ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ .... Αναφέρεται ένα περιστατικό, που αναδεικνύει το ήθος αυτού του ήρωα και την αχαριστία του κράτους. Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς [1841], κατάντησε ζητιάνος στα Πειραιώτικα σοκάκια. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, δεν αρκούσε. Η αρμόδια αρχή που χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα (Παρασκευή) στον ήρωα επαίτη μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε “ευγνωμόνως” να επαιτεί! Όταν το έμαθε κάποιος πρέσβης Μεγάλης Δύναμης, πήγε στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς τον είδε, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. “Τι κάνετε στρατηγέ μου;” ρώτησε ο ξένος. “Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα”, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας. “Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο”; επέμενε ο ξένος. “Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος”, απάντησε ο Νικηταράς. Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο και φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας, πεθαίνει ξεχασμένος και πάμφτωχος.
ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ: Η αγνωμοσύνη είναι συμπεριφορά συχνά το Ελληνικό κράτος και οι κρατούντες, επεφύλαξε για τους πολίτες. Ζητούν θυσίες και μετά αποστρέφουν το πρόσωπό τους, από αυτούς που τις υφίστανται, χαρίζοντάς τους αγνωμοσύνη και αχαριστία. Όταν όμως η θυσία είναι η υπέρτατη, δηλαδή να πολεμήσει ο πολίτης και να σκοτωθεί για την Πατρίδα, και η πολιτεία δεν τιμά την θυσία του, τότε η αχαριστία είναι ύβρις. Και ενώ αυτό δεν συνάδει με το φιλότιμο και τις παραδόσεις της φυλής μας, οι κρατούντες προκαλούν τους νεκρούς και τους αγώνες τους με αγνωμοσύνη. Πρόσφατο παράδειγμα είναι οι Έλληνες, νεκροί και τραυματίες, πολεμιστές του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο κατά την εισβολή των Τούρκων. Αξιωματικοί και οπλίτες υπό την Ελληνική Σημαία, έπεσαν στο πεδίο της τιμής και της αξιοπρέπειας, όμως οι Έλληνες πολιτικοί, παραμένουν αγνώμονες, αδίστακτοι, προσβλητικοί, μη αναγνωρίζοντας την θυσία των παλικαριών εδώ και 40 χρόνια. Κάποιοι επιζώντες προσέφυγαν στα Δικαστήρια, για να υποχρεώσουν τους αγνώμονες και συμφεροντολόγους πολιτικούς, να αναγνωρίσουν την θυσία και την πολεμική τους δράση στην Κύπρο. Και το κατόρθωσαν. Το Εφετείο τους δικαίωσε, μα το Ελληνικό κράτος, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ανατροπή της ετυμηγορίας! Πόσο αγνώμονες είναι κάποιοι που βρίσκονται σε πόστα καίρια (βουλή), εισπράττουν μηνιάτικα των 8.000 ευρώ (όσο δεκαπέντε δασκαλοι!), ξεχνώντας ότι για να βρίσκονται σ' αυτή τη θέση, και να κουνάν συχνά αυστηρά το δάκτυλο στην τηλεόραση, κάποιοι θυσίασαν τη ζωή τους ή την υγεία τους! Όμως η ιστορία της “πολιτικής αχαριστίας” προς τους αγωνιστές είναι συχνότατη στο νεοελληνικό κράτος. Αρκεί να θυμηθούμε το Νικηταρά τον Τουρκοφάγο. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, ήταν απ' τους μεγαλύτερους ήρωες του '21. Ως γνωστόν, οι πολιτικές έριδες, το κομματικά πάθη και τα συμφέροντα της εποχής που ακολούθησαν την απελευθέρωση, οδήγησαν αρκετούς ήρωες του Αγώνα στο περιθώριο και τη φυλακή (Κολοκοτρώνης). Ένας απ' αυτούς τους ήρωες ήταν κι ο Νικηταράς, που «θήτευσε» στο Παλαμήδι και στις φυλακές Αιγίνης, βάσει κατηγοριών περί δήθεν συνωμοσίας εναντίον του Όθωνα.
Αναφέρεται ένα περιστατικό, που αναδεικνύει το ήθος αυτού του ήρωα και την αχαριστία του κράτους. Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς [1841], κατάντησε ζητιάνος στα Πειραιώτικα σοκάκια. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, δεν αρκούσε. Η αρμόδια αρχή που χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα (Παρασκευή) στον ήρωα επαίτη μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε “ευγνωμόνως” να επαιτεί! Όταν το έμαθε κάποιος πρέσβης Μεγάλης Δύναμης, πήγε στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς τον είδε, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. “Τι κάνετε στρατηγέ μου;” ρώτησε ο ξένος. “Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα”, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας. “Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο”; επέμενε ο ξένος. “Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος”, απάντησε ο Νικηταράς. Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο και φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας, πεθαίνει ξεχασμένος και πάμφτωχος. Τελικά οι Έλληνες δεν αλλάζουμε ποτέ. Πάντα η πατρίδα, καλύτερα οι αχάριστες “κεφαλές” της πατρίδας θα τρώνε τα παιδιά της.
Βιβλιογραφία
Comments
Post a Comment