόφαση του Πατριάρχη Τύχωνα με την Ιερά Σύνοδό του, αλλά και η βούληση ολόκληρου του Ορθοδόξου λαού της Ρωσίας, ο οποίος κατηγορηματικά απέρριψε το νέο σύστημα - και σε αυτή ακριβώς την άρνηση εκδηλώθηκε το έργο ολόκληρης της Εκκλησίας, μέσα στην πλήρη σύνθεσή της, όπως μαρτυρούν οι αρχιερείς της Ανατολής στο προαναφερθέν μήνυμα του 1848.Έτσι, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η πολυπληθέστερη από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, περιέχοντας σχεδόν το 90% όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών παγκοσμίως, απέρριψε αποφασιστικά το νέο ημερολόγιο. Τέλος, η επίγεια κληρονομιά της Βασίλισσας των Ουρανών, το Άγιον Όρος, ως σταθερό οχυρό και αληθινός φάρος της Ορθοδοξίας, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες από πλευράς εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας να το πείσουν να περάσει στο γρηγοριανό ημερολόγιο, μέσω των καλύτερων εκπροσώπων του απέρριψε αυτό το αντιεκκλησιαστικό νεωτεριστικό μέτρο και ακλόνητα φυλάσσει την τάξη εορτασμού του Αγίου Πάσχα και ολόκληρου του Ορθοδόξου εορτολογίου-ημερολογίου, που είχε θεσπιστεί από τους Θεοφόρους Πατέρες. Ο Άγιος Θεοφάνης έλαβε από τον Κύριο πολλά χαρισματικά δώρα - διορατικότητας, προφητείας, θεραπείας ασθενειών, θαυματουργίας.Αλλά δεν τα χρησιμοποιούσε. «Όλα αυτά» - όπως έλεγε επανειλημμένα - «είναι δώρα επικίνδυνα, γιατί μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε αυτοεξύψωση και υπερηφάνεια.Και αυτό είναι η ρίζα όλων των αμαρτιών!..» Και εδώ, ίσως είναι η εξήγηση αυτού που είπε ο Σωτήρας Χριστός: «ΟὐπᾶςὁλέγωνμοιΚύριεΚύριε, εἰσελεύσεταιεἰςτὴνβασιλείαντῶνοὐρανῶν… πολλοὶἐροῦσίμοιἐνἐκείνῃτῇἡμέρᾳ·ΚύριεΚύριε, οὐτῷσῷὀνόματιπροεφητεύσαμεν, καὶτῷσῷὀνόματιδαιμόνιαἐξεβάλομεν, καὶτῷσῷὀνόματιδυνάμειςπολλὰςἐποιήσαμεν;καὶτότεὁμολογήσωαὐτοῖςὅτιοὐδέποτεἔγνωνὑμᾶς·ἀποχωρεῖτεἀπ᾿ἐμοῦοἱἐργαζόμενοιτὴνἀνομίαν.» (Ματθ. 7:21-23).Σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, θα βρεθούν «πολλοί» που θα χρησιμοποιήσουν τα χαρισματικά δώρα προς την καταστροφή τους, όταν δεν καταφέρουν να συνδέσουν το ύψιστο δώρο της χάριτος με μία αντίστοιχα ύψιστη ζωή. Χωρίς ακραία ταπείνωση δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ούτε το δώρο της διορατικότητας, ούτε το δώρο της προφητείας, ούτε της θεραπείας, ούτε των θαυμάτων...Αλλά, κατά το έλεος του Θεού, ο Άγιος Θεοφάνης έλαβε ταυτόχρονα με τα επικίνδυνα δώρα της χάριτος και τα ασφαλή δώρα:Το δώρο της ταπείνωσης, το δώρο της αδιάλειπτης συντετριμμένης προσευχής, με τα συνοδευτικά τους χαρίσματα.Και όλα αυτά, και τα επικίνδυνα και τα ασφαλή, τα έκρυβε επιμελώς από όλους τους ανθρώπους, ώστε αυτοί που τον έβλεπαν κάθε μέρα δεν γνώριζαν τη χάρη που είχε μέσα του. Από τα φοιτητικά του χρόνια, ο Δεσπότης είχε τη συνήθεια να κρατά ημερολόγιο, στο οποίο σημείωνε ρήσεις των Αγίων Πατέρων.Από αυτό το ημερολόγιο, προς το τέλος της ζωής του Αγίου, προέκυψε η λεγόμενη «Ρωσική Φιλοκαλία» - κατά κάποιον τρόπο ως συνέχεια του πεντάτομου «Φιλοκαλία» που είχε συντάξει ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος (Γκορόφ), προς τιμήν του οποίου θέλησε να ονομασθεί στη μοναχική του κουρά ο νεαρός Βασίλειος Μπίστροφ, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Πολταβίας και ΠερεγιασλάβΘεοφάνης.Δυστυχώς, αυτό το έργο του Αρχιεπισκόπου Θεοφάνη έχει δημοσιευτεί μέχρι τώρα μόνο στο διαδίκτυο, και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του παρουσιάζεται υπό μορφή δύσκολα αναγνώσιμων αντιγράφων από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του Δεσπότη.Ας ελπίσουμε ότι ο Πολυεύσπλαχνος Κύριος θα εμπνεύσει κάποιον ευσεβή χριστιανό ή ομάδα χριστιανών να βοηθήσουν στην έκδοση αυτού του μεγάλου έργου του Αγίου Θεοφάνη για τη σωτηρία της δικής τους ψυχής και των ψυχών των πλησίον τους. Στην επίγεια ζωή του ο Άγιος ήταν ένας αγγελικός Θεοφάνης, ο Θεοφανικός καιΘεοφανιστής.Από τα παιδικά του χρόνια, κινούμενος από πνευματική δύναμη σε δύναμη, εξέπεμπε άθελά του τη χάρη του Θεού, ήταν εκλεκτό σκεύος, φανερωμένος από τον Θεό και ταυτόχρονα φανερώνοντας τον Θεό.Αλλά και τα δύο αυτά, από τη φιλοταπεινή του διάθεση, προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να τα κρατά μυστικά από όλους, πίσω από την κλειστή θύρα, στο «ταμιεῖόν» του (Ματθ. 6:6). Αλλά «δύναται πόλις κρυβῆναιἐπάνωὄρουςκειμένη;» (Ματθ. 5:14). Με αυτή την εξαιρετική μαρτυρία, ο Άγιος Θεοφάνης αναχώρησε προς τον Κύριο στις τρεις τα ξημερώματα της 6ης Φεβρουαρίου (ή 24 Ιανουαρίου παλαιού ημερολογίου) του 1940.Όπως ζούσε ταπεινά και απλά, χωρίς να είναι γνωστός στους ανθρώπους, έτσι και εκοιμήθη, ως άγνωστος οδοιπόρος.Και κανείς από τους ανθρώπους δεν γνωρίζει πώς πέθανε.Ωστόσο μπορεί και πρέπει κανείς να πει ότι όπως ήταν διωγμένος στη ζωή, έτσι και αναχώρησε με αυτόν τον έπαινο εν Χριστώ: «μακάριοι οἱδεδιωγμένοιἕνεκενδικαιοσύνης...μακάριοί ἐστεὅτανὀνειδίσωσινὑμᾶςκαὶδιώξωσικαὶεἴπωσιπᾶνπονηρὸνῥῆμακαθ᾿ὑμῶνψευδόμενοιἕνεκενἐμοῦ.χαίρετε καὶἀγαλλιᾶσθε, ὅτιὁμισθὸςὑμῶνπολὺςἐντοῖςοὐρανοῖς·» (Ματθ. 5:10-12). Μόνο τέσσερις ορθόδοξοι ήταν στην εξόδιο ακολουθία του στο σπήλαιο και στην ταφή.Με αυτό επιβεβαιώθηκε ότι ήταν υβριζόμενος, συκοφαντούμενος και διωκόμενος.Ο κεκοιμημένος ιεράρχης κειτόταν με αρχιερατική στολή, με μίτρα και με Παναγία (εγκόλπιο)- δώρο του Αυτοκράτορα Νικολάου Β’ το 1909 κατά τη χειροτονία του αρχιμανδρίτη Θεοφάνη σε Επίσκοπο της Αγίας Πετρουπόλεως.Την εξόδιο ακολουθία και την ταφή του τέλεσε ο ορθόδοξος ιερομόναχος πατήρ Βαρνάβας, ο πνευματικός του, που ζούσε στο γειτονικό χωριό.Πιο ταπεινά δεν θα μπορούσαν να θάψουν τον μεγάλο Άγιο.Με την πρόνοια του Θεού, ομοιώθηκε όχι μόνο στη ζωή αλλά και στον τρόπο της ταφής με τους μάρτυρες εν Χριστώ, ίσως και με τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που ετάφη εν πτωχεία, αλλά ανέστη εν δόξη θεϊκή.Ο μοναχικός τάφος του Αγίου Θεοφάνη βρίσκεται σε ένα δημόσιο κοιμητήριο στα περίχωρα του Λιμερέ, με αριθμό 432, στο πέμπτο σοκάκι προς τα αριστερά.Ο τάφος αυτός αγοράστηκε «εις το διηνεκές» το 1944 από την πρώην ιδιοκτήτρια της οικίας όπου ζούσε και εκοιμήθη ο Άγιος, τη Μαρία ΒασιλείεβναΦεντσένκο.Το μνήμα καλύπτεται από πλάκα γρανίτη, και σε άλλη μικρότερη που στέκεται στο προσκέφαλο, υπάρχει επιγραφή με μερικά λάθη στα γαλλικά, η Αχειροποίητος εικόνα του Σωτήρος και ένας μικρός ορθόδοξος σταυρός.

Comments

Popular posts from this blog

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΠΡΟ ΤΟΥ 2019 ΕΤΕΛΕΙ ΕΝ ΑΡΓΙΑ

ΟΙ ΝΙΚΟΛΑΙΤΑΙ ΚΑΤΕΠΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΑΤΟΥΝ ΣΥΜΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗΝ ΤΑΞΙΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ